(Τα εντόπικα/εντόπια ή μακεδονικό πίτζιν)
Μια εθνογλωσσολογική προσέγγιση
Δημήτρης Ε. Ευαγγελίδης
1. ΕΙΣΑΓΩΓΗ
Δύο είναι τα βασικά ερωτήματα που ανακύπτουν σε σχέση με το γλωσσικό ιδίωμα (εντόπια/εντόπικα) των γηγενών της Μακεδονίας:
1. Ποια είναι η εθνική συνείδηση, άρα και η εθνοτική ταξινόμηση των ομιλητών αυτού του ιδιώματος;
2. Τι ακριβώς είναι αυτό το ιδίωμα από γλωσσολογική σκοπιά;
Το πρώτο ερώτημα έχει απαντηθεί ήδη από καιρό, τόσο επιστημονικώς, όσο και από την ίδια την στάση της συντριπτικής πλειονότητας των γηγενών Μακεδόνων: Αποτελούν αναπόσπαστο τμήμα του ελληνικού έθνους από αιώνες.
Ως προς την επιστημονική διάσταση του θέματος τώρα, υπενθυμίζω απλώς ότι οι παλαιότερες αντιλήψεις, όπως π.χ. οι αρχαιοελληνικές διατυπώσεις για το «όμαιμον, ομόγλωσσον και ομότροπον» (Ηρόδοτος, Η΄144) έχουν απολέσει το ιστορικό-γεωγραφικό τους πλαίσιο και έχουν ατονήσει σε μεγάλο βαθμό, εδώ και αρκετούς αιώνες, λόγω των εκτεταμένων μετακινήσεων των ανθρωπίνων πληθυσμών, αλλά και των αλλεπάλληλων κοινωνικοπολιτικών και πολιτιστικών μεταβολών που σημειώθηκαν από την αρχαιότητα μέχρι σήμερα. Σε προηγούμενα ιστορικά στάδια οι λαοί είχαν σχετικώς ευδιάκριτα ανθρωπολογικά και πολιτιστικά χαρακτηριστικά, με αποτέλεσμα να ήταν κατά κανόνα εύκολη η κατάταξη κάποιου ατόμου σε συγκεκριμένο Έθνος. Έτσι, από τα βασικά στοιχεία διάκρισης ήσαν πρωτίστως η Γλώσσα και η Θρησκεία του, και επί πλέον, τα ήθη και τα έθιμά του, οι φιλοσοφικές, καλλιτεχνικές, κοινωνικές, πολιτικές κ.λπ. αντιλήψεις του. Στην αρχαιότητα, για παράδειγμα, ένας...
Έλληνας, ένας Πέρσης και ένας Αιγύπτιος, διακρίνονταν μεταξύ τους πανεύκολα, λόγω των βαθύτατων διαφορών, που υπήρχαν ανάμεσα τους, σε σχέση με τα προαναφερθέντα πολιτιστικά χαρακτηριστικά. Στην σημερινή εποχή όμως αυτές οι διακρίσεις έχουν γίνει πολύ δυσκολότερες, λόγω της αυξημένης κινητικότητας, η οποία χαρακτηρίζει την ανθρωπότητα, ιδιαίτερα από το δεύτερο μισό του 20ου αιώνα μέχρι σήμερα.Εκείνο πλέον, που και επιστημονικώς είναι αδιαμφισβήτητο, είναι η διαπίστωση ότι η ομιλούμενη γλώσσα δεν αποτελεί πάντοτε απόλυτο εθνολογικό κριτήριο ταξινόμησης μιας συγκεκριμένης εθνοτικής ομάδας. Περιορίζομαι να αναφέρω τα κλασσικά παραδείγματα, τόσο των γερμανόφωνων Αλσατών, στα σύνορα Γαλλίας–Γερμανίας, οι οποίοι αισθάνονται φανατικοί Γάλλοι, αλλά και των Καθολικών μεν στο θρήσκευμα Κροατών, οι οποίοι δεν επιθυμούν να έχουν καμία σχέση με τους ομόγλωσσούς τους, Ορθοδόξους όμως Σέρβους, παρά την κοινή τους γλώσσα (τα Σερβοκροατικά) ή ακόμα πιο χαρακτηριστικά, το παράδειγμα των Μαυροβουνίων σε σχέση και πάλι με τους Σέρβους, με τους οποίους δεν έχουν ούτε καν θρησκευτική διαφορά και παρ’ όλα αυτά αισθάνονται μέλη ενός διαφορετικού έθνους.
Επομένως, το ότι κάποια τμήματα του πληθυσμού της Μακεδονίας είχαν παλαιότερα ως μοναδικό γλωσσικό τους όργανο το σλαβογενές ιδίωμα, στο οποίο θα αναφερθούμε λεπτομερειακά παρακάτω, δεν αποτελεί ικανό και επαρκές κριτήριο για την επιχειρηθείσα στο παρελθόν και επιχειρούμενη και σήμερα, τοποθέτησή τους εκτός του ελληνικού έθνους. Ως δίγλωσσος λοιπόν, γηγενής Μακεδόνας Έλλην θεωρώ ότι το ζήτημα έχει απαντηθεί θεωρητικά και πρακτικά και δεν υπάρχει ανάγκη περαιτέρω συζητήσεων και διευκρινίσεων.
Τι είναι όμως αυτό το διαβόητο γλωσσικό ιδίωμα, που ορισμένοι προσπαθούν κατά καιρούς να το επαναφέρουν στο προσκήνιο και να το χρησιμοποιήσουν ως πολιτικό επιχείρημα;
Θα επιχειρήσω αρχικά μια γλωσσολογική ενημέρωση/ανάλυση.
2. ΓΛΩΣΣΕΣ, ΔΙΑΛΕΚΤΟΙ ΚΑΙ ΒΟΗΘΗΤΙΚΕΣ ΓΛΩΣΣΕΣ
Από την αρχική εμφάνισή τους στην Γη, τα ανθρώπινα όντα χρησιμοποίησαν την γλώσσα ως κύριο μέσο επικοινωνίας (και όχι μόνον, όπως θέλουν να μας πείσουν κάποιοι μεταμοντέρνοι γλωσσολόγοι, που υποστηρίζουν μια εργαλειακή αντίληψη περί γλώσσας), παράλληλα με άλλους τρόπους (χειρονομίες, στάσεις του σώματος κ.λπ.). Στο ζήτημα αυτό, οφείλουμε να θυμόμαστε την περίφημη ρήση του φιλοσόφου Λ. Βίττγκεστάϊν (Ludwig Wittgenstein, 1889-1951): «Τα όρια της γλώσσας μου, καθορίζουν τα όρια του κόσμου μου» (Tractatus Logico-philosophicus).
Ένα από τα μεγάλα και πρακτικά ανεπίλυτα προβλήματα που αντιμετώπιζαν ανέκαθεν οι Γλωσσολόγοι ήταν και η επιλογή κάποιων επιστημονικών κριτηρίων για την διάκριση μεταξύ γλώσσας και διαλέκτου. Με άλλα λόγια, πότε και με ποια κριτήρια ένα ομιλούμενο γλωσσικό ιδίωμα είναι απλώς μια διάλεκτος κάποιας γλώσσας και πότε μπορεί να χαρακτηριστεί ως ξεχωριστή γλώσσα; Η προαναφερθείσα Σερβοκροατική αποτελεί μια ενιαία γλώσσα απλώς με δύο διαλέκτους (Σερβική–Κροατική) ή έχουμε να κάνουμε με δυο διαφορετικές γλώσσες;
Όπως προανέφερα, η Γλωσσολογία αδυνατούσε να αποφανθεί μέχρι προσφάτως και επομένως άλλα κριτήρια χρησιμοποιούνται π.χ. πολιτική βούληση. Με βάση τους νόμους της Γλωσσολογίας είναι βέβαιον ότι εφ’ όσον οι δύο αυτές διαφορετικές κρατικές οντότητες (Σερβία – Κροατία) συνεχίσουν να υπάρχουν για τα επόμενα 100–200 χρόνια, το αναμενόμενο είναι να προκύψουν τελικώς δυο πραγματικά ξεχωριστές γλώσσες. Σύμφωνα με την περίφημη ρήση του γλωσσολόγου Μαξ Βάϊνράϊχ «Μια γλώσσα είναι μια διάλεκτος εξοπλισμένη με στρατό και ναυτικό», που τονίζει ακριβώς την σημασία του πολιτικού / κρατικού παράγοντα, ο οποίος βαρύνει αποφασιστικά σε τέτοια θέματα. Βεβαίως, η σύγχρονη Γλωσσολογία επιχειρεί να επιλύσει το πρόβλημα με την υιοθέτηση μιας άλλης οπτικής με την οποία προσεγγίζεται η διάκριση «γλώσσα-διάλεκτος», με την εισαγωγή της έννοιας του «γλωσσικού συνεχούς» (language continuum), αλλά και με την χρήση νέων όρων, γλωσσοπολιτικά ουδέτερων, όπως οι όροι Ausbausprache - Abstandsprache – Dachsprache [1], δανεισμένων από την Γερμανική γλώσσα.
Έρχομαι τώρα σε ένα άλλο ζήτημα, το οποίο θεωρώ ότι είναι απαραίτητο να αναφερθεί για να μπορέσουμε να καταλήξουμε σε εύκολα αντιληπτά συμπεράσματα.
Πρόκειται για το ζήτημα της ύπαρξης και άλλων προφορικών μορφών επικοινωνίας μεταξύ ανθρωπίνων ομάδων, που συνιστούν οι λεγόμενες βοηθητικές/συμπληρωματικές γλώσσες (auxiliary languages). Δυστυχώς δεν υπάρχει ακριβής ελληνική ορολογία και έτσι θα χρησιμοποιήσω αναγκαστικά τους ξένους όρους. Η πλέον γνωστή περίπτωση χρήσης μιας βοηθητικής «φυσικής» γλώσσας (σε αντιδιαστολή με διάφορες τεχνητές, όπως η Εσπεράντο, η Volapük κ.λπ.) είναι ασφαλώς η λεγόμενη Λίγκουα Φράγκα (Lingua Franca)[2], κατά λέξη «Φράγκικη γλώσσα». Δεν πρέπει πάντως να συγχέεται με τα φραγκολεβαντίνικα, που αναφέρονται αποκλειστικά στον γραπτό λόγο και δημιουργήθηκαν από τους Λεβαντίνους της Σμύρνης, που μιλούσαν μεν ελληνικά, αλλά επειδή δυσκολεύονταν να μάθουν την ορθογραφία τους, χρησιμοποιούσαν λατινικούς χαρακτήρες για να γράψουν τα ελληνικά (ή σύμφωνα με άλλη, εγκυρότερη εκδοχή[3], με καθοδήγηση της Καθολικής Εκκλησίας). Τους μιμήθηκαν αργότερα οι Χιώτες και άλλοι έμποροι του εξωτερικού, που στην ελληνική αλληλογραφία τους, χρησιμοποιούσαν λατινικούς χαρακτήρες και έτσι προέκυψαν τα φραγκοχιώτικα, κάτι ανάλογο με τα σημερινά greeklish.
Συνώνυμος με τον όρο Λίγκουα Φράγκα είναι και ο όρος Vehicular Language, σε ελεύθερη μετάφραση θα λέγαμε δευτερεύουσα γλώσσα, ο οποίος αναφέρεται σε μια γλώσσα που χρησιμοποιείται από άλλες γλωσσικές κοινότητες χωρίς να είναι η μητρική τους π.χ. τα Αγγλικά είναι (επίσημη) δευτερεύουσα γλώσσα στις Ινδίες και το Πακιστάν.
Μια άλλη μορφή βοηθητικής γλώσσας ή γλώσσας επαφής (contact language) είναι και τα λεγόμενα Pidgin English ή απλώς Pidgin, «σπαστά Αγγλικά» θα τα αποκαλούσαμε. Δημιουργήθηκαν στην Κίνα για τις ανάγκες των εμπορικών συναλλαγών μεταξύ Άγγλων και Κινέζων. Η ίδια η λέξη pidgin είναι το αντίστοιχο της αγγλικής λέξης business στο ιδίωμα αυτό. Σήμερα ως pidgin ορίζεται γενικώς ένα γλωσσικό ιδίωμα, μείγμα δύο ή περισσοτέρων γλωσσών με εξαιρετικά απλοποιημένη γραμματική και λεξιλόγιο, που χρησιμοποιείται για την επικοινωνία μεταξύ διαφορετικών πληθυσμών, οι οποίοι έχουν τις δικές τους γλώσσες ως μητρικές.
Στην περίπτωση που ένα τέτοιο ιδίωμα καταλήξει να γίνει η κύρια γλώσσα ενός πληθυσμού, τότε αναφερόμαστε σε Κρεολή γλώσσα (Creole language)[4].
3. ΤΟ ΓΛΩΣΣΙΚΟ ΙΔΙΩΜΑ ΠΕΡΙΟΧΩΝ ΤΗΣ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑΣ
Μετά από αυτά τα προκαταρκτικά και διευκρινιστικά, ας έλθουμε στο ζητούμενο. Τι ακριβώς είναι λοιπόν αυτό το ιδίωμα των γηγενών Μακεδόνων (το «μακεδονικό πίτζιν», όπως το ονομάζω) και ποιοι είναι αυτοί οι «Σλαβόφωνοι» χρήστες του;
Πρώτα-πρώτα να ξεκαθαρίσουμε ότι σήμερα δεν υπάρχουν πρακτικά αμιγείς σλαβόφωνοι, αλλά δίγλωσσοι (ελληνικά-σλαβικά) και ελάχιστοι από τους νεώτερους μπορούν να μιλήσουν με ευχέρεια αυτό το ιδίωμα, η εξέλιξη του οποίου σταμάτησε τις πρώτες δεκαετίες του 20ου αιώνα. Έτσι έλειψαν πάμπολλες λέξεις του καθημερινού λεξιλογίου (κυρίως όροι Διοίκησης, Τεχνολογίας κ.λπ.), οι οποίες υποκαταστάθηκαν από ελληνικές. Εκφράσεις του τύπου «κι όνταμ να Νομαρχία-τα» (=θα πάω στην Νομαρχία), «κι γκου κάζιαμ να Δήμαρχό-του[5]» (=θα το ’πω στον Δήμαρχο), αποτελούν αστείρευτη πηγή τοπικών ανεκδότων και πειραγμάτων.
Αυτοί λοιπόν οι δίγλωσσοι κάτοικοι του βορειοελλαδικού χώρου, κυρίως στην Κ.Δ. Μακεδονία, είναι απόγονοι χριστιανικών πληθυσμών, που επί Τουρκοκρατίας ζούσαν στον ευρύτερο χώρο της λεγόμενης «Ιστορικής Μακεδονίας». Έχουν ελληνική καταγωγή, αλλά πιθανότατα έχουν αφομοιώσει και σλαβικά στοιχεία που είχαν εγκατασταθεί κατά τους βυζαντινούς χρόνους στην περιοχή[6], τα οποία στην συνέχεια εκχριστιανίσθηκαν και εξελληνίσθηκαν (γλωσσικά και πολιτιστικά).
Σύμφωνα με τον αείμνηστο γλωσσολόγο Νικ. Ανδριώτη (στον συλλογικό τόμο «Η γλώσσα της Μακεδονίας» – “Ολκός” Αθήνα 1992, σελ. 211), η σλαβική γλώσσα άρχισε να διαδίδεται επί Βυζαντίου στην βόρεια Μακεδονία με τους εξής τρόπους:
α. Από Σλάβους δούλους, που οι Βυζαντινοί γαιοκτήμονες εγκαθιστούσαν στα κτήματά τους ως αγρότες
β. Από Έλληνες αιχμαλώτους των Βουλγάρων, που έμαθαν σλαβικά και μετά την απελευθέρωσή τους και επάνοδό τους, συνήθως μετά από αρκετά χρόνια, εξακολουθούσαν να τα χρησιμοποιούν και
γ. Οι συναλλασσόμενοι με Σλάβους Έλληνες μάθαιναν εύκολα σλαβικά, ενώ ή εκμάθηση της ελληνικής από τους Σλάβους ήταν δύσκολη.
Η εμφάνιση αυτού του ιδιώματος (που δεν χρειάστηκε ποτέ γραφή) ανιχνεύεται κάπου στον 18ο αιώνα[7] (οι πρώτες μαρτυρίες για την ύπαρξή του χρονολογούνται γύρω στο 1790[8] – βλ. J.P. Mallory–D.Q. Adams: The Oxford Introduction to Proto-Indo-European and the Proto-Indo-European World – Oxford 2006, σελ. 26) και η δημιουργία του είχε καθαρά χρηστικούς και πρακτικούς λόγους. Τα χρόνια εκείνα η Μακεδονία ήταν ένα πολύχρωμο φυλετικό, γλωσσικό και θρησκευτικό μωσαϊκό: Τούρκοι κατακτητές, Τουρκομάνοι νομάδες (Γιουρούκοι), Αθίγγανοι, Έλληνες, Βούλγαροι, Σέρβοι, Βόσνιοι, Αλβανοί, Αρμένιοι, Εβραίοι (Ισπανοεβραίοι Σεφαρδίμ) κ.λπ. που μιλούσαν τουρκικά, ρομά (μια ινδική διάλεκτο), ελληνικά, βλάχικα, βουλγαρικά, σερβοκροατικά, αλβανικά, αρμενικά, εβραϊκά (Λαντίνο και Γίντις) και ήσαν μουσουλμάνοι, χριστιανοί (Ορθόδοξοι, Καθολικοί, Προτεστάντες), ιουδαίοι. Έπρεπε επομένως να υπάρξει ένας τρόπος συνεννόησης μεταξύ τους για τις ανάγκες της καθημερινής συμβίωσης, ένα είδος Λίγκουα Φράγκα. Βαθμιαία λοιπόν εμφανίσθηκε αυτό το ιδίωμα, μια γλώσσα πίτζιν, που φαίνεται ότι εξυπηρετούσε άριστα τον σκοπό για τον οποίο δημιουργήθηκε ή σωστότερα, προέκυψε, που χρησιμεύει ακόμα και σήμερα! (Βλ. πρόσφατη – Άνοιξη 2011 - επίσκεψη σε χωριά της Αλμωπίας απογόνων μουσουλμάνων κατοίκων που μεταφέρθηκαν στην Μ. Ασία με την ανταλλαγή των πληθυσμών).
Είχε ως βάση μια δυτική βουλγαρική διάλεκτο[9], όπως αποδείχθηκε από τις γλωσσολογικές έρευνες (βλ. Ι. Θ. Λαμψίδη: Γραμματική της Βουλγαρικής γλώσσας Ι.Μ.Χ.Α. – Θεσσαλονίκη 1981, σελ. 15-16) και στον κορμό αυτόν προστέθηκαν ένα πλήθος από ελληνικές, τούρκικες, βλάχικες και αλβανικές λέξεις[10]. Γενικώς, η πλειοψηφία των γλωσσολόγων συµφωνεί ότι παρουσιάζει περισσότερες, µορφολογικές κυρίως, οµοιότητες µε την βουλγαρική γλώσσα και λιγότερες, φωνολογικές κυρίως, µε την σερβική [11]. Στα χρόνια εκείνα της γενικευμένης αγραμματοσύνης και απαιδευσίας, ιδιαίτερα στην ύπαιθρο, το ιδίωμα που προέκυψε αποδείχθηκε πολύ εύκολο[12] στην εκμάθηση και εξυπηρετικότατο για τις καθημερινές ανάγκες. Εκείνο πάντως που εντυπωσιάζει τους μελετητές είναι η ευκολία υιοθέτησής του από αλλόγλωσσους και η μετατροπή του στο κύριο και συχνά στο αποκλειστικό γλωσσικό όργανο επικοινωνίας!
Υπάρχουν καταγεγραμμένες πολυάριθμες τέτοιες μεταλλαγές, όχι απλώς σε ατομικό επίπεδο, αλλά σε επίπεδο ολόκληρων ομάδων. Έτσι, υπάρχουν γνωστές περιπτώσεις, καταγεγραμμένες και στην βιβλιογραφία π.χ. βλαχόφωνων χωριών στην περιοχή της Κ.Δ. Μακεδονίας, που έγιναν σλαβόφωνα[13]. Ακόμη πιο χαρακτηριστική είναι η περίπτωση των σλαβόφωνων (!) Αθίγγανων (Ρομ, Ρομά) σε περιοχές της Μακεδονίας: Μέχρι σήμερα διατηρούνται συνοικισμοί αθιγγάνων (η ινδική καταγωγή των οποίων είναι εμφανέστατη σε όποιον διαθέτει έστω και στοιχειώδεις γνώσεις εθνολογίας) στις πόλεις Έδεσσα (Καραμάν), Νάουσα (Άγ. Γεώργιος) και Βέροια, αλλά και σε πολλά χωριά, οι κάτοικοι των οποίων είναι σλαβόφωνοι τουλάχιστον από τον 19ο αιώνα. Επιστημονική μελέτη αυτού του φαινομένου δεν έχει γίνει, απ’ όσο είμαι σε θέση να γνωρίζω, η δε συνήθης λαϊκή ερμηνεία ότι οι ελληνόφωνοι χωρικοί γίνονταν σλαβόφωνοι για να αποφύγουν το παιδομάζωμα των Τούρκων, δεν μου φαίνεται ιδιαίτερα πειστική (Άποψη που υποστηρίχθηκε και από τον λογοτέχνη Χρ. Χρηστοβασίλη, στις αρχές του περασμένου αιώνα, σε άρθρο του στο περιοδικό «Ελληνισμός» τεύχος 9ο – Σεπτέμβριος 1903, σελ. 683). Είναι πάντως εξ ίσου περίεργο το ότι ποτέ δεν δόθηκε πειστική εξήγηση από βουλγαρικής πλευράς (η οποία ήδη από τα μέσα του 19ου αιώνα ισχυριζόταν ότι όλοι οι σλαβόφωνοι είναι Βούλγαροι), για ποιόν λόγο οι Βούλγαροι της Μακεδονίας θα εγκατέλειπαν μαζικά την μητρική τους γλώσσα και θα υιοθετούσαν ένα σλαβογενές ιδίωμα, που έπρεπε να το μάθουν εκ των υστέρων!
Υποστηρίζω λοιπόν ότι αυτό το ιδίωμα προέκυψε, αρχικά στην μακεδονική ύπαιθρο, ως pidgin ή «σπασμένα βουλγαρικά», για να το πούμε διαφορετικά και κατέληξε τελικώς σε Κρεολή γλώσσα, ανομοιογενών πληθυσμών, όπως προανέφερα, οι οποίοι το αναβάθμισαν για διαφόρους λόγους σε μητρική γλώσσα, σε κύριο γλωσσικό όργανο. Αυτό το ιδίωμα, επαναλαμβάνω και τονίζω διότι έχει μεγάλη σημασία, δεν απέκτησε ποτέ γραφή. Επομένως, στερείται πεζογραφίας, ποίησης και γενικά λογοτεχνίας, ενώ αντίθετα υπάρχουν τραγούδια, η παραγωγή των οποίων σταμάτησε ήδη στις αρχές του 20ου αιώνα, για προφανείς λόγους[14]. Ένα από τα πιο γνωστά είναι και το χαρακτηριστικό «Μπάμπα ι Πόστολ» (Η γιαγιά και ο Αποστόλης), στο οποίο γίνεται εύκολα αντιληπτή η διαφοροποίηση των σλαβόφωνων γηγενών από τους Βούλγαρους, όπως εξ άλλου προκύπτει και από σχετικές παροιμίες[15].
Θα πρέπει πάντως να αναφερθεί ότι η σοβαρότερη προσπάθεια για την ανάδειξη του ιδιώματος των γηγενών σε γλώσσα, ήσαν οι εργασίες του Χρίστο Μισίρκοφ (Krsto Misirkov, 1874-1926), από την Παλαιά Πέλλα (τότε Απόστολοι) και κυρίως το βιβλίο του, που τυπώθηκε το 1903 στο τυπογραφείο της «Φιλελεύθερης Λέσχης» στην Σόφια, με τον τίτλο «Για τις μακεδονικές υποθέσεις» (Кръстьо П. Мисирков: За Македонцките Работи, София, Печатница на „Либералний Клубъ“ 1903). Στο βιβλίο αυτό ο Μισίρκωφ ανέπτυξε την επιχειρηματολογία του για την δημιουργία μιας επίσημης φιλολογικής «μακεδονικής» γλώσσας με βάση την «μακεδονική» (=βουλγαρική) διάλεκτο της βόρειας Μακεδονίας, η οποία έπρεπε να χρησιμοποιεί ένα φωνητικό (κυριλλικό) αλφάβητο. Το βιβλίο του Μισίρκοφ εντάσσεται στην γενικότερη στροφή που σημειώνεται στους ανώτερους βουλγαρικούς κύκλους με την εγκατάλειψη της στρατηγικής του βίαιου εκβουλγαρισμού των γηγενών σλαβοφώνων της Μακεδονίας και την υιοθέτηση της καλλιέργειας του «Μακεδονισμού», όταν διαπιστώθηκε ότι οι σλαβόφωνοι κάτοικοι της Μακεδονίας αντιδρούσαν στον εκβουλγαρισμό τους και γενικότερα ότι οι βουλγαρικές θέσεις δεν εύρισκαν ανταπόκριση στους κατοίκους της Μακεδονίας, χωρίς την χρήση βίας. Πρωτεργάτης αυτής της νέας στρατηγικής ήταν ο διαβόητος Γκότσε Ντέλτσεφ, ο οποίος ανέλαβε από το 1895 να εφαρμόσει την θεωρία περί «Μακεδόνων» και «ανεξάρτητης Μακεδονίας».
Η πατρότητα πάντως του «Μακεδονισμού» ανήκει στους Σέρβους [16] και αργότερα υιοθετήθηκε από τους Βουλγάρους, οι οποίοι βεβαίως ποτέ δεν πίστεψαν στο κατασκεύασμα αυτό και πολύ περισσότερο δεν αισθάνθηκαν «Μακεδόνες». Σε επιστολή του με ημερομηνία 1 Μαΐου 1899 προς τον φίλο του Κόλιο Μαλεσέβσκι (Nikola Maleshevski), ο Γκότσε Ντέλτσεφ ομολογούσε ότι ποτέ δεν έπαψε να αισθάνεται Βούλγαρος (Αναφέρεται στην βιογραφία του Ντέλτσεφ από τον στενό του φίλο και συνεργάτη Πέϊο Γιαβόρωφ).
Σόφια, 1 Μαΐου 1899,
Κόλιο (=σλαβικό υποκοριστικό του Νικόλα),
Έχω λάβει όλες τις επιστολές που στέλνονται από σας και μέσω από σας. Μην επιτρέψουμε τα σχίσματα και τις ρήξεις να μας εκφοβίσουν. Είναι, πράγματι, δυστυχία, αλλά τι μπορεί να κάνουμε, δεδομένου ότι είμαστε Βούλγαροι και όλοι πάσχουμε από μια κοινή ασθένεια. Εάν αυτή η ασθένεια δεν ήταν παρούσα στους προγόνους μας, από τους οποίους την κληρονομήσαμε, δεν θα είχαν πέσει ποτέ κάτω από το σκήπτρο του Τούρκου Σουλτάνου…»
Επίσης, ο εφευρέτης της «μακεδονικής» γλώσσας, ο προαναφερθείς Χρίστο Μισίρκωφ, έγραφε το 1924 ότι: «…Εμείς (οι Σλάβοι της Μακεδονίας) είμαστε περισσότερο Βούλγαροι από εκείνους της Βουλγαρίας…» [“Ние сме българи, повече българи от самите българи в България“ — Kръстe Мисирков “We are Bulgarians, more Bulgarians than the Bulgarians themselves in Bulgaria ” — Kr'ste Misirkov].
Για όσους τυχόν γνωρίζουν βουλγαρικά, τους παραπέμπω για περισσότερες λεπτομέρειες στην ιστοσελίδα Vesti.bg (http://news.netinfo.bg/?tid=40&oid=995281) όπου υπάρχει το εκπληκτικό άρθρο «Как "бащата на македонизма" Кръстьо Мисирков се оказа чист българин» (Πώς ο «πατέρας του μακεδονισμού» Χρίστο Μισίρκωφ αποδεικνύεται καθαρός Βούλγαρος).
Στους τρεις χάρτες που παραθέτω στο τέλος του κειμένου παρατηρούμε τις διαφορετικές αντιλήψεις Σέρβων και Βουλγάρων που διεκδικούν ο καθένας για λογαριασμό του το γλωσσικό ιδίωμα, ισχυριζόμενοι οι μεν πρώτοι ότι πρόκειται για μια Σερβική διάλεκτο (“Σερβομακεδονικά”, Χάρτης 1), οι δε Βούλγαροι ως Βουλγαρική διάλεκτο και τους κατοίκους της Μακεδονίας ως Βουλγάρους (Χάρτης 2). Αξιοπρόσεκτος είναι ο «γλωσσολογικός» Χάρτης 3 των Σκοπιανών, οι οποίοι ανακάλυψαν δεκάδες διαλέκτους και υποδιαλέκτους της «Μακεδονικής» γλώσσας, μια γλωσσολογική απιθανότητα!
Τέλος, νομίζω ότι θα πρέπει να αναφερθώ και σε μια άλλη χαρακτηριστική περίπτωση «πλαστής ταυτότητας» και εθνολογικής χειραγώγησης.
Πρόκειται για τους δύο πιο γνωστούς και διάσημους από τους αδελφούς Μιλαντίνωφ (Братя Миладинови), τους Ντιμίταρ (Δημήτριος) και Κονσταντίν (Κωνσταντίνος), οι οποίοι θεωρούνται πρωτοπόροι και ιδρυτές της βουλγαρικής Λαογραφίας με το περίφημο έργο τους «Βουλγαρικά Δημοτικά Τραγούδια» (1861), που θεωρείται κλασσικό. Ο Κονσταντίν θεωρείται επιπλέον ένας από τους σπουδαιότερους Βούλγαρους ποιητές. Πολύ γνωστά είναι τα ποιήματά του «Τ’γκά ζα γιούγκ» (ТЪГА ЗА ЮГ) = «Νοσταλγία για τον Νότο», καθώς και το συγκινητικό ερωτικό ποίημα «Μπίσερα» (= Μαργαριτάρια), γραμμένο στο στυλ της δημοτικής ποίησης και ένα από τα 15 συνολικά ποιήματα που πρόλαβε να γράψει πεθαίνοντας σε ηλικία 32 ετών στις τουρκικές φυλακές της Κωνσταντινούπολης από τύφο, μαζί με τον συγκρατούμενο, μεγαλύτερο (κατά 20 χρόνια), αδελφό του Ντιμίταρ.
Πρέπει να τονιστεί ότι η οικογένεια Κωνσταντίνου ή Μιλαδίνη ήσαν Βλάχοι από την Μοσχόπολη, που εγκαταστάθηκαν στην κωμόπολη Στρούγκα στην λίμνη της Αχρίδας, τα δυο αδέρφια μάλιστα σπούδασαν στα Γιάννενα (στην Ζωσιμαία Σχολή), ο δε Κονσταντίν τελείωσε στην συνέχεια το φιλολογικό τμήμα του Πανεπιστημίου Αθηνών. Αργότερα, το 1844 «πείστηκαν» από τον Ρώσσο καθηγητή Βίκτορ Γκριγκόροβιτς ότι είναι Βούλγαροι και ανέπτυξαν ανθελληνική δραστηριότητα. (Ο σλαβολόγος καθηγητής Αντώνιος-Αιμίλιος Ταχιάος, εντόπισε στα αυτοκρατορικά αρχεία της Αγίας Πετρούπολης επιστολή του Ρώσου Γενικού Προξένου στην Κωνσταντινούπολη Μιχαήλ Αλεξάνδροβιτς Χίτροβο, ο οποίος ζητούσε (1864) να καταβληθεί οικονομική ενίσχυση στην χήρα του Δημητρίου Μιλαντίνοφ, «διότι αυτός απέθανε στην υπηρεσία του αυτοκράτορα» [17].
Οι αδελφοί Μιλαντίνωφ θεωρούνται και προβάλλονται ως πρωτεργάτες της «μακεδονικής» Φιλολογίας από τους Σκοπιανούς. Παρ’ όλα αυτά το Εθνικό Μουσείο των Σκοπίων απαγορεύει την έκθεση των έργων τους, λόγω της ύπαρξης των επιθέτων «βουλγαρικός», «βουλγαρικά». Σχετικά πρόσφατα μάλιστα, ξέσπασε μεγάλος θόρυβος και υπήρξαν έντονες αντιδράσεις στην Βουλγαρία, όταν στις αρχές του 2008 η σκοπιανή υπηρεσία των Κρατικών Αρχείων σε συνεργασία με το Ίδρυμα Σόρος εξέδωσαν φωτοτυπημένο από το πρωτότυπο το προαναφερθέν βιβλίο, από το οποίο όμως έλειπε το επάνω μέρος του εξωφύλλου που περιείχε το επίθετο «Βουλγαρικά» και έμεινε ο τίτλος «Δημοτικά Τραγούδια»!
Αλλά «τι χρείαν άλλων μαρτύρων έχουμε», όταν ακόμα και ο πρώην Πρωθυπουργός των Σκοπίων και αρχηγός του ισχυρού σωβινιστικού κόμματος Β.Μ.Ρ.Ο. των Σκοπίων, ο Λιούπτσο Γκεοργκίεφσκι (όπως και δεκάδες χιλιάδες άλλοι Σκοπιανοί συμπατριώτες του), σχετικά πρόσφατα, ζήτησαν και έλαβαν την βουλγαρική υπηκοότητα. Ο Γκεοργκίεφσκι μάλιστα, με δηλώσεις του στον σκοπιανό και στον βουλγαρικό Τύπο, εξεδήλωσε την πρόθεσή του να διορισθεί πρέσβυς της Βουλγαρίας στα Σκόπια, ασφαλώς μοναδική περίπτωση στα παγκόσμια χρονικά.
Αξίζει πάντως να σημειωθεί ότι ο ελληνομαθής Βούλγαρος ποιητής, πολιτικός και πατριώτης (πήρε μέρος σε πολλές μάχες εναντίον των Τούρκων) Πέτκο Σλαβέϊκωφ (1827-1895), υπήρξε δεδηλωμένος εχθρός του «Μακεδονισμού», με θεωρητική τεκμηρίωση και επιχειρηματολογία, που αποτυπώθηκαν κυρίως στο περίφημο άρθρο του, με τίτλο "Македонският въпрос" («Το Μακεδονικό Ζήτημα»), το οποίο δημοσιεύθηκε τον Ιανουάριο του 1871 στην εφημερίδα «ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ», που εξέδιδε (1866-1872) ο ίδιος στην Κωνσταντινούπολη [18], πριν υπάρξει η επίσημη στροφή της Βουλγαρίας προς τον «Μακεδονισμό», στην οποία αναφερθήκαμε παραπάνω.
Είναι πάντως άξια θαυμασμού η μεθοδικότητα και η ευφυής επιλογή των στόχων της σκοπιανής προπαγανδιστικής μηχανής. Ξεκίνησαν από το γλωσσικό και βαθμιαία προχώρησαν σε πιο συγκεκριμένα ζητήματα με αποκορύφωμα την δημιουργία «κόμματος» την δεκαετία του 1980. Θυμάμαι πολύ καλά ότι μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του 1960 όταν με ρωτούσαν αν γνωρίζω το ιδίωμα, η ερώτηση γινόταν με την μορφή: «Ζνάεις μπουγκάρτσκι;» δηλ. «Ξέρεις βουλγάρικα;», όντας σχεδόν αυτονόητο ότι αυτό το ιδίωμα ήταν ένα είδος βουλγαρικών. Εάν η συζήτηση γινόταν στα ελληνικά το ερώτημα είχε την μορφή «Ξέρεις εντόπικα/ντόπια;». Προς τα τέλη όμως της ίδιας δεκαετίας και ιδίως από τις αρχές της δεκαετίας του 1970 το ερώτημα είχε διαφοροποιηθεί πλήρως και είχε πλέον την μορφή «Ζνάεις μακεντόνσκι;» ή «Ξέρεις μακεδονικά;».
Διαπιστώνουμε λοιπόν το πόσο εύκολα υιοθετήθηκε η «μακεδονική» γλωσσική ταυτότητα σε αντίθεση με την βεβαρημένη βουλγαρική. Εξ ίσου αριστοτεχνική ήταν και η σκόπιμη σύγχυση που καλλιεργήθηκε μεταξύ εθνολογικής και γεωγραφικής καταγωγής. Έγινε λοιπόν της «μόδας» να δηλώνει κάποιος «Μακεδόνας» αόριστα, που για τους φιλοσκοπιανούς εξυπονοούσε άλλη εθνική ταυτότητα από την ελληνική και που ήταν εύκολο, όταν τα πράγματα σοβάρευαν, να δοθεί η ερμηνεία: «Εννοούσα ότι δεν είμαι Θρακιώτης ή Κρητικός». Σήμερα βέβαια δεν υπάρχει ανάγκη τέτοιων δικαιολογιών. Χάρη στα διάφορα «παρατηρητήρια» και «Συμβούλια της Ευρώπης» αν κάποιος δίγλωσσος δηλώσει Έλληνας, σε συγκεκριμένα χωριά, πάντα θα βρεθεί κάποιος να τον ειρωνευτεί μεταξύ σοβαρού και αστείου ως «γκρεκομάν» (=ελληνομανή).
Βεβαίως, όλα αυτά αγνοούνται ή ακόμα χειρότερα, παραποιούνται μονίμως από συγκεκριμένους κύκλους εθνομηδενιστών, εξέχον μέλος των οποίων είναι και ο γνωστός Τάσος Κωστόπουλος, συνεργάτης της εφηµερίδας «Ελευθεροτυπία» και του «Ιού της Κυριακής», ο οποίος δεν δίστασε να συγγράψει σχετικό βιβλίο με τον πομπώδη τίτλο: «Η απαγορευµένη γλώσσα: Κρατική καταστολή των σλαβικών διαλέκτων στην ελληνική Μακεδονία» (Αθήνα, 2000), που έσπευσε να προβάλει με επαινετική κριτική (δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα «Kαθηµερινή» στις 17/10/2000 με τίτλο «H γλωσσική πολιτική αφοµοίωσης των σλαβόφωνων»), ο επίσης γνωστός και μη εξαιρετέος κ. Σπύρος A. Μοσχονάς, γλωσσολόγος του Πανεπιστημίου Αθηνών!
Κλείνοντας, θα πρέπει να ξεκαθαρίσουμε και να τονίσουμε για μια ακόμα φορά ότι το ιδίωμα των Ελλήνων γηγενών της Μακεδονίας δεν έχει καμία σχέση με την επίσημη, δήθεν «μακεδονική» γλώσσα (που κατασκευάστηκε από επιτροπή φιλολόγων, λογίων, συγγραφέων κ.λπ. με βάση την διάλεκτο της περιοχής Μοναστηρίου-Περλεπέ–Βελεσών και επιβλήθηκε με Νόμο στις 3 Μαΐου του 1945) του Σκοπιανού κράτους και η οποία εκσερβίστηκε συστηματικά, ώστε να αλλοιωθούν τα βουλγαρικά χαρακτηριστικά της. Το πρώτο υπήρξε μια βοηθητική γλώσσα που ξεκίνησε ως πίτζιν και εξελίχθηκε σε Κρεολή, ενώ η δεύτερη είναι «μια διάλεκτος εξοπλισμένη με στρατό και ναυτικό», όπως προαναφέραμε, και η οποία εξελίσσεται σε μια πλήρη γλώσσα με την στήριξη όλων των μηχανισμών του κράτους των Σκοπίων[19].
Αντίστοιχη με τα γλωσσικά ήταν και η πορεία των καταπιεστικών μέτρων «εκμακεδονισμού», που εφαρμόστηκαν στον πληθυσμό της περιοχής επί Τιτοϊκού καθεστώτος. Στο βιβλίο του Hugh Poulton: Who are the Macedonians? (C. Hurst & Co. Publishers, London 2002), αναφέρονται τεκμηριωμένα οι πολυάριθμες ομαδικές δίκες, εκτελέσεις, εκτοπίσεις κ.λπ. εις βάρος των φιλοβουλγαρικών στοιχείων της περιοχής των Σκοπίων, με στόχο να αποκτήσουν «μακεδονική» συνείδηση.
Ανάλογα ήσαν τα μέτρα και εις βάρος του ελληνικού στοιχείου της περιοχής (κυρίως βλαχόφωνοι της Πελαγονίας), το οποίο εξαφανίστηκε ως δια μαγείας από τις επίσημες στατιστικές και αναφορές, υπό την ανοχή και αδιαφορία των ελληνικών κυβερνήσεων της εποχής εκείνης, οι οποίες απέφευγαν συστηματικά να δυσαρεστήσουν τον ηγέτη της Γιουγκοσλαβίας και προστατευόμενο των Αμερικάνων, «Στρατάρχη» Τίτο.
Στο σημείο αυτό αξίζει να υπενθυμίσουμε την ομολογία του τέως Προέδρου των Σκοπίων Κίρο Γκλιγκόρωφ στην τσεχική εφημερίδα Cesky Denik (10 Ιουνίου του 1993) για μειονότητα 100.000 Ελλήνων στην περιοχή των Σκοπίων [20].
ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ.............
Γενικώς, η πλειοψηφία των γλωσσολόγων συµφωνεί ότι παρουσιάζει περισσότερες, µορφολογικές κυρίως, οµοιότητες µε την βουλγαρική γλώσσα και λιγότερες, φωνολογικές κυρίως, µε την σερβική.
ΑπάντησηΔιαγραφή----
Σερβο-Κροατικό ανέκδοτο για το Βουλγαρικό επιθηματικό άρθρο (Νομαρχία-τα) έχει ως εξής:
-Πως λέγεται το τουφέκι στα Βουλγαρικά;
- Puška-ta
-Πως λέγεται το αυτόματο όπλο στα Βουλγαρικά;
- Puška-tatatatata
ως πότε στη καταχρεοκοπημένη χώρα μας θα ανθεί ο λόγος των ημιμαθών και μη ειδικών που μιλούν επί παντός επιστητού , δίχως να έχουν ούτε άμεση ως ειδικοί ούτε έμμεση σχέση με σεβασμό στους ειδικούς ,με το γνωστικό αντικείμενο.
ΑπάντησηΔιαγραφήσυχνά τον ρόλο αυτό παίζουν δάσκαλοι και καθηγητές γυμνασίων αλλά και παντελώς αμόρφωτοι ψευδοερευνητές της ιστορίας.
εν προκειμένω ο κ. Ευαγγελίδης είναι ειδικός ψαρολόγος , αντικείμενο το οποίο ουδεμία σχέση έχει με την γλωσσολογική επιστήμη.
με την οποία θα μπορούσε να ασχοληθεί με σεβασμό όμως στις επιστημονικές της αρχές, αλλά και τον οικογενειακό μακεδονικό πολιτισμό των παππούδων του.
έτσι αν ρωτούσε τους γονείς του θα μάθαινε ότι δεν μεταφράζεται σε Χρήστο , αφού αυτό αντιστοιχεί σε Ρίστε , ενώ το Κρστε σημαίνει Σταύρος...
ο οποίος ως δάσκαλος ασχολήθηκε ιδιωτικά στις αρχές του 1900 με την οικογενειακή μακεδονική του γλώσσα , με σκοπό να την οργανώσει έτσι ώστε να είναι κατανοητή σε όλες τις περιφέρειες της αδιαμέλιστης Μακεδονίας.
για αυτό ορθολογικά επέλεξε την κεντρική τοπική διάλεκτο του Σόλουν-Κούκους ( Θεσσαλονίκης- Κιλκίς )από τις συνολικά οκτώ τοπικές διαλέκτους της μακεδονικής γλώσσας
(http://en.wikipedia.org/wiki/Dialects_of_Macedonian )
στο μνημειώδες έργο του Μακεδονικές υποθέσεις ξεκάθαρα αναδεικνύει την διακριτότητα της μακεδονικής γλώσσας αλλά και του μακεδονικού έθνους από τις γειτονικές γλώσσες και έθνη, ιδιαίτερα τη βουλγάρικη.
αυτό πιστοποιούν και οι βιολογικοί του συγγενείς και απόγονοι οι οποίοι ξεκάθαρα δηλώνουν και είναι Μακεδόνες.
ιδιαίτερα ο γυιός του ο οποίος αν και ζούσε στη Σοβιετική Ένωση μετέφερε όλα τα οικογενειακά του κειμήλια όχι στη Σόφια , ως θα όφειλε ως πιστή σύμμαχο της ΣΕ αλλά στα Σκόπια , στη τότε ρεβιζιονιστική και εχθρική για την ΣΕ Γιουγκοσλαβία
ο Μισίρκωφ δεν ανακάλυψε ούτε κατασκεύασε την σύγχρονη μακεδονική γλώσσα , όπως ο Αδαμάντιος Κοραής την καθαρεύουσα .
" Η καθαρεύουσα είναι λόγια μορφή της Ελληνικής γλώσσας η οποία προτάθηκε τον 18ο αιώνα και χρησιμοποιήθηκε εκτεταμένα κατά τον 19ο και τον 20ο αιώνα στην Ελλάδα από συγγραφείς, εφημερίδες και τον κρατικό μηχανισμό.
Τη μορφή αυτή πρότεινε ο Αδαμάντιος Κοραής (1748-1833), οπαδός του ρομαντικού εθνικισμού
Σκοπός του με την καθαρεύουσα ήταν να «καθαριστεί» η ελληνική γλώσσα από τις ξένες επιδράσεις (τουρκικές και μακεδονικές) που είχε δεχτεί κατά τη μακρά παραμονή αυτών των δυο εθνοτικών ομάδων στην ελληνική χερσόνησο"
αντίθετα ο Μισίρκωφ οργάνωσε το ΚΟΙΝΟ σε όλες τις οκτώ τοπικές μακεδονικές διαλέκτους προϋπάρχον μακεδονικό λεξιλόγιο , με βάση την κεντρική διάλεκτο, έτσι ώστε να διευκολυνθεί η γλωσσική επικοινωνία όλων των Μακεδόνων, στη μητρική τους ντοπιολαλιά.
εξάλλου αυτό συνέβη με όλες τις ευρωπαϊκές γλώσσες , ιδιαίτερα στα πλαίσια του κράτους-έθνους.
αυτή η διεργασία έλαβε χώρα δίχως την υποστήριξη κανενός κρατικού φορέα, πολύ πριν τον Τίτο.
αντίθετα συνάντησε τη λυσσαλέα αντίδραση του βουλγάρικου κράτους , το οποίο φυλάκισε τον Μισίρκωφ και απαγόρευσε το παραπάνω έργο του.
Έχουν ελληνική καταγωγή, αλλά πιθανότατα έχουν αφομοιώσει και σλαβικά στοιχεία που είχαν εγκατασταθεί κατά τους βυζαντινούς χρόνους
ΑπάντησηΔιαγραφή----------
το «ΕΧΟΥΝ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΚΑΤΑΓΩΓΗ» είναι κοτσάνα ή εάν πρέπει να εκφραστώ ορθότερα «ανούσια προσθήκη».
Κάθε σοβαρή εθνολογική θεώρηση από το 1950 και μετά έχει επικυρήξει τον «εσσενσιαλισμό», δηλαδή την θεώρηση ότι η εθνοτικότητα είναι μία ουσία που σχετιζέται με το «αίμα» και την «βιολογική ράτσα».
Τέτοιες παπαριές λένε οι Σκοπιανοί σήμερα που προσπαθούν να αυτοπειστούν ότι έχουν «σταγόνες Μακεδονικού αίματος» ... ασχέτως εάν δεν υπάρχει όπως είπα «μακεδονικό ή θεσσαλικό ή ιλλυρικό ή θρακικό αίμα».
Το ότι οι εισβάλοντες Σλάβοι αφομοίωσαν νοτιοδουναβικούς προσλαβικούς πληθυσμούς είναι ευνόητο και δεν χρειάζεται καν να θιχτεί σαν ιδιαίτερο χαρακτηριστικό των σημερινών Ελλήνων Σλαβόφωνων. Οι πρώτοι αυτοί Σλάβοι πριν διασχίσουν το Δούναβη είχαν ήδη αφομοιώσει Δάκες,Κέλτες, Σκύθες (Ιρανικό φύλο), Αβαρούς, πρωτο-Βούλγαρους και Γερμανούς, δηλαδή ούτε αυτοί ήταν «σκέτοι σλάβοι».
Με λίγα λόγια το «αφομοιώθηκαν από τους σλάβους» δεν είναι προνόμιο κανενός και όποιος το λέει είναι το ίδιο κουτός με τους Σκοπιανούς.
Ανάλογες «ανούσιες προσθήκες» κάνουν κάτι Αρβανίτες που λένε ότι είναι «εξαλβανισμένοι ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ καταγωγής».
Οι Σλάβοι που βρέθηκαν εντός της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας ευνοήτα ΜΕ ΤΟΝ ΚΑΙΡΟ αναμείχθηκαν με τους παλαιότερους κατοίκους με τους οποίους ήρθαν σε πολιτισμική ισορροπία.
Χαρακτηριστικά είναι 2 παραδείγματα:
1)Σε μία από της Σλαβικές πολιορκίες της Θεσσαλονίκης τον 7ο αιώνα, η πόλη άντεξε επειδή οι Βελεγεζίτες Σλάβοι της Θεσσαλίας την προμήθευαν με τρόφιμα δια θαλάσσης.
2) Αφού ο Βουλγαροκτόνος (που στην πραγματικότητα μόνο Βουλγαροκτόνος δεν ήταν, απλώς η «Βουλγαροκτονία» του καλλιεργήθηκε από τους Βυζαντινούς ΜΕΤΑ το θάνατό του) κατέκτησε την Βουλγαρία του Σαμουήλ, α άραβας ιστορικός Yahya μας πληροφορεί ότι «πάντρεψε ΡΩΜΑΙΟΥΣ γιους με ΒΟΥΛΓΑΡΕΣ κόρες και ΒΟΥΛΓΑΡΟΥΣ γιους με ΡΩΜΑΙΕΣ ΚΟΡΕΣ ... τελειώνοντας μ αυτόν τον τρόπο το παλαιό μίσος των δύο λαών».
http://books.google.com/books?id=Z0PmrXKnczUC&pg=PA36&dq=roman+sons+bulgarian+daughters&hl=it&ei=bTnNTtXdA9KKhQfnyLndDQ&sa=X&oi=book_result&ct=result&resnum=3&ved=0CDgQ6AEwAg#v=onepage&q=roman%20sons%20bulgarian%20daughters&f=false
Τέτοια οικειότητα αναπτύχθηκε μεταξύ Ρωμιών και Βουλγάρων στη Μακεδονία ώστε όταν οι Βούλγαροι των περιοχών Σκοπίων-Ναϊσσού επαναστάτησαν λίγο αργότερα από την Βυζαντινή αυτοκρατορία (με αρχηγό τον Γκεόργκι Βόιτεχ από τα Σκόπια) και ζήτησαν τη βοήθεια του σέρβου Κωνσταντίν Μπόντιν προσφέρωντάς του τον τίτλο «Αυτοκράτορας των Βουλγάρικής αυτοκρατορίας» που θα προέκυπτε ύστερα από την «απελευθέρωση» ... ενώ μέχρι την Οχρίδα οι βουλγαρικοί πληθυσμοί παραδόθηκαν στον Σερβο-Βουλγαρικό στρατό αμαχητί ... Ο Βούλγαρος Βυζαντινός διοικητής της Καστοριάς Βόρις Δαβίδ με το Βουλγαρικό του σώμα αμύνθηκαν μαζί με Ρωμαίικα στρατεύματα και κατάφεραν να νικήσουν τους εισβολείς και να τους τρέψουν «εις άτακτο φυγή από δύσβατους ατραπούς»:
http://en.wikipedia.org/wiki/Constantine_Bodin#Emperor_of_Bulgaria
τα σημερινά γλωσσικά δάνεια από την σημερινή ελληνική στη μακεδονική είναι απολύτως λογικά , αφού η διδασκαλία της μακεδονικής γλώσσας στην Ελλάδα και η δημόσια χρήση της παραμένει απαγορευμένη.
ΑπάντησηΔιαγραφήπέραν τούτου πολλοί φορείς, όπως η Νομαρχία ήταν ανύπαρκτοι στην οθωμανική Μακεδονία, παρότι πολλοί ηλικιωμένοι Μακεδόνες μιλούν για καπετάνιους Μακεδόνες , με την χρήση του όρου Βοεβόδας , που σημαίνει Νομάρχης και είναι συχνό επώνυμο εξελληνισμένων Μακεδόνων στην Χαλκιδική.
αυτονόητα ότι εκεί όπου η μακεδονική γλώσσα καλλιεργήθηκε ελεύθερα , όπως στο γειτονικό μακεδονικό κράτος, εξελίχθηκε και εμπλουτίσθηκε, έχοντας σήμερα όλο το σύγχρονο λεξιλόγιο.
από την άλλη το γνωστό μακεδονικό παραδοσιακό τραγούδι μπάϊ ποστόλε δεν σημαίνει μπαμπά απόστολε αλλά θείο αποστόλη και αναφέρεται στον Μακεδόνα αντιοθωμανό ήρωα Πόστολ Πέτκωφ από την Μποέμιτσα /Αξιούπολη Κιλκίς , τον ήλιο των Γιαννιτσών και το φόβητρο των Οθωμανών αλλά και των ληστοσυμμοριτών απεσταλμένων του ελληνικού κράτους.
όσο δε για την αμοιβαία εθνοκάθαρση του 1922 , αυτή έγινε με θρησκευτικά κριτήρια , με τον εποικισμό της νότιας Μακεδονίας από πατριαρχικούς Τούρκους έποικους και εποικισμό των περιοχών που άφησαν με μουσουλμάνους της Μακεδονίας.
οι μουσουλμάνοι αυτοί ανέρχονταν σε περίπου 600 χιλιάδες , αλλά μόνο 70-80 χιλιάδες ήταν Τούρκοι, η διοίκηση και οι μπέηδες.
αντίθετα όλοι οι απλοί Μουσουλμάνοι ήταν εθνικά Μακεδόνες.
όλος ο οικογενειακός τους πολιτισμός ήταν μακεδονικός.
τον οποίο ελεύθερα αναπτύσσουν στην Τουρκία, έχοντας ξεχωριστούς μακεδονικούς συλλόγους, δημάρχους και βουλευτές Μακεδόνες.
υπολογίζεται ότι 40-50 χιλιάδες Μακεδόνες μουσουλμάνοι έφυγαν από την περιοχή των Μογλενών ( Μεγκλένσκο ) Αριδαίας.
αυτοί , έχουν επιδείξει τεράστιο ενδιαφέρον να επισκεφθούν τις πατρογονικές μακεδονικές τους εστίες.
πράγμα που κάνουν επισκεπτόμενοι, παρά την δυσκολία της ελληνικής βίζας τους τόπους των γονιών τους.
προσκεκλημένοι όχι από τους ομοεθνείς Μακεδόνες χριστιανούς αλλά από τους έποικους από την Τουρκία, στους τόπους καταγωγής των οποίων έχουν εγκατασταθεί..!!!
τους οποίους νωρίτερα φιλοξένησαν στη Τουρκία.
οι Μακεδόνες υποστηρίζουν αυτή την ανάπτυξη φιλικών σχέσεων ανάμεσα στους ανθρώπους και από τις δύο εθνότητες, την μακεδονική και την τουρκική, οι οποίες υπέστησαν εθνοκάθαρση
άσχετα αν η τουρκική (ελληνόφωνη ) στη Μακεδονία διεκρίθη για το αντιμακεδονικό της μένος...
παρά την απλόχερη φιλοξενία που τους παρείχαν οι αυτόχθονες Μακεδόνες,στη μακεδονική τους πατρίδα, ιδιαίτερα τα πρώτα δύσκολα χρόνια.
@Ανώνυμο 23/11/11 8:42
ΑπάντησηΔιαγραφήΔες αυτά τα 2 βιντεάκια και να δούμε τι θα πεις. Αν θα έχεις να πεις κάτι...
http://www.youtube.com/watch?v=gaEo9ERy_Gk
http://www.youtube.com/watchv=_YWjZQosBw8&feature=related
:):):)
Μπουνταλάς 7:57 είπε ...
ΑπάντησηΔιαγραφήαντίθετα συνάντησε τη λυσσαλέα αντίδραση του βουλγάρικου κράτους , το οποίο φυλάκισε τον Μισίρκωφ και απαγόρευσε το παραπάνω έργο του.
------
Καλά παίδες εντός συνόρων τελικά υπάρχουν μεγαλύτερα χαιβάνια από τους Σκοπιανούς.
Πότε «φυλάκισε» τον Μίσιρκωφ η Βουλγαρική κυβέρνηση;
http://en.wikipedia.org/wiki/Krste_Misirkov
1) Ὀταν ήταν τιμούμενο πρόσωπο σε δεξίωση στη Σόφια;
On 1 October 1909 he printed the article, "The foundations of a Serbian-Bulgarian rapprochement" in the Magazine "Bulgarian collection" edited by Bulgarian diplomats in St. Petersburg. By the time, a Slavic Festival was held in Sofia in 1910 and Missirkov was attend as its guest of honor.
2) Όταν τον έστειλε Διευθυντή του Βουλγαρικού Εκπαιδευτικού συστήματος στην Βεσσαραβία όπου εκλέχθηκε και βουλευτής εκπρόσωπος των Βουλγάρων της Βεσσαραβίας;
After the outbreak of the First World War in 1914 Bessarabia became a republic, and he was elected a member of the local parliament Sfatul Ţării as a representative of the Bulgarian minority. At the same time, Misirkov worked as a secretary in the Bulgarian educational commission in Bessarabia.
3) Μήπως όταν τον διόρισε Διευθυντή του Εθνογραφικού Μουσείου Σόφιας και αργότερα δάσκαλο σε Βουλγαρικές πόλεις;
Then Misirkov returned to Sofia, where he spent one year as a head of the Historical department of the National Museum of Ethnography. Then, he worked as a teacher and director of the high schools in Karlovo and Koprivshtitsa.
Σε αυτή την περίοδο η «Εσωτερική «Μακεδονική» Οργάνωση» σχεδιάζε να τον σκοτώσει ... η ίδια που πρώτη έκαψε τα αντίγραφα των «Μακεδονικών Υποθέσεων»:
During this period (but before 1923) the Internal Macedonian Revolutionary Organization (IMRO) apparently marked Misirkov as harmful and was suspected of considering his assassination, but reconsidered after he met with a representative of the organization
4) Η ίδια Βουλγαρική κυβέρνηση που πλήρωσε την Κηδεία του Μίσιρκωφ στη Σόφια τιμώντας τον ως εξέχοντα Βούλγαρο Εκπαιδευτικό;;;
Misirkov died in 1926 and was buried in the graveyards in Sofia with the financial support of 5000 levs from the Ministry of Education, as an honoured educator.
Πόσο πιο απλά πρέπει να σας το πει βρε χαϊβάνια ο Μίσιρκωφ ότι ΗΤΑΝ ΠΕΡΗΦΑΝΟΣ ΒΟΥΛΓΑΡΟΣ ΠΑΤΡΙΩΤΗΣ ;;;;
http://www.macedoniainfo.com/Krste_Misirkov1.htm
Народността на македонците. 1924 г.
"Но ето, че се раздават викове на самите македонци: ние сме българи, повече българи от самите българи в България...Вий сте могли да победите България, да й наложите каквито си щете договори, но с това не се изменя нашето убеждение, нашето съзнание, че ний не сме сърби, че ний досега сме се казвали българи, тъй както се казваме и днес и така искаме да се казваме и в бъдеще.
«είμαστε πιο Βούλγαροι από τους Βούλγαρους στη Βουλγαρία ... είτε μας πεις «Μακεδόνες» είτε «Βούλγαρους» είμαστε κάτι διαφορετικό από τους Σέρβους ΚΑΙ ΠΑΝΤΑ ΕΙΧΑΜΕ ΒΟΥΛΓΑΡΙΚΗ ΕΘΝΙΚΗ ΣΥΝΕΙΔΗΣΗ !!!!»
Πόσο χαϊβάνι πρέπει να είναι κάποιος ώστε να μην βλέπει τον Μίσιρκωφ σαν Βούλγαρο .... όταν αντιτάθηκε στην θεωρία περί «Μακεδο-Σλαβικής» αδιαφοροποίητης ομάδας του Cvijic λέγοντας:
«ο Σλαβικός πληθυσμός της Μακεδονίας δεν είναι ένα άμορφο ζυμάρι, αλλά ένα καλώς ψημένο Βουλγάρικο καρβέλι που ανήκει στην Βουλγαρία !!!!»
http://en.wikipedia.org/wiki/Krste_Misirkov#View_of_Misirkov_in_Bulgaria
However, after 1906 Misirkov rejected these ideas,[36] opposng the Serbian theory about the "floating mass" of the "Macedonian Slavs"[37][38] and even developed a kind of Serbophobia.[39] In this period he became evidently bulgarophile and argued that the Slavic population of Macedonia was not "a formless paste" but a "well baked Bulgarian bread".[40][41]
Σολούν, το τρολάρισμα τέλος.
ΑπάντησηΔιαγραφήΑΝΩΝΥΜΕ 23 Νοεμβρίου 2011 7:57 μ.μ. ΤΟ ΓΛΩΣΣΟΛΟΓΙΚΟ ΤΩΝ ΣΛΑΒΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΔΕΝ ΕΧΕΙ ΚΑΙ ΤΟΣΟ ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΕΝΔΙΑΦΕΡΟΝ ΟΥΤΕ ΑΠΟΔΕΙΚΝΥΕΙ ΚΑΤΙ ΕΑΝ ΤΟ ΚΡΙΣΤΕ ΣΗΜΑΙΝΕΙ ΣΤΑ ΒΟΥΛΓΑΡΙΚΑ ΧΡΗΣΤΟΣ Η ΜΑΝΩΛΗΣ ΕΙΝΑΙ ΓΝΩΣΤΟ ΟΤΙ ΟΙ ΑΜΑΜΙΞΕΙΣ ΤΩΝ ΝΟΤΙΩΝ ΣΛΑΒΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΕΓΕΙΝΑΝ ΜΕΤΑ ΤΗΝ ΕΙΣΒΟΛΗ ΤΩΝ ΠΑΛΑΙΟΒΟΥΛΓΑΡΩΝ ΠΟΛΕΜΙΣΤΩΝ ΣΤΗ ΒΑΛΚΑΝΙΚΗ ΚΑΙ ΤΙΣ ΜΕΓΑΛΕΣ ΜΕΤΑΚΙΝΗΣΕΙΣ ΤΩΝ ΣΛΑΒΙΚΩΝ ΠΛΥΘΗΣΜΩΝ ΟΠΟΥ ΥΠΗΡΧΕ ΤΡΟΦΗ ΚΑΙ ΕΡΓΑΣΙΑ ΣΤΑ ΟΡΟΙΑ ΤΗΣ ΤΟΤΕ ΒΥΖΑΝΤΙΝΗΣ ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΙΑΣ ΚΑΘΕ ΤΟΠΟΣ ΚΑΙ ΜΙΑ ΔΙΑΛΕΚΤΟ ΕΤΣΙ ΕΧΟΥΜΕ ΕΝΑ ΒΑΣΣΙΚΟ ΣΛΑΒΙΚΟ ΓΛΩΣΣΙΚΟ ΚΟΡΜΟ ΜΕ ΠΟΛΛΕΣ ΓΛΏΣΣΙΚΕΣ ΠΑΡΑΛΑΓΕΣ ΑΥΤΟ ΠΟΥ ΕΧΕΙ ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΣΥΜΑΣΙΑ ΓΙΑ ΕΣΕΝΑ ΕΙΝΑΙ ΑΝ ΑΥΤΗ Η ΠΛΑΝΗ ΣΟΥ ΠΕΡΙ ΔΘΗΘΕΝ ΜΑΚΕΔΟΝΙΚΟΥ ΕΘΝΟΥΣ ΕΧΕΙ ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΒΑΣΗ ΚΑΙ ΑΠΟΔΙΞΗ Η ΟΧΙ ΕΓΩ ΔΕΝ ΕΙΜΑΙ ΓΛΩΣΣΟΛΟΓΟΣ ΕΙΜΑΙ ΟΜΩΣ ΙΣΤΟΡΙΚΟΣ- ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΟΣ ΚΑΙ ΜΠΟΡΩ ΝΑ ΣΟΥ ΑΠΑΝΤΗΣΩ ΞΕΚΑΘΑΡΑ ΚΑΙ ΜΕ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΚΕΣ ΠΑΡΑΠΟΜΠΕΣ ΟΤΙ ΤΕΤΟΙΟ ΕΘΝΟΣ ΔΕΝ ΥΠΗΡΞΕ ΠΟΤΕ ΑΛΛΑ ΔΗΜΙΟΥΡΓΗΘΗΚΕ ΤΕΧΝΙΤΑ ΑΠΟ ΤΟΥΣ ΒΟΥΛΓΑΡΟΥΣ ΔΙΑΝΟΗΤΕΣ ΤΟΥ 19 ΑΙΩΝΑ ΓΙΑ ΠΡΟΦΑΝΕΙΣ ΣΚΟΠΟΥΣ Α.ΒΑΡΔΑΣ
ΑπάντησηΔιαγραφήΑΝΩΝΥΜΟΣ ΕΙΠΕ 23 Νοεμβρίου 2011 7:57 μ.μ.....στο μνημειώδες έργο του Μακεδονικές υποθέσεις ξεκάθαρα αναδεικνύει την διακριτότητα της μακεδονικής γλώσσας αλλά και του μακεδονικού έθνους από τις γειτονικές γλώσσες και έθνη, ιδιαίτερα τη βουλγάρικη......ΔΕΝ ΞΕΡΩ ΑΝ ΕΔΩ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΓΕΛΑΣΩ Η ΝΑ ΑΠΑΝΤΗΣΩ ....ΦΙΛΕ ΜΟΥ ΓΙΑ ΠΟΙΑ ΔΙΑΚΡΙΤΟΤΗΤΑ ΜΙΛΑΣ? ΟΤΑΝ Ο ΙΔΙΟΣ Ο ΑΡΧΙΚΟΜΙΤΑΤΖΗΣ ΜΙΣΙΡΚΩΦ ΑΥΤΟΑΝΑΙΡΕΙΤΑΙ ΜΟΛΙΣ ΛΙΓΑ ΧΡΟΝΙΑ ΜΕΤΑ ΤΙΣ ΜΑΚΕΔ.ΥΠΟΘΕΣΕΙΣ ΤΟΥ 1903 ΚΑΙ ΑΥΤΟΑΠΟΚΑΛΕΙΤΑΙ ΣΚΕΤΑ ΕΘΝΙΚΑ ΒΟΥΛΓΑΡΟΣ ΤΟΣΟ ΣΤΟ ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟ ΤΟΥ ΟΣΟ ΚΑΙ ΣΤΑ ΑΡΘΡΑ ΤΟΥ Α.Βάρδας
ΑπάντησηΔιαγραφή