Οι περισσότεροι από αυτούς, δηλαδή οι εξαθλιωμένοι ακτήμονες, ήλπιζαν πως είχε φτάσει πλέον η ώρα για τη μετάβαση τους από το κολληγικό στο γαιοκτητικό καθεστώς. Άλλοι πάλι, οι μικροϊδιοκτήτες, προσέβλεπαν με ανυπομονησία στην αύξηση του κατά κανόνα περιορισμένου γεωργικού τους κλήρου. Και οι δύο όμως ομάδες πίστευαν βαθύτατα πως η αποχώρηση των Μουσουλμάνων εμπεριείχε σαφέστατα ένα συμβολικό μήνυμα, αυτό της απεξάρτησης τους από την κηδεμονία και την εκμετάλλευση και της εισδοχής τους σε ένα καθεστώς ελευθερίας και πλήρους αυτοδιαχείρισης. Ωστόσο, η Μικρασιατική Εκστρατεία και η συρροή δεκάδων χιλιάδων Προσφύγων από τη Μικρά Ασία, τον Καύκασο και την Ανατολική Θράκη, πριν καν αποχωρήσουν οι Μουσουλμάνοι, διέψευσαν οικτρά τις προσδοκίες των Εντοπίων.
Για τους νέους κατοίκους της περιοχής, οι Σλαβόφωνοι, οι «περίεργοι» αυτοί γείτονες που μιλούσαν ένα ιδίωμα που έμοιαζε με τη Βουλγαρική, δεν ήταν τίποτε άλλο παρά «Βούλγαροι», οι οποίοι έπρεπε να φύγουν για να μπορέσουν να εγκατασταθούν οι Πρόσφυγες στα σπίτια και τα χωράφια τους. Για τους Σλαβόφωνους από την άλλη, οι Πρόσφυγες, οι ρακένδυτοι αυτοί νεοφερμένοι, φάνταζαν «τουρκόσποροι» εισβολείς και επιδρομείς που εποφθαλμιούσαν τις περιουσίες τους.
Οχυρωμένοι πίσω από τις διατάξεις της συνθήκης της Λωζάννης, η οποία στο άρθρο 14 ανέγραφε ότι ο κάθε μετανάστης "δικαιούται κατ' αρχήν να λάβη εν τη χώρα, ένθα μεταναστεύσει και δια τα ποσά άτινα τω οφείλονται, περιουσίαν ίσης αξίας και της αυτής φύσεως οία η παρ' αυτού εγκαταλειφθείσα", οι Πρόσφυγες αξίωσαν την απόκτηση του συνόλου των εκτάσεων των ανταλλαξίμων Μουσουλμάνων απειλώντας ενίοτε ότι έχουν την δύναμιν να επιβάλουν τας απόψεις τους. Η άμεση απειλή της αποστέρησης από καλλιεργήσιμες εκτάσεις, που είτε είχαν νόμιμα αποκτήσει, είτε είχαν καταπατήσει, αλλά για τις περισσότερες δεν διατηρούσαν τίτλους ιδιοκτησίας," και η προοπτική της επιδείνωσης της οικονομικής τους θέσης κινητοποίησαν τους Σλαβόφωνους εναντίον των Προσφύγων. Έτσι σύντομα, όσο και αναπόφευκτα, δημιουργήθηκαν οι κατάλληλες συνθήκες για την εκδήλωση της ανοιχτής σύγκρουσης, η οποία τήν δεκαετία του 30 έλαβε τεράστιες και απειλητικές διαστάσεις.
Η διαμάχη γύρω από το ζήτημα της γης απέκτησε σύντομα τους πολιτικούς της πατέρες. Τόσο ο Ελευθέριος Βενιζέλος προσωπικά όσο και οι διάφοροι κομματικοί παράγοντες που συνωστίζονταν μέσα και γύρω από το κόμμα των Φιλελευθέρων τάχθηκαν αναφανδόν και από την πρώτη στιγμή, συχνά μάλιστα δημαγωγικά, υπέρ της πλήρους αποκατάστασης των Προσφύγων.
Δρώντας αντίρροπα, το Λαϊκό κόμμα και γενικότερα οι πολιτικές δυνάμεις που αντιτίθονταν στο βενιζελισμό οικειοποιήθηκαν την Εντοπίων και τη νομιμοποίησαν στο επίπεδο της κομματικής συνθηματολογίας, διακηρύσσοντας μάλιστα, ορισμένοι από αυτούς, πως η άνοδος τους στην εξουσία θα σήμανε τη διακοπή της προώθησης των προσφυγικών ζητημάτων. Η εκ διαμέτρου αντίθετη αυτή τοποθέτηση των δύο μεγάλων πολιτικών παρατάξεων στο ζήτημα δεν αποτελούσε εκδήλωση μιας καινοφανούς πολιτικής διαμάχης. Ήδη από τα μέσα της δεκαετίας του 1910 μια σειρά από γεγονότα είχαν προλειάνει το έδαφος της σύγκρουσης.
Όπως είναι γνωστό, το όραμα του Βενιζέλου για τη μεγάλη Ελλάδα των "δύο ηπείρων και των πέντε θαλασσών" είχε ηλεκτρίσει και συναισθηματικά φορτίσει τους Έλληνες της μικρασιατικής ηπείρου, προσανατολίζοντας τους σαφέστατα προς το κόμμα των Φιλελευθέρων. Παράλληλα, η αντίθεση των Αντι-βενιζελικών στη Μικρασιατική Εκστρατεία προξένησε δυσφορία στους Μικρασιάτες.
Τα συνακόλουθα γεγονότα, όπως η καθεστωτική αλλαγή της 1ης Νοεμβρίου 1920, η αποτελμάτωση και η δραματική κατάρρευση του μετώπου θεωρήθηκαν από τους Μικρασιάτες και μετέπειτα Πρόσφυγες αποτέλεσμα της αδιαφορίας των Λαϊκών για τους πληθυσμούς της Μικρασίας. Κι όταν οι ελιγμοί του Βενιζέλου στη Λωζάννη εξασφάλισαν μια αξιοπρεπή αποχώρηση του ελληνικού στοιχείου από την Ανατολία, τότε οι εκδηλώσεις των Προσφύγων προς το πρόσωπο του άγγιξαν τα όρια της προσωπολατρείας.
‘Όλα τα παραπάνω όμως ήταν ο πρώτος γύρος της Σύγκρουσης μεταξύ των Προσφύγων και των Εντόπιων. Μετά το 1930 έχουμε την ιδεολογική μετάλλαξη και τον δεύτερο γύρο της Σύγκρουσης.
Στο ιδεολογικό επίπεδο, ενδιαφέρον παρουσιάζει ο μετασχηματισμός των βενιζελικών (ειδικά των τουρκόφωνων) Ποντίων προσφύγων που ήταν κατά κύριο λόγο οι εθνικιστές αντάρτες, σε υποστηρικτές του βασιλιά στη διάρκεια της κατοχής. Στην πραγματικότητα ο μετασχηματισμός αυτός, προέκυψε μέσα από την αντίθεση εθνικιστών - κομμουνιστών που οδήγησε σε μία οξύτατη πόλωση με τελικό αποτέλεσμα την εξαφάνιση όλων των κεντρώων (δεξιών ή αριστερών) τάσεων.
Οι Κομμουνιστές στην προκειμένη περίπτωση ήταν οι Σλαβόφωνοι Εντόπιοι. Τίθεται όμως το ερώτημα για ποιο λόγο ο πληθυσμός αυτός που την προηγούμενη περίοδο στήριξε το βενιζελισμό μεταπηδά στο φιλοβασιλικό στρατόπεδο?
Έχουμε, δηλαδή, το φαινόμενο ενός ιδεολογικού μετασχηματισμού ο οποίος μάλιστα εκδηλώνεται σε πολύ σύντομο χρονικό διάστημα. Κεντρικό στοιχείο, όμως, αυτού του μετασχηματισμού αποτελεί ο αντικομμουνισμός των τουρκόφωνων Ποντίων ο οποίος είναι σίγουρο κορυφώθηκε στη διάρκεια της Κατοχής, ούτε είναι αποτέλεσμα μόνο της έντονης θρησκευτικής τους συνείδησης, ούτε οφείλεται μόνο στο συντηρητισμό τους όπως υποστηρίζεται από τον Καθηγητή Κολλιόπουλο.
Η αντίθεση τους στον κομμουνισμό αποτελεί συνειδητή πολιτική στάση και προέρχεται από τον καιρό ακόμη του ανταρτικού κινήματος στο δυτικό Πόντο την περίοδο 1919-1922 όταν οι Σοβιετικοί ενίσχυσαν τον Κεμάλ εναντίον των Ελλήνων στη Μικρά Ασία με τις γνωστές συνέπειες όπως αναφέρει ο Τάσος Χατζηναστασίου.
Μάλιστα ο μελετητής της ιστορίας του ποντιακού ελληνισμού, Βλάσης Αγτζίδης υποστηρίζει ότι η βεβαιότητα που έχουν οι αντάρτες του δυτικού Πόντου ότι η κομμουνιστική βοήθεια προς τους κεμαλικούς, οδήγησε σε ήττα το ένοπλο ποντιακό κίνημα καθόρισε την πολιτική τους ένταξη στην Ελλάδα. Έτσι, λοιπόν, η αντίθεση των Ποντίων προσφύγων από το δυτικό Πόντο προς τον κομμουνισμό αποτελεί στοιχείο της πολιτικής ιδεολογίας τους το οποίο, όπως ήταν φυσικό, απέκτησε κεντρική θέση όταν, στη διάρκεια της Κατοχής, τέθηκε το ζήτημα της προσχώρησης ή της σύγκρουσης με το ΕΑΜ/ΕΛΑΣ.
'Ολα τα παραπάνω αναγράφονται από συγγραφείς (Κολιόπουλος, Μιχαηλίδης, Κοντογιώργης, Πεντζόπουλος, Χατζηαναστασίου) όπου όπως έχω αναφέρει μπορεί και όποιος ενδιαφέρεται να μάθει σωστά την Μακεδονική ιστορία πρέπει να βρίσκει ιστορικούς που να αποδεικνύουν τα επιχειρήματα τους με ΠΡΩΤΟΓΕΝΕΙΣ πηγές και όχι με εθνικιστικές κορώνες. Η Μακεδονία έχει ταλαιπωρηθεί πολύ με αυτές τις κορώνες.
Καλό είναι να μαθαίνουμε όλα τα πραγματικά γεγονότα και όχι τα αποσματικά.
Βιβλιογραφία που χρησιμοποιήθηκε για τα παραπάνω αλλά και προτεινομένη για μελέτη είναι:
- Λεηλασία Φρονημάτων, Ιωάννης Κολλιόπουλος, Τόμοι Ι και ΙΙ, Βάνιας, 1995
- Ταυτότητες στην Μακεδονία, Συλλογικό Έργο, Παπαζήσης,1997
- Μακεδονικές Ιστορίες και Πάθη, Αναστασία Καρακασίδου, Οδυσσέας, 1997
- The Balkan Exchange of Minorities and Its Impact on Greece, Demetrios Pentzopoulos, Hurst, 2002
- Μετακινήσεις Σλαβόφωνων Πληθυσμών, Ιάκωβος Μιχαηλίδης, ΚΕΜΟ, 2003
- Αντάρτες και Καπεταναίοι, Τάσος Χατζηναστασίου, Αφοι Κυριακίδη, 2003
- Population Exchange in Greek Macedonia, Elizabeth Kontogiorgi, Oxford, 2007
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σχόλια τα οποία θα περιέχουν Greekenglish, ύβρεις, μειωτικούς και συκοφαντικούς χαρακτηρισμούς δεν θα αναρτώνται.