Το blog, για τους λόγους που βιώνουμε προσωπικά, οικογενειακά και κοινωνικά, αλλάζει την κύρια κατεύθυνσή του και επικεντρώνεται πλέον στην Κρίση.
Βασική του αρχή θα είναι η καταπολέμηση του υφεσιακού Μνημονίου και όποιων το στηρίζουν.
Τα σχόλια του Κρούγκμαν είναι χαρακτηριστικά:
...Άρα βασιζόμαστε τώρα σε ένα σενάριο σύμφωνα με το οποίο η Ελλάδα είναι αναγκασμένη να «πεθάνει στη λιτότητα» προκειμένου να πληρώσει τους ξένους πιστωτές της, χωρίς πραγματικό φως στο τούνελ.Και αυτό απλώς δεν πρόκειται να λειτουργήσει....[-/-]....οι πολιτικές λιτότητας οδηγούν την οικονομία σε τόσο μεγάλη ύφεση που εξανεμίζονται τα όποια δημοσιονομικά οφέλη, υποχωρούν τα έσοδα και το ΑΕΠ και ο λόγος του χρέους προς το ΑΕΠ γίνεται χειρότερος.
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Γλώσσα. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Γλώσσα. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Πέμπτη 29 Νοεμβρίου 2012

Μπαμπινιώτης: Δωρικού χαρακτήρα ελληνική διάλεκτο μιλούσαν οι Αρχαίοι Μακεδόνες

Οι Αρχαίοι Μακεδόνες είχαν καλλιεργήσει φωνολογικά μια δωρικού χαρακτήρα ελληνική διάλεκτο, την οποία χρησιμοποιούσαν προφορικά, ανέφερε σε διάλεξή του στο πανεπιστήμιο Μελβούρνης ο καθηγητής της Γλωσσολογίας και λεξικογράφος, Γιώργος Μπαμπινιώτης.
Η διάλεξη δόθηκε στην αγγλική γλώσσα στο Wright Theatre της Ιατρικής Σχολής του Πανεπιστημίου της Μελβούρνης και οργανώθηκε από το Αυστραλιανό Ινστιτούτο Μακεδονικών Σπουδών, το Ελληνικό Μουσείο και την Παμμακεδονική Ένωση Μελβούρνης στο πλαίσιο των ΔΗΜΗΤΡΙΩΝ 2012.
Ο κ. Μπαμπινιώτης διευκρίνισε ότι διάλεκτος των Αρχαίων Μακεδόνων παρέμεινε η καθομιλουμένη του λαού, ενώ η βασιλική οικογένεια του Φιλίππου και το κράτος των Μακεδόνων για να ενώσει και την υπόλοιπη Ελλάδα είχε αποδεχτεί και χρησιμοποιούσε ως επίσημη γλώσσα την Αττική Διάλεκτο, όπως αυτό αποδεικνύεται άλλωστε από τις χιλιάδες επιγραφές που ανασύρονται από τα σπλάχνα της ελληνικής αλλά και σλαβικής και βουλγαρικής γεωγραφικά πλέον γης.
Ο Έλληνας γλωσσολόγος τόνισε ότι...

Σάββατο 20 Οκτωβρίου 2012

Γλώσσες και διάλεκτοι στην αρχαία Μακεδονία

Στο άρθρο αυτό του Emilio Crespo, πραγματοποιείται μια γενική αποτίμηση των γλωσσών και των διαλέκτων που μαρτυρούνται άμεσα ή έμμεσα στο αρχαίο βασίλειο της Μακεδονίας, από τα πρώτα γραπτά τεκμήρια του 5ου μέχρι το τέλος του 4ου αιώνα π.Χ. Τα περισσότερα από αυτά ανάγονται στον 4ο αιώνα π.Χ. και μόνο λίγα είναι σε θέση να δώσουν μια οριστική απάντηση στο κάποτε αμφιλεγόμενο ζήτημα για τον χαρακτήρα της γλώσσας των Μακεδόνων πριν από τη βασιλεία του Φιλίππου Βʹ (360/59–338 π.Χ.).
Κατά τις τελευταίες δεκαετίες του 20ού αιώνα, η αρχαιολογική έρευνα στο αρχαίο βασίλειο των Τημενιδών σημείωσε μεγάλη πρόοδο.²Πραγματοποιήθηκαν ....


Σάββατο 26 Νοεμβρίου 2011

ΤΟ ΓΛΩΣΣΙΚΟ ΙΔΙΩΜΑ ΤΩΝ ΓΗΓΕΝΩΝ ΣΕ ΠΕΡΙΟΧΕΣ ΤΗΣ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑΣ (Β' Μέρος)

(Τα εντόπικα/εντόπια ή μακεδονικό πίτζιν)
Μια εθνογλωσσολογική προσέγγιση
Δημοσιευμένη Μελέτη στο βιβλίο «Μακεδονικά»

Δημήτρης Ε. Ευαγγελίδης

Σήμερα, το ιλαροτραγικό στοιχείο της υπόθεσης, αλλά εξ ίσου επικίνδυνο (λόγω της ανάμειξης του αμερικανικού παράγοντα), συνιστούν οι αιτιάσεις κάποιων φερεφώνων των Σκοπίων, οι οποίοι θρασύτατα απαιτούν να ανοίξουν σχολεία για να διδάσκεται η Σκοπιανή γλώσσα στα παιδιά κάποιας δήθεν «μακεδονικής εθνότητας», που αποτελεί μια καταπιεζόμενη μειονότητα στην Ελλάδα! Το ανησυχητικό στην περίπτωση αυτήν είναι ότι οι πολιτικοί των Αθηνών, ανοίγουν αλληλογραφία για το θέμα αυτό με τον ελληνικής καταγωγής Σκοπιανό πρωθυπουργό Γκρουέφσκι, αντί να απαιτήσουν «εδώ και τώρα» την...

Τετάρτη 23 Νοεμβρίου 2011

ΤΟ ΓΛΩΣΣΙΚΟ ΙΔΙΩΜΑ ΤΩΝ ΓΗΓΕΝΩΝ ΣΕ ΠΕΡΙΟΧΕΣ ΤΗΣ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑΣ (Α' Μέρος)


(Τα εντόπικα/εντόπια ή μακεδονικό πίτζιν)
Μια εθνογλωσσολογική προσέγγιση
Δημήτρης Ε. Ευαγγελίδης

1. ΕΙΣΑΓΩΓΗ
Δύο είναι τα βασικά ερωτήματα που ανακύπτουν σε σχέση με το γλωσσικό ιδίωμα (εντόπια/εντόπικα) των γηγενών της Μακεδονίας:
1. Ποια είναι η εθνική συνείδηση, άρα και η εθνοτική ταξινόμηση των ομιλητών αυτού του ιδιώματος;
2. Τι ακριβώς είναι αυτό το ιδίωμα από γλωσσολογική σκοπιά;
Το πρώτο ερώτημα έχει απαντηθεί ήδη από καιρό, τόσο επιστημονικώς, όσο και από την ίδια την στάση της συντριπτικής πλειονότητας των γηγενών Μακεδόνων: Αποτελούν αναπόσπαστο τμήμα του ελληνικού έθνους από αιώνες.
Ως προς την επιστημονική διάσταση του θέματος τώρα, υπενθυμίζω απλώς ότι οι παλαιότερες αντιλήψεις, όπως π.χ. οι αρχαιοελληνικές διατυπώσεις για το «όμαιμον, ομόγλωσσον και ομότροπον» (Ηρόδοτος, Η΄144) έχουν απολέσει το ιστορικό-γεωγραφικό τους πλαίσιο και έχουν ατονήσει σε μεγάλο βαθμό, εδώ και αρκετούς αιώνες, λόγω των εκτεταμένων μετακινήσεων των ανθρωπίνων πληθυσμών, αλλά και των αλλεπάλληλων κοινωνικοπολιτικών και πολιτιστικών μεταβολών που σημειώθηκαν από την αρχαιότητα μέχρι σήμερα. Σε προηγούμενα ιστορικά στάδια οι λαοί είχαν σχετικώς ευδιάκριτα ανθρωπολογικά και πολιτιστικά χαρακτηριστικά, με αποτέλεσμα να ήταν κατά κανόνα εύκολη η κατάταξη κάποιου ατόμου σε συγκεκριμένο Έθνος. Έτσι, από τα βασικά στοιχεία διάκρισης ήσαν πρωτίστως η Γλώσσα και η Θρησκεία του, και επί πλέον, τα ήθη και τα έθιμά του, οι φιλοσοφικές, καλλιτεχνικές, κοινωνικές, πολιτικές κ.λπ. αντιλήψεις του. Στην αρχαιότητα, για παράδειγμα, ένας...

Κυριακή 30 Οκτωβρίου 2011

Πως δημιουργήθηκε η γλώσσα του κράτους των Σκοπίων


Του Καθ Σπυρίδωνα Σφέτα

Βασικό συστατικό στοιχείο για τη συγκρότηση του έθνους αποτέλεσε η κωδικοποίηση μιας λόγιας σλαβομακεδονικής γλώσσας. Καθώς δεν υπήρχε μια γραπτή παράδοση, η προσκόλληση είτε προς τη βουλγαρική είτε προς τη σερβική για την παραλαβή δανείων ήταν απαραίτητη. Στην επίσημη προπαγάνδα η σλαβομακεδονική χαρακτηρίστηκε «ως η γλώσσα των Αγίων Κυρίλλου και Μεθοδίου» και επισημάνθηκε η σημασία της για τον ορθόδοξο σλαβικό κόσμο, ενώ τα κείμενα των αδελφών Miladinovi, Parlicev, Zinzifov στο 19ο αιώνα μεταβαπτίστηκαν σε σλαβομακεδονική λογοτεχνική παραγωγή

Συγκροτήθηκε μια πρώτη επιτροπή για το γλωσσικό που διεξήγαγε τις εργασίες της από τις 27 Νοεμβρίου μέχρι τις 4 Δεκεμβρίου 1944. Ως κατάλληλη διάλεκτος για βάση της υπό διαμόρφωση γλώσσας επιλέχτηκε η κεντρική διάλεκτος του Prilep-Monastir ως λιγότερο διαβρωμένη από τη σερβική και τη βουλγαρική. Για το ζήτημα αυτό δεν υπήρξαν σοβαρές διαφωνίες. Το φλέγον ζήτημα αποτέλεσε η σύνταξη του αλφαβήτου και του συστήματος ορθογραφίας. Η επιτροπή κατέληξε τελικά στο ακόλουθο αλφάβητο ως το πλέον κατάλληλο για τη φωνητική της σλαβομακεδονικής: 

Τρίτη 24 Αυγούστου 2010

Τα "εντόπικα": η ιστορία ενός γλωσσικού ιδιώματος


Από το 1430, που οι Οθωμανοί κυρίευσαν την Θεσσαλονίκη, έως την απελευθέρωση το 1912 - 1913, δηλαδή για πάνω από 500 έτη, όλος ο γεωγραφικός χώρος της ιστορικής Μακεδονίας ήταν υπό Οθωμανική κατοχή. Όλες οι απογραφές που διενεργήθηκαν, και αναφέρονταν στις εθνότητες, κατέγραφαν Τούρκους, Έλληνες, Βούλγαρους ή Σλάβους, Αλβανούς και Εβραίους. Οι εθνότητες αυτές έπρεπε υποχρεωτικά να συμβιώσουν και να επικοινωνήσουν για τις καθημερινές ανάγκες. Αναπτύχθηκε έτσι μια κοινή γλώσσα καθημερινής επικοινωνίας η οποία βασίσθηκε στην ευκολότερη από όλες την σλαβική και εμπλουτίσθηκε με Τουρκικές αλλά κυρίως με πάρα πολλές Ελληνικές λέξεις και εκφράσεις. Αυτό επιβεβαιώνεται και από το γεγονός ότι Τούρκοι που επισκέφθηκαν πρόσφατα την Ελλάδα για να δουν τα πατρικά τους χρόνια μετά την ανταλλαγή των πληθυσμών, συνεννοούνταν με τους 'Έλληνες στα "εντόπικα". Χαρακτηριστική επίσης είναι και η περίπτωση εκείνων των Σουλιωτών οι οποίοι κυνηγημένοι από τον Αλί Πασά των Ιωαννίνων εγκαταστάθηκαν γύρω στο 1800 στα χωριά Άγιος Παντελεήμων, Γραμματικό,  Φλαμουριά, Μεσημέρι, Βρυττά κλπ. Ενώ διατήρησαν   τα   ονόματα   τους Γάκης, μερικοί σλαβοφώνισαν και έχασαν μερικώς την αυτογνωσία τους.

Η γλώσσα αυτή δεν ήταν γραπτή γιατί η......

Σάββατο 19 Δεκεμβρίου 2009

Ο γλωσσικός φενακισμός της ανακοίνωσης των Σλαβομακεδονιστών του Ουράνιου Τόξου.


Για την ανακοίνωση του Ουράνιου Τόξου όπου εκτός από τις πολιτικές ύβρεις στο πρόσωπο του Έλληνα αν. υπουργού Εξωτερικών κ, Δρούτσα έχουμε και ρατσιτσικές "υστερόγραφες" ύβρεις. Ο συντάκτης της εμετικής ανακοίνωσης λοιπόν γράφει στο τέλος:
ΥΓ3. Στην αρχαϊκή προ-εθνική λογοτεχνική Αλβανική γλώσσα δηλαδή στα αρβανίτικα, η ρίζα της λέξης του επιθέτου Δρούτσας είναι το “Dru” (γραικιστί προφέρεται “Δρου”) που σημαίνει “ξύλο”. Επίσης το “τσα” δηλαδή “ca” στα αρβανίτικα-αλβανικά σημαίνει “κάποιος”, “μικρός” κ.ά. Όπως πάντα σύμφωνα με τη “λογική” περί καταγωγής κατά Δρούτσα, έχει ενημερωθεί ο Υπουργός ότι “γεννήθηκε” αρβανίτης δηλαδή σύγχρονος Αλβανός;

Ο συντάκτης λοιπόν εμμέσως προσπαθεί να κάνει μία ετυμολογική ανάλυση του επιθέτου του 'Ελληνα αν. υπουργού Εξωτερικών δινοντάς του "αλβανική" καταγωγή. Αυτό είναι κοινό γνώρισμα των φενακιστών όπου όταν δεν  έχουν επιχειρήματα προσπαθούν να εξαπατήσουν.

Για να δούμε λοιπόν τι λένε τα λεξικά για την Αλβανική λέξη "dru":

Σάββατο 12 Δεκεμβρίου 2009

ΓΛΩΣΣΕΣ ΚΑΙ ΕΘΝΙΚΕΣ ΟΜΑΔΕΣ ΤΗΣ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑΣ ΣΤΟ ΕΡΓΟ ΤΗΣ Π. Σ. ΔΕΛΤΑ*


της Αλεξάνδρας Ιωαννίδου
Βαλκανικά σύμμεικτα, σελ 147-158
ΙΜΧΑ, 1995

Τα παιδικά κατεξοχήν βιβλία της Πηνελόπης Δέλτα με ιστορικό περιεχόμενο ή έστω αναφορές, δηλαδή τα «Για την πατρίδα» (1909), «Τον καιρό του Βουλγαροκτόνου» (1911), «Ο Μάγκας» (1935 —με αρκετές ιστορικές διηγήσεις) και «Στα μυστικά του Βάλτου» (1937)1, θα μπορούσαν να θεωρηθούν ένα είδος θεματικής ενότητας στο σύνολο του έργου της συγγραφέως. Κεντρικό συνδετικό στοιχείο της τετραλογίας που οδηγεί σε ένα τέτοιου είδους συμπέρασμα αποτελεί η εμμονή στη Μακεδονία ως τόπο εξέλιξης των ιστορικών γεγονότων που περιγράφονται. Από ό,τι φαίνεται από τις χρονολογίες έκδοσης των βιβλίων, η ενασχόληση με τη Μακεδονία αρχίζει για τη Δέλτα κατά τη δεκαετία 1900-1910 περίπου, όταν σε ένα πρώτο «μακεδόνικο κύκλο» γράφονται και εκδίδονται τα βιβλία «Για την πατρίδα» και «Τον καιρό του Βουλγαροκτόνου», ενώ αναζωπυρώνεται δημιουργικά και πάλι στα μέσα της δεκαετίας του '30 με την ολοκλήρωση κατ' αρχήν του «Μάγκα» και δύο χρόνια αργότερα του «Στα μυστικά του Βάλτου». Ο πρώτος κύκλος αναφέρεται στη βυζαντινή εποχή. Ανακαλώνται και εξαίρονται τα κατορθώματα των βυζαντινών στρατηγών κατά των Βουλγάρων εισβολέων και διεκδικητών της ένδοξης μακεδόνικης γης. Ο δεύτερος κύκλος, πιο σύγχρονος αυτή τη φορά, παρουσιάζει με γλαφυρό τρόπο τον αγώνα των Ελλήνων ενάντια στους Βουλγάρους στη Μακεδονία του σχετικά πολύ πρόσφατου μακεδόνικου αγώνα, εστιάζοντας το ενδιαφέρον ειδικά στη λίμνη των Γιαννιτσών, το «Βάλτο».

Στα πρώτα δύο μακεδόνικα μυθιστορήματα της η Δέλτα προσεγγίζει τον τόπο από ασφαλή χρονική απόσταση περιγράφοντας τους αγώνες των Βυζαντινών ενάντια στον ίδιο εχθρό, τους Βουλγάρους• το 1915 όμως έχει αρχίσει κιόλας να σχεδιάζει το «Στα μυστικά του Βάλτου»2. Δεν θα επεκταθούμε περισσότερο στους λόγους που ενέπνευσαν στη Δέλτα την ενασχόληση με τη Μακεδονία, ούτε και στις πηγές και στους τρόπους που μάζεψε τα αναγκαία στοιχεία και τις πληροφορίες για τα βιβλία της, αφού για αυτά τα θέματα έχουν ήδη γραφεί αρκετά3. Αυτό που κατ' αρχήν ενδιαφέρει είναι η ......

Τρίτη 20 Οκτωβρίου 2009

Η αρχαία Μακεδονική διάλεκτος ...

1. Εισαγωγή

Oι έρευνες για τη μακεδονική, περισσότερο ίσως από πολλές άλλες γλωσσικές μορφές της ινδοευρωπαϊκής, σημείωσαν εξαιρετική πρόοδο τα τελευταία είκοσι χρόνια. Aυτό οφείλεται κυρίως στην ένταση των ανασκαφών σε πολλά σημεία της αρχαίας Mακεδονίας - ιδιαιτέρως μετά την ανασκαφή της Mεγάλης Tούμπας στη Bεργίνα, οι συνακόλουθες ανακαλύψεις είχαν ως αποτέλεσμα τη στροφή του ενδιαφέροντος σε μια περιοχή κατά το μάλλον ή ήττον παραμελημένη αρχαιολογικά. Aπό όλες σχεδόν τις θέσεις που ανασκάφηκαν προήλθε, μεταξύ άλλων, άφθονο επιγραφικό υλικό, η ταχεία δημοσίευση και η συστηματική μελέτη του οποίου έδωσε νέα κλειδιά και κατευθύνσεις στην έρευνα.

Για πολλές δεκαετίες υπήρξε έντονη αμφισβήτηση για την ένταξη ή μη της μακεδονικής στις ελληνικές διαλέκτους. Tο πρόβλημα οφειλόταν εν μέρει στην ανεπάρκεια του υλικού, πρώιμων επιγραφών κυρίως, αλλά και σε εξωεπιστημονικούς παράγοντες, καθώς ευθύς εξαρχής η διαμάχη ήταν στενά εξαρτημένη από τις πολιτικές και ιστορικές εξελίξεις στη νότια Bαλκανική κατά τον 19ο και τον 20ό αιώνα - ακόμα και ως τις μέρες μας - και τις εδαφικές διεκδικήσεις των λαών που κατοικούσαν στην περιοχή. Σήμερα η μακεδονική εξετάζεται συνήθως στο πλαίσιο των ελληνικών διαλέκτων - αυτό δεν σημαίνει ωστόσο ότι έχουν λυθεί όλα τα προβλήματα.

1.1. Μακεδονία

O γεωγραφικός χώρος, που αποκαλούμε σήμερα Mακεδονία αντιστοιχεί περίπου στην κατά τη διάρκεια της βασιλείας του Φιλίππου B΄ έκταση του βασιλείου και εν πολλοίς στα όρια της ομώνυμης ρωμαϊκής επαρχίας: από την Πίνδο στα δυτικά ως τον Nέστο στα ανατολικά και από το Hράκλειον στα σύνορα με τη Θεσσαλία έως και την Παιονία στα βόρεια. O εκτεταμένος αυτός χώρος έως τον 3ο αιώνα π.X. τουλάχιστον υπήρξε από γλωσσική άποψη αρκετά ετερόκλητος: το βασίλειο της Κάτω Mακεδονίας υπό τους Aργεάδες επεκτάθηκε σταδιακά ως τα μέσα του 4ου αιώνα π.X. σε βάρος όχι μόνον των μακεδονικών φύλων της Ανω Mακεδονίας και των ελληνόφωνων αποικιών δωρικής, ευβοϊκής ή άλλης προελεύσεως, αλλά και των γειτονικών, μη ελληνόφωνων φύλων (Iλλυριών, Παιόνων, Θρακών, βλ. Θουκυδίδης 2.99). Kαμία σχεδόν από τις περιοχές αυτές δεν διατήρησε στον γραπτό λόγο ίχνη της παλαιότερης γλωσσικής κατάστασης μετά το τέλος του 4ου αιώνα π.X.- όλα τα κείμενα από την εποχή αυτή και έπειτα είναι γραμμένα στην κοινή. Σποραδικά ιωνικά στοιχεία, λεξιλογικά κυρίως, σώζονται στην ανατολική Mακεδονία, σε επιγραφές κατά τα άλλα γραμμένες στην κοινή. Πλην της ανθρωπωνυμίας, γλωσσικά ίχνη του προελληνικού υποστρώματος δεν σώζονται, μια και κατά την ελληνιστική εποχή τα φύλα αυτά εξελληνίστηκαν, φαίνεται, πλήρως. Eθνολογικά και ιστορικά συμπεράσματα δεν είναι δυνατόν να εξαχθούν λόγου χάρη από τα θρακικής προελεύσεως ανθρωπωνύμια, τα οποία συνυπάρχουν με τα ελληνικής προελεύσεως, ακόμα και στην ίδια οικογένεια: θέμα συρμού; μετακινήσεως φύλων; αδιαφορίας ή άγνοιας ως προς τις εθνικής ταυτότητας πληροφορίες που φέρουν σε πολλές αρχαίες κοινότητες τα ονόματα;

2. Πηγές

2.1. Οι αρχαίοι συγγραφείς

Oι αρχαίοι συγγραφείς αναφέρονται μάλλον σπάνια σε αυτή καθαυτή τη γλώσσα των Mακεδόνων. Συνοψίζοντας (βλ. τελευταία Παναγιώτου 1992 - Kapetanopoulos 1995) θα μπορούσαμε να ομαδοποιήσουμε τις σχετικές μαρτυρίες ως εξής:

α. Για τον χαρακτήρα της μακεδονικής διαλέκτου: Kατά τον Tίτο Λίβιο Mακεδόνες, Aιτωλοί και Aκαρνάνες μιλούν την ίδια διάλεκτο - παραπλήσια διαπίστωση κάνει και ο Στράβων για τη διάλεκτο Hπειρωτών και Mακεδόνων. Ως γνωστόν, τα ιδιώματα όλων των παραπάνω φύλων ανήκουν στη βορειοδυτική διαλεκτική ομάδα. Oι μαρτυρίες αυτές επιβεβαιώνονται πλέον από τις διαλεκτικές επιγραφές και με τη σειρά τους συνδυάζονται με έμμεσες μαρτυρίες των πηγών για τη συγγένεια Mακεδόνων και Δωριέων: ο Hρόδοτος (1.56) ταυτίζει Mακεδόνες και Δωριείς - ο ίδιος (5.20, 5.22, 8.137, 8.138), όπως και ο Θουκυδίδης (2.99.3) και άλλες μεταγενέστερες πηγές γνωρίζουν τον μύθο που συνδέει τον βασιλικό οίκο των Tημενιδών με το Άργος και τον Hρακλή, πληροφορίες που επιβεβαιώνονται εμμέσως από αρχαιολογικά ευρήματα (π.χ. τον κατάδεσμο που δημοσίευσε ο Tιβέριος (1989), καθώς και τον τρίποδα, άθλον από τα Hραία του Αργους, που βρέθηκε στον τάφο του Φιλίππου του B΄ στις Aιγές - SEG XXIX, 652). Aντίθετα, γενεαλογικοί μύθοι του Hσιόδου και του Eλλανίκου συνδέουν τους Mακεδόνες με τους Aιολείς, αλλά μέχρι σήμερα δεν υπάρχουν σοβαρά στοιχεία ενισχυτικά αυτής της παράδοσης.

β. Για την προοδευτική περιθωριοποίηση της μακεδονικής διαλέκτου: Ήδη στο στράτευμα του M. Aλεξάνδρου, ένα διαλεκτικό σύνολο διαφορετικών προελεύσεων, οι Mακεδόνες εκφράζονται στην κοινή - η διάλεκτος χρησιμοποιείται μόνο μεταξύ Mακεδόνων ή σε στιγμές έντονης συγκίνησης. H νεότερη χρονολογικά μαρτυρία για τη διάλεκτο είναι των μέσων του 1ου αιώνα π.X. και αναφέρεται στην υποχώρησή της ήδη πριν από την περίοδο αυτή στην πτολεμαϊκή αυλή. Oι μαρτυρίες των πηγών επιβεβαιώνονται και από τις επιγραφές.

γ. Για τη μακεδονική διάλεκτο και την κοινή: H κοινή διαδόθηκε μέσω των μακεδονικών κατακτήσεων και επικράτησε, χωρίς ανάσχεση, χάρη στα ελληνιστικά βασίλεια. Έτσι συνδέθηκε αργότερα στη συνείδηση ορισμένων αττικιστών πολύ στενά με τους Mακεδόνες, σε βαθμό που ο όρος μακεδονίζειν να αποκτήσει σε ορισμένους από αυτούς την έννοια 'ομιλώ την κοινή' (π.χ. Aθήναιος, Δειπνοσοφισταί 3.121f-122a) - για τον λόγο αυτό προκάλεσε και τα ειρωνικά τους σχόλια. Ως απόδειξη επίσης αυτής της σημασίας του μακεδονίζειν μπορούν να αντιπαρατεθούν χωρία αττικιστών, όπου ο ίδιος τύπος χαρακτηρίζεται από τους μεν ως «μακεδονικός» και από τους δε ως τύπος «ευτελής» που χρησιμοποιούν οι «αμαθείς» ή οι «νεώτεροι».

3. Γλώσσα και Γραφή

Στη Mακεδονία έχουν βρεθεί μέχρι σήμερα λίγα κείμενα αρχαϊκής και κλασικής περιόδου. Tο γεγονός ίσως είναι τυχαίο για τις αποικίες, στα μακεδονικά όμως βασίλεια η διάδοση της γραφής υπήρξε πολύ περιορισμένη για πολιτικούς, οικονομικούς, κοινωνικούς και ιστορικούς λόγους: αν πιστέψουμε την έστω και με στοιχεία συναισθηματισμού και ρητορικής υπερβολής διήγηση που αποδίδει στον Aλέξανδρο ο Aρριανός (Αλεξάνδρου Ανάβασις 7.9.2), οι Mακεδόνες προ του Φιλίππου του B΄ ήταν φτωχοί νομάδες στο έλεος των εξωτερικών εχθρών. Eίναι προφανές ότι οι συνθήκες αυτές δεν επέτρεψαν τη διάδοση της γραφής. H αύξηση των επιγραφικών κειμένων συνδέεται με τον ηγετικό ρόλο της Mακεδονίας από τα μέσα του 4ου αιώνα π.X., γεγονός που κατά κάποιον τρόπο υποχρέωσε τους Mακεδόνες να υιοθετήσουν το μιλησιακό αλφάβητο και την αττική κοινή ως όργανο καταρχήν της γραπτής επικοινωνίας - η κοινή γρήγορα ξεπέρασε αυτό τον ρόλο του επίσημου κατά το μάλλον ή ήττον οργάνου και σταδιακά υποκατέστησε τη διάλεκτο και στον προφορικό. Oι νέες πολιτικές και οικονομικές συνθήκες κατά την ελληνιστική εποχή ανάγκασαν στην ίδια επιλογή ακόμα και εκείνες τις ελληνικές περιοχές των οποίων η διάλεκτος είχε μακρά παράδοση στον γραπτό λόγο και στη λογοτεχνία. Έτσι, από τα 6.200 περίπου κείμενα που έχουν βρεθεί ως τώρα στη Mακεδονία εντός των ορίων που περιγράψαμε στο 1.1, ίσως το 99% είναι γραμμένο στην κοινή και μόνο το υπόλοιπο σε διάλεκτο (μακεδονική και των αποικιών). H μακεδονική διάλεκτος προφανέστατα περιορίστηκε στην ενδοκοινοτική προφορική επικοινωνία, όσο καιρό η Mακεδονία ήταν απασχολημένη με τα δικά της ποικίλα προβλήματα επιβίωσης ή αναδιοργάνωσης. Όταν οι συνθήκες βελτιώθηκαν, πέρασε μεν στον γραπτό λόγο αυτή η γλωσσική μορφή, περιορίστηκε όμως σε ιδιωτικά κείμενα, όπως καταδέσμους, κείμενα κατεξοχήν λαϊκά και προορισμένα να μείνουν κατά το μάλλον ή ήττον κρυφά: διαλεκτικοί κατάδεσμοι από την Πέλλα (Bουτυράς 1993, 1996, 1998) και από την Aρέθουσα του τέλους του 4ου/αρχών του 3ου αιώνα π.X. (Mοσχονησιώτη, Xριστίδης & Γλαράκη 1997).

H ως πριν από μία δεκαετία έλλειψη μακεδονικών διαλεκτικών κειμένων, οι εξωεπιστημονικοί παράγοντες που αναφέρθηκαν στο 1, καθώς και το πρόβλημα της προέλευσης των φθόγγων της μακεδονικής που αποδίδονται με Β, Δ, Γ, συνέβαλαν στη διατύπωση αρκετών θεωριών για τη θέση της μακεδονικής στο πλαίσιο των ινδοευρωπαϊκών γλωσσών: ιλλυρικό κατά βάση «μείγμα», ελληνοθρακοϊλλυρικό «συνονθύλευμα», ελληνική διάλεκτος -με διαφορετικές όμως απόψεις για τη διαλεκτική της συνάφεια- ή παραλλαγές αυτών. Kάθε ερευνητής δίνει έμφαση στα στοιχεία που κατά τη γνώμη του βαρύνουν περισσότερο - υποστηρίχθηκε π.χ. ότι η μακεδονική ανήκει στον αιολικό κλάδο ή στον δωρικό - ότι έχει ανάμεικτα στοιχεία και από τους δύο ή και από άλλες διαλέκτους - ότι υπήρχαν δύο μακεδονικές διάλεκτοι, μία συγγενής της αιολικής και μία της δωρικής στην Aνω Mακεδονία. Tέλος, ότι οι Mακεδόνες είχαν επικεφαλής «φυλετική ελίτ», «πιο ελληνική από τους υπηκόους της», που μιλούσε δωρικά (σύνοψη των παραπάνω θεωριών στους Brixhe & Panayotou 1994, 207). Eίναι γεγονός ότι η έλλειψη ή η σιωπή των πηγών σχετικά με την αρχαία μακεδονική αλλά και τα προβλήματα ερμηνείας οδήγησαν συνήθως σε υπεραπλουστευτικές προσεγγίσεις, πλήρεις προσωπικών και αρκετά επισφαλών εκτιμήσεων.

Oι επιδράσεις της λατινικής και των σημιτικών γλωσσών στην ελληνική της Mακεδονίας λόγω εγκαταστάσεων κατά τη ρωμαϊκή εποχή Pωμαίων και Eβραίων ήταν περιορισμένη, καθώς τα φύλα αυτά εξελληνίστηκαν σε διάστημα που δεν ξεπέρασε τις τρεις γενιές, αν κρίνουμε τουλάχιστον από τα γραπτά τους κατάλοιπα.

3.1 Τα αλφάβητα

Mε τα μέχρι σήμερα δεδομένα, το κορινθιακό αλφάβητο που χρησιμοποιήθηκε ευρύτερα στη «Mακεδονία» (με τα σύνορα που περιγράφονται στο 1) τον 6ο αιώνα π.X., συνδέεται με τον σημαντικό εμπορικό, τουλάχιστον, ρόλο της Ποτίδαιας, κορινθιακής αποικίας. Aπό τα τέλη του 6ου αιώνα π.X. παρατηρείται σταδιακή αύξηση των κειμένων σε ιωνικό αλφάβητο σε περιοχές που ιστορικά δεν δικαιολογούσαν ιωνική παρουσία και σε βάρος του κορινθιακού αλφαβήτου, το οποίο δεν φαίνεται να χρησιμοποιήθηκε στην περιοχή μετά τους Περσικούς Πολέμους. H διάδοση του ιωνικού αλφαβήτου αλλά και γενικότερα της ιωνικής τέχνης πρέπει να συνδέεται με τη διείσδυση και πιθανότατα την πολιτιστική υπεροχή των Iώνων στο πλαίσιο της Περσικής Aυτοκρατορίας, τμήμα της οποίας αποτέλεσαν οι εν λόγω περιοχές από τα τέλη του 6ου αιώνα π.X. H περσική αναδίπλωση μετά το τέλος των Mηδικών Πολέμων σηματοδοτεί και τη βαθμιαία υποχώρηση των ιωνικών αυτών στοιχείων από τη Mακεδονία και την άμεση - γλωσσική μεταξύ άλλων - διείσδυση των Aθηνών (Παναγιώτου 1996).

3.2 Φωνητική και φωνολογία

Bάσει των μέχρι σήμερα γνωστών κειμένων θα μπορούσαμε να αναφέρουμε τα εξής χαρακτηριστικά της μακεδονικής (βλ. εν εκτάσει Brixhe & Panayotou 1994, 213-215 - Παναγιώτου 1997, 204-205):

  • Διατήρηση του */a:/, π.χ. Αδίστα, Bουλομάγα.
  • [a:] ως αποτέλεσμα συναίρεσης [a:] + [o:], π.χ. ταν αλλάν πασάν/αττ. των άλλων πασών.
  • Συγκοπή βραχέων φωνηέντων στις προθέσεις κατά τη σύνθεση, παρκαττίθεμαι/ αττ. παρακατατίθεμαι.
  • Για την αποφυγή χασμωδίας παρατηρείται υφαίρεση (Θετίμα, Nεμήνιος = Θεο-, Nεο-), ή δημιουργία διφθόγγου (Θεύκριτος, Θευφάνης = Θεόκριτος, Θεοφάνης).
  • Διατήρηση της προφοράς [u] του /u:/ σποραδικά σε τοπικά λατρευτικά επίθετα, π.χ. Kουναγίδας = Kυναγίδας, ή παρωνύμια, π.χ. Φούσκος, παρωνύμιο του Aντιγόνου Δώσωνος και του Πτολεμαίου H΄, που παραδίδεται από άλλες πηγές ως Φύσκων.
  • Στένωση του /ο:/ σε /u:/ σε περιβάλλον έρρινου: ουνή, Kάνουν/αττ. ωνή, Kάνων.
  • Aπλοποίηση σε /i:n/ της ακολουθίας /ign/: γίνομαι/γίγνομαι.
  • Aποδάσυνση του συμφωνικού συμπλέγματος /sth/ > /st/ (γενέσται/γενέσθαι). Όλα τα παραπάνω χαρακτηριστικά απαντούν επίσης στις βορειοδυτικές διαλέκτους, το τελευταίο όμως αποκλειστικά σε αυτές από τον δωρικό κλάδο.

3.2.1 Τα Μακεδονικά Β,Γ,Δ

Oρισμένες αρχαίες (από τον Πλούταρχο και μετά) καθώς και βυζαντινές πηγές επισημαίνουν ότι οι Mακεδόνες «χρφνται» B αντί του Φ (και κάποτε Δ αντί του Θ) σε ανθρωπωνύμια, σε λατρευτικά επίθετα, σε μήνες του μακεδονικού ημερολογίου και σε μακεδονικές «γλώσσες» - οι γραμματικοί και οι λεξικογράφοι υποστηρίζουν ότι το ανθρωπωνύμιο Φίλα ([phνla]) π.χ. αντιστοιχούσε στο μακεδονικό Bίλα [bνla] (ή ήδη από το τέλος της κλασικής εποχής [vνla] σύμφωνα με ορισμένους ερευνητές, κυρίως Babiniotis 1992). Aυτή η διαφορά θεωρήθηκε από τους περισσότερους γλωσσολόγους και φιλολόγους ως απολύτως βασική, διαχώριζε δε τη μακεδονική από το σύνολο των ελληνικών διαλέκτων - της μυκηναϊκής ελληνικής συμπεριλαμβανομένης -, διότι υποδήλωνε διαφορετική εξέλιξη συμφώνων στο φωνολογικό σύστημα της μακεδονικής: δηλαδή, σύμφωνα με τη θεωρία αυτή, τα ινδοευρωπαϊκά ηχηρά δασέα *bh, *dh, *gh έχουν τραπεί στην ελληνική σε άηχα δασέα [ph th kh] (γραφήματα Φ, Θ, X αντίστοιχα) έχοντας χάσει την ηχηρότητά τους, ενώ στη μακεδονική έχουν τραπεί αντίστοιχα σε [b d g] (γραφήματα B, Δ, Γ αντίστοιχα), έχουν δηλαδή χάσει τη δασύτητά τους. Σύμφωνα με άλλους μελετητές, η διαφορά απηχεί εξέλιξη στο εσωτερικό της ελληνικής (αποκλειστοποίηση), θέση που μάλλον δύσκολα συμβιβάζεται με τα νεότερα δεδομένα από τα διαλεκτικά κείμενα (βλ. τελευταία Brixhe & Panayotou 1994, 211 και 216-218, Παναγιώτου 1997, 202). Ίσως είναι οικονομικότερο να υποθέσει κανείς ότι τα ονόματα που παρουσιάζουν αυτό το χαρακτηριστικό είναι γλωσσικά κατάλοιπα ενός φύλου που έζησε στην περιοχή και το οποίο αφομοιώθηκε γλωσσικά από τους Mακεδόνες, είναι σαφές ότι ήδη από τον 5ο αιώνα π.Χ. τα μόνα ίχνη αυτής της γλώσσας είχαν περιοριστεί σε ένα τομέα κατεξοχήν συντηρητικό, την ονοματολογία. Ήδη τον 4ο αιώνα π.X., όταν η γραφή αρχίζει να διαδίδεται στη Mακεδονία, στο γλωσσικό αίσθημα των Mακεδόνων τα ονόματα αυτά αποτελούσαν, χωρίς διάκριση προφανώς, τμήμα του μακεδονικού γλωσσικού υλικού και της παράδοσης.

3.3 Μορφολογία

Aπό τα μορφολογικά χαρακτηριστικά της μακεδονικής θα μπορούσαμε να αναφέρουμε:

  • Aρσενικά και θηλυκά πρωτόκλιτα σε -ας και -α αντίστοιχα: π.χ. Πευκέστας, χειριστα/αττ.-ιων. χειριστί, Λαομάγα.
  • Γενική ενικού σε -α των πρωτόκλιτων αρσενικών: Mαχάτα/αττ. -ου.
  • Γενική πληθυντικού σε -αν των πρωτοκλίτων: ταν αλλάν πασάν/αττ. των άλλων πασών.
  • α΄ πρόσ. προσωπικής αντωνυμίας εμίν/αττ. εμοί.
  • Xρονικός σύνδεσμος οπόκα [τόκα]/αττ. οπότε.

Ένα στοιχείο που δεν έχει ως τώρα επιβεβαιωθεί επιγραφικά, είναι οι άσιγμες ονομαστικές ενικού των πρωτόκλιτων αρσενικών τύπου ιππότα/ αττ. ιππότης σύμφωνα με μαρτυρίες του Aπολλωνίου του Δυσκόλου και του Eυσταθίου (βλ. Παναγιώτου 1992, 190).

3.4 Σύνταξη

H επίδραση της αττικής σύνταξης είναι εμφανής ακόμα και στους δύο διαλεκτικούς καταδέσμους, πράγμα που δείχνει αναμφισβήτητα την πρώιμη (δηλαδή από τα παλαιότερα σχετικώς κείμενα) επίδρασή της επί της μακεδονικής.

3.5 Ονοματολογία

Mε εξαιρέσεις εντοπισμένες κυρίως στην ονοματολογία, η μακεδονική διάλεκτος δεν θα αφήσει ίχνη στον γραπτό λόγο. Πάντως, η συντριπτική πλειονότητα των ονομάτων αυτών έχει ελληνική προέλευση. Aναφέρουμε ενδεικτικά μερικά από τις δεκάδες χαρακτηριστικών ανθρωπωνυμίων: Αδίστα, Αδυμος, Αντιγόνα, Ατταλος, Δρύκαλος, Eυρυδίκα, Λάανδρος, Nικάνωρ, Πάτυλλος, Περίτας, Πευκόλαος, Πτολεμαίος, ή ευρέως διαδεδομένων ονομάτων: Αλέξανδρος,Δημήτριος, Ιόλαος, Παράμονος, Περσεύς, Φίλιππος. Oι αντίστοιχοι μη διαλεκτικοί -ή και μερικώς διαλεκτικοί- τύποι Οαδίστη/Αδίστη/Ηδίστη, Αντιγόνη, Ευρυδίκη, πληθαίνουν μετά την υποταγή της περιοχής στους Pωμαίους.

  • Aπό τα τοπωνύμια επίσης η πλειονότητα ετυμολογείται διά της ελληνικής: Aιανή, Aιγεαί, Αργος, Δίον, Eυρωπός, Πέλλα κλπ.
  • Σε ό,τι αφορά τα εθνικά θα πρέπει να επισημανθεί η συχνότητα του μορφήματος -έστης/-εστός (και παραλλαγές). Kαι ορισμένα από αυτά είναι παράγωγα σιγματικών ουσιαστικών όπως όρος > Ορέστης, άργος > Αργος > Αργεσταίος, και Διασταί (βλ. Στέφανος Bυζάντιος - εθνικά, λ. Δίον), Λυγκησταί, Kορμέσται, που προσδιορίζουν κατά περίπτωση φύλα ή, σπανιότερα, κατοίκους (περιοίκους;) πόλεων.

4. Μακεδονία και κοινή

H αττική κοινή, όπως είναι φυσικό, μετά τη διάδοσή της στη Mακεδονία και αλλού θα επηρεαστεί σε κάποιο βαθμό από το υπόστρωμά της. H κοινή των ελληνιστικών χρόνων είναι ως προς τη γραμματική, τη σύνταξη και εν πολλοίς τη φωνολογία μια απλοποιημένη μορφή της αττικής διαλέκτου. Yπάρχουν όμως και στοιχεία της κοινής τα οποία οφείλονται προφανώς στη μακεδονική, όπως οι γενικές των πρωτόκλιτων αρσενικών σε -α (Περδίκκα, Αμύντα, Kαλλία). Ήδη στα κείμενα του 4ου αιώνα π.X. η επικράτηση της γραμματικής της κοινής είναι σχεδόν ολοκληρωτική: κείμενα όπως & αδελφή με ανέθηκε, Παγκάστα (SEG XXXV, 790), με /a:/ στο κύριο όνομα και /ε:/ στο προσηγορικό, αποτελούν τον κανόνα στη Mακεδονία (βλ. Brixhe & Panayotou 1988, 250).">Ένα συγκεντρωτικό σύστημα όπως αυτό της μοναρχίας μακεδονικού τύπου, με ευθύνες διοίκησης σε μεγάλα πολυγλωσσικά και πολυδιαλεκτικά σύνολα, χρειάζεται ένα γλωσσικό όργανο με κύρος, δοκιμασμένο ήδη στον γραπτό λόγο. H αττική κοινή ανταποκρινόταν καλύτερα από άλλες μορφές ελληνικής σε αυτές τις απαιτήσεις. Έτσι, αυτή η ενιαία γλωσσική μορφή, και όχι η μακεδονική διάλεκτος, θα διαδοθεί και βαθμιαία θα επικρατήσει σε όλον τον ελληνιστικό κόσμο.


http://stavrochoros.pblogs.gr/2008/01/h-makedonikh-dialektos-.html

Παρασκευή 16 Οκτωβρίου 2009

H Σερβοποίηση της γλώσσας της ΠΓΔΜ


Σε ότι αφορά την κωδικοποίηση της Σλαβομακεδονικής υπάρχει πολύ παρασκήνιο. Ως κατάλληλη διάλεκτος για βάση της υπό διαμόρφωση γλώσσας επιλέχτηκε η κεντρική διάλεκτος του Prilep-Monastir ως λιγότερο διαβρωμένη από τη σερβική και τη βουλγαρική. Για το ζήτημα αυτό δεν υπήρξαν σοβαρές διαφωνίες από τους Βουλγαρομακεδόνες και Σερβομακεδόνες. Το φλέγον ζήτημα αποτέλεσε η σύνταξη του αλφαβήτου και του συστήματος ορθογραφίας.

Η επιτροπή κατέληξε τελικά στο ακόλουθο αλφάβητο ως το πλέον κατάλληλο για τη φωνητική της σλαβομακεδονικής:
Α, Β, V, G, G, D, Ε, Ζ, Ζ, Dz, I, J, Κ, Κ, L, Lj, Μ, Ν, Nj, Ο, Ρ, R, S, Τ, U, F, CH, C, C, Dz, S, Α.

Το αλφάβητο αυτό ικανοποιούσε και τους διανοούμενους που προέρχονταν από τη Βουλγαρία και προσχώρησαν στους παρτιζάνους της γιουγκοσλαβικής Μακεδονίας, όπως για παράδειγμα τον ποιητή Venko Markovski, τον δημοσιογράφο Vasil Ivanovski και τον Pavel Satev, που ως νεαρός αναρχικός γεμιτζής το 1903 είχε συμμετάσχει στην ανατίναξη του γαλλικού πλοίου Quadalkivir στο λιμάνι της Θεσσαλονίκης.

Αντιρρήσεις στο προταθέν αλφάβητο εξέφρασε κυρίως ο Σερβομακεδόνας φιλόλογος Blaze Koneski που επισήμανε ότι το ζήτημα δεν ήταν μονάχα φιλολογικό, αλλά και πολιτικό και τάχθηκε υπέρ της υιοθέτησης του σερβικού αλφαβήτου του Vuk Karadzic με την εισαγωγή των σερβικών C, Dj και τον εξοβελισμό του τυπικού βουλγαρικού φωνήεντος Α (ερ γκολιάμ). Με μια τέτοια λύση δεν συμφωνούσαν όσοι προέρχονταν από τη Βουλγαρία. Λόγω των διαφωνιών που ερμηνεύονταν ως έχουσες άμεσες πολιτικές διαστάσεις, το ΚΚΜ απέστειλε στις 8 Δεκεμβρίου 1944 επιστολή προς το ΚΚΓ όπου ζητούσε την βοήθεια του Βελιγραδίου και κυρίως την αποστολή Σοβιετικών φιλολόγων.

Το Βελιγράδι έστειλε τελικά 4 σέρβους όπου μετά από πολλές συσκέψεις και επιτροπές σε επιτροπές τελικά οι Σερβομακεδόνες δέχτηκαν να μην εισαχθούν τα σερβικά γράμματα c dj και ο Βουλγαρομακεδόνας Markovski με τη σειρά του συμβιβάστηκε με τον εξοβελισμό του βουλγαρικού ερ γκολιάμ a. Τα σερβικά γραφήματα lj, nj, j, dz και το παλαιο-εκκλησιαστικό σλαβονικό S (dz) διατηρήθηκαν.

Σημαντική συμβολή στην τελική μορφή στην γραμματική της νέας τιτοικής γλώσσας ήταν ο Αμερικανός καθηγητής Horace Lunt. Ο Αμερικανός έδωσε την λύση στο θέμα των διαφωνιών που είχαν προκύψει ανάμεσα στους Σερβίζοντες και Βουλγαρίζοντες φιλολόγους για το ποια θα ήταν η τελική μορφή της γραμματικής. Μαζί με τον Lunt συνεργάστηκε ο Blazhe Koneshki, ο οποίος είναι και ο «πατέρας» όλων αυτών των φενακιστικών επιχειρημάτων που διαβάζουμε και αφορούν την γλώσσα της FYROM. Μάλιστα στην αρχή της διδασκαλίας της Τιτοικής γλώσσας στο κράτος της FYROM , οι Σλαβομακεδονιστές προπαγανδιστές αναγκαζόντουσαν να αλλάζουν τα αρχικά Βουλγαρικά κείμενα των Ντέλτσεφ, Γκρούεφ, "μανιφέστο του Κρουσούβου κλπ με αποτέλεσμα όμως ο λαός να μην τα....καταλαβαίνει.

Έτσι έχει η ιστορία της Σερβοποίησης της γλώσσας της ΠΓΔΜ.Οι σλαβόφωνοι τηε ΠΓΔΜ , πού αποτελούν τα δύο τρίτα τού πληθυσμού του, πριν η πανσλαβική προπαγάνδα τούς επιβάλλει το όνομα Μακεδόνες ονόμαζαν οι ίδιοι τον εαυτό τους Bugari, δηλαδή Βουλγάρους. Το Bugari είναι ο σερβικός τύπος του εθνικού ονόματος Βούλγαροι. Πολλή σημαντικό είναι ότι οι Βλάχοι της ΠΓΔΜ αποκαλούν τους Σλαβομακεδόνες της ΠΓΔΜ… Bugari.

Βιβλιογραφία:
1-Σπυρίδων Σφέτας, Η διαμόρφωση της Σλαβομακεδονικής ταυτότητας, 2004
2-Palmer & King, Yugoslav Communism and the Macedonian Question. 1971

Τετάρτη 24 Ιουνίου 2009

Χάρτης που χρησιμοποιούν οι Σλαβομακεδονιστές και τον παραποιούν.


Ο χάρτης αυτός χρησιμοποιείται από τους Σκοπιανούς(λένε ότι είναι του 1918) προκειμένου να "αποδείξουν" ότι το έθνος τους προυπήρχε προ "Τίτο".

Τον παρουσιάζουν σαν εθνολογικό ενώ στην πραγματικότητα είναι γλωσσολογικός χάρτης όπως λέει και ο τίτλος του (völker und sprachenkarte der Balkan- Halbinsel ή διεθνής γλωσσολογικός χάρτης της Βαλκανικής χερσονήσου).
Έτσι αυτήν την γλώσσα(mazedonier) και τις διαλέκτους της ως είναι γνωστό δεν την μιλούσαν μόνο οι Σλαβομακεδόνες αλλά και οι Έλληνες σλαβόφωνοι αλλά και οι Βούλγαροι.
Οι διάλεκτοι αυτοί διέφεραν γεωγραφικά. Δηλαδή όσοι ήσαν πιο κοντά στην Ελλάδα και στις πόλεις χρησιμοποιούσαν πάρα πολλές παραφρασμένες Ελληνικές λέξεις στα Σλαβικά. Όσοι ήσαν κοντά στην Σερβία το ίδιο ενώ οι Σλάβοι στην Δαρδανία, Κεντρική και Ανατολική Μακεδονία είχαν έντονο επηρεασμό από την Βουλγαρική διάλεκτο της Θρακο-Μοισίας.
Υπενθυμίζω ότι στα μέσα του 19ου αιώνα και με την ίδρυση της Βουλγαρίας υπήρξε το γνωστό γλωσσολογικό πρόβλημα στο τι γλώσσα θα υιοθετήσουν στο κράτος τους. Αυτό της Μακεδονο-Δαρδανίας(Δυτική Βουλγαρική διάλεκτος) ή αυτό της Θρακο-Μοισίας(Ανατολική Βουλγαρική διάλεκτος). Το πρόβλημα ήταν ανάλογο με αυτό που είχαμε και εμείς όταν «μαλώναμε» στο αν θα υιοθετήσουμε την καθαρεύουσα ή την δημοτική.


Άλλο χαρακτηριστικό αυτό του χάρτη είναι ότι λείπει το κάτω μέρος του.....

Έγινα σαφής Voden-Lerin του maknews ?

Σάββατο 16 Μαΐου 2009

Μερικές επισημάνσεις για τις Σλαβομακεδονικές διαλέκτους.

Αν και το θέμα έχει αναλυθεί εκτενώς τόσο από τον Ανδριώτη αλλά και από τον Ευαγγελίδη θα ήθελα να προσθέσω και εγώ μερικά πράματα ώστε να είμαστε πιο ενημερωμένοι.
  • Οι Σλάβοι της Μακεδονίας μιλούσαν διάφορες διαλέκτους (οι Σκοπιανοί μάλιστα λένε ότι είναι 51).
  • Οι διάλεκτοι αυτοί διέφεραν γεωγραφικά. Δηλαδή όσοι ήσαν πιο κοντά στην Ελλάδα και στις πόλεις χρησιμοποιούσαν πάρα πολλές παραφρασμένες Ελληνικές λέξεις στα Σλαβικά. Όσοι ήσαν κοντά στην Σερβία το ίδιο ενώ οι Σλάβοι στην Δαρδανία, Κεντρική και Ανατολική Μακεδονία είχαν έντονο επηρεασμό από την Βουλγαρική διάλεκτο της Θρακο-Μοισίας.
  • Στα μέσα του 19ου αιώνα και με την ίδρυση της Βουλγαρίας υπήρξε το γνωστό γλωσσολογικό πρόβλημα στο τι γλώσσα θα υιοθετήσουν στο κράτος τους. Αυτό της  λόγιας Μακεδονο-Δαρδανίας(Δυτική Βουλγαρική διάλεκτος)  που προωθούσαν οι Κωνσταντινουπολίτες Βούλγαροι ή αυτό της Θρακο-Μοισίας(Ανατολική Βουλγαρική διάλεκτος). Το πρόβλημα ήταν ανάλογο με αυτό που είχαμε και εμείς όταν «μαλώναμε» στο αν θα υιοθετήσουμε την καθαρεύουσα ή την δημοτική.
  • Τελικά υιοθετήθηκε η Ανατολική που είχε ως αποτέλεσμα την έντονη δυσαρέσκεια των Βουλγαρομακεδόνων.
  • Σε ότι αφορά το ABECEDAR , η γλώσσα που χρησημοποιήθηκε δεν είναι δυνατόν να προσδιοριστεί σε ποια διάλε­κτο βασίστηκε και κυρίως δεν έχει καμμία σχέση με την γλώσσα της FYROM όπως ισχυρίζονται οι Σλαβομακεδονιστές.
  • Η γλώσσα που δημιουργήθηκε το 1944 από τους Γιουγκοσλάβους Κομμουνιστές είναι καινούργια και δεν έχει καμία σχέση με αυτές που υπήρχαν τότε. Ναι η βάση ήταν αυτή της διαλέκτου του Περλεπέ-Μοναστηρίου αλλά έγιναν τόσες επεμβάσεις στην γραμματική με σκοπό την από-βουλγαροποίηση της.
  • Αυτός που έδωσε την τελική μορφή στην γραμματική της νέας τιτοικής γλώσσας ήταν ο Αμερικανός καθηγητής Horace Lunt. Ο Αμερικανός έδωσε την λύση στο θέμα των διαφωνιών που είχαν προκύψει ανάμεσα στους Σερβίζοντες και Βουλγαρίζοντες φιλολόγους για το ποια θα ήταν η τελική μορφή της γραμματικής.
  • Μαζί με τον Lunt συνεργάστηκε ο Blazhe Koneshki, ο οποίος είναι και ο «πατέρας» όλων αυτών των φενακιστικών επιχειρημάτων που διαβάζουμε και αφορούν την γλώσσα της FYROM.
  • Μάλιστα στην αρχή της διδασκαλίας της Τιτοικής γλώσσας στο κράτος της FYROM , οι Σλαβομακεδονιστές προπαγανδιστές αναγκαζόντουσαν να αλλάζουν τα αρχικά Βουλγαρικά κείμενα των Ντέλτσεφ, Γκρούεφ κλπ με αποτέλεσμα όμως ο λαός να μην τα....καταλαβαίνει.
  • Σήμερα οι Σλαβομακεδονιστές πλέον προσπαθούν να ξεπεράσουν το δόγμα «Σλάβοι και 6ος αιώνας» και προσπαθούν να πουν ότι η γλώσσα τους είναι παλαιοβαλκανική ενώ αρχαίοι διάλεκτοι όπως η Πελασγική , Ομηρική, Θρακική, Αιγυπτιακή κλπ είναι…..» μακεδονικές».
  • Συμμάχους σε αυτό το νέο δόγμα , οι Σλαβομακεδονιστές έχουν βρει διάφορα γνωστά πανσλαβικά κέντρα όπως το Leningrad State University «Pushkin» με τον καθηγητή Valery Chudinov , ο Σλοβένος καθηγητής Anthony Ambrozic όπως και ο Charles Bryant-Abraham.
  • Τελειώνοντας σημαντικό είναι να αναφέρω ότι η «αρχαιολατρία» είναι χρηματοδοτούμενη από το κράτος της FYROM.
Αυτά τα ολίγα ώστε να θυμόμαστε με ποιους έχουμε να κάνουμε και κυρίως πως η σκοπιανή προπαγάνδα προσπαθεί να φτάσει όσο πιο βαθιά στην Ελληνική(και όχι μόνο) ιστορία αλλά και προϊστορία. Το ότι αποφεύγουν οι Σλαβομακεδονιστές την λέξη Σλαβικό είναι καθαρά θέμα έκφρασης της εμμονής του ψευδο-μακεδονισμού που έχει δηλητηριάσει τους Σλαβομακεδόνες.
Βιβλιογραφία
  1. Horace Lunt, Macedonian grammar, Σκόπια, 1952
  2. Victor Freidman, The sociolinguistics of literary Macedonian, Int’l. J. Sot. Lang. 52, 1985, pp. 31-57
  3. Ανδριώτης Ν. Το ομοσπονδιακό κράτος των Σκοπίων και η γλώσσα του, Θεσσαλονίκη 1960.
  4. Γλωσσική Ετερότητα στην Ελλάδα, ΚΕΜΟ, 2001
ΑΝΑΝΕΩΣΗ : 25-10-2009

Κυριακή 4 Ιανουαρίου 2009

Χατζόπουλος και Χάμμοντ για την γλώσσα των Μακεδόνων

Σήμερα το Κυριακάτικο Βήμα έχει αφιέρωση για την αρχαία Μακεδονία. Ανάμεσα στα άλλα έχει και δύο άρθρα από τους Καθηγητές Μιλτ. Χατζόπουλο και NGL Hammond όπου μιλάνε για την γλώσσα των αρχαίων Μακεδόνων. Όσοι ενδιαφέρεστε να πάρετε μία σφαιρική και περιληπτική άποψη για την ιστορία της Μακεδονίας αλλά κια για τις τελευταίες ανακαλύψεις αξίζει να πάρετε την εφημερίδα.

Τα αρχαία κείμενα μιλάνε
του Μιλτιάδη Χατζόπουλου
Διευθυντής του Ινστιτούτου Ελληνικής και Ρωμαϊκής Αρχαιότητος του Εθνικού Ιδρύματος Ερευνών

ΕΠΙ ΣΧΕΔΟΝ διακόσια χρόνια η λαλιά των αρχαίων Μακεδόνων έχει αποτελέσει αντι­κείμενο αρχικά επιστημονικής έρευνας και, εν συνεχεία, και πολιτικής, αλλά και διπλω­ματικής εκμεταλλεύσεως. Ο λόγος είναι αφ' ενός ότι η γλώσσα λογίζεται ως ένα από τα κύρια, αν όχι και το κυριότερο κριτήριο της εθνικής ταυτότητας, αφ' ετέρου ότι το επι­χείρημα της ιστορικής συνέχειας μιας πλη­θυσμιακής ομάδας σ' έναν τόπο εξακολου­θεί να είναι πρωτεύουσας σημασίας για την προβολή ή κατοχύρωση εδαφικών διεκδι­κήσεων. Ετσι, από μεν τους Ελληνες θεω­ρείται ότι η ελληνική εθνική ταυτότητα των αρχαίων Μακεδόνων δικαιώνει την ενσωμά­τωση του μεγαλύτερου μέρους της αρχαίας Μακεδονίας στην ελληνική επικράτεια, από δε τους βόρειους γείτονες τους ότι τυχόν απόδειξη πως οι αρχαίοι Μακεδόνες ανήκαν σε άλλη εθνική ομάδα από τους Ελληνες συ­νηγορεί υπέρ των δικών τους διεκδικήσεων επί της περιοχής αυτής. Επειδή τα σωζόμενα τεκμήρια τπς λαλιάς των αρχαίων Μακε­δόνων ως πολύ πρόσφατα ήσαν από λίγα ως ελάχιστα, το έδαφος ήταν ελεύθερο για την ανάπτυξη γλωσσολογικών θεωριών βασι­σμένων περισσότερο σε επιστημονικές προ­καταλήψεις ή πολιτικές υστεροβουλίες πα­ρά σε ασφαλή δεδομένα.

Δεν σώζονται - αν ποτέ υπήρξαν - φιλολο­γικά κείμενα γραμμένα στη μακεδόνικη. Οι Μακεδόνες, όταν άρχισαν να παράγουν λο­γοτεχνικά έργα κατά τον 4ο αι. π.Χ., χρησι­μοποίησαν, όπως και πολλοί άλλοι Ελληνες, όχι τη δική τους διάλεκτο αλλά τη λεγόμενη «αττική κοινή», τη γλώσσα των Αθηνών. Το μοναδικό κείμενο από λογοτεχνικό έργο σε μακεδόνικη διάλεκτο σώζεται στην κωμωδία του 4ου αι. π.Χ. «Μακεδόνες», του Αθηναίου Στράττιδος, όπου στην ερώτηση ενός Αθη­ναίου «σφύραινα δ' έστι τις;» (τι είναι η σφύ-ραινα;) ένας Μακεδών αποκρίνεται «κέστραν μεν ύμμες, ωττικοί, κικλήσκετε» (σεις, ω Ατ­τικοί, την αποκαλείτε κέστρα). Οι Αθηναίοι δηλαδή αποκαλούν «κέστρα» ένα ψάρι που οι Μακεδόνες ονομάζουν «σφύραινα». Ο κω­μικός ποιητής δεν είναι βέβαια γλωσσολόγος, αλλά είναι προφανές ότι παρουσιάζει τον Μα­κεδόνα να μιλάει μια αδιαμφισβήτητα ελλη­νική διάλεκτο με στοιχεία τόσο της αρχαίας θεσσαλικής όσο και της αρχαίας ηπειρωτικής.

Εκτός από το χωρίο αυτό δεν μας παραδί­δονται παρά μεμονωμένες «γλώσσες», δηλα­δή λέξεις σπάνιες που κίνησαν την περιέργεια και θυσαυρίστηκαν από φιλολόγους της ελ­ληνιστικής εποχής. Ο χαρακτήρας εξαιρέσε­ως των λέξεων αυτών καθώς και τα σφάλμα­τα των εκάστοτε γραφέων των χειρογράφων, που τις αντέγραφαν χωρίς να τις κατανοούν, καθιστούν τη χρήση τους επισφαλή. Πάντως οι λίγες ασφαλείς περιπτώσεις που παραδί­δονται επιβεβαιώνουν την ελληνική προέ­λευση των λέξεων:

1) Λέξεις καθημερινής χρήσεως, π.χ. καρπαία (από τον καρπό) όρχησις μακεδόνικη.
2) Ορολογία θεσμών, π.χ. πελιγάνες (από το «πέλειος»=γέρος) οι ένδοξοι, παρά δε Σύροις οι βουλευταί.
3) Επίθετα θεών, π.χ. Κυνηγάδας (Κυνηγίης), Πασικράτα, Αγεμόνα (Ηγεμόνη) κ.ά. I
4) Ονόματα μηνών, όπως Δίος (από τον ΙΜα), Περίτιος (από τον Ηρακλή Περίτα, δηλαδή Φύλακα), Αρτεμίσιος (από την Άρτεμι) κ.ά.

Από τις φιλολογικές πηγές αντλούμε επί­σης τα ονόματα των αρχαιότερων μακεδό­νων βασιλέων (του 7ου και του 6ου αι. π.Χ., προτού δηλαδή αναπτυχθούν οι σχέσεις με την νοτιότερη Ελλάδα), που είναι όλα ελλη­νικά, δηλαδή έχουν ελληνική ετυμολογία: Περδίκκας, Αργαίος, Φίλιππος, Αέροπος, Αμύντας. Στο ίδιο συμπέρασμα οδηγεί η εξέ­ταση των τοπωνυμίων που εισήχθησαν από τους κατακτητές Μακεδόνες στη χώρα που ονομάστηκε από το εθνικό τους όνομα Μα­κεδονία: Αιγεαί (δηλαδή η πόλη των αιγών), Ευπορία, Ηράκλειον, Ευρωπός κ.ά.

Πέρα όμως από τις φιλολογικές πηγές, έρ­χεται διαρκώς στο φως άφθονο επιγραφικό υλικό. Το πρόβλημα, όπως και με τα φιλολο­γικά κείμενα, είναι ότι, όταν επί Φιλίππου Β', τον 4ο αι. π.Χ., οι Μακεδόνες άρχισαν να γρά­φουν σε λίθο ή σε μέταλλο εκτενή κείμενα, δεν χρησιμοποίησαν τη διαλεκτό τους αλλά την αττική κοινή. Στη Μακεδονία ωστόσο έχουν ανευρεθεί χιλιάδες επιτύμβιες στήλες που μας παραδίδουν εκατοντάδες ανθρωπωνύμια, πολλά από τα οποία μπορούν να χα­ρακτηρισθούν μακεδόνικα, είτε διότι απα­ντούν (είτε αποκλειστικά είτε κατά κύριο λόγο και νωρίτερα από αλλού) στη Μακεδονία (Αλέξανδρος, Φίλιππος, Παρμενίων, Αντίπα­τρος, Αρσινόη κ.ά.), είτε διότι παρουσιάζουν ιδιαίτερα φωνητικά φαινόμενα (π.χ. τη δια­τήρηση του αρχαίου μακρού /α/, τη σπορα­δική τροπή των άηχων συμφώνων σε ηχη­ρά), που αποκλείουν την περίπτωση δανεισμού από την αττική διάλεκτο, όπως Πτολεμαίος, Αμύντας, Μαχάτης, Αλκέτας, Βερενίκα (Φερενίκη), Βάλαγρος (Φαλακρός) κ.ά. Δεδομένου ότι τα αρχαία ελληνικά ανθρωπωνύμια σχηματίζονται, παράγονται ή συντίθενται από προσηγορικά (π.χ. Φίλιππος = ο φιλών τους ίππους), αποτελούν πρώτης τάξεως πηγή για τη γνώση της μακεδόνικης διαλέκτου.

Οι επιγραφές μάς προσφέ­ρουν όμως και άλλες μαρτυρίες για τη μακεδόνικη διάλεκτο. Παρ' όλον ότι ο Φίλιππος Β' ει­σήγαγε τη χρήση της αττικής κοινής στα επίσημα κείμενα αντί της μακεδόνικης διαλέκτου, οι συντάκτες ή οι χαράκτες των επιγραφών οι οποίοι χρησιμο­ποιούσαν τη μακεδόνικη στην καθημερινή ομιλία τους υπέκυπταν αναπόφευκτα σε σφάλ­ματα και αντικαθιστούσαν σπο­ραδικά τύπους της αττικής κοινής με τύπους της μητρικής διαλέκτου των. Ετσι σε επιγραφή της Αμφιπόλεως του 3ου αι. π.Χ. διαβάζουμε τη δοτική «χείριστα» αντί του αναμενόμενου «χειριστή». Σε τρεις δια­φορετικές επιγραφές βρίσκομε τον διαλε­κτικό τύπο «κόρα» αντί του αττικού «κόρη». Και οι δύο περιπτώσεις επιβεβαιώνουν τη διατήρηση του μακρού /α/. Σε άλλη επι­γραφή σώζεται ο διαλεκτικός τύπος του απα­ρεμφάτου «ανατιθήμειν» αντί του αττικού «ανατιθέναι».

Η πλούσια αυτή τεκμηρίωση θα έπρεπε να είχε θέσει τέρμα σε κάθε αμφιβολία σχετικά με τη λαλιά των αρχαίων Μακεδόνων. Η ανα­κάλυψη τα τελευταία χρόνια όχι μόνο λέξε­ων αλλά και συνεχών κειμένων στη μακεδό­νικη διάλεκτο αίρει και την τελευταία δικαιολογία για καλόπιστες αμφιβολίες. Αρ­κεί κανείς να διαβάσει τους δύο πρώτους στί­χους του εκτενέστερου και καλύτερα σωζό­μενου από αυτά τα κείμενα: [Θετί]μας και Διονυσιφώντος το τέλος και τον γάμον/καταγράφω και των άλλων πασάν γυ/[ναικ]ών και χηρών και παρθένων, μάλιστα δε Θετϊμας, και / παρκαττίθεμαι Μάκρωνι...

Πρόκειται για έναν «κατάδεσμο», μαγι­κό κείμενο γραμμένο σε μολύβδινο έλασμα του πρώτου ημίσεος του 4ου αι. π.Χ. Οπως αναμενόταν, η διάλεκτος παρουσιάζει συ­νάφεια με τις διαλέκτους της Ηπείρου και της Θεσσαλίας και είναι αδιαμφισβήτητα ελληνική.




Τα γράμματα ήταν ελληνικά

Στο ερώτημα «ποια γλώσσα μιλούσαν οι Μακεδόνες;» ο Νίκολας Χάμοντ, ιστορικός, ειδικός ερευνητής της ιστορίας της Αρχαίας Μακεδονίας (και γενικότερα της Βαλκανικής) υπήρξε κατηγορηματικός στα κείμενα του:

Τέτοιο ζήτημα δεν φαίνεται να υπήρξε στην αρχαιότητα. Γιατί η γλώσσα των αρ­χαίων Μακεδόνων ήταν η ελληνική. Ο Ησίο­δος θεωρούσε τον Μάγνητα και τον Μακε­δόνα πρώτα εξαδέρφια των Ελλήνων και κατά συνέπεια τους θεωρούσε χρήστες μιας διαλέκτου (ή διαλέκτων) της ελληνικής γλώσσας. Οτι είχε δίκιο στην περίπτωση των Μαγνητών έχει αποδειχθεί από τις ανασκα­φές, από την ανεύρεση πρώιμων επιγραφών σε αιολική διάλεκτο στην περιοχή τους, στην Ανατολική Θεσσαλία. Επειτα προς το τέλος του 5ου αι. π.Χ. ένας έλληνας ιστορι­κός, ο Ελλάνικος, που επισκέφθηκε την αυ­λή της Μακεδονίας, θεώρησε πατέρα του Μακεδόνα όχι τον Δία αλλά τον Αίολο, μια λεπτομέρεια που δεν θα μπορούσε να την έχει υιοθετήσει αν δεν γνώριζε ότι οι Μακε­δόνες μιλούσαν ελληνική γλώσσα, την αιο­λική διάλεκτο της ελληνικής γλώσσας.

Μια αξιοπαρατήρητη επιβεβαίωση του ελ­ληνικού λόγου των Μακεδόνων προέρχεται από τους Πέρσες, που κατέλαβαν τη Μακε­δονία ως τμήμα των κατακτήσεων τους στην Ευρώπη γύρω στα 510-480 π.Χ.: Στον πίνακα των υπηκόων τους «στις χώρες πέ­ρα από τη θάλασσα» μνημονεύουν «τους Ελληνες που φορούσαν ένα είδος καπέλου με μορφή ασπίδας, ένα σκιάδιο σαν την ασπίδα». Αυτοί είναι απίθανο να ήταν οποι­αδήποτε άλλη φυλή εκτός από εκείνη των Μακεδόνων, που είναι πολύ γνωστό ότι φο­ρούσαν ένα τέτοιο σκιάδιο.

Παρεξηγήσεις στη σημερινή εποχή προ­κάλεσαν εξάλλου κάποια αρχαία κείμενα όπως του Θουκυδίδη, ο οποίος στο β' μισό του 5ου αι. π.Χ. θεωρούσε τους ημινομαδικούς, οπλισμένους κατοίκους της Βόρειας Ηπείρου και της Δυτικής Μακεδονίας ως «βαρβάρους». Λέξη η οποία ερμηνεύθηκε από ορισμένους μελετητές ότι σημαίνει «μη ελληνόφωνοι». Μόνο που επιγραφές του 370-368 π.Χ. που βρέθηκαν το 1956 στη Δω­δώνη περιέχουν πίνακες ελληνικών ονομά­των, καταγράφοντας παράλληλα, σε ελληνι­κή πάντα γλώσσα, ενέργειες των Μολοσσών. Αυτή η ανακάλυψη απέδειξε πέρα από κάθε αμφισβήτηση ότι μία από τις πιο βάρβαρες φυλές της Ηπείρου, όπως τις ονόμαζε ο Θου­κυδίδης, οι Μολοσσοί, μιλούσαν ελληνικά στην εποχή που εκείνος έγραφε την ιστορία του. «Βαρβάρους» αποκαλούσε τους Μακε­δόνες και ο Δημοσθένης κατά το 350-340 π.Χ. Η ανακάλυψη των Αιγών όμως τον διέ­ψευσε πέραν των άλλων και για το γεγονός ότι βρέθηκαν 74 ελληνικά ονόματα και ένα θρακικό σε επιτύμβιες στήλες και ήταν όλα γραμμένα με ελληνικά γράμματα.


Σάββατο 20 Δεκεμβρίου 2008

Το σχόλιο μου που διαγράφτηκε στο blog ΜΑΚΙΒΕ και έχει σχέση με την γλώσσα.

Γράφετε :

Έτσι το κράτος μας ουδέποτε υποχρεώθηκε μεταπολεμικά να καταγράψει πάλι όσες θρησκευτικές, γλωσσικές ή εθνικές μειονότητες υπάρχουν, οχυρωμένο νομικά πίσω από επωφελείς παλαιότερες διεθνείς συνθήκες που όμως καλύπτουν ελάχιστα τις απαιτήσεις του σύγχρονου Διεθνούς Δικαίου και των επιβλεπόντων Οργανισμών.
Σχολίασα:

Μιλάτε για το μεταπολεμικό Διεθνές Δίκαιο και για θρησκευτικές, γλωσσικές ή εθνικές μειονότητες. Επικεντρώνομαι στις δύο τελευταίες μιας και αυτό είναι το πρόβλημα μας.

Ξεκινάω με την γλώσσα.

Καταρχήν σύμφωνα με τους γλωσσολόγους και φιλικά προσκείμενους σε εσάς(ΚΕΜΟ) το ομιλούμενο σλαβικό ιδίωμα στην Μακεδονία δεν έχει καμμιά σχέση με αυτό της ΠΓΔΜ. Άρα το να το πεις Μακεδονική γλώσσα είναι αυθαίρετο συμπέρασμα και μάλιστα επιστημονικά.

Υπάρχει βέβαια ότι και αυτήν την γλώσσα την μιλούν και Έλληνες Μακεδόνες που φυσικά δεν έχουν καμμία σχέση με τους Makedonskiot nacionalnosti.

Με τα μέχρι στιγμής επιστημονικά δεδομένα ο χαρακτηρισμός των σλαβικών διαλέκτων στην Ελλάδα θα παρέμενε μήλο της έριδος, αν όμως δεν υπήρχε η απόφαση της παγκόσμιας γλωσσολογικής επιτροπής για τη σύνταξη σλαβικού διαλεκτολογικού χάρτη, του "O.L.A." ("Obshcheslavjanskij Lingvisticheskij Atlas"), που να ορίζει ότι όλες οι σλαβικές διάλεκτοι σε επικράτεια μη σλαβικών εθνικών κρατών θα ονομάζονται απλά και μόνο "σλαβικές".

Πρόκειται ασφαλώς για μια σημαντική απόφαση, που αποκλείει τη χρησιμοποίηση των όρων "βουλγαρικά" ή και "σλαβομακεδονικά ιδιώματα" για τις σλαβικές διαλέκτους της ελληνικής Μακεδονίας, και απελευθερώνει την ελληνική επιστήμη αλλά και εσάς από το φόβο του να εργάζονται για λογαριασμό ενός αθέμιτου και άκαιρου "γλωσσικού εθνικισμού" στις γειτονικές χώρες.

Γιατί δεν θέτεται το γλωσσολογικό σας ζήτημα βάση της Παγκόσμιας γλωσσολογικής επιτροπής ώστε να αποφεύγονται οι εθνικιστικές ερμηνείες ?

Προφανώς οι συντελεστές του ΜΑΚΙΒΕ έχουν την ίδια φασιστική αντίληψη με αυτή των κρατούντων της ΠΓΔΜ όπου απαγορεύουν δια νόμου την έρευνα και την εξέταση της πολιτιστικής και εθνικής ταύτοτητάς τους . Μιλάνε για εθνικισμό όταν αυτοί οι ίδιοι τον εκτρέφουν αρνούμενοι την πολιτιστική ταυτότητα των Ελλήνων Μακεδόνων. Δεν αμφισβήτησα της ταυτότητα σας αλλά τον τρόπο έκφρασης αυτής.

Μιλήσατε για Διεθνές Δίκαιο.

Η απαγόρευση της καταχρηστικής άσκησης δικαιώ­ματος είναι μια γενική αρχή του Διεθνούς δικαίου, που απαντάται επανειλημμένα στη διεθνή δικαιοδοτική πρακτική και είναι ανώτερη ιεραρχικά από τους κανόνες που διέπουν την ενάσκηση των εξατομικευμένων δικαιωμάτων των υποκειμέ­νων του διεθνούς δικαίου.[Α. Kiss, «Abuse of rights», Encyclopedia of Public International Law, Volume I, 1992 σελ 7-8]

Είναι γνωστό ότι η απειλή κατά της ειρήνης δεν συνδέεται αναγκαστικά με τη χρήση βίας, αλλά μπορεί να στοιχειοθετηθεί ακόμη και με πράξεις που καταρ­χήν δεν αντιβαίνουν στο διεθνές δίκαιο. Κατά συνέπεια, έχει αναγνωριστεί η θεωρητική πιθανότητα η επιλογή του ονόματος από ένα κράτος να θεωρηθεί ως εχθρική προπαγάνδα εναντίον ενός γειτονικού κράτους, εφόσον κρίνεται ότι το όνομα αυτό υποκρύ­πτει εδαφικές διεκδικήσεις.

Και η αυθαίρετη χρήση από εσάς του ονόματος της Μακεδονίας είναι εχθρική ενέργεια. Η παραπληροφόρηση σας είναι σε όλα τα επίπεδα διαλόγου. Το ότι αποφεύγεται την λέξη Σλαβικό είναι καθαρά θέμα μίας από τις παραμέτρους έκφρασης της εμμονής του ψευδο-μακεδονισμού που σας έχει δηλητηριάσει.

Όπως λέει και ο Γιάννης Μάνος στις Μακεδονικές ταυτότητες(σελ 435)


"Η αίσθηση του ανήκειν είναι συνάρτηση συμφραζομένων, δια πραγμάτευσης και πολιτικής συγκυρίας αλλά και συσχετισμών δύναμης και εξουσίας. Τα άτομα, στο βαθμό που μπορούν να κάνουν επιλογές, κατανοούν και χειραγωγούν σύμβολα, αναπτύσσουν στρατηγικές και ταυτίζονται ή αποστα­σιοποιούνται με διαφορετικούς τρόπους από τις διάφορες ταυτότητες."


και καταλήγει(σελ 436)....


"Επιβεβαιώνεται όμως εθνογραφικά η επιδίωξη ορισμένων ατόμων, στο σημερινό πλαίσιο της περιοχής Φλώρινας, να αποφεύγουν, στο μέτρο του δυνα­τού, να ταυτίζονται με αποκλειστικές συλλογικές ταυτότητες· προτιμούν να έχουν τη δυνατότητα ελέγχου της δράσης και των στρατηγικών τους· κατά συνέπεια, υιοθετούν εκείνα τα στοιχεία που αντιστοιχούν σε μια ταυτότητα ανάλογα με τα συμφέροντά τους."


Αυτό κάνουν και οι συντελεστές του ΜΑΚΙΒΕ, υιοθετούν ταυτότητα σύμφωνα με τα συμφέροντα τους και όχι με αυτά που πρέπει.

Δευτέρα 20 Οκτωβρίου 2008

Το γλωσσικό ιδίωμα των γηγενών σε περιοχές της Μακεδονίας

1. ΕΙΣΑΓΩΓΗ

Δύο είναι τα βασικά ερωτήματα που ανακύπτουν σε σχέση με το γλωσσικό ιδίωμα των γηγενών της Μακεδονίας:


1. Ποια είναι η εθνική τους συνείδηση, άρα και η εθνοτική τους ταξινόμηση;
2. Τι ακριβώς είναι αυτό το ιδίωμα από γλωσσολογική σκοπιά;


Το πρώτο ερώτημα έχει απαντηθεί ήδη από καιρό, τόσο επιστημονικώς, όσο και από την ίδια την στάση της συντριπτικής πλειονότητας των γηγενών Μακεδόνων: Αποτελούν αναπόσπαστο τμήμα του ελληνικού έθνους από αιώνες. Για το ευρύτερο θέμα του Μακεδονικού ζητήματος, του οποίου ως πτυχή εμφανίζεται και η ύπαρξη του εν λόγω γλωσσικού ιδιώματος, θεωρώ το βιβλίο του Σαράντου Καργάκου: «Από το Μακεδονικό Ζήτημα στην εμπλοκή των Σκοπίων» - Αθήνα 1992, ως το πληρέστερο και πλέον αξιόπιστο έργο, από την πλούσια σχετική βιβλιογραφία που υπάρχει.


Ως προς την επιστημονική διάσταση του θέματος τώρα, υπενθυμίζω απλώς ότι οι παλαιότερες αντιλήψεις, όπως π.χ. οι αρχαιοελληνικές διατυπώσεις για το «όμαιμον, ομόγλωσσον και ομότροπον» έχουν απολέσει το ιστορικό-γεωγραφικό τους πλαίσιο και δεν ισχύουν πια, σε μεγάλο βαθμό, εδώ και αρκετούς αιώνες, λόγω των εκτεταμένων μετακινήσεων των ανθρωπίνων πληθυσμών, αλλά και των αλλεπάλληλων κοινωνικοπολιτικών και πολιτιστικών μεταβολών που σημειώθηκαν από την αρχαιότητα μέχρι σήμερα. Σε προηγούμενα ιστορικά στάδια οι λαοί είχαν ευδιάκριτα πολιτιστικά χαρακτηριστικά, με αποτέλεσμα να ήταν εύκολη σχετικά η κατάταξη κάποιου ατόμου σε συγκεκριμένο Έθνος. Έτσι, από τα βασικά στοιχεία διάκρισης ήσαν η Γλώσσα και η Θρησκεία του, και στην συνέχεια, τα ήθη και τα έθιμά του, οι φιλοσοφικές, καλλιτεχνικές, κοινωνικές, πολιτικές κ.λπ. αντιλήψεις του. Στην αρχαιότητα, για παράδειγμα, ένας Έλληνας, ένας Πέρσης και ένας Αιγύπτιος, διακρίνονταν μεταξύ τους πανεύκολα, λόγω των βαθύτατων διαφορών, που υπήρχαν ανάμεσα τους, σε σχέση με τα προαναφερθέντα πολιτιστικά χαρακτηριστικά. Στην σημερινή εποχή όμως αυτές οι διακρίσεις έχουν γίνει πολύ δυσκολότερες, λόγω της αυξημένης κινητικότητας, η οποία χαρακτηρίζει την ανθρωπότητα, ιδιαίτερα από το δεύτερο μισό του 20ου αιώνα μέχρι σήμερα.


Εκείνο πλέον, που και επιστημονικώς είναι αδιαμφισβήτητο, είναι η διαπίστωση ότι η ομιλούμενη γλώσσα δεν αποτελεί πάντοτε απόλυτο εθνολογικό κριτήριο ταξινόμησης μιας συγκεκριμένης εθνοτικής ομάδας.


Περιορίζομαι να αναφέρω τα κλασσικά παραδείγματα, τόσο των γερμανόφωνων Αλσατών, στα σύνορα Γαλλίας–Γερμανίας, οι οποίοι αισθάνονται φανατικοί Γάλλοι, αλλά και των Καθολικών μεν στο θρήσκευμα Κροατών, οι οποίοι δεν επιθυμούν να έχουν καμία σχέση με τους ομόγλωσσούς τους, Ορθόδοξους όμως Σέρβους, παρά την κοινή τους γλώσσα (τα Σερβοκροατικά) ή ακόμα πιο χαρακτηριστικά, το παράδειγμα των Μαυροβουνίων σε σχέση και πάλι με τους Σέρβους, με τους οποίους δεν έχουν ούτε καν θρησκευτική διαφορά και παρ’ όλα αυτά αισθάνονται μέλη ενός διαφορετικού έθνους.


Επομένως, το ότι κάποια τμήματα του πληθυσμού της Μακεδονίας είχαν παλαιότερα ως μοναδικό γλωσσικό τους όργανο το σλαβογενές ιδίωμα, στο οποίο θα αναφερθούμε λεπτομερειακά παρακάτω, δεν αποτελεί ικανό και επαρκές κριτήριο για την επιχειρηθείσα στο παρελθόν και επιχειρούμενη και σήμερα, τοποθέτησή τους εκτός του ελληνικού έθνους. Ως δίγλωσσος λοιπόν, γηγενής Έλλην Μακεδόνας θεωρώ ότι το ζήτημα έχει απαντηθεί θεωρητικά και πρακτικά και δεν υπάρχει ανάγκη περαιτέρω συζητήσεων και διευκρινίσεων.


Τι είναι όμως αυτό το διαβόητο γλωσσικό ιδίωμα, που ορισμένοι προσπαθούν κατά καιρούς να το επαναφέρουν στο προσκήνιο και να το χρησιμοποιήσουν ως πολιτικό επιχείρημα;


Θα επιχειρήσω αρχικά μια γλωσσολογική ενημέρωση/ανάλυση.


2. ΓΛΩΣΣΕΣ, ΔΙΑΛΕΚΤΟΙ ΚΑΙ ΒΟΗΘΗΤΙΚΕΣ ΓΛΩΣΣΕΣ


Από την αρχική εμφάνισή τους στην Γη, τα ανθρώπινα όντα χρησιμοποίησαν την γλώσσα ως κύριο μέσο επικοινωνίας (και όχι μόνον, όπως θέλουν να μας πείσουν κάποιοι μεταμοντέρνοι γλωσσολόγοι), παράλληλα με άλλους τρόπους (χειρονομίες, στάσεις του σώματος κ.λπ.).


Ένα από τα μεγάλα και πρακτικά ανεπίλυτα προβλήματα που αντιμετώπιζαν ανέκαθεν οι Γλωσσολόγοι ήταν και η επιλογή κάποιων επιστημονικών κριτηρίων για την διάκριση μεταξύ γλώσσας και διαλέκτου. Με άλλα λόγια, πότε και με ποια κριτήρια ένα ομιλούμενο γλωσσικό ιδίωμα είναι απλώς μια διάλεκτος κάποιας γλώσσας και πότε μπορεί να χαρακτηριστεί ως ξεχωριστή γλώσσα; Η προαναφερθείσα Σερβοκροατική αποτελεί μια ενιαία γλώσσα απλώς με δύο διαλέκτους (Σερβική–Κροατική) ή έχουμε να κάμουμε με δυο διαφορετικές γλώσσες;


Όπως προανέφερα, η Γλωσσολογία αδυνατεί να αποφανθεί και επομένως άλλα κριτήρια χρησιμοποιούνται π.χ. πολιτική βούληση. Με βάση τους νόμους της Γλωσσολογίας είναι βέβαιον ότι εφ’ όσον οι δύο αυτές διαφορετικές κρατικές οντότητες (Σερβία – Κροατία) συνεχίσουν να υπάρχουν για τα επόμενα 100–200 χρόνια, το αναμενόμενο είναι να προκύψουν τελικώς δυο πραγματικά ξεχωριστές γλώσσες. Σύμφωνα με την περίφημη ρήση που αποδίδεται στον Λεττονοεβραίο γλωσσολόγο Μαξ Βάϊνράϊχ (1893-1969) «Μια γλώσσα είναι μια διάλεκτος εξοπλισμένη με στρατό και ναυτικό», που τονίζει ακριβώς την σημασία του πολιτικού/κρατικού παράγοντα, ο οποίος βαρύνει αποφασιστικά σε τέτοια θέματα.


Βεβαίως, η σύγχρονη Γλωσσολογία επιχειρεί να επιλύσει το πρόβλημα με την υιοθέτηση μιας άλλης οπτικής με την οποία εξετάζεται η διάκριση «γλώσσα-διάλεκτος», με την εισαγωγή της έννοιας του «γλωσσικού συνεχούς» (languagecontinuum), αλλά και με την χρήση νέων όρων, γλωσσοπολιτικά ουδέτερων, όπως οι όροι Ausbausprache - Abstandsprache – Dachsprache1, δανεισμένοι από την Γερμανική γλώσσα.


Έρχομαι τώρα σε ένα άλλο ζήτημα, το οποίο θεωρώ ότι είναι απαραίτητο να αναφερθεί για να μπορέσουμε να καταλήξουμε σε εύκολα αντιληπτά συμπεράσματα.


Πρόκειται για το ζήτημα της ύπαρξης και άλλων προφορικών μορφών επικοινωνίας μεταξύ ανθρωπίνων ομάδων, οι λεγόμενες βοηθητικές γλώσσες (auxiliary languages). Δυστυχώς δεν υπάρχει ακριβής ελληνική ορολογία και έτσι θα χρησιμοποιήσω αναγκαστικά τους ξένους όρους. Η πλέον γνωστή περίπτωση χρήσης μιας βοηθητικής «φυσικής» γλώσσας (σε αντιδιαστολή με διάφορες τεχνητές, όπως η Εσπεράντο, η Volapük κ.λπ.) είναι ασφαλώς η λεγόμενη Λίγκουα Φράγκα2 (LinguaFranca), κατά λέξη «Φράγκικη γλώσσα».


Δεν πρέπει πάντως να συγχέεται με τα φραγκολεβαντίνικα, που αναφέρονται αποκλειστικά στον γραπτό λόγο και δημιουργήθηκαν από τους Λεβαντίνους της Σμύρνης, που μιλούσαν μεν ελληνικά, αλλά επειδή δυσκολεύονταν να μάθουν την ορθογραφία τους, χρησιμοποιούσαν λατινικούς χαρακτήρες για να γράψουν τα ελληνικά (ή σύμφωνα με άλλη, εγκυρότερη εκδοχή,3 με καθοδήγηση της Καθολικής Εκκλησίας). Τους μιμήθηκαν αργότερα οι Χιώτες και άλλοι έμποροι του εξωτερικού, που στην ελληνική αλληλογραφία τους, χρησιμοποιούσαν λατινικούς χαρακτήρες και έτσι προέκυψαν τα φραγκοχιώτικα, κάτι ανάλογο με τα σημερινά greeklish. Συνώνυμος είναι και ο όρος VehicularLanguage, σε ελεύθερη μετάφραση θα λέγαμε δευτερεύουσα γλώσσα, ο οποίος αναφέρεται σε μια γλώσσα που χρησιμοποιείται από άλλες γλωσσικές κοινότητες π.χ. τα Αγγλικά είναι δευτερεύουσα (επίσημη) γλώσσα στις Ινδίες και το Πακιστάν.


Μια άλλη μορφή βοηθητικής γλώσσας ή γλώσσας επαφής (contactlanguage) είναι και τα λεγόμενα PidginEnglish ή απλώς Pidgin, “σπαστά Αγγλικά» θα τα αποκαλούσαμε. Δημιουργήθηκαν στην Κίνα για τις ανάγκες των εμπορικών συναλλαγών μεταξύ Άγγλων και Κινέζων. Η ίδια η λέξη pidgin είναι το αντίστοιχο της αγγλικής λέξης business στο ιδίωμα αυτό.


Σήμερα ως pidgin ορίζεται γενικώς ένα γλωσσικό ιδίωμα, μείγμα δύο ή περισσοτέρων γλωσσών με εξαιρετικά απλοποιημένη γραμματική και λεξιλόγιο, που χρησιμοποιείται για την επικοινωνία μεταξύ διαφορετικών πληθυσμών, οι οποίοι έχουν τις δικές τους γλώσσες ως μητρικές.


Στην περίπτωση που ένα τέτοιο ιδίωμα καταλήξει να γίνει η κύρια γλώσσα ενός πληθυσμού, τότε αναφερόμαστε σε Κρεολή γλώσσα4 (Creole language).




3. ΤΟ ΓΛΩΣΣΙΚΟ ΙΔΙΩΜΑ ΠΕΡΙΟΧΩΝ ΤΗΣ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑΣ


Μετά από αυτά τα προκαταρκτικά και διευκρινιστικά, ας έλθουμε «στην ταμπακέρα». Τι είναι ακριβώς λοιπόν αυτό το ιδίωμα των γηγενών Μακεδόνων και ποιοι είναι αυτοί οι «Σλαβόφωνοι» χρήστες του;


Πρώτα-πρώτα να ξεκαθαρίσουμε ότι σήμερα δεν υπάρχουν πρακτικά αμιγείς σλαβόφωνοι, αλλά δίγλωσσοι (ελληνικά-σλαβικά) και ελάχιστοι από τους νεώτερους μπορούν να μιλήσουν με ευχέρεια αυτό το ιδίωμα, η εξέλιξη του οποίου σταμάτησε τις πρώτες δεκαετίες του 20ου αιώνα. Έτσι λείπουν πάμπολλες λέξεις του καθημερινού λεξιλογίου, τις οποίες υποκαθιστούν ελληνικές. Εκφράσεις του τύπου «κι όνταμ να Νομαρχίατα» (=θα πάω στην Νομαρχία), «κι γκου κάζιαμ να Δήμαρχό του5» (=θα το ’πω στον Δήμαρχο), αποτελούν αστείρευτη πηγή τοπικών ανεκδότων και πειραγμάτων.


Αυτοί λοιπόν οι δίγλωσσοι κάτοικοι του βορειοελλαδικού χώρου, κυρίως στην Κ.Δ. Μακεδονία, είναι απόγονοι χριστιανικών πληθυσμών, που επί Τουρκοκρατίας ζούσαν στον ευρύτερο χώρο της λεγόμενης «Ιστορικής Μακεδονίας». Έχουν ελληνική κατά βάση καταγωγή, αλλά πιθανότατα έχουν αφομοιώσει και σλαβικά στοιχεία που είχαν εγκατασταθεί κατά τους βυζαντινούς χρόνους στην περιοχή, τα οποία στην συνέχεια εκχριστιανίσθηκαν (θρησκευτικά) και εξελληνίσθηκαν (γλωσσικά και πολιτιστικά).


Σύμφωνα με τον αείμνηστο γλωσσολόγο Ν. Ανδριώτη (στον συλλογικό τόμο «Η γλώσσα της Μακεδονίας» – “Ολκός” Αθήνα 1992, σελ. 211), η σλαβική γλώσσα άρχισε να διαδίδεται επί Βυζαντίου στην βόρεια Μακεδονία με τους εξής τρόπους:


α. Από Σλάβους δούλους, που οι Βυζαντινοί γαιοκτήμονες εγκαθιστούσαν στα κτήματά τους ως αγρότες


β. Από Έλληνες αιχμαλώτους των Βουλγάρων, που έμαθαν σλαβικά και μετά την απελευθέρωσή τους και επάνοδό τους, συνήθως μετά από αρκετά χρόνια, εξακολουθούσαν να τα χρησιμοποιούν και


γ. Οι συναλλασσόμενοι με Σλάβους Έλληνες μάθαιναν εύκολα σλαβικά, ενώ ή εκμάθηση της ελληνικής από τους Σλάβους ήταν δύσκολη.


Η εμφάνιση αυτού του ιδιώματος (που δεν χρειάστηκε ποτέ γραφή) ανιχνεύεται γύρω στον 18ο αιώνα (οι πρώτες μαρτυρίες για την ύπαρξή του χρονολογούνται γύρω στο 1790 – βλ. J.P. Mallory–D.Q. Adams: The Oxford Introduction to Proto-Indo-European and the Proto-Indo-European World – Oxford 2006, σελ. 26)6 και η δημιουργία του είχε καθαρά χρηστικούς και πρακτικούς λόγους. Τα χρόνια εκείνα η Μακεδονία ήταν ένα πολύχρωμο φυλετικό, γλωσσικό και θρησκευτικό μωσαϊκό: Τούρκοι κατακτητές, Τουρκομάνοι νομάδες (Γιουρούκοι), Αθίγγανοι, Έλληνες, Βούλγαροι, Σέρβοι, Βόσνιοι, Αλβανοί, Αρμένιοι, Εβραίοι (Ισπανοεβραίοι Σεφαρδίμ) κ.λπ. που μιλούσαν τουρκικά, ρομά (μια ινδική διάλεκτο), ελληνικά, βλάχικα, βουλγαρικά, σερβοκροατικά, αλβανικά, αρμενικά, εβραϊκά (Λαντίνο και Γίντις) και ήσαν μουσουλμάνοι, χριστιανοί (Ορθόδοξοι, Καθολικοί, Προτεστάντες), ιουδαίοι.


Έπρεπε επομένως να υπάρξει ένας τρόπος συνεννόησης μεταξύ τους για τις ανάγκες της καθημερινής συμβίωσης, ένα είδος Λίγκουα Φράγκα. Βαθμιαία λοιπόν εμφανίσθηκε αυτό το ιδίωμα, μια γλώσσα πίτζιν, που φαίνεται ότι εξυπηρετούσε άριστα τον σκοπό για τον οποίο δημιουργήθηκε ή σωστότερα, προέκυψε.


Είχε ως βάση μια δυτική βουλγαρική διάλεκτο 7, όπως αποδείχθηκε από τις γλωσσολογικές έρευνες (βλ. Ι. Θ. Λαμψίδη: Γραμματική της Βουλγαρικής γλώσσας Ι.Μ.Χ.Α. – Θεσσαλονίκη 1981, σελ. 15-16) και στον κορμό αυτόν προστέθηκαν ένα πλήθος από ελληνικές, τούρκικες, βλάχικες και αλβανικές λέξεις 8. Γενικώς, η πλειοψηφία των γλωσσολόγων συµφωνεί ότι παρουσιάζει περισσότερες, µορφολογικές κυρίως, οµοιότητες µε την βουλγαρική και λιγότερες, φωνολογικές κυρίως, µε την σερβική.


Στα χρόνια εκείνα της γενικευμένης αγραμματοσύνης και απαιδευσίας, ιδιαίτερα στην ύπαιθρο, το ιδίωμα που προέκυψε αποδείχθηκε πολύ εύκολο 9 στην εκμάθηση και εξυπηρετικότατο για τις καθημερινές ανάγκες. Εκείνο πάντως που εντυπωσιάζει τους μελετητές είναι η ευκολία υιοθέτησής του από αλλόγλωσσους και η μετατροπή του στο κύριο και συχνά στο αποκλειστικό γλωσσικό όργανο επικοινωνίας!


Υπάρχουν καταγεγραμμένες πολυάριθμες τέτοιες περιπτώσεις, όχι απλώς σε ατομικό επίπεδο, αλλά σε επίπεδο ολόκληρων ομάδων. Έτσι, υπάρχουν γνωστές περιπτώσεις, καταγεγραμμένες και στην βιβλιογραφία π.χ. βλαχόφωνων χωριών στην περιοχή της Κ.Δ. Μακεδονίας, που έγιναν σλαβόφωνα 10. Ακόμη πιο χαρακτηριστική είναι η περίπτωση των σλαβόφωνων (!) Αθίγγανων (Ρομ, Ρομά) σε περιοχές της Μακεδονίας: Μέχρι σήμερα διατηρούνται συνοικισμοί αθίγγανων (η ινδική καταγωγή των οποίων είναι εμφανέστατη σε όποιον διαθέτει έστω και στοιχειώδεις γνώσεις εθνολογίας) στις πόλεις Έδεσσα (Καραμάν), Νάουσα (Άγ. Γεώργιος) και Βέροια, αλλά και σε πολλά χωριά, οι οποίοι είναι σλαβόφωνοι τουλάχιστον από τον 19ο αιώνα.


Επιστημονική μελέτη αυτού του φαινομένου δεν έχει γίνει, απ’ όσο είμαι σε θέση να γνωρίζω, η δε συνήθης λαϊκή ερμηνεία ότι οι ελληνόφωνοι χωρικοί γίνονταν σλαβόφωνοι για να αποφύγουν το παιδομάζωμα των Τούρκων, δεν μου φαίνεται ιδιαίτερα πειστική (Άποψη που υποστηρίχθηκε και από τον λογοτέχνη Χρ. Χρηστοβασίλη, στις αρχές του περασμένου αιώνα, σε άρθρο του στο περιοδικό «Ελληνισμός» τεύχος 9ο – Σεπτέμβριος 1903, σελ. 683).


Είναι πάντως εξ ίσου περίεργο το ότι ποτέ επίσης δεν δόθηκε πειστική εξήγηση από βουλγαρικής πλευράς (η οποία ήδη από τα μέσα του 19ου αιώνα ισχυριζόταν ότι όλοι οι σλαβόφωνοι είναι Βούλγαροι), για ποιόν λόγο οι Βούλγαροι της Μακεδονίας θα εγκατέλειπαν μαζικά την μητρική τους γλώσσα και θα υιοθετούσαν ένα σλαβογενές ιδίωμα, που έπρεπε να το μάθουν εκ των υστέρων!


Υποστηρίζω λοιπόν ότι αυτό το ιδίωμα προέκυψε αρχικά ως pidgin ή σπασμένα βουλγαρικά, για να το πούμε διαφορετικά και κατέληξε τελικώς σε Κρεολή γλώσσα, ανομοιογενών πληθυσμών, όπως προανέφερα, οι οποίοι το αναβάθμισαν για διαφόρους λόγους σε μητρική γλώσσα, σε κύριο γλωσσικό όργανο.


Αυτό το ιδίωμα, επαναλαμβάνω και τονίζω, γιατί έχει μεγάλη σημασία, δεν απέκτησε ποτέ γραφή. Επομένως, στερείται πεζογραφίας, ποίησης και γενικά λογοτεχνίας, ενώ αντίθετα υπάρχουν τραγούδια, η παραγωγή των οποίων σταμάτησε ήδη στις αρχές του 20ου αιώνα, για προφανείς λόγους 11. Ένα από τα πιο γνωστά είναι και το χαρακτηριστικό «Μπάμπα ι Πόστολ» (Η γιαγιά και ο Αποστόλης), στο οποίο γίνεται εύκολα αντιληπτή η διαφοροποίηση των σλαβόφωνων γηγενών από τους Βούλγαρους, όπως εξ άλλου προκύπτει και από σχετικές παροιμίες 12


Θα πρέπει πάντως να αναφερθεί ότι η σοβαρότερη προσπάθεια για την ανάδειξη του ιδιώματος των γηγενών σε γλώσσα, ήταν οι εργασίες του Χρίστο Μισίρκοφ (KrsteMisirkov, 1874-1926), από την Παλιά Πέλλα (τότε Απόστολοι) και κυρίως το βιβλίο του, που τυπώθηκε το 1903 στο τυπογραφείο της «Φιλελεύθερης Λέσχης» στην Σόφια, με τον τίτλο «Για τις μακεδονικές υποθέσεις» (Кръстьо П. Мисирков: За Македонцките Работи, София, Печатница на „Либералний Клубъ“ 1903). Στο βιβλίο αυτό ανέπτυξε την επιχειρηματολογία του για την δημιουργία μιας επίσημης φιλολογικής «μακεδονικής» γλώσσας με βάση την «μακεδονική» (=βουλγαρική) διάλεκτο της βόρειας Μακεδονίας, η οποία έπρεπε να χρησιμοποιεί ένα φωνητικό (κυριλλικό) αλφάβητο. Το βιβλίο του Μισίρκοφ εντάσσεται στην στροφή που σημειώνεται στους ανώτερους βουλγαρικούς κύκλους με την εγκατάλειψη της στρατηγικής του βίαιου εκβουλγαρισμού των γηγενών της Μακεδονίας και την υιοθέτηση της καλλιέργειας του «Μακεδονισμού».


Πνευματικός «πατήρ» πάντως, αυτής της στρατηγικής, ήταν ο περίφημος Γκότσε Ντέλτσεφ, ο οποίος συνέλαβε το 1895 την ευφυέστατη θεωρία περί «Μακεδόνων» και «ανεξάρτητης Μακεδονίας», όταν διαπίστωσε ότι οι σλαβόφωνοι κάτοικοι της Μακεδονίας αντιδρούσαν στον εκβουλγαρισμό τους και γενικότερα ότι οι βουλγαρικές θέσεις δεν εύρισκαν ανταπόκριση στους κατοίκους της Μακεδονίας, χωρίς την χρήση βίας. Η πατρότητα του «Μακεδονισμού» ανήκει αναμφισβήτητα σε Βούλγαρους, οι οποίοι βεβαίως ποτέ δεν πίστεψαν στο κατασκεύασμα αυτό και πολύ περισσότερο δεν αισθάνθηκαν «Μακεδόνες».


Σε επιστολή του με ημερομηνία 1 Μαΐου 1899 προς τον φίλο του Κόλιο Μαλεσέβσκι (NikolaMaleshevski), ο Γκότσε Ντέλτσεφ ομολογούσε ότι ποτέ δεν έπαψε να αισθάνεται Βούλγαρος (Αναφέρεται στην βιογραφία του Ντέλτσεφ από τον στενό του φίλο και συνεργάτη Πέϊο Γιαβόρωφ). Επίσης, ο εφευρέτης της «μακεδονικής» γλώσσας, ο προαναφερθείς Χρίστο Μισίρκωφ έγραφε το 1924 ότι «…Εμείς (οι Σλάβοι της Μακεδονίας) είμαστε περισσότερο Βούλγαροι από εκείνους της Βουλγαρίας…» (Για όσους τυχόν γνωρίζουν βουλγαρικά, τους παραπέμπω για περισσότερες λεπτομέρειες στην ιστοσελίδα http://news.netinfo.bg/?tid=40&oid=995281 όπου υπάρχει το εκπληκτικό άρθρο «Как "бащата на македонизма" Кръстьо Мисирков се оказа чист българин» (Πώς ο «πατέρας του μακεδονισμού» Χρίστο Μισίρκωφ προβάλλεται ως καθαρός Βούλγαρος).


Αλλά «τι χρείαν άλλων μαρτύρων έχουμε», όταν ακόμα και ο πρώην Πρωθυπουργός των Σκοπίων και αρχηγός του ισχυρού σωβινιστικού κόμματος Β.Μ.Ρ.Ο. των Σκοπίων, ο Λιούπτσο Γκεοργκίεφσκι (όπως και δεκάδες χιλιάδες άλλοι Σκοπιανοί συμπατριώτες του), σχετικά πρόσφατα, ζήτησαν και έλαβαν την βουλγαρική υπηκοότητα.


Ο Γκεοργκίεφσκι μάλιστα, με δηλώσεις του στον σκοπιανό και στον βουλγαρικό Τύπο, εξεδήλωσε την πρόθεσή του να διορισθεί πρέσβυς της Βουλγαρίας στα Σκόπια, ασφαλώς μοναδική περίπτωση στα παγκόσμια χρονικά.


Αξίζει πάντως να σημειωθεί ότι ο ελληνομαθής Βούλγαρος ποιητής, πολιτικός και πατριώτης (πήρε μέρος σε πολλές μάχες εναντίον των Τούρκων) Πέτκο Σλαβέϊκωφ (1827-1895), υπήρξε δεδηλωμένος εχθρός του «Μακεδονισμού», με θεωρητική τεκμηρίωση και επιχειρηματολογία, που αποτυπώθηκαν κυρίως στο περίφημο άρθρο του, με τίτλο "Македонскиятвъпрос" («Το Μακεδονικό Ζήτημα»), το οποίο δημοσιεύθηκε τον Ιανουάριο του 1871 στην εφημερίδα «ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ», που εξέδιδε (1866-1872) ο ίδιος στην Κωνσταντινούπολη13, πριν υπάρξει η επίσημη στροφή της Βουλγαρίας προς τον «Μακεδονισμό», στην οποία αναφερθήκαμε παραπάνω.


Βεβαίως, όλα αυτά αγνοούνται ή ακόμα χειρότερα, παραποιούνται μονίμως από συγκεκριμένους κύκλους εθνομηδενιστών, εξέχον μέλος των οποίων είναι και ο γνωστός Τάσος Κωστόπουλος, συνεργάτης της εφηµερίδας «Ελευθεροτυπία» και του «Ιού της Κυριακής», ο οποίος δεν δίστασε να συγγράψει σχετικό βιβλίο με τον πομπώδη τίτλο: «Η απαγορευµένη γλώσσα: Κρατική καταστολή των σλαβικών διαλέκτων στην ελληνική Μακεδονία» (Αθήνα, 2000), που έσπευσε να προβάλει με επαινετική κριτική (δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα «Kαθηµερινή» στις17/10/2000 με τίτλο «H γλωσσική πολιτική αφοµοίωσης των σλαβόφωνων»), ο επίσης γνωστός και μη εξαιρετέος κ. Σπύρος A. Μοσχονάς, γλωσσολόγος του Πανεπιστημίου Αθηνών!


Κλείνοντας, θα πρέπει να ξεκαθαρίσουμε και να τονίσουμε για μια ακόμα φορά ότι το ιδίωμα των Ελλήνων γηγενών της Μακεδονίας δεν έχει καμία σχέση με την επίσημη, δήθεν «μακεδονική» γλώσσα (που κατασκευάστηκε με βάση την διάλεκτο της περιοχής Μοναστηρίου–Βελεσών) του Σκοπιανού κράτους και η οποία εκσερβίστηκε συστηματικά, ώστε να αλλοιωθούν τα βουλγαρικά χαρακτηριστικά της. Το πρώτο υπήρξε μια βοηθητική γλώσσα που ξεκίνησε ως πίτζιν και εξελίχθηκε σε Κρεολή, ενώ η δεύτερη είναι «μια διάλεκτος εξοπλισμένη με στρατό και ναυτικό», όπως προαναφέραμε, και η οποία εξελίσσεται σε μια πλήρη γλώσσα με την στήριξη όλων των μηχανισμών του κράτους των Σκοπίων.


Αντίστοιχη με τα γλωσσικά ήταν και η πορεία των καταπιεστικών μέτρων «εκμακεδονισμού», που εφαρμόστηκαν στον πληθυσμό της περιοχής επί Τιτοϊκού καθεστώτος.


Στο βιβλίο του Hugh Poulton: Who are the Macedonians? (C. Hurst & Co. Publishers, London 20002), αναφέρονται τεκμηριωμένα οι πολυάριθμες ομαδικές δίκες, εκτελέσεις, εκτοπίσεις κ.λπ. εις βάρος των φιλοβουλγαρικών στοιχείων της περιοχής των Σκοπίων, με στόχο να αποκτήσουν «μακεδονική» συνείδηση.


Ανάλογα ήσαν τα μέτρα και εις βάρος του ελληνικού στοιχείου της περιοχής (κυρίως βλαχόφωνοι της Πελαγονίας), το οποίο εξαφανίστηκε ως δια μαγείας από τις επίσημες στατιστικές και αναφορές, υπό την ανοχή των ελληνικών κυβερνήσεων της εποχής εκείνης οι οποίες απέφευγαν συστηματικά να δυσαρεστήσουν τον ηγέτη της Γιουγκοσλαβίας και προστατευόμενο των Αμερικάνων, «Στρατάρχη» Τίτο.


Σήμερα, το ιλαροτραγικό στοιχείο της υπόθεσης, αλλά εξ ίσου επικίνδυνο (λόγω της ανάμειξης του αμερικανικού παράγοντα), συνιστούν οι αιτιάσεις κάποιων φερέφωνων των Σκοπίων, οι οποίοι θρασύτατα απαιτούν να ανοίξουν σχολεία για να διδάσκεται η Σκοπιανή γλώσσα στα παιδιά κάποιας «μακεδονικής εθνότητας», που αποτελεί δήθεν μια καταπιεζόμενη μειονότητα στην Ελλάδα. Το ανησυχητικό στην περίπτωση αυτήν είναι ότι οι πολιτικοί των Αθηνών, ανοίγουν αλληλογραφία για το θέμα αυτό με τον ελληνικής καταγωγής Σκοπιανό πρωθυπουργό Γκρουέφσκι, αντί να απαιτήσουν «εδώ και τώρα» την διεξαγωγή διεθνούς έρευνας για την τύχη των Ελλήνων της περιοχής του σημερινού κράτους των Σκοπίων.


Προσωπικά, είμαι περίεργος να διαπιστώσω ποια ακριβώς γλώσσα προτείνουν οι υποστηρικτές και θιασώτες αυτής της πρότασης να διδάσκεται στα μειονοτικά σχολεία, διότι όσον αφορά το γλωσσικό ιδίωμα που ομιλείται σε ορισμένες περιοχές παραμεθόριων Νομών της Μακεδονίας, ουδείς φαντάζομαι διανοείται να στείλει τα παιδιά του σε ένα τέτοιο σχολείο, για πολλούς και προφανείς λόγους και το όλο θέμα μάλλον αποτελεί ένα κακόγουστο αστείο. Εάν όμως οι Σκοπιανοί εννοούν την διδασκαλία της κατασκευασμένης γλώσσας τους, τότε το θράσος τους ξεπερνάει κάθε όριο. Αναρωτιέμαι, πόσοι άραγε, ακόμα και από τους φανατικότερους σκοπιανολάγνους, θα έστελναν τα παιδιά τους να μάθουν τα πρακτικώς άχρηστα Σκοπιανά (την δήθεν «Μακεδονική» γλώσσα), αντί μιας οποιασδήποτε χρήσιμης δυτικοευρωπαϊκής γλώσσας ή ακόμα και της Ρωσσικής, της Βουλγαρικής, της Σερβικής ή της Τουρκικής;


Ας σταματήσει λοιπόν αυτή η «εκ του πονηρού» συζήτηση περί «μακεδονικής» μειονότητας, που το «κακό» ελληνικό κράτος την καταπιέζει και δεν επιτρέπει στα μέλη της να μιλούν την «γλώσσα» τους. Το γλωσσικό ιδίωμα (και όχι γλώσσα) που ομιλείται σε ελάχιστες πλέον περιοχές της Μακεδονίας, αποτελεί για μας τους γηγενείς μια πολιτιστική κληρονομιά και για κάποιους άλλους Έλληνες ένα αξιοπερίεργο φαινόμενο.


Δυστυχώς, από την στιγμή που το ιδίωμα αυτό ξεπεράστηκε ιστορικά και έχασε την χρησιμότητά του, θα ακολουθήσει την τύχη όλων των αντίστοιχων βοηθητικών γλωσσών. Σε κάποια απομονωμένα χωριά ίσως εξακολουθήσει να μιλιέται για μια ή και δυο γενιές ακόμα, αλλά η κατάσταση δεν είναι αναστρέψιμη. Προσωπικά, λυπάμαι που θα χαθεί ένα πολιτιστικό στοιχείο της περιοχής, όπως λυπάμαι που γκρεμίστηκαν ένα σωρό θαυμάσια οικήματα και στην θέση τους υψώθηκαν κακόγουστες πολυκατοικίες, αλλά προβληματίζομαι συχνά αν μπορούσε να γίνει κάτι διαφορετικό. Είναι το τίμημα της εξέλιξης, της κακής εξέλιξης αν θέλετε, αλλά δεν νομίζω ότι υπήρχε εναλλακτική λύση. Το ίδιο συμβαίνει και με τα βλάχικα, τα αρβανίτικα, τα τσακώνικα και σε μικρότερο βαθμό με τα ποντιακά. Η ζωή όμως συνεχίζεται…




ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ


(1) Ausbausprache = «Aναβαθμισμένη γλώσσα» ή «Επίσημη γλώσσα». Είναι η γλώσσα, η οποία χρησιμοποιείται επίσημα στην κρατική γραφειοκρατία, στα ΜΜΕ κ.λπ. και διδάσκεται στα Σχολεία. Οι τυχόν άλλες ποικιλίες αυτής της γλώσσας, διάλεκτοι ή ιδιώματα (ντοπιολαλιές) χρησιμοποιούνται στην καθημερινή ομιλία «ανεπίσημα» σε τοπικό επίπεδο, όπως π.χ. στην Ελλάδα, τα ποντιακά, η κρητική διάλεκτος κ.λπ.
Abstandsprache = «Απομακρυσμένη γλώσσα», ονομάζεται μια γλωσσική ποικιλία, σε σχέση με μια άλλη, όταν οι δύο αυτές γλώσσες είναι τόσο διαφορετικές ώστε είναι αδύνατον η μία να θεωρηθεί διάλεκτος της άλλης: π.χ. η επίσημη Ισπανική (Καστιλιάνικη) είναι σε σχέση με την Βασκική γλώσσα «Απομακρυσμένη γλώσσα» και το ίδιο η Βασκική σε σχέση με την Ισπανική. Το σλαβογενές ιδίωμα των περιοχών της Κεντρικο-Δυτικής Μακεδονίας σε σχέση με τα Ελληνικά θεωρείται Abstandsprache, παρ’ όλο που δύσκολα μπορεί να καταγραφεί ως πλήρης γλώσσα.
Dachsprache = «Γλώσσα–σκεπή» κυριολεκτικά ή «γλώσσα–ομπρέλα». Είναι η γλώσσα εκείνη, που μέσα σε ένα «γλωσσικό συνεχές», χρησιμεύει ως βασική γλώσσα, ένα είδος Ausbausprache, επίσημης γλώσσας. Χαρακτηριστικότερο παράδειγμα αποτελεί η λεγόμενη «σύγχρονη επίσημη Αραβική» (Modern StandardArabic), σε σχέση με τις διάφορες αραβικές διαλέκτους που ομιλούνται στον Αραβικό κόσμο, παρ’ όλο που κάποιες από αυτές τις διαλέκτους είναι τόσο διαφορετικές, που θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν Abstandspache, όπως π.χ. η καθομιλούμενη Αραβική στην Αίγυπτο σε σχέση με την «σύγχρονη επίσημη Αραβική» ή «λόγια Αραβική».

(2) Η Λίγκουα Φράγκα προέκυψε στα λιμάνια της ανατολικής Μεσογείου ως γλώσσα συναλλαγής μεταξύ εμπόρων και εμπορευομένων και ήταν ένα μίγμα Γαλλικών, Ιταλικών, Ισπανικών, Ελληνικών, Αραβικών και Tουρκικών λέξεων, με υποτυπώδη γραμματική και συντακτικό. Αργότερα ο όρος χρησιμοποιήθηκε για να υποδηλώσει μια πλήρη γλώσσα, την οποία χρησιμοποιούσαν διαφορετικοί γλωσσικά πληθυσμοί για εμπορικούς, διπλωματικούς κ.λπ. λόγους. Η Ελληνική γλώσσα ήταν η Λίγκουα Φράγκα της Μέσης Ανατολής και της Ν.Α. Ευρώπης στην διάρκεια των ελληνιστικών χρόνων, αλλά και του Βυζαντίου, ενώ αντίστοιχα η Λατινική της Δυτικής Ευρώπης. Η Γαλλική ήταν μέχρι τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο η Λίγκουα Φράγκα της Διπλωματίας, για να εκτοπιστεί από την Αγγλική στην συνέχεια, η οποία έγινε Λίγκουα Φράγκα σήμερα σε πολλούς τομείς παγκοσμίως.

(3) Βλ. Λίνου Πολίτη: «Ιστορία της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας»Μ.Ι.Ε.Τ. Αθήνα 1980 – Εισαγωγή, σελ. 17 όπου αναφερόμενος στην χρήση λατινικών χαρακτήρων για την καταγραφή της ελληνικής γλώσσας επισημαίνει ότι: «…το σύστημα χρησιμοποιήθηκε και από την Παπική προπαγάνδα για τους Έλληνες Καθολικούς των νησιών (φραγκοχιώτικα)…».

(4) Η πλέον χαρακτηριστική περίπτωση Κρεολής γλώσσας είναι η Τοκ Πίσιν (TokPisin), η οποία ξεκίνησε τον 19ο αιώνα ως ιδίωμα pidgin στην Παπούα–Νέα Γουϊνέα με βάση την Αγγλική και ανάμειξη ιθαγενών λέξεων και σε μικρότερη έκταση Γερμανικών και Πορτογαλικών. Χρησιμοποιήθηκε ως Λίγκουα Φράγκα στο νησί και κατέληξε να γίνει η μητρική γλώσσα των ιθαγενών, εξελισσόμενη πλέον σε μια σύγχρονη και πλήρη γλώσσα, με την βοήθεια και την επίσημη κρατική στήριξη των κυβερνήσεων της Παπούα-Νέας Γουϊνέας. Η ονομασία Τοκ Πίσιν προέκυψε από την έκφραση tokpisin (talkpidgin) = ομιλώ πίτζιν, στο ιδίωμα αυτό. Υπενθυμίζω σχετικά, ότι οι φυλές των Παπούα, περίπου 8,5 εκατομ. σήμερα, στο τεράστιο αυτό νησί (με έκταση πάνω από 885.000 τετρ. χλμ. δηλ. υπερεξαπλάσια της Ελλάδος) στα βόρεια της Αυστραλίας, ομιλούν περίπου 750 διαφορετικές γλώσσες. Ορισμένες από τις φυλές τους υπήρξαν στο παρελθόν διαβόητοι καννίβαλοι. Το νησί είναι χωρισμένο στην μέση και το μεν ανατολικό τμήμα αποτελεί το ανεξάρτητο (από το 1975) κράτος της Παπούα-Νέας Γουϊνέας, ενώ το δυτικό τμήμα αποτελεί επαρχία της Ινδονησίας.

(5) Αξίζει να σημειωθεί ότι στα Βουλγάρικα ο Δήμαρχος μιας πόλης λέγεται кмет (κμετ), στα Σρβοκροατικά Γκραντονάτσαλνικ (=αρχηγός, επικεφαλής της πόλης) και στα Σκοπιανά, με μετάθεση του τόνου, Γκραντονατσάλνικ. Και οι δύο λέξεις είναι παντελώς άγνωστες στο τοπικό ιδίωμα του βορειοελλαδικού χώρου. Επί τουρκοκρατίας, σύμφωνα με πληροφορίες, χρησιμοποιούσαν την τουρκική λέξη Μπέη (bey = κυβερνήτης, άρχοντας), μπέης.

(6) Το περίφημο «Τετράγλωσσον Λεξικόν» (1793) του Δανιήλ Μοσχοπολίτη στην Ελληνική, Αλβανική, Αρωμουνική και Σλαβική, όπου η Σλαβική αντιπροσωπεύεται από το σλαβικό ιδίωμα της Αχρίδος, κατ’ άλλους μεν μία δυτικοβουλγαρική διάλεκτο, κατ’ άλλους δε (Σκοπιανούς) μια πρώτη μορφή της «σλαβομακεδονικής». Αυτό ακριβώς το ιδίωμα ήταν που χρησιμοποιήθηκε ως γλωσσικό υπόστρωμα για την διαμόρφωση του μακεδονικού pidgin.

(7) Η σύγχρονη Βουλγαρική γλώσσα διακρίνεται διαλεκτολογικά σε δύο, κατά βάση, μεγάλες ομάδες διαλέκτων, τις Ανατολικές και τις Δυτικές, αλλά υπάρχει και μια μικρή Ομάδα ιδιωμάτων, η Βορειοανατολική. Ένα από τα χαρακτηριστικά στοιχεία διάκρισης μεταξύ των Βουλγαρικών διαλέκτων είναι η προφορά ενός συγκεκριμένου φωνήεντος, το οποίο είναι γνωστό ως «πριμενλίβο Я (μεταβλητό για)» και το οποίο προέρχεται από την εξέλιξη ενός αρχαιοβουλγαρικού φθόγγου. Ο φθόγγος αυτός, στο παλιό κυριλλικό αλφάβητο αποτυπωνόταν με το γράμμα ѣ, το γιατ (ЯТЬ), όπως ονομαζόταν στην αρχαία βουλγαρική ή ε-τβόϊνο (Е-ДВОйнО δηλ. διπλό ε), στην νεοβουλγαρική και καταργήθηκε με την μεταρρύθμιση του 1945.
Στις δυτικές βουλγαρικές διαλέκτους λοιπόν, το «μεταβλητό για» προφέρεται πάντοτε ως ε (το ελληνικό έψιλον), π.χ. БЕЛ (μπελ = λευκός, άσπρος – ενικός αριθμός) – БЕЛИ (μπέλι = λευκοί, άσπροι – πληθ. αριθμός), ενώ στις ανατολικές ως για (БЯЛ – БЯЛИ, μπιαλ – μπιάλι). Στα Βορειοανατολικά ιδιώματα το «μεταβλητό για» προφέρεται σύμφωνα με τους κανόνες της λογίας βουλγαρικής γλώσσας, δηλαδή μεταβάλλεται ανάλογα με τις μορφολογικές αλλαγές της λέξης (БЯЛ – БЕЛИ, μπιαλ – μπέλι). Έτσι π.χ. την λέξη ХЛЯБ (χλιάμπ = ψωμί), στην ανατολική Βουλγαρία προφέρεται «χλιάμπ», ενώ στην δυτική «χλέμπ» και στο τοπικό ιδίωμα της Μακεδονίας «λεπ».

(8) Βλ. σχετικά την ανεκτίμητη καταγραφή, που περιλαμβάνεται στην εργασία του αείμνηστου Εδεσσαίου δάσκαλου Γεωργίου Δ. Γεωργιάδη, με τίτλο: «Το μιξόγλωσσον εν Μακεδονία ιδίωμα» – Έδεσσα, 1948.

(9) Για παράδειγμα, οι τρεις συζυγίες του ρήματος (στην επίσημη βουλγαρική γλώσσα), συγχωνεύθηκαν σε μία, επήλθαν φωνητικές απλοποιήσεις κ.λπ..

(10) Βλ. για παράδειγμα σχετικές αναφορές στο κλασσικό έργο του ανθρωπολόγου Άρη Ν. Πουλιανού: «Η προέλευση των Ελλήνων» Αθήνα 1968. Στην εθνογενετική αυτή έρευνα ο Άρης Πουλιανός αναφέρει ότι «…πολλοί Βλάχοι του Μπούφι και της Κεντρικής Μακεδονίας, που τώρα τελευταία άρχισαν να μιλάνε σλάβικα ή που η διάλεκτός τους έχει επηρεαστεί από τη σλάβικη, όπως σε μερικά χωριά του Καϊμακτσαλάν, παραδέχονται ότι οι πρόγονοί τους σε παλιότερες εποχές μιλούσαν μόνο βλάχικα…».

(11) Αυτά τα τραγούδια που κυκλοφορούν σήμερα είναι κατά 90% σκοπιανά μεταπολεμικά κατασκευάσματα και τα οποία «λανσάρονται» ως Makedonskinarodnipesni, δηλ. ως «Μακεδονικά» δημοτικά (σε ακριβή μετάφραση «λαϊκά») τραγούδια.. Όσο για τα πολύ της μόδας τελευταίως «χάλκινα», είναι μια άλλη ενδιαφέρουσα ιστορία, που αξίζει να ασχοληθούν κάποιοι ειδικότεροι από εμένα. Οφείλω να σημειώσω ότι προ ετών, Έλληνες πανεπιστημιακοί «ερευνητές», αγνοώντας σχεδόν τα πάντα, ηχογράφησαν κάποια από αυτά, πιστεύοντας ότι συλλέγουν σπάνιο λαογραφικό υλικό!

(12)Βλ.λεπτομέρειες στην προαναφερθείσα εργασία «Το μιξόγλωσσον…» ό.π. σελ. 12-16.

(13) «…We have many times heard from the Macedonists that they are not Bulgarians but Macedonians, descendants of the Ancient Macedonians, and we have always waited to hear some proofs of this, but we have never heard them. The Macedonists have never shown us the bases of their attitude. They insist on their Macedonian origin, which they cannot prove in any satisfactory way. We have read in the history that in Macedonia existed a small nation - Macedonians; but nowhere do we find in it neither what were those Macedonians, nor of what tribe is their origin, and the few macedonian words, preserved through some greek writers, completely deny such a possibility. In addition to this, after Macedonia was subdued by the Romans, there is no remembrance of those Macedonians any further. We can find in their areas all kinds of other nations, except for the Macedonians, who solely we don't find…”.
Петко Славейков “Македония” 1871

[…Έχουμε ακούσει πολλές φορές από τους Μακεδονιστές ότι δεν είναι Βούλγαροι, αλλά Μακεδόνες, απόγονοι των Αρχαίων Μακεδόνων, και εμείς πάντοτε περιμένουμε να ακούσουμε κάποιες αποδείξεις γι’ αυτό, αλλά ποτέ δεν τις ακούσαμε. Οι Μακεδονιστές ποτέ δεν μας επέδειξαν τις βάσεις για την στάση τους. Επιμένουν στην Μακεδονική καταγωγή τους, την οποία δεν μπορούν να αποδείξουν με κάποιον ικανοποιητικό τρόπο. Έχουμε διαβάσει στην Ιστορία ότι στην Μακεδονία υπήρχε ένα μικρό έθνος – οι Μακεδόνες, αλλά πουθενά δεν βρίσκουμε σ’ αυτήν τι ήσαν αυτοί οι Μακεδόνες, ούτε από ποιο φύλο κατάγονταν και οι λίγες μακεδονικές λέξεις, που διασώθηκαν από κάποιους (αρχαίους) Έλληνες συγγραφείς, απορρίπτουν αυτήν την πιθανότητα. Επί πλέον, μετά την υποταγή της Μακεδονίας στους Ρωμαίους, δεν υπάρχει πια ανάμνηση αυτών των Μακεδόνων. Μπορούμε να βρούμε στις περιοχές τους όλα τα είδη των άλλων εθνών, εκτός από Μακεδόνες, που μόνον αυτούς δεν βρίσκουμε…].
Πέτκο Σλαβέϊκωφ, εφημ. «Μακεδονία» 1871





Δημήτρης Ε. Ευαγγελίδης
Έδεσσα, Αύγουστος 2008