Τα εδαφικά όρια του πρώτου ελληνικού Βασιλείου, όπως καθορίστηκαν με το Πρωτόκολλο του Λονδίνου το 1830, είναι βέβαιο ότι ελάχιστους από τους Eλληνες της εποχής άφηναν ικανοποιημένους. Πολυάριθμοι αλύτρωτοι αδελφοί, παρέμεναν εκτός των ορίων της εθνικής επικράτειας, συντελώντας έτσι κι αυτοί με τη στάση τους στην ισχυροποίηση της Μεγάλης Ιδέας. Κρητικοί, Θεσσαλοί, Ηπειρώτες και Μακεδόνες ήταν μεταξύ των πρώτων που ονειρεύτηκαν την ανατροπή των εδαφικών τετελεσμένων και την υπαγωγή των πατρίδων τους στην ελεύθερη Ελλάδα. Όσο όμως το ελληνικό Βασίλειο παρέμενε, στη διάρκεια του 19ου αιώνα, οικονομικά ασθενικό και πολιτικά αδύναμο τόσο τα μεγαλοϊδεατικά σχέδια φάνταζαν ουτοπικά, σχεδόν γραφικά.
Υπόδουλες επαρχίες
Παρ' όλα αυτά σε ολόκληρο τον 19ο αιώνα η Μεγάλη Ιδέα συνεπήρε την πλειονότητα των Ελλήνων, ελεύθερων και υπόδουλων, παγιδεύοντας συχνά στη γοητεία της και τις ελληνικές κυβερνήσεις της περιόδου. Ούτε το φιάσκο της πολεμικής περιπέτειας την εποχή του Κριμαϊκού Πολέμου στάθηκε τελικά ικανό να περιορίσει τον αλυτρωτικό πυρετό των απανταχού Ελλήνων - το αντίθετο μάλιστα. Από τις αρχές της δεκαετίας του 1850 και για είκοσι χρόνια τουλάχιστον το ενδιαφέρον της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής εστιαζόταν στα Επτάνησα και στην Κρήτη, όπου το αίτημα για ένωση έδειχνε ώριμο. Οι υπόλοιπες υπόδουλες επαρχίες και μάλιστα η μακρινή Μακεδονία αδυνατούσαν να προσελκύσουν ακόμη το ενδιαφέρον της ελληνικής πολιτείας. Όχι πως δεν ακούγονταν και γι' αυτές φωνές συμπαθείας και εκκλήσεις για βοήθεια - ούτε έλειψαν οι κινήσεις για την υποκίνηση εξεγέρσεων. Οι παροικίες προσφύγων από τη Μακεδονία και τις άλλες βόρειες επαρχίες πιέζαν τις ελληνικές κυβερνήσεις να τους συνδράμουν - συναντούσαν όμως ελάχιστους αποδέκτες στο αίτημά τους. Με εξαίρεση ορισμένους διαπρεπείς εκπαιδευτικούς και λιγότερους στρατιωτικούς οι περισσότεροι Μακεδόνες, αλλόγλωσσοι πολλές φορές, δεν διέθεταν ούτε οικονομική ούτε πολιτική επιρροή. Eτσι, έως και τη δεκαετία του 1870 η τύχη του μακεδονικού πληθυσμού συγκινούσε μόνο διάφορες πατριωτικές οργανώσεις. Ανάμεσα σ' αυτές συγκαταλέγονταν ο «Ελληνικός Φιλολογικός Σύλλογος Κωνσταντινουπόλεως» (1861 κ.ε.) και ο «Σύλλογος προς Διάδοσιν των Ελληνικών Γραμμάτων» (1869 κ.ε.).
Ενδιαφέρον για τη Μακεδονία
Την κρίσιμη χρονική καμπή που επαναπροσδιόρισε το ενδιαφέρον για την τύχη της Μακεδονίας αποτέλεσε η δεκαετία του 1870. Προηγήθηκε η ίδρυση της βουλγαρικής Εξαρχίας το 1870, η Ανατολική Κρίση το 1875 και τελικά η υπογραφή της Συνθήκης του Αγίου Στεφάνου το 1878, που δημιούργησε πρόσκαιρα τη Μεγάλη Βουλγαρία, απειλώντας έτσι τα συμφέροντα του Eλληνισμού στη μακεδονική ενδοχώρα. Μεσούσης της Ανατολικής Κρίσης η Ελλάδα έμοιαζε με ηφαίστειο έτοιμο να εκραγεί. Στην πρωτεύουσα σωματεία, ενώσεις και αδελφότητες οργάνωναν καθημερινά λαϊκά συλλαλητήρια, πιέζοντας την κυβέρνηση να κηρύξει τον πόλεμο στην Τουρκία, τασσόμενη στο πλευρό των Ρώσων που προήλαυναν από Bορρά. Στους Στύλους του Ολυμπίου Διός, στο Θησείο και κάτω από την Ακρόπολη οργανώνονταν στρατιωτικά γυμνάσια. Σαλπίσματα ηχούσαν στους δρόμους, ενώ τα μικρά παιδιά γυμνάζονταν με πολεμικά παιχνίδια. Παράλληλα, κατά τη διάρκεια του 1877, διάφορες εθνικές εταιρείες άρχισαν να διενεργούν εράνους, να αγοράζουν όπλα και να προετοιμάζουν εξεγέρσεις στις υπόδουλες επαρχίες, υποκαθιστώντας για μιαν ακόμη φορά την επίσημη κυβέρνηση.
Δύο από τις εταιρείες αυτές ήταν η «Αδελφότης» και η «Εθνική aμυνα». Η «Αδελφότης» είχε ιδρυθεί από τον μακεδονικής καταγωγής λοχαγό του πυροβολικού Κωνσταντίνο Ισχόμαχο και ώς τις αρχές του 1878 είχε απλώσει το δίκτυό της στο μεγαλύτερο μέρος της νοτιοδυτικής Μακεδονίας. Η δεύτερη προεδρευόταν από τον ιστορικό καθηγητή Κωνσταντίνο Παπαρρηγόπουλο. Οι δύο οργανώσεις συνεργάστηκαν στη διάρκεια του 1877, με σκοπό να προκαλέσουν γενικές εξεγέρσεις σε Θεσσαλία, Hπειρο, Μακεδονία και Θράκη, ενώ στην Κεντρική Επιτροπή τους συμμετείχαν και οι μακεδονικής καταγωγής Κωνσταντίνος Ισχόμαχος και Λεωνίδας Πασχάλης. Παράλληλα με τις εταιρείες, αλλά ανεξάρτητα από αυτές δρούσε και ο ρομαντικός ιδεολόγος Λεωνίδας Βούλγαρης, γιος σλαβόφωνου αγωνιστή του '21.
Στις αρχές του 1878 πραγματοποιήθηκε μεγάλη συγκέντρωση Μακεδόνων στην Αθήνα. Εκεί εκλέχτηκε μια Μακεδονική Επιτροπή. Πρόεδρός της ορίστηκε ο καθηγητής του Πανεπιστημίου Ιωάννης Πανταζίδης και μέλη ο στρατιωτικός γιατρός Γεώργιος Παπαζήσης, ο καθηγητής Νικόλαος Χαλκιόπουλος και οι δικηγόροι Λεωνίδας Πασχάλης και Στέφανος Δραγούμης. Ο τελευταίος ήταν γόνος της γνωστής μακεδονικής οικογένειας των Δραγουμαίων από το Βογατσικό της Κατσοριάς. Η συνεργασία των μακεδονικών οργανώσεων οδήγησε τελικά στην περίφημη εξέγερση του Ολύμπου, τον Φεβρουάριο του 1878. Επικεφαλής της στάθηκε ο λοχαγός Κοσμάς Δουμπιώτης, ο οποίος, μαζί με 500 άνδρες, αποβιβάστηκε στις ακτές του Λιτοχώρου και για δύο μήνες πρωτοστάτησε στις ηρωικές, αλλά τελικά αποτυχημένες προσπάθειες για την απελευθέρωση της περιοχής.
Οι αποτυχημένες επαναστατικές ενέργειες του 1878 δεν στάθηκαν όμως ικανές να αναχαιτίσουν την επαναστατική ορμή για την απελευθέρωση της Μακεδονίας. Όσο μάλιστα το δίκτυο των διπλωματών, των κληρικών και των δασκάλων μετέφερε στην Αθήνα ζοφερές εικόνες από την πρόοδο της βουλγαρικής προπαγάνδας στη Μακεδονία, τόσο και οι μυστικές ζυμώσεις για την ανάληψη δράσης πολλαπλασιάζονταν. Ο πρωταγωνιστικός ρόλος στον συντονισμό των κινήσεων πέρασε στα χέρια της Εθνικής Εταιρείας (Ε.Ε.), πατριωτικής οργάνωσης, η οποία ιδρύθηκε το 1894 από επιφανή στελέχη της αθηναϊκής κοινωνίας. Η Ε.Ε. συγκρότησε τον Ιούλιο του 1896 οκτώ ανταρτικά σώματα, αποτελούμενα από 500 περίπου αντάρτες, ανάμεσά τους και πολλούς Μακεδόνες πρόσφυγες, που είχαν καταφύγει στη Θεσσαλία μετά την επανάσταση του 1878. Στάλθηκαν όλοι τους στη Μακεδονία, στο πλαίσιο αντιπερισπασμού στην Πύλη για τα γεγονότα που διαδραματίζονταν την ίδια περίοδο στην Κρήτη. Το κίνημα του 1896, που είχε επικεφαλής τον οικοδόμο Αθανάσιο Μπρούφα από το Αηδόνι των Γρεβενών, πνίγηκε τελικά στο αίμα από τον τουρκικό στρατό.
O Στέφανος N. Δραγούμης (1842 - 1923) δίνει οδηγίες και συστατικά στον γιο του Iωνα (1878 - 1920), λίγο πριν αναχωρήσει για τη θέση του στο προξενείο Mοναστηρίου. Φωτογραφία τραβηγμένη από τον Π. Mελά. Προς τα τέλη Nοεμβρίου 1902 ο Iων Δραγούμης, γυναικάδελφος του Mελά, διορίζεται υποπρόξενος στο Mοναστήρι με σαφείς οδηγίες των ανωτέρων του «να μη γεννά ζητήματα». αντίθετα, εκείνος αρχίζει αμέσως πυκνή αλληλογραφία με τον Mελά, ζητώντας οικονομική βοήθεια μέσω εράνων, εκπαιδευτικό υλικό, προβολή του «Mακεδονικού» στον ελληνικό και ξένο Tύπο, ενώ συγχρόνως δίνει πληροφορίες γύρω από τη δράση των βουλγαρικών σωμάτων. Eπίσης, φτάνοντας ο Δραγούμης στο Mοναστήρι, ιδρύει μυστικό σωματείο, την «aμυνα» με δίκτυο σε όλη τη Mακεδονία, ενώ ο Mελάς από την πλευρά του αναλαμβάνει ρόλο συνδέσμου της «aμυνας» με τα πατριωτικά σωματεία της aθήνας. aκόμη, την ίδια εποχή, με ενθάρρυνση και συνδρομή του Δραγούμη εμφανίζονται στην περιοχή Kαστοριάς και τα πρώτα ένοπλα ελληνικά σώματα (Bαγγέλη Στρεμπενιώτη, καπετάν Kώτα) συγκροτημένα αποκλειστικά από Mακεδόνες. Tέλη Φεβρουαρίου 1904, μέλος ο Π. Mελάς τετραμελούς επιτροπής Eλλήνων αξιωματικών για επιτόπου εξέταση της κατάστασης, βρίσκεται στη Mακεδονία. Mε αυτήν την πρώτη του αποστολή (24/2 - 29/3) αρχίζει η ένοπλη ανάμιξή του στο Mακεδονικό. Kοντά δεν θα αργήσει η δεύτερη (10/7 - 3/8).
Οι πρωτοβουλίες της Ε.Ε. επαναλήφθηκαν ένα χρόνο αργότερα, κατά τη διάρκεια του ελληνοτουρκικού πολέμου, στην οροθετική γραμμή της Θεσσαλίας. Χαρακτηριστικό του ενθουσιασμού που επικρατούσε στις τάξεις του ελληνικού στρατεύματος είναι μάλιστα το γεγονός ότι οι στρατιώτες που οδηγούνταν στο μέτωπο -ανάμεσά τους κι ο νεαρός ανθυπολοχαγός Παύλος Μελάς, γαμπρός του Δραγούμη- ζητωκραύγαζαν υπέρ της Μακεδονίας. Iδιες ήταν και οι αντιδράσεις του κόσμου στο Βελεστίνο και στη Λάρισα, όπου έφταναν οι στρατιώτες προωθούμενοι στην πρώτη γραμμή της μάχης.
Μετά το σοκ
Αλλά η τραγική κατάληξη στον πόλεμο του '97 προκάλεσε οδυνηρό σοκ στην ελληνική κοινωνία. Δεν ήταν τόσο η ήττα όσο η καταρράκωση του ηθικού ενός ολόκληρου λαού. Για πρώτη φορά έγινε συνείδηση πως οι ιδιωτικές πρωτοβουλίες άγγιζαν συχνά τα όρια του τυχοδιωκτισμού και πως οποιοδήποτε φιλόδοξο σχέδιο προϋπέθετε πάνω από όλα συστηματική οργάνωση και σχεδιασμό. Οι μακεδονικοί κύκλοι των Αθηνών είχαν κάθε λόγο να αγωνιούν για τις εξελίξεις, καθώς τα μηνύματα που έφταναν από τη Μακεδονία μόνο ενθαρρυντικά δεν ήταν. Το σπίτι του Μελά είχε μάλιστα εξελιχθεί σε στρατηγείο, όπου ο Παύλος μαζί με τον πεθερό του έβλεπαν συνεχώς Μακεδόνες, κυρίως Καστοριανούς και Κοζανίτες, ανταλλάσσοντας απόψεις για τις ενδεδειγμένες ενέργειες. Βρίσκονταν επίσης σε συνεχή αλληλογραφία με τον γιατρό Άγγελο Σακελλαρίου στη Γουμένισσα, αλλά και πολλούς Μακεδόνες πρόσφυγες που ζούσαν στη Θεσσαλία. Στη θέση της Ε.Ε., που διαλύθηκε το 1900, πληρώνοντας έτσι τα λάθη του πρόσφατου παρελθόντος, ιδρύθηκε η «Πανελλήνιος Σκοπευτική Εταιρεία». Συστάθηκαν επίσης διάφοροι άλλοι σύλλογοι, όπως ο «Κεντρικός Μακεδονικός Σύλλογος» του Χαλκιδιώτη γιατρού Θεοχάρη Γερογιάννη, ο οποίος εξέδιδε το περιοδικό «Μέγας Αλέξανδρος», καθώς και η εταιρεία «Ελληνισμός» του καθηγητή Νεοκλή Καζάζη, η οποία εξέδιδε το αντίστοιχο περιοδικό προσπαθώντας να διαφωτίσει τη διεθνή κοινή γνώμη για τα εθνικά δίκαια της Ελλάδας.
Το γεγονός όμως που άλλαξε τη ροή των γεγονότων ήταν η εξέγερση του Iλιντεν (1903), που εξυφάνθηκε από τις φιλοβουλγαρικές οργανώσεις της Μακεδονίας. Τα νέα για τις διώξεις και τις εκτεταμένες καταστροφές προξένησαν βαθιά αγανάκτηση στον αθηναϊκό λαό. Στις 15 Αυγούστου 1903 οι μακεδονικοί σύλλογοι Αθηνών-Πειραιώς πραγματοποίησαν συλλαλητήριο στους στύλους του Ολυμπίου Διός. Την ίδια περίοδο συστάθηκε και η «Επίκουρος των Μακεδόνων Επιτροπή» με πρόεδρο τον Αρχιεπίσκοπο Αθηνών και πάσης Ελλάδος Θεόκλητο και μέλη επιφανή στελέχη της αθηναϊκής κοινωνίας, πολλοί από τους οποίους κατάγονταν από τη Μακεδονία, όπως ο βουλευτής Ιωάννης Καυτατζόγλου, ο Μάρκος Δραγούμης και ο Δημήτριος Βικέλας. Σκοπός της Επιτροπής, η οποία εξέδιδε και το εβδομαδιαίο δελτίο Bolletin d' Orient, ήταν η διενέργεια εράνων με σκοπό τη συγκέντρωση χρημάτων για την ενίσχυση του μακεδονικού Eλληνισμού. Μάλιστα τον χειμώνα του 1903 αντιπροσωπεία της Επιτροπής επισκέφτηκε τη Μακεδονία και διένειμε σε αστέγους ρούχα, κλινοσκεπάσματα και τρόφιμα.
Αλλά η εθελοντική προσφορά των ιδιωτικών σωματείων όσο σημαντική κι αν ήταν θεωρούνταν ανεπαρκής. Ο Παύλος Μελάς ήταν από τους αξιωματικούς που αγανακτούσαν μπροστά στην αδράνεια της κυβέρνησης Θεοτόκη. Τα αισθήματά του τροφοδοτούνταν μάλιστα κι από τις πύρινες επιστολές που του έστελνε ο αδελφός της γυναίκας του Iων Δραγούμης, ο οποίος στα τέλη του 1902 είχε τοποθετηθεί υποπρόξενος στο Μοναστήρι. Από κανένα κράτος της Ευρώπης δεν έχουμε να περιμένουμε ούτε βοήθεια ούτε τίποτε. Να ξέρεις πως είμαστε εντελώς μόνοι μας. Κανείς δεν μας βοηθεί και όλοι μας κτυπούν. Γιατί λοιπόν να μην κάνουμε μόνοι μας ό,τι πρέπει - αναρωτιόταν ο νεαρός διπλωμάτης. Λαμβάνοντας τέτοια μηνύματα ο Παύλος καθημερινά οργάνωνε εράνους, σύχναζε στα καφενεία της οδού Ζήνωνος για να βλέπει τους Μακεδόνες κτίστες και αλληλογραφούσε με πρώην συντρόφους του στην Εθνική Εταιρεία, καθώς και με αξιωματικούς στη Λάρισα προκειμένου να συλλέξει πληροφορίες για τους Μακεδόνες πρόσφυγες που έφταναν στη Θεσσαλία. Σκοπός του ήταν η δυναμική κινητοποίηση του Ελληνισμού. Το διπλό σου γράμμα με ηλέκτρισε... Τι δεν θα έδιδα να είμαι κοντά σου και να σε βοηθώ εις τας ενεργείας σου, έγραφε στον Iωνα. Κι αυτό το πέτυχε στα τέλη Φεβρουαρίου του 1904 μαζί με άλλους φιλόδοξους συντρόφους του.
Τότε, οι λοχαγοί του Πεζικού Αναστάσιος Παπούλας και Αλέξανδρος Κοντούλης, ο υπολοχαγός του Πεζικού Γεώργιος Κολοκοτρώνης και ο ίδιος ο ανθυπολοχαγός του Πυροβολικού Παύλος Μελάς, μαζί με τους συνοδούς τους, ξεκίνησαν για μια μυστική αποστολή στη Μακεδονία με σκοπό να διαγνώσουν από κοντά την κατάσταση και να αναφέρουν στην κυβέρνηση τις εντυπώσεις τους. Yστερα από διάφορες περιπέτειες, οι αξιωματικοί επέστρεψαν σταδιακά στην Αθήνα, στη διάρκεια της άνοιξης, έχοντας όμως διαφορετικές εκτιμήσεις περί του πρακτέου. Ο Παπούλας και ο Κολοκοτρώνης εισηγήθηκαν την αποστολή στη Μακεδονία ισχυρών ενόπλων ομάδων από την ελεύθερη Ελλάδα, ενώ ο Κοντούλης και ο Μελάς πρότειναν τη συγκρότηση εντοπίων ανταρτικών ομάδων. Τον Ιούλιο του ίδιου έτους, κι ενώ ο δημοσιογράφος Δημήτριος Καλαποθάκης είχε ήδη συστήσει το Μακεδονικό Κομιτάτο με κυβερνητική υποστήριξη, ο ανυπόμονος Μελάς ξεκίνησε τη δεύτερη εικοσαήμερη περιοδεία του στα μακεδονικά βουνά. Η δεύτερη εμπειρία ήρθε απλώς να ενισχύσει τις αρχικές του απόψεις, τις οποίες συμμερίζονταν πλήρως και οι κύκλοι του Καλαποθάκη. Η πολιτική της ευγενούς διπλωματίας, της ουδετερότητας και της ιδιωτικής πρωτοβουλίας αδυνατούσε να προασπίσει τα συμφέροντα του μακεδονικού Eλληνισμού. Τον λόγο είχαν πλέον τα όπλα.
Ιάκωβος Μιχαηλίδης (Λέκτορας Τμήμα Βαλκανικών Σπουδών του Πανεπιστηίιου Δυτικής Mακεδονίας}
αναδημοσίευση από την e-kathimerini
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σχόλια τα οποία θα περιέχουν Greekenglish, ύβρεις, μειωτικούς και συκοφαντικούς χαρακτηρισμούς δεν θα αναρτώνται.