Ομολογώ ότι τα τελευταία χρόνια οι σχέσεις μου με την λογοτεχνία δεν είναι ιδιαίτερα καλές και τούτο γιατί θεωρώ ότι για να απολαύσεις ένα πνευματικό δημιούργημα απαιτείται ηρεμία (πού;), ελεύθερος χρόνος (πότε;), καλή διάθεση (πώς;) και κατάλληλος χώρος (σκέψου να προσπαθείς να διαβάσεις π.χ. ένα διήγημα και κάτω από το παράθυρό σου να μαρσάρουν μηχανάκια, λεωφορεία και φορτηγά ή να εργάζεται ένα κομπρεσσέρ!), αγαθά που για την μεγάλη πλειονότητα των νεοελλήνων είναι μάλλον «προϊόντα εν ανεπαρκεία». Το οικονομικό θέμα (την αγορά ενός βιβλίου) το παραβλέπω. Φαντάσου τώρα, μετά από όλα αυτά να πέσεις και σε ένα βαρετό ή αδιάφορο κείμενο. Έχεις χάσει την ώρα σου, εκνευρίζεσαι και γίνεσαι ακόμα πιο επιφυλακτικός στο επόμενο λογοτεχνικό προϊόν που θα σου πέσει στα χέρια.
Έχοντας υποστεί ήδη μια ψυχρολουσία εκείνη την ημέρα, πήρα στα χέρια μου το βιβλίο του Νάρη με αρκετές επιφυλάξεις και ίσως με καχυποψία. Όλα αυτά όμως που προανέφερα «πήγαν περίπατο» από τις πρώτες κιόλας σειρές του βιβλίου. Να ’πω ότι με συνάρπασε, μου φαίνεται μάλλον κοινότοπο και έτσι περιορίζομαι να δηλώσω ότι δεν το άφησα από τα χέρια μου μέχρι να φτάσω στην τελευταία σειρά και μάλιστα όταν το τελείωσα ξαναδιάβασα κάποια κομμάτια που μου είχαν αρέσει. Με λίγα λόγια ένα εκπληκτικό μυθιστόρημα, για το οποίο επί πλέον πρέπει να ληφθεί υπόψη ότι πρόκειται για το δημιούργημα ενός πρωτοεμφανιζόμενου συγγραφέα, που επιλέγει να ασχοληθεί στην υπόθεση του βιβλίου με ένα θέμα ιδιαίτερα ευαίσθητο και περίπλοκο: Την σκοπιανή καθημερινότητα και πραγματικότητα από την οπτική γωνία του πρωταγωνιστή, ενός επαγγελματία υπαξιωματικού που υπηρετεί στην περιοχή ως μέλος της ελληνικής στρατιωτικής αποστολής, σε μια ιδιαίτερα κρίσιμη περίοδο, την εποχή του ξεσηκώματος των Αλβανών των Σκοπίων, την Άνοιξη του 2001.
Η υπόθεση του μυθιστορήματος αναφέρεται σε τέσσερα, ουσιαστικά, πρόσωπα-πρωταγωνιστές, τον Έλληνα που προαναφέραμε, δύο Γερμανούς επίσης επαγγελματίες στρατιωτικούς και έναν διερμηνέα Σκοπιανό, που ζούνε τα γεγονότα της περιόδου, αντιδρώντας ο καθένας με τον δικό του τρόπο και διηθώντας ’τα από το δικό τους φίλτρο προσωπικών βιωμάτων, νοοτροπίας και προβλημάτων. Η επιτυχία του συγγραφέα και η ικανότητά του έγκειται ακριβώς στο γεγονός ότι δεν παραμένει σε ένα απλό αφηγηματικό επίπεδο και την ξερή καταγραφή, αλλά συνθέτει πρόσωπα, καταστάσεις και γεγονότα σε μια εξαιρετική πλοκή, με δουλεμένους χαρακτήρες, με σφιχτή διήγηση και ενδιαφέρουσες πληροφορίες, που ενσωματώνονται με δεξιοτεχνία στο κείμενο χωρίς να κουράζουν.
Παρ’ όλο που τα πρότυπα των χαρακτήρων του βιβλίου είναι, όπως συμπεραίνω, υπαρκτά πρόσωπα ή έστω αποστάγματα πραγματικών προσώπων, η μετατροπή τους σε μυθιστορηματικούς πρωταγωνιστές-ήρωες γίνεται έξυπνα και με αληθοφάνεια, που αποτελεί ένα από τα πλεονεκτήματα του έργου και το κάνει ιδιαίτερα ελκυστικό. Πάνω απ’ όλα όμως, εκείνο που αποτυπώνεται έντεχνα, συγκινεί και αφήνει ένα συναίσθημα θλίψης, είναι η διαπίστωση της τραγικότητας των ζωών που καταστρέφονται μέσα στην δίνη των πολεμικών συγκρούσεων είτε πρόκειται για τους απλούς ανθρώπους της καθημερινότητας είτε για κάποιους από τους πρωταγωνιστές. Μια αίσθηση ματαιότητας και η συνειδητοποίηση το πόσο φτηνή είναι τελικά η ανθρώπινη ζωή και πόσο λίγο μετράει στους σχεδιασμούς κάποιων κέντρων που διευθύνουν τον πλανήτη. Η δεξιοτεχνία του συγγραφέα βρίσκεται ακριβώς στο ότι όλα αυτά τα «περνάει» χωρίς φτηνιάρικους μελοδραματισμούς, βαρύγδουπους αφορισμούς ή ψευτοκουλτουριάρικες κλάψες.
Εν ολίγοις: Ένα πραγματικά σπουδαίο βιβλίο που το συνιστώ ανεπιφύλακτα. Είμαι βέβαιος ότι οι αναγνώστες δεν θα μετανοιώσουν για τις ώρες που διέθεσαν για το διάβασμά του και θα κερδίσουν πολλά.
Μερικές «τεχνικές» λεπτομέρειες τώρα, που σε καμιά περίπτωση δεν μειώνουν την αξία του έργου και πιθανότατα δεν θα γίνουν αντιληπτές από τους περισσότερους, εκτός βέβαια από αυτούς που θα έχουν την ατυχία να διαβάσουν αυτήν την κριτική. Ο στόχος μου και η αναφορά τους είναι διπλός: Αφ’ ενός μεν να διορθωθούν στην επόμενη έκδοση του βιβλίου (που προβλέπω ότι θα γίνει πολύ σύντομα), ώστε να είναι άψογο από κάθε πλευρά, αφ’ ετέρου δε στην προσοχή που πρέπει να δίνεται ακριβώς στις λεπτομέρειες ενός κειμένου, που κατά την άποψή μου, αποτελούν και την ειδοποιό διαφορά μεταξύ ενός εξαιρετικού έργου και ενός αριστουργήματος.
Μια πρώτη παρατήρηση: Κάποιες επεξηγήσεις συντομογραφιών και όρων τις θεωρώ απαραίτητες για τους αμύητους στην στρατιωτική ορολογία και θα μπορούσαν είτε να ενταχθούν στο κείμενο είτε να δίνονται ως υποσημειώσεις. Έτσι, δεν θα υπάρχει απορία γιατί είναι π.χ. εντυπωσιακό το να μπαίνεις σε ένα Μ113 (σ. 22) για να πας στο Σούπερ Μάρκετ ή για καφέ. Ενώ αντίθετα στην ακριβώς επόμενη σελίδα (σ. 23) επεξηγείται το VBL ως «τεθωρακισμένο ελαφρό τροχοφόρο», πάρα πολύ βολικά για τον αναγνώστη.
Κάτι άλλο επίσης που θεωρώ περισσότερο σημαντικό από το προηγούμενο είναι η μεταγραφή των ξένων ονομάτων και τοπωνυμίων. Στα αλβανικά π.χ. το λατινικό Χ διαβάζεται τζ ενώ η δίφθογγος ΧΗ προφέρεται ως παχύ τζ (dz). Δεν υπάρχει λοιπόν κάποιος Αρμπέν Ξαφέρι, αλλά Τζαφέρι, όπως προφανώς και κανείς Χόξχα (σ. 225), αλλά Χότζα (Ηoxha). Στην πόλη των Σκοπίων υπάρχει ένα Shopping Centar (Σόπιγκ Τσένταρ) γραμμένο εις άπταιστον αγγλοσκοπιανή γλώσσα, αλλά όχι Σόπιγκ Σεντάρ (σ. 68, 96, 136 κ.λπ.), όπως επίσης γνωρίζω το Μπιτ (=φθηνό) Παζάρ, αλλά αγνοώ το Τουρκ Παζάρ (σ. 252), χωρίς να αποκλείω να λέγεται από κάποιους τώρα έτσι. Κάποια άλλα μικρολαθάκια θα μπορούσαν επίσης να λείπουν, όπως π.χ. το μπέρδεμα Μαχαιρίτσα-Κραουνάκη (σ. 19), που μοιάζουν μεν φυσιογνωμικά, αλλά ο Κραουνάκης είναι απείρως σοβαρότερος από τον φυγόστρατο στιχοπλόκο και επίδοξο τραγουδιστή Μαχαιρίτσα (Διδυμότειχο μπλουζ).
Έρχομαι τώρα στο κόκκινο κρασί (σ. 108), που δεν μπορώ να κρύψω ότι ανθυπομειδίασα διαβάζοντας την περίεργη μεταγραφή του ονόματός του από τον συγγραφέα ως «τσκα τσα γιούζ». Το κρασί αυτό, που παράγεται στην περιοχή Τικφές από την ομώνυμη κρατική οινοποιΐα του Καβαντάρτσι, ονομάστηκε (μάλλον σκόπιμα) «Τ’γκά ζα γιούγκ» (Т’ГА ЗА ЈУГ, βουλγ. ТЪГА ЗА ЮГ = «Νοσταλγία για τον Νότο», από τον τίτλο ενός περίφημου ποιήματος του Βούλγαρου ποιητή Κωνσταντίν Μιλαντίνωφ (1830–1832). Πιο γνωστό βέβαια είναι το συγκινητικό ερωτικό ποίημά του «Μπίσερα» ( = μαργαριτάρια), γραμμένο στο στυλ της δημοτικής ποίησης και ένα από τα 15 συνολικά ποιήματα που πρόλαβε να γράψει πεθαίνοντας σε ηλικία 32 ετών στις τουρκικές φυλακές της Κωνσταντινούπολης από τύφο, μαζί με τον συγκρατούμενο, μεγαλύτερο (κατά 20 χρόνια), αδελφό του Ντιμίταρ. Αξίζει να σημειωθεί ότι η οικογένεια Κωνσταντίνου ή Μιλαδίνη ήσαν Βλάχοι από την Μοσχόπολη, που εγκαταστάθηκαν στην κωμόπολη Στρούγκα στην λίμνη της Αχρίδας, τα δυο αδέρφια μάλιστα σπούδασαν στα Γιάννενα (στην Ζωσιμαία Σχολή), ο δε Κωνσταντίν τελείωσε στην συνέχεια το φιλολογικό τμήμα του Πανεπιστημίου Αθηνών.
Αργότερα, το 1844 «πείστηκαν» από τον Ρώσσο καθηγητή Βίκτορ Γκριγκόροβιτς ότι είναι Βούλγαροι και ανέπτυξαν ανθελληνική δραστηριότητα (Ο σλαβολόγος καθηγητής Αιμ. Ταχιάος, βρήκε στα αυτοκρατορικά αρχεία της Αγίας Πετρούπολης και δημοσίευσε, επιστολή του Ρώσου πρέσβη στην Κωνσταντινούπολη, του διαβόητου Πανσλαβιστή Ιγνάτιεφ, ο οποίος ζητούσε να καταβληθεί οικονομική ενίσχυση στην χήρα του Δημητρίου Μιλαντίνοφ, «διότι αυτός απέθανε στην υπηρεσία του αυτοκράτορα»). Το εν λόγω ποίημα λοιπόν γράφτηκε στην διάρκεια μιας χιονοθύελλας και με ψυχική διάθεση επιβαρυμένη από μια αρρώστια, την νοσταλγία για την πατρίδα του και την έμμονη ιδέα της επιστροφής στον Νότο, κατά την περίοδο της διαμονής του στην Μόσχα, όπου είχε πάει να σπουδάσει Σλαβική φιλολογία.
Γιατί τόσες λεπτομέρειες; Διότι οι αδελφοί Μιλαντίνωφ (Братя Миладинови) υπήρξαν από τους δημιουργούς της Βουλγαρικής Λαογραφίας, το δε περίφημο έργο τους «Βουλγαρικά Δημοτικά Τραγούδια» (1861) θεωρείται κλασσικό. Και λοιπόν; Απλούστατα, παρ’ όλο που οι Σκοπιανοί θεωρούν τους αδελφούς Μιλαντίνωφ ως πρωτεργάτες της «μακεδονικής» Φιλολογίας, το Εθνικό Μουσείο των Σκοπίων απαγορεύει την έκθεση των έργων τους, λόγω της ύπαρξης των επιθέτων «βουλγαρικός», «βουλγαρικά» και το πιο νόστιμο, ξέσπασε μεγάλος θόρυβος και υπήρξαν έντονες αντιδράσεις στην Βουλγαρία όταν στις αρχές του 2008 η σκοπιανή υπηρεσία των Κρατικών Αρχείων σε συνεργασία με το Ίδρυμα Σόρος (τι σύμπτωση!) εξέδωσαν φωτοτυπημένο από το πρωτότυπο το προαναφερθέν βιβλίο, από το οποίο όμως έλειπε το επάνω μέρος του εξωφύλλου που περιείχε το επίθετο «βουλγαρικά» και έμεινε ο τίτλος «Δημοτικά Τραγούδια»!!!
Εκείνο πάντως που μου άρεσε και το επισημαίνω, είναι ότι επιτέλους είδα να γράφεται σωστά από έναν μη βορειοελλαδίτη η (βυζαντινή) Αχρίδα, την οποία ακόμη και καλοί αναλυτές και δημοσιογράφοι την αναφέρουν ημιμαθέστατα Οχρίδα, μεταγράφοντας απλώς την σλαβική εκδοχή Ohrid. Θα μπορούσε αντίστοιχα ο συγγραφέας να αναφέρει ότι «...το πρώτο ραντεβού δόθηκε στην παλιά πέτρινη γέφυρα του Αξιού...» και όχι του Βαρντάρ, αλλά φαίνεται ότι ζητάω πολλά.
Και κάτι τελευταίο, αλλά ιδιαίτερα σημαντικό: Επειδή εδώ και καιρό παίζεται πολύ το παραμύθι για την «εθνοκάθαρση» του Κιλκίς τόσο από σκοπιανούς και τα εδώ τσιράκια τους, όσο και από κάποιους «αντιεθνικιστές» δήθεν αριστερούς, Συριζαίους και άλλα παραπροϊόντα, Ιούς και άλλα μικρόβια, νομίζω ότι ήταν μια καλή ευκαιρία να αναφερθούν κάποια γεγονότα, που αποδεικνύουν το ακριβώς αντίθετο, όπως π.χ. το ότι ο ελληνικός στρατός με την υγειονομική του υπηρεσία ίδρυσε και λειτούργησε στο Κιλκίς, λίγο μετά την κατάληψή του, αντιχολερικό νοσοκομείο (βλ. Η Υγειονομική Υπηρεσία κατά τους Βαλκανικούς Πολέμους 1912-1913 της Διευθύνσεως Ιστορίας Στρατού, έκδοση 2001, σελ. 199) και ταυτόχρονα, για την αντιμετώπιση της επιδημίας χολέρας στη βουλγαρική κοινότητα του Κιλκίς, εστάλη εκεί ο υφηγητής της ιατρικής Ι. Καρδαμάτης με ιατρικό συνεργείο για τον εμβολιασμό των κατοίκων. Πού είναι λοιπόν οι σφαγές γυναικοπαίδων και γερόντων (σ. 109) και μάλιστα από Βασιβουζούκους που πολέμησαν στο πλευρό του ελληνικού Στρατού!!! Έλεος πια! Είπαμε ότι οι φαντασιώσεις των Σκοπιανών και του ανώνυμου ημιπαράφρονα που διατηρεί την ιστοσελίδα bulgarmak (Βουλγαρικά ανθρώπινα δικαιώματα στη Μακεδονία!) δεν έχουν όρια, αλλά όχι και έτσι! Υπάρχει εξ άλλου σχετική αναφορά του ιερέα Gustave Michel υπευθύνου της Γαλλικής καθολικής αποστολής στο Κιλκίς δημοσιευμένη στην γνωστή παρισινή εφημερίδα της εποχής «Les Temps» στις 23 Ιουνίου 1913 για το ακριβώς αντίθετο, δηλ. πώς οι Βούλγαροι πυρπόλησαν το τζαμί του Κιλκίς με αποτέλεσμα να καούν ζωντανοί 700 περίπου μουσουλμάνοι, κυρίως γυναικόπαιδα, που είχαν καταφύγει εκεί.
Υπενθυμίζω απλώς ότι η μάχη του Κιλκίς (19-21 Ιουνίου 1913), κατά τον Β΄ Βαλκανικό πόλεμο, πληρώθηκε με βαρύ φόρο αίματος από τον Ελληνικό Στρατό, με πάνω από 5.000 νεκρούς, όπως και από τον Βουλγαρικό (πάνω από 7.000 νεκροί). Η κωμόπολη του Κιλκίς ήταν κέντρο έντονης δραστηριότητας Βουλγάρων κομιτατζήδων, οι οποίοι βαρύνονταν με φρικιαστικά εγκλήματα κατά του Ελληνισμού της περιοχής. Κατά την μάχη του Κιλκίς πολέμησαν (λυσσαλέα, όπως αναφέρεται) στο πλευρό του Βουλγαρικού στρατού, όπως ήταν φυσικό και πιθανότατα κάποιοι να συνελήφθηκαν μετά την μάχη από Έλληνες της περιοχής, προσπαθώντας να διαφύγουν και να έλαβαν την αμοιβή τους.
Σύμφωνα πάντως με την κοινή λογική δεν θα ανέμενε κανένας την καταστροφή της πόλης από το στρατό που την κατέλαβε, αλλά μάλλον από τον ηττημένο που αναγκάσθηκε να την εγκαταλείψει, όπως συνέβη στην πραγματικότητα στο Κιλκίς.
Εξ άλλου, ποιος μπορεί να αποκλείσει την πρόκληση πυρκαγιάς στην κωμόπολη-πυριτιδαποθήκη του Κιλκίς από το σφυρηλάτημα επί διήμερο του ελληνικού πυροβολικού στη φοβερή αυτή μάχη;
Κλείνοντας θα ήθελα για μια ακόμα φορά να επαινέσω το βιβλίο, αλλά και τον συγγραφέα του που μας έδωσε ένα εκπληκτικό μυθιστόρημα, ευχόμενος να συνεχίσει και σύντομα να απολαύσουμε κάποια νέα πνευματική του δημιουργία.
Δ.Ε.Ε.
Βλάχοι κατά το ήμισυ. Ο πατέρας ήταν αγγειοπλάστης με ρίζες από την Μοσχόπολη. Οι δύο αδερφοί ήταν δάσκαλοι στην Οχρίδα όπου είχαν μεταφράσει τον Πλούταρχο στη νεοελληνική μαζί με τους μαθητές τους.
ΑπάντησηΔιαγραφήΑχρίδα φίλε μου, Αχρίδα!
ΑπάντησηΔιαγραφή