Το blog, για τους λόγους που βιώνουμε προσωπικά, οικογενειακά και κοινωνικά, αλλάζει την κύρια κατεύθυνσή του και επικεντρώνεται πλέον στην Κρίση.
Βασική του αρχή θα είναι η καταπολέμηση του υφεσιακού Μνημονίου και όποιων το στηρίζουν.
Τα σχόλια του Κρούγκμαν είναι χαρακτηριστικά:
...Άρα βασιζόμαστε τώρα σε ένα σενάριο σύμφωνα με το οποίο η Ελλάδα είναι αναγκασμένη να «πεθάνει στη λιτότητα» προκειμένου να πληρώσει τους ξένους πιστωτές της, χωρίς πραγματικό φως στο τούνελ.Και αυτό απλώς δεν πρόκειται να λειτουργήσει....[-/-]....οι πολιτικές λιτότητας οδηγούν την οικονομία σε τόσο μεγάλη ύφεση που εξανεμίζονται τα όποια δημοσιονομικά οφέλη, υποχωρούν τα έσοδα και το ΑΕΠ και ο λόγος του χρέους προς το ΑΕΠ γίνεται χειρότερος.

Δευτέρα 12 Απριλίου 2010

Βιβλιοκριτική: History of the (Slav) Macedonian People

Todor Cepreganov (ed.), History of the Macedonian People, Aneta Shukarova -Mitko B. Panov - Dragi Georgiev - Krste Bitkovski - Ivan Katardziev - Vanche Sto-jchev - Novica Veljanovski - Todor Cepreganov (authors), Skopje, Institute of Na­tional History, 2008, pp. 342.

Μετά την πτώση του Ράνκοβιτς (1966), όταν οι ομόσπονδες σοσιαλιστικές γιουγκοσλαβικές δημοκρατίες απέκτησαν έναν σημαντικό βαθμό αυτονομίας, ο Πρόε­δρος της Ένωσης Κομμουνιστών «Μακεδονίας», Κρστε Τσερβενκόφσκυ, εισήγαγε την έννοια του «ετεροχρονισμένου έθνους» για τους Σλαβομακεδόνες. Από την καθυστερημένη κρατική αποκατάσταση των Σλαβομακεδόνων απέρρεε η ανάγκη της ταχείας ανάπτυξης του «μακεδονικού έθνους» το οποίο έπρεπε να αποκτήσει τα χαρακτηριστικά ενός σύγχρονου έθνους. Τα πρώτα βήματα ήταν η πραξικοπηματική ανακήρυξη της «Αυτοκέφαλης Ορθόδοξης Μακεδονικής Εκκλησίας» (1967), η ίδρυση της «Μακεδονικής Ακαδημίας Επιστημών και Τεχνών», η έναρξη των ξενόγλωσ­σων προπαγανδιστικών εκπομπών του ραδιοφωνικού σταθμού Σκοπίων (1970), ο οποίος εξέπεμπε δύο φορές την ημέρα και στην ελληνική γλώσσα. Οι εκπομπές του ραδιοφωνικού σταθμού Σκοπίων στην ελληνική σχολίαζαν πάντοτε ζητήματα «μακεδονικού έθνους, μακεδονικής γλώσσας και μακεδονικής μειονότητας», πράγμα το οποίο δηλητηρίαζε τις διμερείς ελληνογιουγκοσλαβικές σχέσεις οι οποίες ούτως ή άλλως είχαν περιέλθει σε στασιμότητα στα πρώτα χρόνια της δικτατορίας των συνταγματαρχών. Αναφερόμενος στις ανθελληνικές εκπομπές του ραδιοφωνικού σταθμού Σκοπίων ο θεωρητικός της δικτατορίας και υφυπουργός παρά τω πρωθυπουργώ, Γε­ώργιος Γεωργαλάς, δήλωσε σε συνέντευξη τύπου στις 17 Μαρτίου:

Αί έκπομπαι ανταί, ώς μετά λύπης μας πρέπει να διαπιστώνωμεν, αποτελούν ένα αγκάθι εις τάς σχέσεις μεταξύ Γιουγκοσλαβίας και Ελλάδας... Επικαλούνται κείμενα τού παρελθόντος αγνώστων συγγραφέων οι όποιοι υποστηρίζουν ότι υπάρ­χει δήθεν Μακεδονικόν θέμα, μακεδονική γλώσσα... Δέν ήμπορούμεν να παραδεχθώμεν ενκόλως ότι ή αποκέντρωσις εις την Γιουγκοσλαβίαν υπό την μορφήν ομό­σπονδων δημοκρατιών επιτρέπει εις τα Σκόπια νά παίζουν αυτόν τον ρόλον. Δέν ήμπορούμεν νά πιστεύσωμεν ότι ή αντονόμησις των μέσων ενημερώσεως εις τήν Γιου­γκοσλαβίαν, οί ραδιοσταθμοί, ή τηλεόρασις και αί εφημερίδες επιτρέπουν εις έναν ραδιοφωνικόν σταθμόν νά ασκή ιδίαν έξωτερικήν πολιτικήν[1].

Η ηγεσία των Σκοπίων διακήρυττε ότι οι σχέσεις της Ελλάδας με τη Γιουγκοσλαβία διέρχονταν τώρα από τα Σκόπια, δηλαδή από την αναγνώριση «μακεδονικής» μειονότητας. Η ομόσπονδη γιουγκοσλαβική κυβέρνηση όμως δεν έθετε την εξέλιξη των.......
διμερών ελληνογιουγκοσλαβικών σχέσεων σε άμεση συνάρτηση με την αναγνώριση «μακεδονικής» μειονότητας από την Ελλάδα, παρόλο που στις επίσημες συναντήσεις πολιτικών ανδρών των δύο χωρών ανακινούσε το ζήτημα (για παράδειγμα στη συνάντηση του υφυπουργού Εξωτερικών Χρήστου Ξανθόπουλου Παλα­μά με τον υπουργό Εξωτερικών Μίρκο Τεπάβατς στο Βελιγράδι τον Σεπτέμβριο του 1971, και του Κωνσταντίνου Καραμανλή με τον πρωθυπουργό Τζεμάλ Μπίγιεντις τον Ιούνιο του 1971 στη Λιουμπλιάνα). Παρά την αισθητή βελτίωση των ελληνογιουγκοσλαβικών σχέσεων μετά την αποκατάσταση της Δημοκρατίας στην Ελλάδα (1974), η ηγεσία των Σκοπίων ήθελε να αποστείλει ένα μήνυμα στην Αθήνα, έστω και για λόγους επικοινωνιακής πολιτικής στο εσωτερικό της ομόσπονδης σοσιαλιστικής γιουγκοσλαβικής Μακεδονίας, ότι δεν παρέμενε αδιάφορη στη διαμόρφωση του πλέγματος των ελληνογιουγκοσλαβικών σχέσεων. Όταν τον Μάιο του 1976 ο Τίτο ε­πισκέφθηκε την Αθήνα, στη γιουγκοσλαβική αντιπροσωπεία συμμετείχε και ο πρωθυπουργός των Σκοπίων, Μπλαγκόϊ Ποπώφ, παρά τις αντιρρήσεις της ελληνικής κυβέρνησης.

Σε επίπεδο ιστοριογραφίας, μετά το 1966, προτεραιότητα για τους ιστορικούς των Σκοπίων είχε ο Μεσαίωνας, η διερεύνηση του «μακεδονικού κράτους του Σαμουήλ», ο σφετερισμός της βουλγαρικής μεσαιωνικής ιστορίας και η διεύρυνση των ορίων της «ιστορικότητας του μακεδονικού έθνους». Επιχειρώντας μια μαρξιστική ανάλυση του έθνους, ο Κρστε Τσερβενκόφσκυ συνέδεε τη γένεση των εθνών με τον καπιταλισμό , αλλά χωρίς ιστορικό παρελθόν ένα έθνος δεν μπορεί να προκύψει μόνο υπό την επίδραση οικονομικών παραγόντων. Η ηγεσία μας δεν μπορεί να πει στο λαό μας πως μέχρι το 1945 ήμασταν Βούλγαροι και κατόπιν γίναμε Μακεδόνες. Αυτό το αίσθημα άρχισε να αναπτύσσεται κατά τα μέσα του περασμένου αιώνα, επισή­μανε ο Τσερβενκόφσκυ στον Τόντωρ Ζίφκωφ σε συνάντηση τους στις 19 Μαΐου[2]. Αλλά ένα αίσθημα δεν μπορεί να αναπτυχθεί χωρίς την αναζήτηση πραγματικών ή μυθικών ιστορικών ριζών. Στη δεκαετία του '60 και '70 οι βουλγαρογιουγκοσλαβικές σχέσεις επηρεάζονταν αισθητά από το Μακεδονικό ζήτημα: η Σόφια δεν μπορούσε να αποδεχτεί τη θεμελίωση του «μακεδονικού έθνους» σε αντιβουλγαρική βάση και την πλαστογράφηση της βουλγαρικής μεσαιωνικής ιστορίας, ενώ τα Σκόπια αναζη­τούσαν «μακεδονική μειονότητα» στη Βουλγαρία και κατηγορούσαν την κομμουνιστική Βουλγαρία ότι δεν είχε αποδεσμευτεί από το σύμπλεγμα του μεγαλοϊδεατισμού της Συνθήκης του Αγίου Στεφάνου. Η Βουλγαρία είχε καθιερώσει ως εθνικές γιορτές τη 2η Αυγούστου, επέτειο της εξέγερσης του Ίλιντεν το 1903, και την 3η Μαρτίου, επέτειο της υπογραφής της προκαταρκτικής Συνθήκης του Αγίου Στεφάνου το 1878.

Μετά τη διάλυση της Γιουγκοσλαβίας και την ανεξαρτητοποίηση της ΠΓΔΜ, η διένεξη των Σκοπίων με την Ελλάδα για το όνομα κατέστησε επιτακτική την ανάγκη στη γειτονική χώρα της προσκόμισης «ιστορικών» επιχειρημάτων για να αποδειχθεί ότι οι έννοιες «Ελλάδα και Μακεδονία, Έλληνες και Μακεδόνες» αλληλοαποκλείονται και ότι οι Σλαβομακεδόνες προέρχονται από τους «Αρχαίους, μη ελληνικής προελεύσεως, Μακεδόνες» από τους οποίους κληρονόμησαν και το όνομα[3].Η «τεκ­μηρίωση» αυτών των θέσεων προσέλαβε τον χαρακτήρα υστερίας μετά τη σύνοδο του ΝΑΤΟ στο Βουκουρέστι (Απρίλιος 2008), την αποτυχία της γειτονικής χώρας να ενταχθεί στην Ευρωατλαντική Συμμαχία και το αβέβαιο μέλλον της σχετικά με την ένταξή της στην Ευρωπαϊκή Ένωση.

Τον σκοπό αυτό εξυπηρετεί η πρόσφατη έκδοση του Ινστιτούτου Εθνικής Ιστο­ρίας των Σκοπίων History of the Macedonian People, Skopje 2008, συλλογικό έργο διαφόρων ιστορικών της παλιάς και νέας γενιάς το οποίο χρηματοδοτήθηκε από την κυβέρνηση Γκρούεφσκυ και γράφτηκε με ταχύτατους ρυθμούς.

Τα πρώτα πέντε κεφάλαια (σσ. 5-72) αναφέρονται στην Αρχαιότητα και στον Πρώιμο Μεσαίωνα (Macedonia in the Prehistoric Time, Macedonia in the Ancient World, Alexander III of Macedonia 336BC-323BC - Macedonia, the World Empire, The Formation ofMacedonian Empires after the Death of Alexander III ofMacedonia -Macedonia in the Period of Roman Rule -168 BC to the End of III Century-, Macedonia between East and West IV-V Century). Δύο είναι οι βασικές θέσεις που προβάλλονται: 1) ότι οι Αρχαίοι Μακεδόνες, από εθνολογική και γλωσσική άποψη, είναι συγγενείς με τους Βρύγες (θρακικό φύλο) και διέφεραν από τους Έλληνες (μοναρχία στη Μα­κεδονία, ενώ πόλεις-κράτη στους Έλληνες), οι οποίοι αποκαλούσαν τους Μακεδό­νες βαρβάρους, 2) η Ελληνιστική Εποχή, όρο που εισήγαγε ο Γερμανός ιστορικός Droysen, πρέπει να αποκαλείται «Αλεξανδρινή ή Μακεδονική», διότι τα οικουμενικά επιτεύγματα του Μεγάλου Αλεξάνδρου, η διάλυση των πόλεων-κρατών και η φυλετική ανάμιξη των Μακεδόνων με τους Πέρσες, ήταν σε πλήρη αντίθεση με τις παραδόσεις των Ελλήνων (πόλις-κράτος, αντίθεση Έλλην-Βάρβαρος).

H ελληνικότητα των Αρχαίων Μακεδόνων προκύπτει από τις ιστορικές πηγές, τα γλωσσολογικά δεδομένα και τα αρχαιολογικά ευρήματα τα οποία συνδέουν τον μακεδονικό χώρο με τον Ελληνισμό ήδη από τη μυκηναϊκή εποχή. Σοβαροί μελετητές (Hoffman, Beloch, Droysen) έχουν τεκμηριώσει την άποψη αυτή. Η εχθρική στάση ορισμένων πολιτικών παραγόντων έναντι των Αρχαίων Μακεδόνων οφείλεται στη διαφορά του πολιτικού συστήματος μεταξύ της Μακεδονίας (δεν υπήρχε ο θε­σμός της δημοκρατίας, της πόλης-κράτους) και της Νότιας Ελλάδας και στον φόβο επιβολής μοναρχικού πολιτεύματος. Η επιθετικότητα του Δημοσθένη κατά του Φιλίππου οφείλεται και στο γεγονός ότι η Αθήνα, με την εξάπλωση του μακεδονικού βασιλείου, έχανε τις αποικίες της στον μακεδονικό χώρο και τις προσβάσεις της στη Θράκη που αποτελούσε τον σιτοβολώνα της. Η Μακεδονία αποτέλεσε προπύργιο του Ελληνισμού κατά των βαρβάρων: τίνος και πηλίκης δει τιμής αξιούσθαι Μακε­δόνας, οί τόν πλείω τού βίου χρόνον ον παύονται διαγωνιζόμενοι πρός τούς βαρβά­ρους υπέρ τής τών Ελλήνων ασφαλείας. "Οτι γάρ αεί ποτ' αν έν μεγάλοις ήν κινδύ-νοις τά κατά τούς "Ελληνας, ειμή Μακεδόνας εϊχομεν πρόφραγμα (Πολύβιος, 9,35). Σε τελευταία ανάλυση σημασία έχει το γεγονός ότι οι ίδιοι οι Μακεδόνες τόνιζαν την ελληνική τους καταγωγή. Χαρακτηριστική είναι η περίπτωση του βασιλιά Αλέξαν­δρου Α (498-454), ο οποίος απέδειξε την ελληνική του καταγωγή για να συμμετάσχει στους Ολυμπιακούς Αγώνες, Αλεξάνδρου γάρ αεθλεύειν έλομένου και καταβάντος έπ' αντό τούτο οί αντιθευσόμενοι Ελλήνων έξεργόν μιν, φάμενοι ον βαρβάρων αγω-νιστέων είναι τόν αγώνα άλλ' Ελλήνων. Αλέξανδρος δέ έπειδή απέδειξε ώς εϊη Άργεϊος, έκρίθη τε είναι "Ελλην και αγωνιζόμενος στάδιον συνεξέπιπτε τώ πρώτω (Ηρόδοτος, V22).

Η γλώσσα των Αρχαίων Μακεδόνων ήταν ελληνική διάλεκτος. Η μόνη φωνητική διαφορά που διακρίνει την αρχαία μακεδονική από τις άλλες ελληνικές διαλέκτους δηλαδή τα σύμφωνα β αντί φ, δ αντί θ και γ αντί χ, εξηγείται μέσα στο πλαίσιο της ελληνικής διαλεκτολογίας. Μπορούμε να υποθέσουμε ότι ο μακεδονικός εθνικός κλάδος διαχωρίστηκε από τον ιωνικό, αιλοαχαϊκό και δωρικό πριν η πρωτοελληνική διαμορφώσει από τους αντίστοιχους ινδοευρωπαϊκούς φθόγγους το φ, θ, χ και ακολούθησε δική του εξέλιξη ή ότι ο μακεδονικός κλάδος, χωρίς να πάψει να είναι ελληνικός, αφομοίωσε πολλούς Θρακο-Ιλλυριούς ώστε να δεχτεί ως προς το φθογγικό αυτό στοιχείο ξένη επίδραση.

Ο Φίλιππος Β' και ο Μέγας Αλέξανδρος είχαν αντιληφθεί ότι οι Πέρσες, παρά την ήττα τους στους Μηδικούς Πολέμους, αναμιγνύονταν στα εσωτερικά των ελληνικών πόλεων, αναλάμβαναν ρόλο διαιτητού (Ανταλκίδειος Ειρήνη 387 π.Χ.) και συνεπώς αποτελούσαν απειλή. Γι' αυτόν τον λόγο ο Φίλιππος Β' και ο Μέγας Αλέξανδρος απέβησαν θιασώτες της Πανελληνίου Ιδέας, της ένωσης των Ελλήνων και τιμωρίας των Περσών υπό το σκήπτρο της μακεδονικής δυναστείας. Τον οικουμενικό και ηγεμονικό ρόλο που θα μπορούσε να διαδραματίσει ο Ελληνισμός, αν παρέμενε ενωμένος υπό μία εξουσία, αντιλήφθηκε ο ίδιος ο δάσκαλος του Μεγάλου Αλεξάνδρου, ο Αριστοτέλης. Οι λαοί της οικουμένης παρουσιάζουν τριών ειδών χαρακτήρες, επισήμανε ο Αριστοτέλης. Οι λαοί που ζουν σε ψυχρούς τόπους έχουν δυνατό θυμικό, αλλά υστερούν στη διανόηση και την επιδεξιότητα. Για τον λόγο αυτό ζουν σχετικά ελεύθερα, αλλά δεν έχουν πολιτικότητα και δεν μπορούν να κυβερνήσουν τους πλησίον τους. Τα έθνη της Ασίας δεν υστερούν σε διανοητικές αρετές και σε επιδεξιότητα, αλλά είναι «άθυμα», δεν έχουν θέληση. Στη μέση βρίσκονται οι Έλληνες οι οποίοι συνδυάζουν και τις δύο αρετές, είναι διανοητικοί και θυμοειδείς, και για τον λόγο αυτό είναι ελεύθεροι και ξέρουν να πολιτεύονται[4]. Ξεπερνώντας την πολιτική θεωρία της πόλης-κράτους, ο Αριστοτέλης τόνισε ότι οι Έλληνες, αν πολιτεύονταν καλά και αποτελούσαν μια πολιτεία, θα μπορούσαν να εξουσιάσουν όλο τον κόσμο: Τό δέ τών Ελλήνων γένος, ώσπερ μεσεύει κατά τούς τόπους, καϊ γάρ ένθυμον και διανοητικόν έστιν, διόπερ έλεύθερόν τε διατελεϊ και βέλτιστα πολι-τευόμενον, και δυνάμενον άρχειν πάντων, μιάς τυγχάνων πολιτείας (Πολιτικά, 1327, σ. 29).

Δεν αποτελεί κατά συνέπεια έκπληξη που ο Μέγας Αλέξανδρος ακολούθησε το δίδαγμα του δασκάλου του, θεωρώντας αναγκαίο τον τερματισμό του βίου της πόλεως- κράτους μπροστά στην ιστορική αποστολή του Ελληνισμού. Η αντίθεση Έλλην-Βάρβαρος είχε ήδη ξεπεραστεί μέσω της μέθεξης των αλλόγλωσσων στην ελληνική παιδεία. Η φυλετική συγχώνευση Μακεδόνων και Περσών που προώθησε ο Μέγας Αλέξανδρος, η υιοθέτηση της ανατολικής ενδυμασίας και των περσικών τρόπων ζωής ήταν κινήσεις τακτικής μέσα στη στρατηγική του για τη συγχώνευση Ελλάδος (Ευρώπης)-Ασίας, αλλά με αφετηρία και ρυθμιστικό παράγοντα το ελληνικό πνεύμα. Για τη διάδοση του ελληνικού πολιτισμού ίδρυσε πάνω από 70 πόλεις. Η ανατολική Μεσόγειος αποτέλεσε μια ενότητα και η ελληνική γλώσσα απέβη η κοσμοπολίτικη γλώσσα της Ελληνιστικής Εποχής, προλειαίνοντας έτσι το έδαφος για τη νίκη του Χριστιανισμού. Το να ισχυριστεί κανείς ότι ο Droysen εισήγαγε τον όρο Ελληνιστική Εποχή απλά λόγω του γερμανικού του συνδρόμου - γιατί έβλεπε στη Μακεδονία, η οποία ένωσε την Ελλάδα και κυριάρχησε στην Ασία, ένα πρότυπο για ανάλογο ρόλο της Πρωσίας (Μακεδονίας), την ένωση δηλαδή της Γερμανίας (Ελλάδας) και την επικράτησή της στην Ευρώπη (Ασία) - είναι μια υπεραπλούστευση.

Σήμερα οι ιστορικοί και οι αρχαιολόγοι των Σκοπίων αποδίδουν μεγάλη σημα­σία στην αρχαιότητα και λόγω της γενναιόδωρης κρατικής επιχορήγησης των ανασκαφών. Η Μακεδονία είναι συνδεδεμένη με την παγκόσμια ιστορία. Η Μακεδονία μπορεί να υπερασπίσει το όνομά της, μονάχα αν αποδείξει ότι ο μακεδονικός λαός έχει αρχαίες ρίζες και όχι ότι είναι σλαβικός. Η κύρια προβληματική με το όνομα εί­ναι ο ισχυρισμός ότι οι Σλάβοι είναι ένα συστατικό της εθνογένεσής μας. Το όνομα Μακεδονία υπάρχει πολύ πριν από τους Σλάβους και, αν ισχυριστούμε ότι η κατα­γωγή μας ανάγεται στον 5ο και 6ο αιώνα, θάβουμε το όνομα Μακεδονία, διότι αυτό ανήκει στους Αρχαίους και δεν είναι σλαβικό. Το όνομα αυτό υπάρχει πριν από τους Σλάβους και είναι προβληματικός ο ισχυρισμός ότι οι Σλάβοι είναι μέρος της εθνο-γένεσής μας[5] ήταν η χαρακτηριστική δήλωση του αρχαιολόγου Πάσκο Κούζμαν, ο οποίος, ως μέντορας του Γκρούεφσκυ, είχε καταλυτική επίδραση στη λήψη των απο­φάσεων για την κατασκευή του αγάλματος του Μεγάλου Αλεξάνδρου και τη μετο­νομασία οδών και σταδίων με αρχαία ονόματα.

Αυτή η φετιχοποίηση της ιστορίας και η κατασκευή εθνογενετικών θεωριών για την κάλυψη πολιτικών αναγκών θυμίζει την ιστοριογραφία κατά την περίοδο του εθνικοσοσιαλισμού. Τότε με υπερβάλλοντα ζήλο Γερμανοί ιστορικοί υπερθεμάτιζαν την άρια, μη σλαβική καταγωγή των Βουλγάρων (ως προερχομένων από τους Πρωτοβούλγαρους) και των Κροατών (ως προερχομένων από τους Άντες).

Τα επόμενα τέσσερα κεφάλαια (σσ. 73-114) αναφέρονται στον Μεσαίωνα (Macedonia and the Slavs, Macedonia - the Cradle of the Cultural and Spiritual Processes, The Creation of the Medieval State in Macedonia, Macedonia between the Byzantine and the Ottoman Empire) .Η «πρωτότυπη» θέση που προβάλλεται εδώ είναι ότι οι Αρχαίοι Μακεδόνες οι οποίοι υφίσταντο ακόμα ως ιδιαίτερος λαός, αναμίχθηκαν με τους Σλάβους που αριθμητικά ήταν λιγότεροι, και τους κληροδότη­σαν το όνομα «Μακεδόνες» ως δηλωτικό πλέον των Σλάβων. Έτσι, οι Βυζαντινοί εισήγαγαν τους όρους Μακεδόνες Σλάβοι και Μακεδονικαί Σκλαβηνίαι! The attested continuity of the Macedonians as a major population in Macedonia had an essential reflection on the process of the transfer of the Macedonian traditions to the Slavs that settled on the territory of Macedonia from the 7th century. This was also confirmed by the recent historical and archeological studies, which demonstrate that the Slavic settlement in Macedonia did not represent massive colonization of such capacity that might have completely changed the ethnical constellation in Macedonia, although the strong influence of the Slavic ethnos was certain. At the same time the Slavs themselves during the 7th century noticed a demographic crisis. Actually, it was a gradual process that enabled the mutual interaction, coexistence and symbiosis between the ancient Macedonians and the Slavs that settled in Macedonia. Actually, the new complex ethnical configuration that had been created on the territory of Macedonia during the 7th-8th century period, with the attested presence of the ancient Macedonians and settled Slavs in Macedonia, caused the Byzantine authors like Theophanes to start identifying the Slavs that were living on the Macedonian territory under the unified name -Macedonian sklavini. Thus it can be concluded that the ancient Macedonians had a strong influence in the process of group self-identification and the creation of the identity of the Slavs settled in Macedonia, which were considered by the Byzantines as Macedonian Slavs. The episodes that were found in the Book II in the Miracles of St Demetrius in which the anonymous author makes clear distinction between «our language» and the «language of the Romeians, Bulgarians and Slavs», actually refer that the initial phase of the process of interaction not the Greek, but the Macedonian language spoken in Thessalonica was used in the communication between the Thessalonican citizens and the Macedonian Slavs (σσ. 83-84).

Ακολουθούν οι ανακυκλώσεις των συνηθισμένων στερεοτύπων: τον 9ο αι. ένα μέρος της Μακεδονίας, το οποίο συμπίπτει με τα όρια της σημερινής ΠΓΔΜ, προσαρτήθηκε στο μεσαιωνικό βουλγαρικό κράτος, αλλά οι Μακεδόνες (Σλάβοι) κατόρθωσαν να αποτινάξουν τη βουλγαρική διοίκηση και με τον Σαμουήλ να ιδρύσουν το πρώτο «μακεδονικό» κράτος (969 μ.Χ.), στην Αχρίδα χρησιμοποιούνταν το γλαγολιτικό αλφάβητο, ενώ στην Πρεσλάβα το κυριλλικό. Το ότι οι βυζαντινοί συγγραφείς αναφέρουν το κράτος του Σαμουήλ ως βουλγαρικό αποδίδεται, κατά τους ι­στορικούς των Σκοπίων, στην άγνοια των εθνολογικών δεδομένων και κυρίως στο γεγονός ότι την περίοδο που είχε συγκροτηθεί το κράτος του Σαμουήλ οι Βυζαντινοί χρησιμοποιούσαν τον όρο Μακεδονία ως διοικητικό όρο, ως Θέμα, για τη Θράκη (σσ. 102-106). Η γλώσσα στην οποία μεταφράστηκαν τα Ευαγγέλια και άλλα εκκλη­σιαστικά κείμενα από τους Κύριλλο και Μεθόδιο ήταν η γλώσσα των «Μακεδόνων» (Σλάβων). Τον 14ο αι. η Μακεδονία καταλήφθηκε από τους Σέρβους, αλλά οι «Μα­κεδόνες» (Σλάβοι) διατήρησαν την ταυτότητά τους και ο Στέφανος Δουσάν έφερε τον τίτλο tsar of the Romeians and Serbs as well as Macedonian tsar (σ. 114).

Οι έωλες αυτές θέσεις έχουν αντικρουσθεί[6] και είναι περιττός ένας περαιτέρω σχολιασμός. Επειδή όμως η ιστορία στα Σκόπια γράφεται υπό το πρίσμα της μάχης με την Ελλάδα για την κατοχύρωση του ονόματος της Μακεδονίας, αξίζει να σχο­λιαστούν τα νέα σοφίσματα. Τα συγκεκριμένα κεφάλαια για τον Μεσαίωνα έγραψε ο νεαρός ιστορικός Mitko Panov.O πατέρας του, Branko Panov, στα αντίστοιχα κε­φάλαια της «Ιστορίας του μακεδονικού λαού», στην έκδοση του 2000, όταν η διένε­ξη Ελλάδας - Σκοπίων δεν είχε τη σημερινή οξύτητα, υποστήριζε το αντίθετο, ότι δη­λαδή οι Σλάβοι ήταν πολυπληθέστεροι και υπερίσχυσαν. Μετά την οριστική εγκατά­σταση των Σλάβων στη Μακεδονία, σε ορισμένες περιοχές κυρίαρχη ομάδα αναδείχτηκε η σλαβική εθνολογική ομάδα. Οι παλιοί κάτοικοι -οι Μακεδόνες- οι οποίοι την περίοδο αυτή αποτελούσαν τον κύριο αυτόχθονα πληθυσμό, όπως και οι άλλοι παλαιοβαλκανικοί λαοί (Θράκες, Ιλλυριοί, Έλληνες και άλλοι) είχαν σε σημαντικό βαθμό συρρικνωθεί κατά τις μακροχρόνιες σλαβο-αραβικές επιδρομές. Ένα μεγάλο μέρος του παλαιού μακεδονικού πληθυσμού εξοντώθηκε ή αιχμαλωτίστηκε, ένα με­γάλο επίσης μέρος μετοίκησε γύρω από την Αδριανούπολη της Θράκης. Με τη με­τατροπή της Μακεδονίας σε σλαβική χώρα επήλθε συμβίωση μεταξύ των Σλάβων εποίκων, που αριθμητικά ήταν πολύ περισσότεροι, και του εκτοπισθέντος αυτόχθονου μακεδονικού πληθυσμού, που αριθμητικά ήταν λιγότερος[7].

Προφανώς δεν προέκυψαν νέα ιστορικά και αρχαιολογικά δεδομένα για τη ριζική αυτή αναθεώρηση των απόψεων, αλλά πολιτικά δεδομένα, δηλαδή η συνειδητοποίηση του γεγονότος από την πλευρά των Σκοπίων ότι η διένεξη με την Ελλάδα για το όνομα δεν είναι διμερές θέμα και η μη επίλυσή του θα είχε συνέπειες για το μέλλον της χώρας. Έτσι, πρέπει να αποδειχτεί η «ιστορική συνέχεια του μακεδονικού λαού».

Αποτελεί κατάφωρη παραποίηση της ιστορίας το σόφισμα ότι οι Σλάβοι αναμίχθηκαν με τους γηγενείς, μη ελληνικής καταγωγής, Μακεδόνες από τους οποίους κληρονόμησαν το όνομα Μακεδόνες. Πολύ περισσότερο ο ισχυρισμός ότι οι Βυζα­ντινοί συγγραφείς χρησιμοποίησαν τον όρο «Μακεδόνες Σλάβοι» και ότι ο Στέφα­νος Δουσάν έφερε τον τίτλο του «Μακεδόνα Τσάρου». Οι Βυζαντινοί συγγραφείς, ακόμα και όταν χρησιμοποιούσαν αρχαία εθνωνύμια, τα οποία όμως στην εποχή τους είχαν μόνο γεωγραφικό περιεχόμενο, για τα νέα φύλα που κατέκλυζαν τη Χερ­σόνησο του Αίμου (για παράδειγμα οι Σέρβοι αναφέρονται ως Τριβαλλοί, οι Βούλ­γαροι ως Σκύθες, οι Τούρκοι ως Πέρσες), σε καμιά περίπτωση δεν ανέφεραν τους Σλάβους ως Μακεδόνες. Αλλά, αν οι Βυζαντινοί είχαν επίγνωση της «μακεδονο-σλαβικής εθνογένεσης» και χρησιμοποιούσαν τον όρο «Μακεδόνες Σλάβοι», τότε πως αγνοούσαν τα εθνολογικά δεδομένα και δεν χαρακτήρισαν το κράτος του Σα­μουήλ «μακεδονικό»; Η αντίφαση του Mitko Panov είναι προφανής. Το πρόβλημα έγκειται στο γεγονός ότι στον Μεσαίωνα ο όρος «Μακεδόνες» δεν ταυτίστηκε με Σλάβους. Αν η ΠΓΔΜ θέλει να κατοχυρώσει το όνομα Μακεδονία, πρέπει να σφε­τεριστεί την αρχαιότητα, διότι στον Μεσαίωνα οι Σλάβοι δεν μνημονεύουν τον όρο Μακεδονία, υποστήριξε ο Πάσκο Κούζμαν: Αν θέλω να είμαι Μακεδόνας, πρέπει να δεχτώ ότι και πριν από τους Σλάβους υπήρχε βάση πάνω στην οποία οικοδομη­θήκαμε. Αν είναι έτσι, αν είμαστε κυρίως Σλάβοι, οι Έλληνες θα μας ονομάζουν «Σλαβο-Τουρκία, Σλαβοπαιονία»... Τι έχετε από τον Σαμουήλ, εκτός από το όνομα και το φρούριο; Στις αρχαιολογικές μου ανασκαφές δεν βρήκα κανένα κατάλοιπο από την εποχή του, ούτε ένα κομμάτι. Δεν γνωρίζω τι έκανε 40χρόνια. Υπήρχε, όμως πουθενά δεν ανέφερε τη Μακεδονία. Ποιος είναι ο Σαμουήλ, είναι Μακεδόνας, αν δεν έχει μνημονεύσει πουθενά τη Μακεδονία;[8], δήλωσε με στόμφο ο μέντορας του Γκρούεφσκυ, αποκαλύπτοντας την κρίση ταυτότητας των Σλαβομακεδόνων και προκαλώντας σκεπτικισμό και αμηχανία στην κοινή γνώμη με την κατάρριψη του ειδώλου του Σαμουήλ.

Το στοιχείο το οποίο προσκομίστηκε για την απόδειξη της ύπαρξης των μη ελληνικής καταγωγής Αρχαίων Μακεδόνων κατά τις σλαβικές επιδρομές είναι το χω­ρίο από τα θαύματα του Αγίου Δημητρίου. Πρόκειται για το 5ο θαύμα το οποίο α­ναφέρεται στην πολυσυζητημένη και αμφιλεγόμενη επιχείρηση του Κούβερ εναντίον της Θεσσαλονίκης (680 μ.Χ.) και, συγκεκριμένα, στον πολύγλωσσο και δαιμόνιο άρ­χοντα του Κούβερ στον οποίο ανατέθηκε η εκπόρθηση της Θεσσαλονίκης. Ο πα­νούργος αυτός άρχοντας γνώριζε την καθ' ήμάς γλώσσαν, αλλά και τη γλώσσα των Ρωμαίων, Σλάβων και Βουλγάρων. Εσκέψατο μετά τών αντού συμβούλων έπι οικεία απωλεία και γνώμη, και ταύτην κρυφηδόν βουλήν ιστά, ώστε τινά τών αντού αρχό­ντων έξοχον δντα και πανούργον έν πάσι, και τήν καθ' ήμάς έπιστάμενον γλώσσαν και τήν Ρωμαίων, Σκλάβων και Βουλγάρων... Το ποια ήταν η καθ' ήμάς γλώσσα, δη­λαδή η γλώσσα των κατοίκων της Θεσσαλονίκης, έχει αποσαφηνιστεί στην έρευνα. Είναι η ελληνική γλώσσα που δεν κατονομάζεται από τον ανώνυμο συγγραφέα της Β' Συλλογής των θαυμάτων, διότι τότε ο όρος Έλλην σήμαινε τον ειδωλολάτρη[9].Η γλώσσα των Ρωμαίων είναι η λατινική, των Σκλάβων η σλαβική και των Βουλγάρων η τουρκική πρωτοβουλγαρική.

Αυτή η ψύχωση της αρχαιοπληξίας της ιστοριογραφίας των Σκοπίων, ο τονι­σμός της υπερτροφίας της ανύπαρκτης αρχαίας μακεδονικής κληρονομιάς σε βάρος της αυταπόδεικτης νοτιοσλαβικής εθνοπολιτισμικής ομάδας, στην οποία ανήκουν οι Σλάβοι κάτοικοι της ΠΓΔΜ, προκάλεσε αντιδράσεις σε κύκλους του ακαδημαϊκού και του πολιτικού κόσμου της γειτονικής χώρας που επισήμαναν ότι η επιχείρηση μπορεί τελικά να αποβεί μπούμερανγκ στη διπλωματική διελκυστίνδα για το όνομα. Εξαπολύοντας επίθεση στον Πάσκο Κούζμαν, στο πλαίσιο μιας έντονης τηλεοπτικής αναμέτρησης, ο Λιούπτσο Γκεοργιέφσκυ επισήμανε ότι η σημερινή Δημοκρατία της Μακεδονίας δεν μπορεί να επικαλείται ότι είναι κληρονόμος των Αρχαίων Μακεδό­νων, το κράτος του Φιλίππου και του Αλεξάνδρου ήταν σε άλλη περιοχή, στα πλαί­σια της Ελλάδας. Αν ισχυριζόμαστε ότι έχουμε αρχαιομακεδονική καταγωγή, επειδή οι Αρχαίοι Μακεδόνες κατέλαβαν και τις σημερινές περιοχές της Δημοκρατίας της Μακεδονίας, αυτό θα σημάνει ότι και οι λαοί στην Ινδία έχουν αρχαιομακεδονικέςρίζες. Όταν ήρθαν οι Σλάβοι, στους χώρους μας ζούσαν οι σημερινοί Βλάχοι και Έλληνες [10].

Το επόμενο κεφάλαιο (σσ. 117-154) αναφέρεται στην Τουρκοκρατία (Macedonia under Ottoman Rule). Εξετάζονται οι δημογραφικές αλλαγές, οι εποικισμοί, οι εξισλαμισμοί, η οργάνωση των υποδούλων με βάση το Μιλλέτ, ο ρόλος της Αρχιεπισκοπής Αχρίδας στη διατήρηση της θρησκευτικής και πολιτιστικής ταυτότητας των Ορθοδόξων γενικά, αλλά δεν διευκρινίζεται η σημασία του όρου Μακεδόνες επί Τουρκοκρατίας, ο οποίος ήταν γεωγραφικός και ταυτιζόταν κυρίως με τους Έλληνες και Βλάχους.

Ακολουθεί ένα εκτενές κεφάλαιο (σσ. 155-201) για τον 19ο αι. (Macedonia in the XIX Century), όπου γίνεται αναφορά στην «εθνική αφύπνιση των Μακεδόνων» και στην εξέγερση του Ίλιντεν. Υποβαθμίζεται ο όρος Βούλγαροι ως εθνωνύμιο υπό τον οποίο εμφανίζονταν οι Σλάβοι διανοούμενοι (αδελφοί Μιλαντίνωφ, Γκρηγκώρ Παρλίτσεφ, Κουζμάν Σαπκάρεφ) και θεωρείται απλά πολιτική ετικέτα στον κοινό αγώ­να «Μακεδόνων» και Βουλγάρων ως Σλάβων κατά της επιρροής του Ελληνισμού (σ. 162). Η εξέγερση της Κρέσνας (1879) καταγράφεται ως εξέγερση των «Μακεδόνων» για απελευθέρωση από τους Τούρκους και όχι για ένταξη της Μακεδονίας στη Βουλ­γαρία (σσ. 166-169). Η διαφοροποίηση Βουλγάρων και «Μακεδόνων» εκφράστηκε με την προσπάθεια του επισκόπου Θεοδόσιου Γκολογκάνωφ για την ανασύσταση της Αρχιεπισκοπής Αχρίδας (σσ. 172-173) και με την ίδρυση της ΕΜΕΟ στη Θεσσαλονίκη το 1893 -σε αντίθεση με το Ανώτατο Μακεδονικό Κομιτάτο της Σόφιας. Η ε­ξέγερση του Ίλιντεν, παρά την ανάμιξη του βουλγαρικού κράτους στην υποδαύλισή της, αποτέλεσε την εποποιία των «Μακεδόνων». Ο Μισίρκωφ, ο πατέρας του «μακεδονικού σεπαρατισμού», δεν τυγχάνει ιδιαίτερης αναφοράς.

Η προσπάθεια των ιστορικών των Σκοπίων να αποδώσουν επί της ουσίας (σλαβο)μακεδονική, μη βουλγαρική εθνική συνείδηση, στη σλαβική διανόηση του μακεδονικού χώρου τον 19ο αι. αποτελεί εσκεμμένη διαστρέβλωση των ιστορικών πηγών. Τον 19ο αι. απλώς οι τοπικές ιδιαιτερότητες και τα προφορικά πολιτισμικά στοιχεία δεν ήταν επαρκείς παράγοντες για τη συγκρότηση της εθνικής ιδεολογίας. Προείχαν οι ιστορικές μνήμες, η απόδειξη ενός ένδοξου ιστορικού παρελθόντος, η ταύτιση με μια πατρίδα, η προοπτική της απελευθέρωσης και της δημιουργίας κράτους. Η ταύ­τιση των Σλαβοφώνων με τη βουλγαρική εθνική ιδέα διάνοιγε πολλές προοπτικές, καθώς παρείχε το ένδοξο ιστορικό παρελθόν και προοιωνιζόταν ένα λαμπρό μέλλον με τη βοήθεια των Ρώσων[11].Η εξέγερση της Κρέσνας ήταν μια βουλγαρική αντίδρα­ση στις αποφάσεις του Συνεδρίου του Βερολίνου. Δεν υπάρχουν αποδεικτικά στοι­χεία για την τεκμηρίωση της άποψης ότι ο επίσκοπος Σκοπίων, Θεοδόσιος Γκολο-γκάνωφ, επιδίωκε την ανασύσταση της Αρχιεπισκοπής Αχρίδας υπό τη σκέπη της Καθολικής Εκκλησίας και ότι αυτός ήταν ο ουσιαστικός λόγος της αποπομπής του από τα Σκόπια. Ο επίσκοπος Θεοδόσιος Γκολογκάνωφ στάλθηκε από τον Έξαρχο Ιωσήφ Β' , στις αρχές Μαρτίου 1890, χωρίς σουλτανικό βεράτι, απλά με συστατική ε­πιστολή του Σουλτάνου, για τα θυρανοίξεια εκκλησιών. Ήταν η εποχή που η Βουλ­γαρία είχε επιδοθεί σ' έναν σκληρό αγώνα για την έκδοση σουλτανικών βερατιών σχετικά με την τοποθέτηση εξαρχικών επισκόπων στα Σκόπια και την Αχρίδα. Αλλάμε την αυθάδη και υπερφίαλη συμπεριφορά του στα Σκόπια προκάλεσε την απέ­χθεια Γραικομάνων, Σερβομάνων, αλλά και του ίδιου του βαλή των Σκοπίων. Αυτο­παρουσιάστηκε ως επίσκοπος όλου του βιλαετιού του Κοσόβου, ενώ η αποστολή του ήταν περιορισμένη. Ο βαλής του Κοσόβου, πρωτεύουσα του οποίου ήταν τα Σκόπια, απαίτησε την επιστροφή του στη Βουλγαρία και ο Έξαρχος τον χαρακτήρισε μικρό­ψυχο και ανυπάκουο στην προϊσταμένη του αρχή[12].

Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι οι ιδρυτές της ΕΜΕΟ είχαν βουλγαρική συνείδηση, άσχετα από το ζήτημα των προσδιορισμού των σχέσεών τους με το βουλγαρικό κρά­τος. Η εξέγερση του Ίλιντεντ υποδαυλίστηκε από το βουλγαρικό κράτος, όπως και οι ταραχές στο Μελένικο (1895) και την Τζουμαγιά (1902), όχι για την απελευθέρω­ση της Μακεδονίας, αλλά για τη διεθνοποίηση του Μακεδονικού ζητήματος και την πρόκληση ευρωπαϊκής επέμβασης. Οι διπλωμάτες και ο ξένος τύπος κατέγραψαν την εξέγερση ως βουλγαρικό κίνημα. Είναι ωστόσο απορίας άξιο γιατί δεν εξυμνεί­ται ο Μισίρκωφ, ο κύριος εκφραστής της ιδεολογίας του σλαβομακεδονικού σεπαρατισμού μετά την κατάπνιξη της εξέγερσης του Ίλιντεν. Ο λόγος είναι προφανής. Τα νέα στοιχεία τα οποία δημοσιεύτηκαν πρόσφατα απέδειξαν ότι ο Μισίρκωφ έ­βλεπε τον σλαβομακεδονικό σεπαρατισμό ως πολιτική σύμβαση και ήταν πρόθυμος να τον αποκηρύξει, αν η Βουλγαρία θα μπορούσε να πραγματοποιήσει τους εθνι­κούς της στόχους. Μετά τη λήξη του Β' Βαλκανικού Πολέμου χαρακτήρισε στο ημερολόγιό του τη συνθήκη του Βουκουρεστίου (1913) ως ενταφιασμό της Βουλγαρίας και ασυγχώρητο λάθος της ρωσικής διπλωματίας[13]. Στη διάρκεια του Α' Παγκοσμί­ου Πολέμου, αυτοπροσδιοριζόμενος ως Βούλγαρος, κάλεσε τη Ρωσία να εγγυηθεί τα κεκτημένα της Βουλγαρίας στη Μακεδονία, άσχετα αν η Βουλγαρία είχε προσχωρή­σει στις Κεντρικές Δυνάμεις[14].

Το επόμενο κεφάλαιο (σσ. 203-247) καλύπτει τους Βαλκανικούς Πολέμους και τον Μεσοπόλεμο. Και εδώ ανακυκλώνονται οι γνωστές θέσεις, ότι «ο μακεδονικός λαός» απέβη λεία των κατακτητικών σχεδίων των βαλκανικών κυβερνήσεων, η Μα­κεδονία διαμελίστηκε και τα βαλκανικά κράτη άσκησαν μια πολιτική απεθνοποίη-σης «των Μακεδόνων» στον Μεσοπόλεμο. Καθώς το κεφάλαιο αυτό είναι γραμμένο από τον Ιβάν Καταρτζίεφ, ιστορικό της παλιάς γενεάς, η ΕΜΕΟ των Τόντωρ Αλε-ξάντρωφ, Αλεξάντερ Πρωτογκέρωφ και Ιβάν Μιχαήλωφ καταδικάζεται ως τρομο­κρατική, βουλγαρική οργάνωση. Η νέα γενιά των ιστορικών, προσκείμενων στη VMRO-DPMNE, έχει μια μάλλον θετική στάση απέναντι στην οργάνωση αυτή η ο­ποία στον Μεσοπόλεμο διεξήγε ανταρτοπόλεμο κατά των Σέρβων και έτσι υπονό­μευσε τον εκσερβισμό του πληθυσμού. Οι νέοι ιστορικοί εκτιμούν ότι σημασία δεν έ­χει τόσο η αναφορά της οργάνωσης σε Βούλγαρους, πράγμα που αποδίδεται στη συ­νηθισμένη βουλγαρική επιρροή. Δίνουν ιδιαίτερη έμφαση στο γεγονός ότι η ΕΜΕΟ δεν θεωρούσε πλέον ως μόνη επιλογή την ένωση της Μακεδονίας με τη Βουλγαρία, προπαγάνδιζε την ενιαία και ανεξάρτητη Μακεδονία, αλλά και την ένταξη μιας ενι­αίας Μακεδονίας σε μια γιουγκοσλαβική ή βαλκανική ομοσπονδία. Η οργάνωση εμ­φανιζόταν να προτάσσει τα μακεδονικά συμφέροντα έναντι των συμφερόντων της Βουλγαρίας, ήρθε σε ρήξη με τις βουλγαρικές κυβερνήσεις, έπαιξε το σοβιετικό χαρ­τί για να διεθνοποιήσει το Μακεδονικό και είχε μάλλον αντικομμουνιστικό χαρακτήρα[15].

Ο Καταρτζίεφ τονίζει περισσότερο τη σημασία της ΕΜΕΟ (Ενωμένης), του πολιτικού και ιδεολογικού αντίποδα της ΕΜΕΟ του Ιβάν Μιχαήλωφ, παρά την έλλει­ψη επιρροής της στη Μακεδονία και την αναφορά της σε μακεδονικό λαό ως πολιτι­κή έννοια που συμπεριλάμβανε όλες τις εθνότητες της Μακεδονίας[16].Για να αντιμε­τωπισθούν οι οργανωτικές αδυναμίες της ΕΜΕΟ (Ενωμένης) η Κομμουνιστική Διε­θνής έλαβε το 1934 την απόφαση για την ύπαρξη «μακεδονικού έθνους» με απο­κλειστική αναφορά στους Σλάβους, υποστηρίζει ο Καταρτζίεφ (σ. 241). Η θέση για την ύπαρξη «μακεδονικού έθνους» απέβη από το 1934 μέχρι το 1936 η επίσημη γραμ­μή της ΕΜΕΟ (Ενωμένης). Δεν εξηγείται, ωστόσο, γιατί η Κομμουνιστική Διεθνής έ­λαβε απόφαση για την ύπαρξη «μακεδονικού έθνους»[17].

Στα επόμενα τρία κεφάλαια (σσ. 249-308) εξετάζονται οι εξελίξεις κατά τον B' Παγκόσμιο Πόλεμο (Macedonia during the Second World War 1941-1945, Aegean Macedonia during the Second World War, Pirin Macedonia during the Second World War). Η βασική γραμμή στη διαπραγμάτευση των γεγονότων είναι η απόδειξη ενός «ισχυρού» αντιστασιακού κινήματος κατά της γερμανοβουλγαρικής κατοχής ήδη α­πό το 1941, η υποβάθμιση του ρόλου του Κομμουνιστικού Κόμματος «Μακεδονίας» και του Κομμουνιστικού Κόμματος Γιουγκοσλαβίας στην οργάνωση της αντίστασης και, κυρίως, ο υπερτονισμός της βούλησης και των αγώνων του «μακεδονικού λαού» για μια δημοκρατική ενιαία και ανεξάρτητη Μακεδονία και όχι για μια γιουγκοσλα­βική λύση του Μακεδονικού. Οι θέσεις αυτές προβάλλονται μετά τη διάλυση της Γιουγκοσλαβίας, την κατάρρευση του κομμουνισμού και την ανεξαρτητοποίηση της ΠΓΔΜ για να αποδειχτεί ότι ο «μακεδονικός λαός» επιθυμούσε ανεξάρτητο και δη­μοκρατικό κράτος που απέκτησε μόλις το 1991. Τονίζεται ότι οι εξελίξεις στη γιου­γκοσλαβική Μακεδονία το 1943-1944 και η δημιουργία κράτους επέδρασαν στους Μακεδόνες της «Μακεδονίας του Πιρίν και του Αιγαίου», αλλά δεν γίνεται αναφο­ρά ούτε στον ελληνικό εμφύλιο πόλεμο ούτε στα σχέδια του Βελιγραδίου και των Σκοπίων το 1944-1948 για την προσάρτηση της ελληνικής και της βουλγαρικής Μα­κεδονίας. Η παράλειψη αυτή δεν είναι τυχαία και αποσκοπεί στην αποφυγή της α­ναμόχλευσης παλιών καταστάσεων που δηλητηρίασαν τότε τις διαβαλκανικές σχέ­σεις και μπορούν να εκληφθούν ως προηγούμενο για έγερση εδαφικών διεκδικήσε­ων από την πλευρά των Σκοπίων και σήμερα.

Το προτελευταίο κεφάλαιο (σσ. 309-322) διαπραγματεύεται την πολιτική ιστορία της γιουγκοσλαβικής Μακεδονίας ως μέλους της γιουγκοσλαβικής ομοσπονδίας (Federal Macedonia in the Yugoslav Federation 1944-1991). Ιδιαίτερη έμφαση δίνεται στην αποτυχία του συστήματος της αυτοδιοίκησης των εργατών, στην έξαρση των ε­θνικισμών μετά την πτώση του Ράνκοβιτς και στα αίτια, πρωτίστως οικονομικά, της διάλυσης της Γιουγκοσλαβίας.

Το τελευταίο κεφάλαιο (σσ. 323-334) αναφέρεται συνοπτικά στον πολιτικό βίο της ανεξάρτητης ΠΓΔΜ (Independent Republic of Macedonia) βασική αιτία της διένεξης Ελλάδας - ΠΓΔΜ για το όνομα Μακεδονία αποδίδεται στον φόβο των ελληνικών κυβερνήσεων για ανακίνηση ζητήματος «μακεδονικής μειονότητας» στην Ελλάδα, αν η Αθήνα αναγνωρίσει το γειτονικό κράτος ως Δημοκρατία της Μακεδο­νίας (σ. 327).

Η νέα «Ιστορία του Μακεδονικού Λαού» είναι άκρως πολιτικοποιημένη, προ­καλεί σύγχυση στους αναγνώστες και στερείται κάθε επιστημονικής δεοντολογίας. Το βιβλίο γράφτηκε με σπουδή για την εξυπηρέτηση πολιτικών αναγκών υπό το βάρος της όξυνσης της διένεξης της Ελλάδας με την ΠΓΔΜ για το όνομα.

Του Σπυρίδωνα Σφέτα
Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης
Μακεδονικά, ΕΜΣ


ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
[1]- Νέα Πολιτεία, φ. 18.3.1971.
[2]- Βλ. Το Μακεδονικό και η Βουλγαρία. Πλήρη τα απόρρητα βουλγαρικά έγγραφα 1950­1967, Σπυρίδων Σφέτας (εισ.-μτφρ.-σχ.), Θεσσαλονίκη, Εταιρεία Μακεδονικών Σπουδών -Βουλγαρικά Κρατικά Αρχεία - Εκδ. Οίκος Αφών Κυριακίδη, 2009, σ. 198.
[3]- Για μια πρώτη προσέγγιση των νέων κατευθύνσεων της ιστοριογραφίας των Σκοπίων μετά το 1991 βλ. Σπ. Σφέτας, «Κατευθύνσεις της σύγχρονης σλαβομακεδονικής ιστοριογρα­φίας», Μακεδονικές ταυτότητες στον χρόνο. Διεπιστημονικές προσεγγίσεις, Ιων. Στεφανίδης -Βλ. Βλασίδης - Ευάγ. Κωφός (επιμ.), Αθήνα, εκδ. Πατάκη, 2008, σσ. 296-316.
[4]- Βλ. Κ. Τσάτσος, Η Κοινωνική Φιλοσοφία των Αρχαίων Ελλήνων, Αθήνα 1980, σσ. 266­-267.
[5]- Βλ. Dnevnik, φ. 19.6.2009.
[6]- Βλ. Σπ. Σφέτας, Όψεις του Μακεδονικού Ζητήματος στον 20ό αιώνα, Θεσσαλονίκη, εκδ. Βάνιας, 2001, σσ. 13-17.
[7]- Το σχετικό απόσπασμα δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα Utrinski Vesnik, βλ. «Nova istorija za novi podelbi», Utrinski Vesnik, φ. 19.6.2009.
[8]- Βλ. Utrinski Vesnik, φ. 19.6.2009.
[9]- Για το ζήτημα αυτό βλ. την ενδιαφέρουσα και διαφωτιστική μελέτη της Μ. Γρηγορίου-Ιωαννίδου, «The "καθ' ήμας γλώσσα" in the Mauros' and Kouber's episode (Miracula S. Demetrii 291)», «"Byzantine Macedonia: Identity, Image and History", Papers from the Melbourn Conference July 1995, Australian Association for Byzantine Studies», Byzantina Australiensia 13 (2000) 89-101.
[10]- Dnevnik, φ. 19.6.2009.
[11]- Για το ζήτημα αυτό βλ. Σπ. Σφέτας, Η διαμόρφωση της σλαβομακεδονικής ταυτότη­τας. Μια επώδυνη διαδικασία, Θεσσαλονίκη, εκδ. Βάνιας, 2003, σσ. 11-45.
[12]- Βλ. Σπ. Σφέτας, Ελληνοβουλγαρικές αναταράξεις 1880-1908. Ανάμεσα στη ρητορική της διμερούς συνεργασίας και στην πρακτική των εθνικών ανταγωνισμών, Θεσσαλονίκη, εκδ. Επίκεντρο, 2008, σσ. 172-173. H εφημερίδα Ακρόπολις, φ. 28.4.1890, έγραψε χαρακτηριστικά: Μετέβη δέ εις Σκόπια ό έπίσκοπος Θεοδόσιος, δστις και μετά τάς έορτάς τού Πάσχα έξηκο-λούθει νά μένη έν τή πόλει ταύτη, αμέσως δέ ήρξατο νά ραδιουργή κατά τού ελληνος έπισκό-που και έσπειρε ζιζάνια. "Ενεκα τούτου έπέκειντο έν Σκοπίοις ταραχαι και συγκεντρώσεις. Ευτυχώς ή Πύλη έσπευσε νά διατάξη τήν έκεϊθεν αναχώρησιν τού κύρ Θεοδοσίου, δστις ένό-μισεν δτι θά ίδρυε πολιτικόν πρακτορεϊον έν τώ κέντρω τούτω τής βορείου Μακεδονίας.
[13]- K. P. Misirkov, Dnevnik 5.VII-30.VIII.1913, Z. Todorovski - B. Buzaska (επιμ. έκδο­σης), Σόφια - Σκόπια, έκδ. των Κρατικών Αρχείων της Βουλγαρίας και των Σκοπίων, 2008.
[14]- Βλ. Krste Misirkov, Pisma 1911-1917, R. Terzioski (επιμ. έκδοσης), Σκόπια, έκδ. των Κρατικών Αρχείων των Σκοπίων, 2007, σσ. 241-255.
[15]- Βλ. Σφέτας, Κατευθύνσεις της σύγχρονης σλαβομακεδονικής ιστοριογραφίας, ό.π., σσ.
307-308.
[16]- Στις 11 Ιανουαρίου 1930, ο Γερμανός δημοσιογράφος Max Fischer δημοσίευσε στην Deutsche Allgemeine Zeitung ένα άρθρο με τον τίτλο «Η μακεδονική σφίγγα», στο οποίο χαρα­κτήρισε τους Σλαβομακεδόνες ως άμορφη μάζα, ένα ενδιάμεσο στάδιο μεταξύ Σέρβων και Βουλγάρων και προδιέγραψε την επιτυχία του εκσερβισμού στη γιουγκοσλαβική Μακεδονία, αν τα Βαλκάνια δεν γνώριζαν νέους πολέμους. Κινούμενος στο πνεύμα της σερβικής πολιτικής, ο Fischer επιδίωκε προφανώς να τονίσει ότι οι Σλαβομακεδόνες αποτελούσαν μια εθνοτική ο­μάδα, χωρίς να διαθέτουν τα εγγενή στοιχεία για να εξελιχθούν σε αυτοδύναμο έθνος και έτσι υπέκυπταν είτε στον εκσερβισμό είτε στον εκβουλγαρισμό. Η ΕΜΕΟ (Ενωμένη) παρερμήνευ­σε τη θέση του Fischer και τον κατηγόρησε ότι διακήρυττε την ύπαρξη «μακεδονικής εθνότη­τας». Η ΕΜΕΟ (Ενωμένη) στο περιοδικό της Balkanska Federacija, υποστήριξε ότι οι Σλάβοι της Μακεδονίας ήταν διαχρονικά Βούλγαροι, ως αντικειμενική πραγματικότητα, Στη Μακεδο­νία ιδιαίτερη μακεδονική εθνότητα δεν υπήρξε και δεν υπάρχει, όπως δεν υπήρξε και δεν υ­πάρχει, για παράδειγμα, ελβετική εθνότητα. Υπήρξαν και υπάρχουν ξεχωριστές εθνότητες που λιγότερο ή περισσότερο κατοικούν στη Μακεδονία... Βούλγαροι, Έλληνες, Τούρκοι, Αλβανοί, Σέρβοι, στο βαθμό που αυτοί υπάρχουν, αποτελούν ένα πολυεθνικό μωσαϊκό που φέρει την κοινή επωνυμία μακεδονικός λαός. Βλ. Balkanska Federacija, φ. 20.3.1930.
[17]- Για το ζήτημα αυτό βλ. Σφέτας, Η διαμόρφωση της σλαβομακεδονικής ταυτότητας, ό.π., σσ. 91-103.

8 σχόλια:

  1. "ότι οι Αρχαίοι Μακεδόνες, από εθνολογική και γλωσσική άποψη, είναι συγγενείς με τους Βρύγες (θρακικό φύλο)"

    Αυτό είναι κάτι που είχα αναφέρει και παλαιότερα στο μπλογκ. Βέβαια οι "επιστημονικότεροι" τους (Ilievski κ.λ.π.) φαίνεται να διαχωρίζουν τουλάχιστον Βρύγες (= Φρύγες των Βαλκανίων) και Θράκες. Μάλιστα, συμπεριλαμβάνουν στους "Μακεδόνες" τους και φυλές όπως οι Εγχελείςτις οποίες θεωρούν Βρυγικές/Φρυγικές!

    Απ'ότι φαίνεται όμως οι τύποι πιστεύουν και πως μια μη ελληνική, μακεδονική γλώσσα ήταν ζωντανή κατά την πολιορκία της Θεσσαλονίκης απ'τους Σλάβους (η "Ρωμαϊκή γλώσσα" στο συγκεκριμένο απόσπασμα αναφέρεται στη λατινική και όχι στην ελληνική, την "καθ'ημάς" γλώσσα, βέβαια). Τρέλα!

    ΥΓ: Βέβαια, δε συμφωνώ και με κάποιες αντιλήψεις του Σφέτα περί ιστορίας ("ιστορική αποστολή" κ.ο.κ.).

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. Είναι πλέον πέρα από κάθε σοβαρή αμφισβήτηση πως οι Φρύγες καί οι Παίονες πρέπει να θεωρούνται φύλλα άμεσα συγγενή προς τους ΄Ελληνες που καμία σχέση δεν είχαν με τους Θράκες καί πολύ περισσότερο φυσικά με τους Ιλλυριούς. Τα Ονόματα των Παιόνων είναι "σχεδόν" Ελληνικά (Ευπολεμένος, αντί του Ελληνικού Ευπολεμαίος, πχ, και Παρμενίων αντί του Ελληνικού Παράμονος και Παραμονίων, Πατράος αντί του Ελληνικού Πατρώος), ή καθαρά Ελληνικά (Αρίστων, Λύκκειος, Αυδολέων, κλπ).
    ΄Οσο γιά τους Φρύγες, οι αρχαιογλωσσολόγοι Claude Bryxhe και Panagiotou, και Vladimir Orel, μεταχύ άλλων αποδεικνύουν την απόλυτη συγγένεια των Φρυγικών με την Ελληνική γλώσσα.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  3. Το παιονικό όνομα εμφανίζεται σε τρεις παραλλαγές σε διάφορες πηγές: Λύππειος, Λύκπειος και Λύκκειος. Αυτό ίσως είναι ένδειξη εξελληνισμού ξένου (αλλά ομόρριζου με το ελληνικό "Λύκκειος", βλ και λατινικό lupus) ονόματος. Το ίδιο ίσως συμβαίνει και στην περίπτωση Αυτολέων-Αυδωλέων;

    Το Παρμενίων γιατί δεν είναι ελληνικό (Παρμενίσκος, Παρμενίδης κ.ο.κ. απ'το "παραμένω" με αποκοπή, αντίθετα τα Παράμονος και Παραμονίων απ'το "παραμονή"); Επίσης, θα μπορούσες να μου πεις σε ποια περιοχή της Παιονίας εμφανίζεται, όπως και το Ευπολεμένος (το οποίο δε γνώριζα);

    Τέλος, τα ελληνικά (ή εξελληνισμένα) ονόματα Παιόνων που γνωρίζω ανήκουν αποκλειστικά σε βασιλείς (Άγις, Αυτολέων-Αυδωλέων, Λύκκειος-Λύκπειος-Λύππειος...). Γνωρίζεις τι ποσοστό των ονομάτων της Παιονίας είναι ελληνικά; Αυτό θα ήταν σημαντικό στοιχείο. Σε κάθε περίπτωση οι Παίονες, ότι και αν ήταν, εξελληνίστηκαν μέσω των Μακεδόνων, αυτό το αποδέχονται και οι λιγότερο προκατειλλημένοι των Σκοπίων.

    Οι επιγραφικές ανακαλύψεις στη Φρυγία σίγουρα έφεραν τους Φρύγες κοντά στους Έλληνες και τους απομάκρυναν απ'τους Θράκες.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  4. Υπάρχει και το εξής ζήτημα στο τι γράφει το σκοπιανό βιβλίο και κυρίως ποιους εννοεί: τους Θράκες Βρύγες ή τους Φρύγες της Μικράς Ασίας;

    Ο Δημήτρης Ε. Ευαγγελίδης αναφέρει ότι γνωρίζουμε ότι γύρω στο 1200 π.Χ. σημειώθηκε η μεγάλη Φρυγική μετανάστευση, οι συμμετέχοντες στην οποία, από την κεντρική Ευρώπη, θα φθάσουν στην Μακεδονία (γύρω στο 1150 π.Χ.), όπου θα εγκατασταθεί ένα τμήμα τους, που θα γίνει γνωστό με την ονομασία Βρίγες ή Βρύγες, ενώ οι υπόλοιποι θα συνεχίσουν προς την Μ. Ασία, όπου τελικώς θα εγκατασταθούν και θα γίνουν γνωστοί ως Φρύγες.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  5. Απ'όσο θυμάμαι "Βρύγες" αναφέρονται απ'τους αρχαίους σε περιοχές της Ηπείρου (μάχονται κατά Θεσπρωτών), Ιλλυρίας και Μακεδονίας. Οι σύνοικοι των Μακεδόνων, Βρύγες της Μακεδονίας σύμφωνα με τον Ηρόδοτο είναι τα κατάλοιπα των Φρυγών οι οποίοι μετανάστευσαν στη Μικρά Ασία. Η άποψη που ακολουθεί τον Ηρόδοτο και συνδέει Βρύγες και Φρύγες (Φρύγες έρχονται από βορρά και μετακινούνται αργότερα προς Μικρά Ασία, αλλά κάποια κατάλοιπα παραμένουν στα Βαλκάνια) μου φαίνεται πως είναι η κυρίαρχη σήμερα και έχει και κάποια αρχαιολογική υποστήριξη (όμως ας τονιστεί πως οι ταυτίσεις λαών και υλικού πολιτισμού είναι ΠΑΝΤΑ διακινδυνευμένες).

    Οι Φρύγες, παρά την σύνδεση τους με τους Θράκες από πολλούς ερευνητές παλαιότερα ("θρακοφρυγική" ομάδα και συναφή) σύμφωνα με τα επιγραφικά δεδομένα φαίνεται πως συνδεόνται γλωσσικά περισσότερο με τους Έλληνες.

    Ο Ηρόδοτος βέβαια επίσης αναφέρει πως "Βρύγοι Θρήικες" επιτέθηκαν στο Μαρδόνιο όταν αυτός στρατοπέδευσε στη Μακεδονία. Αν αυτό σημαίνει πως υπήρχε Θρακικό φύλο, άσχετο με τους Βρύγες-Φρύγες, με το όνομα "Βρύγοι" ή εάν ο Ηρόδοτος εννοεί "Βρύγοι-Βρύγες-Φρύγες που προέρχονταν από/ζούσαν στη Θράκη", δε γνωρίζω. Πάντως ο Στέφανος Γραμματικός γνωρίζει "έθνος Θράκης" (λαός που κατοικούσε στη Θράκη;) με το όνομα "Βρύκες" που θυμίζει τα ονόματα Βρύγες και Βρύγοι. Ίσως απλά κατοικία στα σύνορα Θράκης-Μακεδονίας (στον Αξιό;) εννοούσε και ο Ηρόδοτος.

    Οι ιστορικοί της ΠΓΔΜ δε ξέρω ποιους εννοούν ή αν αναγνωρίζουν ξεχωριστούς "Θράκες Βρύγες" και "Βρύγες-Φρύγες" ή τρεις ξεχωριστούς "Θράκες Βρύγες", "Βρύγες" σκέτο και "Φρύγες" σκέτο ή απλά φτύνουν τον Ηρόδοτο και πιθανές αρχαιολογικές μαρτυρίες, όμως στη Μακεδονία ζούσαν (μέχρι να αφομοιωθούν) Βρύγες-Φρύγες. Πόσο μάλλον στην Ιλλυρική περιοχή της Αχρίδας μακριά απ'τη Θράκη όπου μερικοί, όπως η Proeva, θέλουν να επεκτείνουν τους "Μακεδόνοβρύγες" συμπεριλαμβάνοντας και τους (Ιλλυριούς;) Εγχελείς. Ποιος στο διάολο περιέγραψε ποτέ τους Εγχελείς ως "Μακεδόνες" θα ήθελα να ξέρω. Επιστήμονες σου λέει...

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  6. Να ξανα-αναφέρω πως τη "Μακεδονοβρυγική" θεωρία φαίνεται να ασπάζεται και ο ιστορικός P. H. Ilievski.

    Ένας γλωσσολόγος τους στην Αυστραλία (μου διαφεύγει το όνομα) μάλιστα έχει προσπαθήσει να αποδείξει πως η γλώσσα Burushaski (ίσως τους θυμάστε τους τύπους που κάλεσαν ως απογόνους των Μακεδόνων στα Σκόπια, αυτοί είναι) έχει κοινές λέξεις με τη Φρυγική αλλά και την αρχαία Μακεδονική (τουρλού τουρλού) τις οποίες πιστεύει σύμφωνα με ένα απ'τα διάφορα σενάριά του (είναι ομολογουμένως συγκρατημένος και εξετάζει διάφορες πιθανότητες...) πως κληροδότησε ο στρατός του Αλεξάνδρου όταν πήγε προς Αφγανιστάν μεριά.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  7. Εκεινο που μου κανει εντυπωση ειναι η - λογω δουλοπρεπειας προς τους Αμερικανους - πολυ ηπια τοποθετηση του Γεωργαλα και της χουντας απεναντι στους Γιουγκοσλαβους που στηριζαν το σλαβομακεδονικο επεκτατισμο απεναντι στην Ελλαδα.
    Ηταν βεβαια η συνεχεια της πολιτικης ολων των μεταπολεμικων αστικων κυβερνησεων που διαμαρτυρονταν για το θεμα "κοσμια" για να μην χαλασουν τους σχεδιασμους των Αμερικανων στην περιοχη με τον νταρλινγκ τους Γιοζιπ Μπροζ Τιτο,αποστατη της Μοσχας και ηγετη των αδεσμευτων.
    Τεραστια δυτικα δανεια κατευθυνονταν για δεκαετιες σε κρατικες επιχειρησεις της Γιουγκοσλαβιας και η ελληνικη αστικη πολιτικη ελιτ για 50 χρονια 1948-1990 το εκανε τουμπεκι διαμαρτυρομενη ηπιως και καταπινοντας τις προσβολες κατα της αληθινης Μακεδονιας για να μην χαλασουμε τα παιχνιδια των Αμερικανων στην περιοχη.

    redgreek

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  8. Πρώτον, ποιοι είναι οι Έλληνες και από πότε αρχίζουμε να μετράμε τους πληθυσμούς που τους αποτελούν; Όποιος διαβάζει αρχαία κείμενα βλέπει πως οι αντιλήψεις άλλαζαν και για τους ίδιους.

    Δεύτερον, ποιοι είναι οι σχεδιασμοί των Αμερικανών στην περιοχή; Μπορώ να μετρήσω τρεις διαφορετικούς σχεδιασμούς τον προηγούμενο αιώνα. Μήπως δεν είναι στραβός ο γιαλός;

    ΑπάντησηΔιαγραφή

Σχόλια τα οποία θα περιέχουν Greekenglish, ύβρεις, μειωτικούς και συκοφαντικούς χαρακτηρισμούς δεν θα αναρτώνται.