Όπως σε ολόκληρη τη (Μακεδονία έτσι και στην περιοχή μας στις αρχές του 20ου αιώνα επικρατούσε γενικός αναβρασμός. Τα τελευταία χρόνια του 19ου και στις αρχές του 20ου αιώνα, ο βουλγαρικός επεκτατισμός βρισκόταν σε πλήρη εξέλιξη.
Εφαρμόζοντας όλα τα απάνθρωπα μέσα, στην αρχή με εκβιασμούς και απειλές και στην συνέχεια με τη βία και τους άγριους ξυλοδαρμούς και τα βασανιστήρια, τις δολιοφθορές σε ελληνικά καταστήματα και καταστροφές περιουσιών μελών της ελληνικής οργάνωσης, μέχρι τις εν ψυχρώ απάνθρωπες εκτελέσεις και δολοφονίες, ο στόχος τους ήταν εμφανής.
Πρώτα επεδίωξαν να εξαλείψουν και να εξοντώσουν κάθε φωνή και δύναμη αντίστασης από τους τοπικούς άρχοντες, τους δασκάλους και τους ιερείς και όσους διακρίνονταν για το φλογερό πατριωτικό τους αίσθημα. Στα χωριά και στις πόλεις εφορμούσαν πάνοπλες ομάδες κομιτατζήδων, που κατατρομοκρατούσαν τους κατοίκους. Οι δολοφονίες σημαινόντων στελεχών της ελληνικής αντίστασης, οι βιαιοπραγίες, οι εμπρησμοί και οι δια της βίας καταλήψεις χωριών και εκκλησιών, συνθέτουν την εικόνα της θλιβερής πραγματικότητας που βιώνουν οι Μακεδόνες στις αρχές του 20ου αιώνα.
Τα πάνδεινα υπέφεραν οι άνθρωποι της υπαίθρου και των απροστάτευτων χωριών. Με την ανοχή και πολλές φορές με την σύμπραξη των Τούρκων, οι Βούλγαροι εθνικιστές, αφού επιχειρούσαν να εξοντώσουν τις ηγετικές μορφές κάθε τόπου, στόχευαν στη συνέχεια να εξαναγκάσουν τον πολύπαθο, τρομοκρατημένο και δύσμοιρο αγροτικό πληθυσμό σε δηλώσεις υποταγής στην εξαρχία και στο βουλγαρικό δόγμα. Μάλιστα οι ωμότητες που διέπραξαν οι κομιτατζήδες για να αποσπάσουν δηλώσεις υποταγής, ξεπέρασαν σε πολλά χωριά ακόμη και τα όρια της ανθρώπινης φαντασίας.
Στο επίκεντρο οι απλοί άνθρωποι τις υπαίθρου, οι γηγενείς Μακεδόνες, που η αταλάντευτη πίστη τους στην Ελλάδα και στο Πατριαρχείο προκαλούσαν τη μανιώδη οργή των κομιτατζήδων που έβλεπαν μέρα με τη μέρα να γιγαντώνεται η αντίσταση του ελληνισμού και να ματαιώνονται τα μεγαλόπνοα σχέδια τους για τη Μεγάλη Βουλγαρία, που από το 1878 με την Συνθήκη του Αγίου Στεφάνου είχαν βάλει σε πλήρη εφαρμογή.
Να τι λέει ο Πέτρος Σουγαράκης, γηγενής Μακεδονομάχος από το χωριό Ίβεν του Μοναστηρίου στα απομνημονεύματα του για τους σλαβόφωνους και την μαρτυρική τους εμμονή στα εθνικά ιδεώδη και στο Ορθόδοξο Πατριαρχείο:..
Τα χειρότερα βασανιστήρια υπέφεραν από τους Βουλγάρους. Πολλές φορές συνέβαινε, όταν οι Βούλγαροι έπιαναν έναν, τον ρωτούσαν: «Τι είσαι εσύ»; Και τότε απαντούσε εκείνος: « Είμαι Έλληνας» έστω που δεν ήξερε την ελληνική γλώσσα. Και τότε οι Βούλγαροι θύμωναν και τον βασάνιζαν και του έλεγαν: «Εσείς πρώτα - πρώτα ελληνικά δεν ξέρετε! Να ειπείτε ότι είστε Βούλγαροι»! Και του απαντούσαν οι Μακεδόνες: «Μόνον αυτό δεν γίνεται», έλεγαν, «Εμείς ήμαστε Πατριαρχικοί, Γραικοί γεννηθήκαμε, Γραικοί θα πεθάνωμεν». Και συνεχίζει ο καπετάν Σουγαράκης, τους έκοβαν χέρια και πόδια, μάτια τους έβγαζαν και άλλα χίλια βασανιστήρια, αλλά τον πατριωτισμό τους δεν τον άφηναν кαι ούτε προδόται γίνονταν.Στην δραματική αφήγηση του Σουγαράκη βρίσκεται ίσως το κλειδί για να κατανοήσει κανείς πλήρως την ουσία και τις παραμέτρους του Μακεδονικού αγώνα. Οι Βούλγαροι εκμεταλλευόμενοι το σλαβοφανές ιδίωμα που μιλούσαμε στη περιοχή, που όπως όλοι γνωρίζουν είναι μια μίξη από Ελληνικές, Βουλγαρικές, Τούρκικες, Λατινικές και Σέρβικες λέξεις, επεδίωκαν με κάθε μέσο να υφαρπάξουν την υπογραφή και γενικά την δήλωση υποταγής στην εξαρχία, για να πείσουν τις μεγάλες δυνάμεις πως ολόκληρη η Μακεδονία ασπάζονταν τα βουλγαρικά εθνικά και θρησκευτικά ιδεώδη.
Αυτοί λοιπόν οι δίγλωσσοι Μακεδόνες βρέθηκαν στο μάτι του βουλγαρικού εθνικιστικού κυκλώνα. Αυτοί ήταν κυρίως στο στόχαστρο. Οι Μακεδόνες που αν και δεν μιλούσαν καλά την ελληνική, παρόλα αυτά παρέμεναν με αξιοθαύμαστη καρτερικότητα, πιστοί στο Πατριαρχείο και διατηρούσαν άσβεστη την ελληνική εθνική τους συνείδηση.
Ο γνωστός για τα φιλοβουλγαρικά του αισθήματα Ρώσος Ιστορικός Γκολουμπίνσκι αναφέρει για τα εθνικά πιστεύω αυτών των γηγενών, από το 1871, τα εξής χαρακτηριστικά: «Έτρεφον εναντίον παντός ήτο βουλγαρικό ή σλαβικόν μίσος πλέον αδυσώπητο και περιφρόνηση έντονο από όση έτρεφον κατ' αυτού οι ομιλούντες την ελληνικήν».
Ένας άλλος, ο Άγγλος Λόρδος Στάνφορντ, γεωγράφος και γλωσσολόγος, στα τέλη του 19ου αιώνα περιδιάβηκε την περιοχή μας και έκπληκτος για τους γηγενείς Μακεδόνες τους οποίους άκουγε να μη μιλούν τα ελληνικά σημείωνε:
«ο λαός αυτός πρέπει να θεωρείτο ελληνικός πληθυσμός με λαλιά βουλγαρίζουσα, διότι είναι αποδεδειγμένο και ανεπίδεκτο αμφισβητήσεως ότι το ελληνικό στοιχείο είναι το κυριαρχούν εν αυτώ. Τα εξωτερικά χαρακτηριστικά, τα ήθη, τα έθιμα, οι παραδόσεις, οι πόθοι, ο χαρακτήρ είναι ίδια με των υπολοίπων Ελλήνων. Και η γλώσσα των είναι όχι μόνο ευκολότερα και γλυκύτερα από αυτή των Βουλγάρων, αλλά και περιέχει αξιοσημείωτον αριθμό ελληνικών λέξεων, εντελώς ακατάληπτων εις τον καθαρόαιμο Βούλγαρο. Αυτοί οι γηγενείς πληθυσμοί δεν έπαψαν ποτέ να θέλουν να ταυτίζονται με την ελληνική εθνότητα, αυτοαποκαλούμενοι Μακεδόνες, ουδέποτε όμως Βούλγαροι, όνομα όπερ θεωρούν προσβλητικό».
Ήταν τόσο βαθιά χαραγμένη η ελληνική ευνοϊκή συνείδηση στη συντριπτική πλειοψηφία των γηγενών που ο Γενικός Πρόξενος της Μεγάλης Βρετανίας στη Θεσσαλονίκη Άλφρεντ Μπίλιοτ, στις αρχές του 1900 δήλωνε απερίφραστα σε απόρρητες εκθέσεις του πως «είναι και αυτοί Έλληνες μέχρι φανατισμού και δύναται τις να ισχυρισθεί περί αυτών ότι είναι Ελληνικότεροι και αυτών των γνησίων Ελλήνων».
Ανάλογες διαπιστώσεις κάνει και ο Γενικός Πρόξενος της Βρετανίας στο Μοναστήρι James Mc Gregor, όπου αναφερόμενος στην ψευτοεπανάσταση του Ίλιντεν το 1903 και τη συμμετοχή σε αυτή σλαβόφωνων χωριών γράφει χαρακτηριστικά «από άγνοια ή εξαπάτησην συμμετείχαν και αρκετοί γηγενείς οι οποίοι όμως διατηρούσαν απόλυτα την ελληνική εθνική τους συνείδηση».
Η ακλόνητη σταθερότητα των πληθυσμών στην ελληνική εθνική ιδέα, είχε φανεί πολύ πριν το 1895 όταν πανικόβλητη η Βουλγαρική Εξαρχία σε ένα φυλλάδιο που εξέδωσε με τίτλο «Η ενεστώσα κατάστασις εν τη Μακεδονία» έγραφε χαρακτηριστικά με έκδηλη ανησυχία:
«Τα μεγάλα ως και τα δευτερεύοντα κέντρα και τα πλείστα των χωριών, είναι καθ' ολοκληρίαν εξελληνισμένα και υπό την επιρροή των Ελλήνων ή των Γραικομάνων, η ελληνική γλώσσα κερδίζει έδαφος. Και συνέχιζε σε άλλο σημείο: «Είμεθα βέβαιοι ότι το μεγαλύτερο μέρος της Μακεδονίας θα πετάξει εκ των χειρών μας και οι Έλληνες θα κερδίσουσι εξ άπαντος, διότι οι πλείστοι των κατοίκων θα δηλώσωσιν ότι είναι Έλληνες».
Αργότερα όταν κατάλαβαν πως ακόμα και με την ένοπλη δράση δεν πρόκειται να προσεταιρισθούν τη Μακεδονία άλλαξαν πολιτική και για πρώτη φορά έκαναν λόγο για ανεξάρτητη Μακεδονία. Το κρυφό σχέδιο τους ήταν η ενσωμάτωση της Μακεδονίας μέσω της ανεξαρτητοποίησης της, καθώς οι μεγάλες δυνάμεις της εποχής φαινόταν έτοιμες να το δεχτούν. Κάτι σαν την σημερινή περίπτωση του Κοσσόβου και της Αλβανίας. Να τι αναφέρει ο πρώτος πρόεδρος του VMRO Χρήστος Ταρτάτσεφ, ο οποίος στα απομνημονεύματα του δηλώνει: «Σκεφθήκαμε ότι μια αυτόνομη Μακεδονία, θα μπορούσε αργότερα να ενωθεί ευκολότερα με τη Βουλγαρία ή, αν αυτό ήταν απραγματοποίητο, θα μπορούσε να καταστεί ενοποιητικός σύνδεσμος μιας ομοσπονδίας βαλκανικών λαών». Φυσικά και αυτό το σχέδιο απέτυχε γιατί τώρα πια η Ελλάδα άρχισε να ξυπνά από τον εθνικό λήθαργό της.
Κανείς Μακεδόνας δεν έμεινε έξω από τον Αγώνα. Η ελευθερία έγινε υπόθεση του καθενός. Οι Μακεδόνες με την καθυστερημένη βοήθεια του ελληνικού κράτους άρχισαν να στήνουν επιτροπές σε πόλεις και χωριά. Ιερείς, δάσκαλοι, γιατροί, έμποροι, αγρότες, κτηνοτρόφοι, άνδρες και γυναίκες, πλούσιοι και φτωχοί, όλοι τους γνήσια τέκνα του Μακεδονικού ελληνισμού, στήριξαν τον αγώνα. Τα πρώτα ένοπλα αμιγώς γηγενή ανταρτικά σώματα, άλλαξαν το κλίμα και ανέτρεψαν την κατάσταση. Οι ντόπιοι οπλαρχηγοί και τα σώματα τους γινόντουσαν δεκτά με ενθουσιασμό και ανακούφιση από τους δοκιμαζόμενους κατοίκους των χωριών. Όλοι στήριζαν και αγκάλιασαν τον αγώνα. Εξάλλου, κανένας μελετητής της στρατιωτικής ιστορίας και ιδιαίτερα των εθνικοαπελευθερωτικών κινημάτων δεν αγνοεί και δεν υποτιμά τη σημασία του ρόλου του ντόπιου πληθυσμού.
Με απλά λόγια δεν θα είχε επιτευχθεί τίποτα χωρίς τη συνδρομή και την ενεργό συμμετοχή του ντόπιου πληθυσμού. Εξάλλου οι 2.500 χιλιάδες και πλέον γνωστοί θάνατοι στα βιλαέτια Θεσσαλονίκης και Μοναστηρίου, στην Κεντρική και Δυτική σημερινή Μακεδονία, και πόσες χιλιάδες ακόμα θυσίες απλών ανθρώπων γηγενών Μακεδόνων που έπεσαν στον αγώνα για την ελληνικότητα της Μακεδονίας αυτό μαρτυρά με αδιάψευστο τρόπο. Και όλοι τους θυσιάστηκαν στο όνομα της Ελλάδας.
Καμία αναφορά είτε, από τις χιλιάδες τουρκικές είτε από τις εκατοντάδες των Ευρωπαίων περιηγητών και των διπλωματικών εκπροσώπων δεν κάνει λόγο για Μακεδόνικη Εθνότητα. Καμία απογραφή από τις πολλές που έγιναν από τους Τούρκους δεν κάνει λόγο για το νεόκοπο έθνος που ιδιοφυέστατα συνέλαβε και ίδρυσε το πανούργο μυαλό του Στρατηγού Τίτο για να καλύψει τα εσωτερικά προβλήματα συνοχής στο Γιουγκοσλαβικό Νότο.
Οι Οθωμανοί δεν θα είχαν κανένα λόγο να αποκρύψουν ένα τέτοιο έθνος αν υπήρχε, για τον απλούστατο λόγο και μόνο καθώς οι ίδιοι οι Τούρκοι υποδαύλιζαν τις εθνικές αντιπαραθέσεις μεταξύ των υποδούλων, και εφάρμοζαν την πολιτική του διαίρει και βασίλευε.
Η ουσία του επεκτατισμού των βουλγάρων ήταν να συγκεντρώσουν την υποστήριξη του σλαβόφωνου πληθυσμού της Μακεδονίας, εκμεταλλευόμενοι το γλωσσικό ιδίωμα αλλά και τα λάθη κάποιων κατά τόπους παραγόντων, πολιτικών και θρησκευτικών. Όταν η Ελλάδα εγκατέλειψε τη πολιτική της «Άψογης Στάσης» αυτοί οι κατατρομοκρατημένοι πληθυσμοί αναθάρρησαν, ένιωσαν ασφάλεια και επανήλθαν μόνοι τους στις τάξεις του πατριαρχείου.
Όλοι οι ιστορικοί Έλληνες και ξένοι συμφωνούν πως στα χρόνια εκείνα δεν ήταν η ομιλούμενη γλώσσα αυτή που καθόριζε την εθνική ταυτότητα, αλλά το θρησκευτικό φρόνημα, αφού η αποδοχή της Εξαρχίας αυτόματα δήλωνε το Βουλγαρικό φρόνημα. Φυσικά καμία πηγή δεν κάνει λόγο για Μακεδονική Εκκλησία, ούτε ιερείς αναφέρονται να υπηρέτησαν στο όνομα της. Αυτά είναι καινούρια, νεόκοπα και τεχνητά πράγματα και εντάσσονται στη αγωνιώδη προσπάθεια να Μακεδονοποιηθούν σύμβολα, γλώσσα, θεσμοί, και εν τέλει ολόκληρη η ιστορία.
Αυτή είναι η αλήθεια για τον Μακεδονικό Αγώνα και τους πρωταγωνιστές του. Τους απλούς ανθρώπους που αθρόα τάχθηκαν στο πλευρό των ένοπλων σωμάτων και σήκωσαν το σταυρό του μαρτυρίου, πολλές φορές δεχόμενοι την ύβρη και την χλεύη των άλλων ομοεθνών που από άγνοια και αμάθεια δεν δίσταζαν να εκφράσουν αμφιβολίες για την ελληνικότητα τους, όπως χαρακτηριστικά και με κάποια πικρία σημειώνει ο Μακεδονομάχος Αναστάσιος Πηχεών στα απομνημονεύματα του.
Ηλίας Πλιόγκας
Εκπαιδευτικός, τέως Νομαρχιακός Σύμβουλος
Εφημερίδα «Αδέσμευτη» Έδεσσας, Τεύχος 15, σελ 7
Λαθάκια ακριτικά(2):ό χ ι ''......Μακεδόνικη Εθνότητα.'' αλλά ''......Μακεδονική Εθνότητα.''.
ΑπάντησηΔιαγραφήΕπίσης,ό χ ι ''......Βουλγαρικό φρόνημα.'' αλλά ''......βουλγαρικό φρόνημα.''.
Άλλα:ό χ ι ''......να Μακεδονοποιηθούν......'' αλλά ''......να μακεδονοποιηθούν......'' και ''......των Βουλγάρων......''.
Τέλος:''......για την ελληνικότητά τους,......''.
Ή θα 'πής,νομίζω,για να είναι ορθό συντακτικά το φρασίδιό μας,''...για τον απλούστατο λόγο ότι...'' ή ''...μόνο και μόνο για τον απλούστατο λόγο ότι...'' είτε ''...για τον απλούστατο λόγο -και μόνο- ότι...'',καθότι χωλαίνει το πράγμα με το ''καθώς'',το οποίο είναι και αιτιολογικό και χρονικό.
Εδώ δεν μπορώ να κάνω παρεμβάσεις διότι το κείμενο δεν είναι δικό μου.
ΑπάντησηΔιαγραφήΑπό το άρθρο λείπουν οι πηγές. Καλό είναι ο αρθρογράφος λοιπόν να τις έχει ώστε να αποφευχθούν παρεξηγήσεις και παρερμηνείες από τους γνωστούς υποστηρικτές της «"ραμμής Λιθοξόου".
ΑπάντησηΔιαγραφή