Ετυμολογία [etymology]
Η επιστημονική μελέτη της ιστορικής εξέλιξης της μορφής και της σημασίας των λέξεων (ή και άλλων γλωσσικών στοιχείων, όπως π.χ. των παραγωγικών μορφημάτων ), καθώς και της σχέσης ανάμεσα σε λέξεις της ίδιας καταγωγής από διαφορετικές γλώσσες. Η ετυμολογία αποτελεί κλάδο της ιστορικής γλωσσολογίας και ειδικότερα της ιστορικής σημασιολογίας . Στον 19ο αιώνα, κατά τον οποίο κυριαρχούσε η διαχρονική μελέτη των γλωσσών, οι ετυμολογικές σχέσεις χρησιμοποιούνταν είτε για να αποκαταστήσουν μια κοινή πρωτοϊνδοευρωπαϊκή γλώσσα είτε ως μαρτυρία για τις σχέσεις μεταξύ λέξεων ή γλωσσών. Η γλωσσική μορφή (η ρίζα) από την οποία κατάγεται μια ύστερη μορφή είναι το έτυμο της τελευταίας. Πολλές φορές μια λέξη ετυμολογείται λανθασμένα, εξαιτίας κάποιας εσφαλμένης σύνδεσης ανάμεσα σε μορφή ή σημασία, με συνέπειες κάποτε και στην προφορική ή γραπτή απόδοσή της (π.χ. κουμπιούτερ, αντί κομπιούτερ, επειδή ο υπολογιστής έχει κουμπιά). Πρόκειται για την περίπτωση της παρετυμολογίας ή λαϊκής ετυμολογίας [folk etymology]. Κάτι που επίσης παρατηρείται συχνά σε συζητήσεις για τη γλώσσα είναι η ετυμολογική πλάνη [etymological fallacy], η άποψη δηλαδή ότι...
μια πρωιμότερη, ή η αρχική, σημασία μιας λέξης είναι η σωστή (και, συνεπώς, ότι η τωρινή της σημασία αποτελεί φθορά). Η άποψη αυτή βρίσκεται σε πλήρη αντίθεση με τη στάση της γλωσσολογίας, η οποία δίνοντας έμφαση στη συγχρονική ανάλυση, αλλά και χρησιμοποιώντας τη διαχρονία ως ερμηνευτικό πλαίσιο, περιγράφει τις σημασίες των λέξεων όπως υφίστανται σε μια συγκεκριμένη χρονική φάση, χωρίς, ρυθμιστικές παρεμβάσεις για τη «σωστή» χρήση της γλώσσας με αναφορά σε πρωιμότερα στάδια.
Ιδίωμα [idiom - regional / local variety / speech]
Η γλωσσική ποικιλία που είναι χαρακτηριστική ενός τόπου, αλλά δεν παρουσιάζει σημαντικές διαφορές από την κοινή , ώστε να μπορεί να θεωρείται διάλεκτός της. Ιδιώματα της ελληνικής μπορούν να θεωρηθούν τοπικές παραλλαγές, όπως της Σύμης, της Χίου, των Δωδεκανήσων, του βορειοελλαδικού χώρου, των Κυκλάδων, της Σαμοθράκης κλπ.
Γεωγραφική ποικιλία / Διάλεκτος [geographical variety/ dialect]
Η γλωσσική ποικιλία που συνδέεται με συγκεκριμένο τόπο και διακρίνεται από την κοινή βάσει γεωγραφικών παραλλαγών που αφορούν όλα τα γλωσσικά επίπεδα (φωνητική, μορφολογία, λεξιλόγιο, σύνταξη)∙ π.χ. η κρητική, η τσακωνική, η χιακή κλπ είναι γεωγραφικές ποικιλίες της νέας ελληνικής. Οι ζώνες των τοπικών διαλέκτων προσδιορίζονται με κριτήρια φωνητικά, μορφολογικά, λεξιλογικά και συντακτικά, και με τη βοήθεια των ισογλώσσων , τα οποία καταγράφουν χαρακτηριστικά που οριοθετούν γεωγραφικά τις διαλέκτους ή διαλεκτικές ενότητες και χαρτογραφούνται σε γλωσσικούς άτλαντες.
Γλώσσα / langue
Ο όρος είναι του F. de Saussure και δηλώνει το σύστημα των γλωσσικών σημείων και των μεταξύ τους σχέσεων (παραδειγματικές , συνταγματικές σχέσεις), το οποίο βρίσκεται «αποτυπωμένο» στο μυαλό των ομιλητών μιας γλωσσικής κοινότητας και με βάση το οποίο επικοινωνούν. Η γλώσσα έχει κοινωνικό χαρακτήρα, αφού αποτελεί προϊόν κοινωνικής σύμβασης ανάμεσα στα μέλη μιας γλωσσικής κοινότητας, επιβάλλεται στο άτομο λόγω της κοινωνικής συμβίωσης και, κατά συνέπεια, δεν μπορεί να τροποποιηθεί από την πρωτοβουλία ενός μόνου ομιλητή (βλ. και λόγος / langage ομιλία / parole).
Ετυμολόγηση των Δάνειων Λέξεων
Στην γλώσσα καταγράφονται τόσο τα άμεσα δάνεια (στα οποία η Ελληνική έχει δανειστεί τόσο τη μορφή όσο και το περιεχόμενο της ξένης λέξης) όσο και τα έμμεσα δάνεια της Ελληνικής.
Κατά την παρουσίαση των δανείων χρησιμοποιείται η συνήθως ακόλουθη τυπολογία:
Η επιστημονική μελέτη της ιστορικής εξέλιξης της μορφής και της σημασίας των λέξεων (ή και άλλων γλωσσικών στοιχείων, όπως π.χ. των παραγωγικών μορφημάτων ), καθώς και της σχέσης ανάμεσα σε λέξεις της ίδιας καταγωγής από διαφορετικές γλώσσες. Η ετυμολογία αποτελεί κλάδο της ιστορικής γλωσσολογίας και ειδικότερα της ιστορικής σημασιολογίας . Στον 19ο αιώνα, κατά τον οποίο κυριαρχούσε η διαχρονική μελέτη των γλωσσών, οι ετυμολογικές σχέσεις χρησιμοποιούνταν είτε για να αποκαταστήσουν μια κοινή πρωτοϊνδοευρωπαϊκή γλώσσα είτε ως μαρτυρία για τις σχέσεις μεταξύ λέξεων ή γλωσσών. Η γλωσσική μορφή (η ρίζα) από την οποία κατάγεται μια ύστερη μορφή είναι το έτυμο της τελευταίας. Πολλές φορές μια λέξη ετυμολογείται λανθασμένα, εξαιτίας κάποιας εσφαλμένης σύνδεσης ανάμεσα σε μορφή ή σημασία, με συνέπειες κάποτε και στην προφορική ή γραπτή απόδοσή της (π.χ. κουμπιούτερ, αντί κομπιούτερ, επειδή ο υπολογιστής έχει κουμπιά). Πρόκειται για την περίπτωση της παρετυμολογίας ή λαϊκής ετυμολογίας [folk etymology]. Κάτι που επίσης παρατηρείται συχνά σε συζητήσεις για τη γλώσσα είναι η ετυμολογική πλάνη [etymological fallacy], η άποψη δηλαδή ότι...
μια πρωιμότερη, ή η αρχική, σημασία μιας λέξης είναι η σωστή (και, συνεπώς, ότι η τωρινή της σημασία αποτελεί φθορά). Η άποψη αυτή βρίσκεται σε πλήρη αντίθεση με τη στάση της γλωσσολογίας, η οποία δίνοντας έμφαση στη συγχρονική ανάλυση, αλλά και χρησιμοποιώντας τη διαχρονία ως ερμηνευτικό πλαίσιο, περιγράφει τις σημασίες των λέξεων όπως υφίστανται σε μια συγκεκριμένη χρονική φάση, χωρίς, ρυθμιστικές παρεμβάσεις για τη «σωστή» χρήση της γλώσσας με αναφορά σε πρωιμότερα στάδια.
Ιδίωμα [idiom - regional / local variety / speech]
Η γλωσσική ποικιλία που είναι χαρακτηριστική ενός τόπου, αλλά δεν παρουσιάζει σημαντικές διαφορές από την κοινή , ώστε να μπορεί να θεωρείται διάλεκτός της. Ιδιώματα της ελληνικής μπορούν να θεωρηθούν τοπικές παραλλαγές, όπως της Σύμης, της Χίου, των Δωδεκανήσων, του βορειοελλαδικού χώρου, των Κυκλάδων, της Σαμοθράκης κλπ.
Γεωγραφική ποικιλία / Διάλεκτος [geographical variety/ dialect]
Η γλωσσική ποικιλία που συνδέεται με συγκεκριμένο τόπο και διακρίνεται από την κοινή βάσει γεωγραφικών παραλλαγών που αφορούν όλα τα γλωσσικά επίπεδα (φωνητική, μορφολογία, λεξιλόγιο, σύνταξη)∙ π.χ. η κρητική, η τσακωνική, η χιακή κλπ είναι γεωγραφικές ποικιλίες της νέας ελληνικής. Οι ζώνες των τοπικών διαλέκτων προσδιορίζονται με κριτήρια φωνητικά, μορφολογικά, λεξιλογικά και συντακτικά, και με τη βοήθεια των ισογλώσσων , τα οποία καταγράφουν χαρακτηριστικά που οριοθετούν γεωγραφικά τις διαλέκτους ή διαλεκτικές ενότητες και χαρτογραφούνται σε γλωσσικούς άτλαντες.
Γλώσσα / langue
Ο όρος είναι του F. de Saussure και δηλώνει το σύστημα των γλωσσικών σημείων και των μεταξύ τους σχέσεων (παραδειγματικές , συνταγματικές σχέσεις), το οποίο βρίσκεται «αποτυπωμένο» στο μυαλό των ομιλητών μιας γλωσσικής κοινότητας και με βάση το οποίο επικοινωνούν. Η γλώσσα έχει κοινωνικό χαρακτήρα, αφού αποτελεί προϊόν κοινωνικής σύμβασης ανάμεσα στα μέλη μιας γλωσσικής κοινότητας, επιβάλλεται στο άτομο λόγω της κοινωνικής συμβίωσης και, κατά συνέπεια, δεν μπορεί να τροποποιηθεί από την πρωτοβουλία ενός μόνου ομιλητή (βλ. και λόγος / langage ομιλία / parole).
Ετυμολόγηση των Δάνειων Λέξεων
Στην γλώσσα καταγράφονται τόσο τα άμεσα δάνεια (στα οποία η Ελληνική έχει δανειστεί τόσο τη μορφή όσο και το περιεχόμενο της ξένης λέξης) όσο και τα έμμεσα δάνεια της Ελληνικής.
Κατά την παρουσίαση των δανείων χρησιμοποιείται η συνήθως ακόλουθη τυπολογία:
- Ελληνογενής ξένος όρος: Λόγια λέξη σχηματισμένη σε ξένη γλώσσα (κυρίως Γαλλική, Αγγλική ή Νεολατινική) από ελληνικά συνθετικά στοιχεία .Π.χ.: αεροδυναμικός ; aerodynamic
- Αντιδάνειο: Λαϊκό δάνειο από ξένη γλώσσα (συνήθως Ιταλική, Βενετσιάνικη ή Τουρκική), το οποίο έχει απώτερη ελληνική αρχή . Αντιδιαστέλλεται προς τον ελληνογενή ξένο όρο.
- Μεταφραστικό δάνειο: Ακριβής απόδοση ξένης λέξεως, κατά την οποία τηρείται λ χ η σειρά των ξένων στοιχείων .Π.χ.: Διαδίκτυο ; αγγλικό internet
- Απόδοση: Απόδοση του περιεχομένου ξένης λέξεως χωρίς ακριβή αντιστοιχία.
- Μεταφορά: Άμεσο δάνειο της Ελληνικής, γραμματικά προσαρμοσμένο, το οποίο έχει ενταχθεί σχετικώς πρόσφατα (δηλ τους δύο τελευταίους αιώνες) στο λεξιλόγιο της Νέας Ελληνικής. .Π.χ.: μασίστας; ιταλικό maciste ; λατινικό masculus (αρσενικός)
ΠΗΓΕΣ:
- http://www.greek-language.gr/greekLang/modern_greek/tools/lexica/glossology/index.html
- Γιώργος Μπαμπινιώτης, 2005, Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σχόλια τα οποία θα περιέχουν Greekenglish, ύβρεις, μειωτικούς και συκοφαντικούς χαρακτηρισμούς δεν θα αναρτώνται.