Η συμφωνία αναφέρει τους εξής όρους: ιθαγένεια
και nationality.
Η κυβέρνηση λέει ότι αναγνωρίζει απλά
την ιθαγένεια, που κατ' αυτήν είναι ο νομικός και
πολιτικός δεσμός που συνδέει το άτομο ως πολίτη με το κράτος στο οποίο ανήκει.
Τα Σκόπια και ειδικά ο Ζάεφ όμως, λένε
δημόσια ότι η συμφωνία αυτή αναγνωρίζει "Μακεδονική ταυτότητα", που σημαίνει ότι ο όρος nationality σημαίνει όχι απλά
νομικό και πολιτικό δεσμό, αλλά και εθνικότητα που προκύπτει από την εθνική
συνείδηση. Οι Βορειοηπειρώτες έχουν αλβανική ιθαγένεια(μιλώντας με όρους
της κυβέρνησης), αλλά ελληνική εθνικότητα(μιλώντας με σκοπιανούς όρους), όπως
και αντίστοιχα οι κάτοικοι του Βελγίου έχουν βελγική ιθαγένεια, αλλά όσον αφορά
την εθνικότητα είναι Βαλλόνοι ή Φλαμανδοί.
Το πρόβλημα της ελληνικής πολιτικής ελίτ, είναι ότι ο αρνητισμός της στην εθνικότητα, την μετάφερε στο
επίσημο Ελληνικό Κράτος , με την σκόπιμη διαστρέβλωση των εννοιών, τώρα υπάρχει
και σε αυτήν την διεθνή συμφωνία. Στο εξωτερικό λοιπόν
χρησιμοποιούν την λέξη national(μόνη της ή μπροστά από την λέξη citizenship)
όπου αυτολεξεί ή και με νομικούς όρους μεταφράζεται στα ελληνικά ως
«εθνικότητα».
Όσες πηγές και να φέρω όσα λεξικά[1] και να καταθέσω, η
απόφαση είναι ειλημμένη από την εθνομηδενιστική λαίλαπα που μας κυβερνάει
(εκτελεστικά, νομοθετικά και πνευματικά) τα τελευταία χρόνια: Υπηκοότητα
ίσον ιθαγένεια και ιθαγένεια ίσον υπηκοότητα. Γι' αυτό οι Σκοπιανοί πανηγυρίζουν
για αναγνώριση "μακεδονικής εθνότητας" και εμείς μιλάμε για....νομικούς
και πολιτικούς δεσμούς με πολιτικούς στρουθοκαμηλισμούς.
Τώρα τι να πιστέψω το σλαβικό(националноста)
και το αγγλικό κείμενο(nationality),
ή το...ελληνικό(ιθαγένεια) και τις
μεταφράσεις όπως τις παρουσιάζουν οι κυβερνώντες; Αναγνωρίσανε έθνος για να
πάρουν το κράτος, δηλαδή μία τρύπα στο νερό.
ΠΑΡΑΠΟΜΠΗ
[1]- nationality σύμφωνα με τα δύο κορυφαία λεξικά της αγγλικής γλώσσας σημαίνει....
[1]- nationality σύμφωνα με τα δύο κορυφαία λεξικά της αγγλικής γλώσσας σημαίνει....
1-H ιδιότητα
ότι ανήκεις σε ένα συγκεκριμένο έθνος.
2-Μια εθνική ομάδα που αποτελεί μέρος ενός ή περισσοτέρων πολιτικών εθνών.
https://en.oxforddictionaries.com/definition/nationality
2-Μια εθνική ομάδα που αποτελεί μέρος ενός ή περισσοτέρων πολιτικών εθνών.
https://en.oxforddictionaries.com/definition/nationality
1-το επίσημο
δικαίωμα στο να ανήκεις(ανήκουν) σε μια συγκεκριμένη χώρα
2- μια ομάδα ανθρώπων της ίδιας φυλής, θρησκείας, παραδόσεων κλπ.
https://dictionary.cambridge.org/dictio…/english/nationality
2- μια ομάδα ανθρώπων της ίδιας φυλής, θρησκείας, παραδόσεων κλπ.
https://dictionary.cambridge.org/dictio…/english/nationality
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σχόλια τα οποία θα περιέχουν Greekenglish, ύβρεις, μειωτικούς και συκοφαντικούς χαρακτηρισμούς δεν θα αναρτώνται.