Ο Μακεδονικός Αγώνας αποτέλεσε, αναμφισβήτητα, μια από τις πλέον ηρωικές σελίδες της σύγχρονης ελληνικής ιστορίας. Ξεκίνησε το Φεβρουάριο του 1878 (1) και τερματίσθηκε μετά από 30 χρόνια. Η κορύφωσή του έρχεται στις αρχές του 20ου αιώνα, όταν σύσσωμο το έθνος αντιδρά στην συστηματική προσπάθεια αφελληνισμού της Μακεδονίας και εντάξεώς της στη σλαβική σφαίρα επιρροής, όπως αυτή εκπροσωπείτο από την Βουλγαρία. Δεν ήταν η πρώτη απόπειρα αποσπάσεως της Μακεδονίας από τον ελληνισμό. Ήταν, όμως, η πλέον συστηματική, οργανωμένη και απάνθρωπη. Η δράση των «κομιτατζήδων», που, δυστυχώς, θα επαναληφθεί και αργότερα στον 20ο αιώνα, άφησε ανεξίτηλα τα σημάδια της στους Μακεδόνες και έγινε συνώνυμη της βαρβαρότητας και της θηριωδίας. Οι διωγμοί και οι σφαγές των Ελλήνων από τις συμμορίες των Βούλγαρων κομιτατζήδων ξεπέρασαν κάθε προηγούμενο, χαράσσοντας στη μνήμη σκηνές απίστευτης φρίκης.
Οι Βούλγαροι αποτέλεσαν το όργανο αυτής της προσπάθειας, οι ρίζες της, όμως, πρέπει να αναζητηθούν στην πάγια ρωσική πολιτική εξόδου στις «θερμές θάλασσες». Η ανάδειξή τους σε δύναμη στα Βαλκάνια και η «αξιοποίησή» τους από τη Ρωσία εκτείνεται χρονικά σε όλο το δεύτερο μισό του 19ου αιώνα, καλύπτεται δε πίσω από το ιδεολόγημα του πανσλαβισμού.
Ο πανσλαβισμός αποτέλεσε ιδεολογική και πολιτική κίνηση του 19ου και των αρχών του 20ου αιώνα, στηριγμένη στην κοινή ιστορική κληρονομιά των Σλάβων. Ο όρος χρησιμοποιείται για πρώτη φορά από τον Σλοβάκο Γιαν Χέρκελ (1826), οι ρίζες του, όμως, βρίσκονται στον πολιτιστικό σλαβισμό που διαμορφώθηκε τον 17ο και συστηματοποιήθηκε τον 18ο αιώνα από τον εγκατεστημένο στη Μόσχα Κροάτη Κριζάνικ, τον Τσέχο φιλόλογο Ντομπρόφσκι και τον Σλοβάκο ποιητή Γιαν Κόλαρ. Κατά τον 19ο αιώνα ενδυναμώνεται και αποκτά νέα δυναμική και πολιτικό, πλέον, περιεχόμενο με επίκεντρο την ιδέα της κοινής έκφρασης και κατά περίπτωση εκπροσώπησης των σλαβικών λαών. Ενδεικτική προς αυτή την κατεύθυνση είναι η σχετικά πρώιμη ιδέα συνένωσης των σλαβικών λαών σε ένα δημοκρατικό κράτος με μορφή ομοσπονδίας ή συνομοσπονδίας, που διατυπώνεται από φιλελεύθερα ή επαναστατικά στοιχεία, όπως η συνδεδεμένη με το κίνημα των Ρώσων Δεκεμβριστών «Εταιρεία των Ενωμένων Σλάβων» (1823-25) ή η «Αδελφότητα Κύριλλος και Μεθόδιος» του Κιέβου (1845-47). (2)Η ανάδειξή του σε κυρίαρχο ιδεολογικό και πολιτικό κίνημα θα έρθει, όμως, από Ρώσους στην πλειοψηφία τους δημοσιολόγους, όπως ο Μ. Π. Πογκόντιν, ο Α. Ι. Κοτσελιόφ, ο Ν. Ν. Στράχοφ, ο Ι. Σ. Αξάκοφ και ο Ν. Ντανιλέφσκι, οι οποίοι, υπό την επίδραση, εκτός των άλλων, του δυσμενούς για τη Ρωσία Κριμαϊκού πολέμου (1854-56) και της Πολωνικής εξέγερσης (1863-64), κηρύσσουν τη συνένωση των σλαβικών λαών υπό την αιγίδα της Ρωσίας. Διχοστασία, αν και όχι σημαντική, προκάλεσαν οι περιπτώσεις της Πολωνίας και της Τσεχίας, λόγω των πολιτιστικών και θρησκευτικών δεσμών που είχαν αναπτύξει με τη Δύση. (3)Ιθύνουσα πνευματική προσωπικότητα της πανσλαβιστικής κινήσεως είχε εν τω μεταξύ αναδειχθεί ο καθηγητής ιστορίας στο Πανεπιστήμιο της Μόσχας, Ρογκόντιν, εκ των ιδρυτών της Σλαβικής Φιλανθρωπικής Εταιρείας (1858, Μόσχα), σκοπός της οποίας ήταν η θρησκευτική και εκπαιδευτική προαγωγή των Σλάβων του νότου.
Εξέχουσα, προσωπικότητα του πανσλαβισμού υπήρξε, επίσης, ο καθηγητής Αξάκοφ, περί του οποίου ήδη εγένετο λόγος. Ο Αξάκοφ θεωρούσε ότι «η δύναμις των Σλάβων έγκειται εις την Ρωσίαν, αλλά και η δύναμις της Ρωσίας εις τον σλαβισμόν». Υπήρξε πρωτοπόρος της εντύπου και εν γένει δημοσιογραφικής προπαγάνδας (4). Σταθμό στην διάδοση των πανσλαβιστικών ιδεών αποτέλεσε η μεγάλη Σλαβική Εθνογραφική Έκθεση. Διοργανώθηκε στη Μόσχα το 1867 και μετεξελίχθηκε σε συνέδριο όλων των σλαβικών λαών της Ευρώπης . (5)
Θεμελιωτής σε θεωρητικό επίπεδο του πανσλαβισμού θεωρείται ο Νικόλαος Ντανιλέφσκι. Το βιβλίο του «Ρωσία και Ευρώπη» (1869) χαρακτηρίσθηκε η βίβλος του πανσλαβισμού. Σύμφωνα με τις απόψεις του οι σλαβικοί λαοί και ο πολιτισμός τους βρίσκονται σε διαρκή αντίθεση με τον Ρωμανογερμανικό πολιτισμό της Δύσης, οπότε μόνη διέξοδός τους για το μέλλον είναι η Ρωσία. Ως προϋπόθεση θέτει την απελευθέρωση των σλαβικών λαών με πόλεμο, οπότε θα βρει την οριστική του λύση και το περίφημο Ανατολικό Ζήτημα. Συνέπεια του πολέμου θα είναι μια σλαβική ομοσπονδία, στην οποία δέχεται ότι έχουν θέση και μη σλαβικοί λαοί, όπως οι Έλληνες, οι Ρουμάνοι, οι Μαγυάροι. Πρωτεύουσα της νέας ομοσπονδίας δεν μπορεί να είναι άλλη από την Κωνσταντινούπολη. (6)
Πέρα, όμως, από την πνευματική ηγεσία χρειαζόταν και η πολιτική, που θα ανελάμβανε την υλοποίηση αυτών των ιδεών. Κορυφαίος εκπρόσωπός της υπήρξε ο Νικόλαος Παύλοβιτς Ιγνάτιεφ. Στρατιωτικός, μεταπήδησε στο διπλωματικό κλάδο και βρέθηκε στην Κωνσταντινούπολη από το 1864 μέχρι το 1877. Υπήρξε ο πρωταγωνιστής της περίφημης Συνθήκης του Αγίου Στεφάνου, την οποία και θεώρησε ένα εκ των δύο κορυφαίων επιτευγμάτων της καριέρας του. Ο Ιγνάτιεφ υιοθέτησε την πανσλαβιστική θεωρία, διακινδυνεύοντας τη σύγκρουση με τον προϊστάμενό του, Ρώσο Υπουργό Εξωτερικών, Gorchakov, ο οποίος δεν επιθυμούσε τη ρήξη με τη Δυαδική Μοναρχία, στα εδάφη της οποίας κατοικούσαν σλαβικοί πληθυσμοί (Τσέχοι και κυρίως Νοτιοσλάβοι), που συμπεριλαμβάνονταν στα σχέδια των πανσλαβιστών. Ο Ιγνάτιεφ, πρέπει να επισημανθεί, γιατί συχνά επιχειρείται στην Ελλάδα να ερμηνευθούν αποφάσεις εξωτερικής πολιτικής με ιδεολογικά, συναισθηματικά ή άλλα παρεμφερή κριτήρια, δεν οδηγήθηκε στη σύγκρουση με τον Gorchakov από ιδεολογικά κίνητρα, αλλά από τις διαφορετικές εκτιμήσεις του για την ρωσική εξωτερική πολιτική. Θεωρούσε την σύγκρουση με την Αυστροουγγαρία αναπόφευκτη, κατά συνέπεια δεν έβλεπε σημαντικά οφέλη από μια βραχυπρόθεσμη συνεργασία, στο βωμό της οποίας θα θυσιάζονταν οι δυνατότητες ρωσικών κινήσεων προς άλλες κατευθύνσεις και ιδιαίτερα προς αυτή των Σλάβων. Πίστευε ότι ο πανσλαβισμός έδιδε σημαντικές ευκαιρίες στη Ρωσία να επεκτείνει την κυριαρχία της, είτε άμεσα, είτε δια της δημιουργίας δορυφορικών σλαβικών κρατών. Την εκτίμηση αυτή, που φαίνεται να είναι και η πλησιέστερη προς την πραγματικότητα, αποτυπώνει με χαρακτηριστικό τρόπο ο Σπυρίδων Μαρκεζίνης, σύμφωνα με τον οποίο «Η πανσλαβιστική του πολιτική δεν εστηρίζετο εις καμμίαν ιδεολογίαν, αλλ’ ήτο ωμότατα ρεαλιστική, αν όχι κυνική, πολιτική επιβολής»(7) . Ενδεικτική του ρεαλισμού του, τον οποίο ουδέποτε επέτρεψε να νοθεύσουν ιδεολογίες και ιδεολογήματα, ήταν και η στάση του κατά τη δημιουργία της Βουλγαρικής Εξαρχίας, την οποία, αν και εξυπηρετούσε τα σχέδιά του, δεν επιθυμούσε, με τη μορφή, τουλάχιστον, και την ένταση που αυτή επιβλήθηκε, αλλά, αντίθετα, προσπάθησε να περιορίσει, επιδιώκοντας ένα ήπιο συμβιβασμό μεταξύ των Βουλγάρων και του Πατριαρχείου (ουσιαστικά των Ελλήνων), διότι εκτιμούσε ότι η μείωση του γοήτρου της Ορθοδοξίας δεν συνέφερε τη Ρωσία, η οποία, παραδοσιακά, στήριζε πολλά στο θρησκευτικό στοιχείο (8) .
Το κίνημα του πανσλαβισμού άσκησε μεγάλη επίδραση στην ρωσική πολιτική κυρίως κατά την βασιλεία του Τσάρου Αλέξανδρου Β’, τον οποίο ώθησε και στον ρωσοτουρκικό πόλεμο του 1877-78. Η επιρροή των πανσλαβιστών μειώνεται βαθμιαία την εποχή του Αλέξανδρου Γ’, για να περιορισθεί η απήχησή του στα τέλη του 19ου αιώνα σε ομάδες της δεξιάς αντιπολίτευσης. Φάσεις αναβίωσης θα γνωρίσει και πάλι τον 20ο αιώνα, υπό την καθοδήγηση, πλέον, της ΕΣΣΔ.(9)
Ας προστεθεί ότι δεν έμεινε αναξιοποίητο υπό των πανσλαβιστών κάθε διαθέσιμο μέσο, ώστε να αμφισβητηθεί ακόμη και η ελληνικότητα των κατοίκων της περιοχής. Επιστρατεύθηκε, έτσι, και η γνωστή θεωρία του Γερμανού Φαλμεράϋερ(10) , σύμφωνα με την οποία οι Έλληνες εξολοθρεύτηκαν από τους Σλάβους κατά τη μετακίνηση των τελευταίων στα Βαλκάνια, με συνέπεια οι χριστιανικοί πληθυσμοί της περιοχής να μην έχουν, πλέον, «ούτε σταγόνα γνήσιο ελληνικό αίμα». Την πρώτη συστηματική ανατροπή της θεωρίας του Φαλμεράϋερ επεχείρησε ο Γερμανός ιστορικός Zinkeisen με την «Ιστορία της Ελλάδος» που συνέγραψε και εν συνεχεία ο Κωνσταντίνος Παπαρρηγόπουλος, για να ακολουθήσουν και άλλοι, οι οποίοι κατέδειξαν την ενότητα του ελληνισμού σε όλες τις ιστορικές περιόδους(11) . Χαρακτηριστικό επί του θέματος είναι το συμπέρασμα με το οποίο κλείνει το βιβλίο του «Οι Σλάβοι εν Ελλάδι» ο Κάρολος Χοπφ: «Δια των ειρημένων η θεωρία του Φαλμεράϋρ έπρεπε να περιορισθή εντός του αρμοδίου μέτρου. Ναι μεν υπήρξαν σλαβικαί εποικήσεις εν τη ελληνική ηπείρω, αλλ’ ούτε πανσλαβισμός ούτε ολοσχερής εξόντωσις του ελληνισμού»(12) .
Η σύντομη αυτή περί πανσλαβισμού παρέκβαση ήταν απαραίτητη για την κατανόηση της μεγάλης αλλαγής στη ρωσική εξωτερική πολιτική που μετέβαλλε δραματικά την κατάσταση στα Βαλκάνια στα τέλη του 19ου αιώνα. Η Ρωσία επεδίωκε σταθερά, από αιώνων, την έξοδό της στη Μεσόγειο. Για την υλοποίηση αυτού του στόχου προέβαλλε το στοιχείο της κοινής θρησκείας, της Ορθοδόξου, που της επέτρεπε να «ενδιαφέρεται» για τους χριστιανικούς πληθυσμούς της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Δεν άργησε, όμως, να διακρίνει ότι, η μεν ελληνική «Μεγάλη Ιδέα» οδηγούσε σε μια αναβίωση του ανταγωνιστικού «Βυζαντίου», το δε υπάρχον ελληνικό κρατίδιο, στα τότε ή σε τυχόν ευρύτερα όριά του, υποκείμενο στην «προστασία» και άλλων Δυνάμεων, ιδιαίτερα δε της πανίσχυρης ναυτικής δύναμης, της Βρετανίας, δεν προσεφέρετο για μονομερή χειραγώγηση. Όταν, λοιπόν, έγινε φανερό ότι η Οθωμανική Αυτοκρατορία δεν μπορούσε να επιβιώσει με την μορφή και κυρίως την έκταση που είχε, αναζητήθηκε η εναλλακτική λύση. Η κίνηση των πανσλαβιστών την προσέφερε και δεν ήταν άλλη από τη Βουλγαρία.
Οι Βούλγαροι, οι οποίοι, κατά τραγική ειρωνεία, δεν είναι καν σλαβικής, αλλά φινικής, ταταρικής ή τουρκικής, προελεύσεως, δεν είχαν μέχρι τον Κριμαϊκό πόλεμο γλώσσα, αλλά ένα γλωσσικό ιδίωμα. Οι μορφωμένοι Βούλγαροι χρησιμοποιούσαν την ελληνική γλώσσα, εξελλήνιζαν τα ονόματά τους και εμφανίζονταν, συχνά, ως Έλληνες(13) . Μέχρι το 1876 το όνομα Βουλγαρία ήταν γνωστό μόνο ως γεωγραφικός όρος (14) . «Και εν τούτοις», σημειώνει ο Σπ. Μαρκεζίνης, «αυτοί εκρίθησαν ως οι καταλληλότεροι δια την ρωσικήν πολιτικήν, ακριβώς λόγω της μονολιθικότητος και ζωτικότητός των». «Συνεχίζοντες την εφαρμογήν του σχεδίου των οι πανσλαβισταί, απέβλεψαν εις τους νέους και εις την Εκκλησίαν. Ευφυής συνδυασμός συντηρητικού στοιχείου και προοδευτικού»(15) .
Η μεθοδικότητα με την οποία εργάσθηκαν οι Ρώσοι καταπλήσσει ακόμη και σήμερα. Στην πρώτη φάση υλοποίησης του σχεδίου τους για τη δημιουργία εκτεταμένου Βουλγαρικού κράτους, αφού επείσθησαν ότι η αρχική επιλογή τους, η Σερβία, δεν μπορούσε να χειραγωγηθεί απόλυτα, στόχευσαν στη δημιουργία βουλγαρικής συνείδησης στους πληθυσμούς που κατοικούσαν την περιοχή που θα αποτελούσε τον πυρήνα της μετέπειτα «Μεγάλης Βουλγαρίας». Το 1836 εκδίδεται η πρώτη βουλγαρική γραμματική, υπό του Ρίλσκι (16) . Την 20ετία 1856-1876, 500 περίπου Βούλγαροι υπήρξαν κρατικοί υπότροφοι στη Μόσχα ή την Οδησσό (17) . Παράλληλα προς αυτές τις κινήσεις, ξεκινά και η προσπάθεια διαχωρισμού της Ορθοδοξίας στην περιοχή από τον Ελληνισμό. Μέχρι εκείνη τη στιγμή το κριτήριο διαχωρισμού των λαών της Ευρωπαϊκής Τουρκίας ήταν μάλλον το θρησκευτικό παρά το εθνικό. Έτσι οι Χριστιανοί που κατοικούσαν στην Ευρωπαϊκή Τουρκία, εκτός του Βασιλείου της Ελλάδος και των ηγεμονιών της Ρουμανίας, Σερβίας και Μαυροβουνίου, υπαγόμενοι στο οικουμενικό Πατριαρχείο ταυτίζονταν με τους Έλληνες (18) . Οι Ρώσοι, που χρησιμοποιούσαν παραδοσιακά το θρησκευτικό στοιχείο στην εξωτερική τους πολιτική, προωθούν την αποταύτιση, προβάλλοντας ένα άλλο Ορθόδοξο λαό, τους Βούλγαρους. Ο διαχωρισμός αυτός είχε πολύ μεγάλη σημασία για την Ελλάδα, γιατί οδήγησε στην εμφάνιση στο προσκήνιο και άλλων διεκδικητών των ευρωπαϊκών εδαφών της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Οι νέοι «ανταγωνιστές», οι Βούλγαροι, που διακρίνονταν για το σφρίγος, τη ζωτικότητα και το δυναμισμό τους, σε βαθμό ώστε λίγο αργότερα να χαρακτηρισθούν «Πρώσοι των Βαλκανίων», χωρίς τα φαινόμενα διαιρέσεως και απειθαρχίας των Ελλήνων, προσείλκυσαν την προσοχή και των άλλων Ευρωπαϊκών δυνάμεων, οι οποίες δεν άργησαν να αρχίσουν να ανταγωνίζονται για την επιρροή στο νέο «παίκτη», μειώνοντας έτσι το ρόλο και τη σημασία της Ελλάδας. Από εδώ και στο εξής η Ελλάδα θα προβάλλει στην καλύτερη γι’ αυτή περίπτωση ως «συγκληρονόμος» της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, μέσα από μια συμμαχία των Χριστιανικών κρατών της Βαλκανικής την οποία ευνοούσαν Δυνάμεις, όπως η Βρετανία.
Η αποταύτιση Ορθοδοξίας και Ελληνισμού, κλιμακώνεται λίγα χρόνια μετά το σουλτανικό «Χάτι Χουμαγιούν» του 1856, αν και έχει ξεκινήσει ήδη από τη δεκαετία του ’40, υπό ρωσική πάντα καθοδήγηση (19) . Οι Βούλγαροι ιερείς ζητούν τη χειραφέτηση από την Ελληνική Εκκλησία. Πρώτος κήρυκας της εθνικής αφύπνισης των Βουλγάρων καταγράφεται στη δεκαετία του 1760 ο αγιορείτης μοναχός Παΐσιος (20) . Ήδη, το Μάρτιο του 1860 η βουλγαρική κοινότητα της Κωνσταντινούπολης ανακοινώνει ότι θα ασκεί τα θρησκευτικά της καθήκοντα με την άδεια του Σουλτάνου και όχι του Πατριάρχη, ο οποίος ηρνείτο τον διορισμό Βουλγάρων επισκόπων στις βουλγαρικές Μητροπόλεις, υπενθυμίζοντας ότι το Εκκλησιαστικό Δίκαιο δεν αναγνώριζε εθνικές διακρίσεις. Η ανυπακοή αυτή διευρύνεται με 30 ακόμη κοινότητες από τις βουλγαρικές επαρχίες, τη σύσταση Βουλγαρικής Εκκλησίας και το διορισμό επικεφαλής της του επισκόπου Ιλαρίωνα Στογιάνοβιτς. Ας σημειωθεί δε ότι αξιοποιώντας την εσωτερική διαμάχη στην Ορθοδοξία, Γαλλία και Αυστρία κινούνται παραλλήλως για τη δημιουργία Ουνιτικής Εκκλησίας, γεγονός που, επίσης, θορύβησε τους Ρώσους (21) .
Ο Ιγνάτιεφ, ο οποίος, όπως έχει ήδη αναφερθεί, δεν επιθυμούσε τη μείωση του γοήτρου της Ορθοδοξίας, συστήνει μετριοπάθεια και επιχειρεί να οδηγήσει σε συμβιβαστική λύση, την οποία δεχόταν και το Πατριαρχείο, κάνοντας σειρά παραχωρήσεων για τη δημιουργία αυτόνομης Εκκλησίας. Οι Βούλγαροι δεν την δέχθηκαν, καθώς ήταν περιορισμένη εδαφικά και δεν περιελάμβανε τη Ρωμυλία και τη Μακεδονία που εποφθαλμιούσαν. Την ίδια τύχη είχε και το σχέδιο μεικτής ελληνοβουλγαρικής επιτροπής σχηματισθείσης υπό του Σουλτάνου (22) . Προσέκρουσε στην αδιαλλαξία των Βουλγάρων, αλλά βρήκε αντίθετο, πλέον, και τον Πατριάρχη. Ούτως ή άλλως ο στόχος των Βουλγάρων δεν ήταν ο συμβιβασμός.
Έτσι, την 28η Φεβρουαρίου (10 Μαρτίου) 1870, υπό την παρότρυνση και του Βρετανού απεσταλμένου, αλλά και την αντίθεση του Ιγνάτιεφ (23) , ο Σουλτάνος Αβδούλ Αζίζ, ο οποίος δεν είχε, φυσικά, λόγους να δυσαρεστείται από τη διάσπαση των χριστιανών υπηκόων του και μάλιστα μικρό χρονικό διάστημα μετά από μία ακόμη ελληνική επανάσταση, στην Κρήτη, υπογράφει την ίδρυση της Βουλγαρικής Εξαρχίας, ως αυτόνομης Εκκλησίας, διοικούμενης από Έξαρχο εκλεγόμενο από σύνοδο, στην οποία συμπεριελήφθησαν 17 Μητροπόλεις. Εξίσου σημαντική δε με την ίδρυσή της υπήρξε, για τις μετέπειτα εξελίξεις, η πρόνοια για την προσχώρηση στη νέα Εκκλησία και άλλων Μητροπόλεων με απόφαση των δύο τρίτων των κατοίκων τους (24) . Το Πατριαρχείο αρνήθηκε να την αναγνωρίσει, επικαλούμενο την επιστολή του Φωτίου προς τον Πάπα Νικόλαο Α’, και υπενθυμίζοντας ότι για την αναγνώριση προϋπετίθετο η ύπαρξη ανεξάρτητου κράτους (25) . Ο Πατριάρχης χαρακτήρισε τη νέα Εκκλησία αιρετική (Φεβρουάριος 1872) και λίγο αργότερα αφόρισε τον Έξαρχο και τους Επισκόπους του (26) . Η ίδρυση της Βουλγαρικής Εξαρχίας σηματοδοτεί ουσιαστικά και την έναρξη του ένοπλου αγώνα για τον αφελληνισμό της Μακεδονίας, την ένταξή της κατ’ αρχήν στη νέα Εκκλησία και εν συνεχεία στην υπό δημιουργία Βουλγαρία. Πρέπει δε να σημειωθεί ότι η Βουλγαρική Εξαρχία αποτέλεσε το πρώτο μιας σειράς καθοριστικών πληγμάτων που δέχθηκε το Οικουμενικό Πατριαρχείο και κατ’ επέκταση ο Ελληνισμός στα Βαλκάνια, καθώς ακολούθησε η απόσχιση των Μητροπόλεων Βοσνίας και Ερζεγοβίνης (1878), Σερβίας (1879), Ουγροβλαχίας και Μολδοβλαχίας - Ρουμανίας - (1885) (27) .
Πριν την εκτεταμένη αναφορά στη βουλγαρική δράση, που συνιστούσε και το μείζων ελληνικό πρόβλημα στη Μακεδονία, δεν πρέπει να παραβλέπεται ότι αντίστοιχη, αν και μικρότερης έκτασης δράση ανέλαβαν κατά περιόδους η Σερβία και η Ρουμανία. Η δεύτερη, λόγω της αποστάσεως, δημιούργησε τα λιγότερα προβλήματα, αν και δεν έπαυσε να διεκδικεί την αναγνώριση δικαιωμάτων επί των «ρουμανιζόντων» πληθυσμών της Μακεδονίας.(28) «...από της εποχής της ‘ανακαλύψεως’ των Κουτσόβλαχων, των επί μακρόν απολωλότων τούτων τέκνων, ενεθάρρυνε τα σχολεία των και, επειδή ήσαν οι ασθενέστεροι των διεκδικητών χριστιανών, ενεθαρρύνοντο και από την Τουρκίαν, της οποίας την επιβίωσιν επόθουν ούτοι, μέχρι της ημέρας καθ’ ην θα ήσαν αρκετά ισχυροί όπως τους αντικαταστήσουν». (29) Η Σερβία, όμως, χωρίς να φθάσει στις βουλγαρικές ακρότητες, ουδέποτε εδέχθη να απεμπολήσει τη δυνατότητα καθόδου στο Αιγαίου, παρά μόνο από την ανάγκη. Είναι ενδεικτική η στάση της κατά τις συνομιλίες, που προηγήθηκαν της Συνθήκης του Φεσλάου με τον απεσταλμένο του Τρικούπη Π. Ζάνο. Οι Σέρβοι έδιδαν στη Μακεδονία αυστηρώς γεωγραφική έννοια και υποστήριζαν ότι «οι Σλάβοι της Βορείου Μακεδονίας ώφειλον να ανήκουν εις την Σερβίαν λόγω του χαρακτήρος της εθνότητός των και των ιστορικών των αναμνήσεων». Για την δε υπόλοιπη Μακεδονία, εστιάζοντας στο ανατολικό τμήμα της, δεν δέχονταν να συνυπογράψουν δεσμεύσεις υπέρ της Ελλάδος με το επιχείρημα ότι θα κατηγορούνταν από τους ομόφυλους λαούς της περιοχής - τους Βουλγάρους - ότι, τους εγκατέλειψαν. (30) Ακόμη πιο χαρακτηριστικό είναι το συμπέρασμα του Berard: «Η κατάκτηση της Μακεδονίας από τη σερβική φαντασία εναρμονίζεται με την κατάληψη της Βοσνίας και Ερζεγοβίνης από την Αυστρία. Οι Σέρβοι θέλοντας να αποζημιωθούν για την φανταστική αυτή απώλεια με μια φανταστική προσάρτηση, επεξέτειναν τις βλέψεις τους πολύ νοτιότερα του Σαρ Νταγ, μέχρι το Αιγαίο και τα θεσσαλικά βουνά. Σε αντάλλαγμα του Φιούμε, της Ραγούζας και του Καττάρο που έχουν αμετάκλητα χαθεί, κατέλαβαν στα όνειρά τους τη Θεσσαλονίκη». (31)
Η Βουλγαρική Εξαρχία υπήρξε καίριο πλήγμα για την Ελλάδα. «Διότι από της πτώσεως του Βουλγαρικού Πατριαρχείου, έδρα του οποίου ήτο το Τύρνοβον (η πρωτεύουσα της Μεσαιωνικής Βουλγαρίας, κατά το 1934), οι Βούλγαροι ήσαν υπό την εκκλησιαστική δικαιοδοσίαν του Οικουμενικού Πατριαρχείου. Ενώ οι Τούρκοι εκυβέρνων τα σώματά των, οι Έλληνες εκυριάρχουν των ψυχών των - μια εργασία ήτις εις την Εγγύς Ανατολήν δέον να θεωρηθή ως κλάδος πολιτικής προπαγάνδας». «Συνεπώς κρινόμενον εκ των αποτελεσμάτων της, η Βουλγαρική Εξαρχία ήτο το χειρότερον πλήγμα το οποίον έλαβε ο Ελληνισμός κατά τον δέκατον έννατον αιώνα». (32) Η Βουλγαρία, πάντως, αφού «αφυπνίσθηκε» εθνικά, με ρωσική καθοδήγηση, από τούδε και εις το εξής αποθρασύνεται. Προκαλεί διαρκώς τους Τούρκους με κατάληξη των επεισοδίων, τις συνήθεις κατά την τουρκική τακτική, βιαιότητες και σφαγές, που λαμβάνουν ιδιαίτερη έκταση τον Μάιο του 1876, έτος κατά το οποίο οι τουρκικές δυνάμεις επικρατούν των εξεγερθέντων Σέρβων, Μαυροβούνιων και Βουλγάρων. Η αιματοχυσία, παρ’ ότι ήταν μικρότερη από παρόμοιες τουρκικές θηριωδίες κατά των Αρμενίων ή των Ελλήνων στο παρελθόν, προκαλεί πρωτοφανές κύμα συμπάθειας στην Ευρώπη, ιδίως στη Βρετανία, όπου ο Γλάδστων, αντιπολιτευόμενος τους συντηρητικούς και την φιλότουρκο πολιτική τους, ηγείται πραγματικής σταυροφορίας (33) . Στη συνδιάσκεψη της Κωνσταντινουπόλεως που ακολουθεί (Δεκέμβριος), για τη Βουλγαρία αποφασίζεται η δημιουργία δύο αυτόνομων περιοχών, με πρωτεύουσα την Φιλιππούπολη και την Σόφια, ρύθμιση την οποία απορρίπτει η Τουρκία. Έπεται νέα τουρκική άρνηση να συμμορφωθεί με τις αποφάσεις των δυνάμεων στο Λονδίνο (Μάρτιος 1877) για εφαρμογή ευρύτατων μεταρρυθμίσεων, που είχε αναλάβει την ευθύνη να εφαρμόσει και παλαιότερα, υπό την εποπτεία τους (34) . Η νέα τουρκική άρνηση δίνει την αφορμή στη Ρωσία να κηρύξει τον πόλεμο, τον Απρίλιο του 1877 (35) . Ο ρωσοτουρκικός πόλεμος τερματίζεται τον Ιανουάριο του 1878 με τους Ρώσους στην Αδριανούπολη και τους Τούρκους να ελπίζουν στη μεσολάβηση των άλλων δυνάμεων, που δεν βλέπουν θετικά τη ρωσική επέκταση.
Συνέπεια της τουρκικής ήττας υπήρξε η υπογραφή την 19η Φεβρουαρίου (3 Μαρτίου) 1878, στο ομώνυμο προάστιο της Κωνσταντινούπολης, της περίφημης Συνθήκης του Αγίου Στεφάνου. Η Τουρκία ανεγνώριζε την ανεξαρτησία της Σερβίας, της Ρουμανίας, του Μαυροβουνίου, προέβαινε σε εδαφικές παραχωρήσεις (και προς τη Ρωσία) και ίδρυε την αυτόνομο («Μεγάλη») Βουλγαρία, τα σύνορα της οποίας εκτείνονταν από τη Μαύρη Θάλασσα μέχρι την Οχρίδα, από το Δούναβη μέχρι το Αιγαίο. Η Βουλγαρία, χάρη στον πόλεμο της Ρωσίας, όχι μόνο αποκτούσε αυτόνομη υπόσταση, αλλά αποκτούσε τη Μακεδονία και τη Θράκη (εκτός Κωνσταντινουπόλεως, Αδριανουπόλεως και Θεσσαλονίκης) (36) . Αυτή η Συνθήκη, παρ’ ότι δεν εφαρμόσθηκε, θα αποτελεί πλέον τη βάση του βουλγαρικού «μεγαλοϊδεατισμού». Στο Συνέδριο του Βερολίνου (Ιούνιος 1878) κατά την οποία συζητήθηκαν μεταξύ όλων των δυνάμεων οι ρυθμίσεις της Συνθήκης του Αγίου Στεφάνου, η Βουλγαρία δεν ήταν δυνατόν να διατηρήσει αυτά τα κέρδη. Δημιουργήθηκε αυτόνομη Βουλγαρία, βορείως του Αίμου, η Ανατολική Ρωμυλία, νότια του Αίμου, θα διοικείτο από Χριστιανό κυβερνήτη, ενώ η Μακεδονία και η Θράκη επέστρεφαν στο προηγούμενο καθεστώς. Από το ρωσοτουρκικό πόλεμο του 1877-78 και την Συνθήκη του Αγίου Στεφάνου θα εντείνεται διαρκώς ο ένοπλος αγώνας των διεκδικητών της Μακεδονίας, αλλά και της Θράκης, μετά τη διαφαινόμενη τουρκική αποχώρηση. Κύριος διεκδικητής η Βουλγαρία, που υπό ρωσική καθοδήγηση και βοήθεια θέτει σε εφαρμογή ένα άρτια οργανωμένο σχέδιο κυριαρχίας στη Μακεδονία. Περιλαμβάνει επιθέσεις ένοπλων ομάδων σε όλη τη χώρα, ίδρυση σχολείων, σφαγές εξεχόντων Ελλήνων, πιέσεις στον πληθυσμό για συμμετοχή στην Εξαρχία και προπαγανδιστική εκστρατεία στις χώρες της Δύσης, στις οποίες καλλιεργείται η εντύπωση ότι η Μακεδονία είναι αμιγώς βουλγαρική (37) . Παράλληλα με αυτούς δρουν στον ίδιο χώρο, η Ρουμανία, που διεκδικεί τους βλαχόφωνους πληθυσμούς (38) , οι χώρες της Δύσης και το Βατικανό που επιχειρούν να προσηλυτίσουν όσο το δυνατόν μεγαλύτερες ομάδες του πληθυσμού από την Ορθοδοξία στον Καθολικισμό (39) , αλλά και οι Σέρβοι, οι οποίοι στοχεύοντας στη Θεσσαλονίκη και την έξοδο στο Αιγαίο, δεν διστάζουν να εγγράψουν και στον κρατικό προϋπολογισμό τους (1887) κονδύλι 4 εκατομμυρίων για τη δράση στη Μακεδονία (40) .
Παρά την δράση, όμως, των υπολοίπων, η μεγαλύτερη απειλή παρέμενε η Βουλγαρία, η οποία, ας μην λησμονείται, είχε «εγγράψει» δικαιώματα στην περιοχή με τη Συνθήκη του Αγίου Στεφάνου. Ένοπλες ομάδες Βουλγάρων, συχνότατα και με τη συμμετοχή Ρώσων αξιωματικών (41) , φθάνουν από άκρη σε άκρη της Μακεδονικής γης, άλλοτε πιέζοντας άμεσα τους Έλληνες να προσχωρήσουν στη Βουλγαρική Εξαρχία και άλλοτε διενεργώντας επιθέσεις εις βάρος των Τούρκων, ώστε οι δεχόμενοι την οργή τους Έλληνες να συμπράξουν μαζί τους στον αγώνα κατά της τουρκικής κυριαρχίας, αλλά ουσιαστικά της ενσωμάτωσης της Μακεδονίας στη Βουλγαρία. Τα πρώτα σημαντικά επεισόδια λαμβάνουν χώρα παράλληλα με τον ρωσοτουρκικό πόλεμο. Συμμορίες Βουλγάρων επιτίθενται σε Έλληνες και μουσουλμάνους, προκαλώντας τουρκικά αντίποινα, τα οποία, στρέφονται αδιακρίτως κατά των Χριστιανών, προκαλώντας μεγάλες απώλειες στους ελληνικούς πληθυσμούς (42) . Σε μεγαλύτερη έκταση και πιο συστηματική μορφή επαναλαμβάνονται κάθε ένα από τα επόμενα χρόνια, για να φθάσουν ορισμένες φορές να προσλάβουν χαρακτήρα μαζικής εισβολής, όπως το 1880 στην Ανατολική (43) και το 1885 στην Δυτική Μακεδονία (44) .Οι Έλληνες, από την πλευρά τους, ευρισκόμενοι πλέον σε διαρκή εγρήγορση, δεν χρειαζόντουσαν παρά μία τελευταία αφορμή για να ξεσηκωθούν. Ο ρωσοτουρκικός πόλεμος, η βουλγαρική εμφάνιση και οι τουρκικές πιέσεις, διαμόρφωσαν το κλίμα που οδήγησε στην επανάσταση του 1878. Η επανάσταση, που οργανώθηκε αποκλειστικά από τις δυνάμεις των Ελλήνων της Μακεδονίας και αποκηρύχθηκε μάλιστα στο ξεκίνημά της από την Ελλάδα, ξέσπασε τον Φεβρουάριο και διήρκεσε ολόκληρο το έτος, χωρίς, ως γνωστόν, να επιτύχει τους στόχους της (45) . Αποτέλεσε, όμως, μια εστία φωτιάς, που ειδικά στη Δυτική Μακεδονία, δεν σταμάτησε να καίει ούτε στιγμή, μέχρι την απελευθέρωση. Οι ένοπλες ομάδες που οργανώθηκαν εκείνη την εποχή αποτέλεσαν την κύρια δύναμη αντίστασης στη βουλγαρική επιβουλή, μέχρι τη στιγμή που θα αρχίσει η τελική φάση του Μακεδονικού Αγώνα, με τη συμμετοχή ολόκληρου του έθνους.
Από την επανάσταση του 1878 και έπειτα, η ελληνική αντίδραση αυξάνεται και προσλαμβάνει μαζικό χαρακτήρα. Η έναρξη του αγώνα τοποθετείται, βέβαια, αρκετά νωρίτερα, περίπου στα 1870, όταν ξεκινά η ελληνοβουλγαρική αντιπαράθεση με εκκλησιαστικά και εκπαιδευτικά μέσα. (46) Η ουσιαστική, όμως φάση του, που είναι και ένοπλη, σηματοδοτήθηκε με την επανάσταση του 1878. Από αυτό το χρονικό σημείο οργανώθηκαν ένοπλες ομάδες, που παρά την καταδίωξη και συχνά τις συλλήψεις ηγετών τους από τους Τούρκους, με σημαντικότερες αυτές του 1887 (47) , δεν σταμάτησαν ούτε στιγμή τη δράση τους. Από το 1883 και έπειτα αντιμετωπίζεται η δράση της Βουλγαρικής Εξαρχίας και δεκάδες σλαβόφωνα χωριά επιστρέφουν στο Οικουμενικό Πατριαρχείο (48) , εξέλιξη καθοριστική, καθώς, όπως ήδη επισημάνθηκε, ο εθνικός προσδιορισμός γινόταν ουσιαστικά με βάση τη συμμετοχή στην αντίστοιχη Εκκλησία. Με δωρεές και προσπάθειες ομογενών από πολλά μέρη της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και πλούσιων κατοίκων της περιοχής δημιουργούνται διαρκώς σχολεία, βιβλιοθήκες και άλλα ιδρύματα (49) . Σημαντικό ρόλο θα διαδραματίσουν ο «Σύλλογος προς Διάδοσιν των Ελληνικών Γραμμάτων», ιδρυθείς στην Αθήνα το 1869, η «Μακεδονική Φιλεκπαιδευτική Αδελφότης», ιδρυθείσα στην Κωνσταντινούπολη το 1871 και υπό την καθοδήγηση του ελληνικού Υπουργείου Εξωτερικών, από το 1887, η «Επιτροπή προς Ενίσχυσιν της Εκκλησίας και Παιδείας» (50). Δεν λείπει φυσικά, ήδη από την επανάσταση του 1878, και η συνδρομή από ιδιώτες και εξέχουσες μορφές του Βασιλείου της Ελλάδας, όπως ο Κ. Βατικιώτης, Πρόξενος στη Θεσσαλονίκη (51) , ο Μιχαήλ Μελάς, πατέρας του εθνομάρτυρα Παύλου Μελά (52) , ο Στέφανος Δραγούμης (53) , ο Πρόξενος στο Μοναστήρι Λογοθέτης (54) και αρκετοί άλλοι. Ο Ελληνισμός οργανωνόταν, εντός και εκτός Ελλάδος, ιδρύοντας, μάλιστα, για τους σκοπούς του αγώνα τη «Νέα Φιλική Εταιρεία» και εγκαθιστώντας δίκτυα τροφοδότησης των ανταρτών με όπλα, χρήματα, εφόδια (55) . Ας σημειωθεί ότι ανάλογη δράση είχε ήδη αναληφθεί και σε Θεσσαλία - Ήπειρο (56) , αν και στη Θεσσαλία δεν συνεχίσθηκε επί μακρόν, εφ’ όσον εντός ολίγου (1881) επρόκειτο να αποδοθεί στην Ελλάδα.
Το επίσημο ελληνικό κράτος, από την πλευρά του, προσπαθεί να ισορροπήσει ανάμεσα στις πιέσεις των Δυνάμεων για αποχή από ενέργειες που θα αποσταθεροποιούσαν την περιοχή και στην πίεση πολιτών και πολιτικών για δράση, άλλοτε από ανησυχία για τις εξελίξεις στη Μακεδονία και τα υπόλοιπα Βαλκάνια και άλλοτε υπό την επήρεια του συνήθους λαϊκισμού και της εντόνου αντιπολιτευτικής διαθέσεως. Η επίσημη Ελλάδα θα μπορούσε να υποστηριχθεί ότι άργησε να αντιληφθεί τον σλαβικό κίνδυνο. Και όταν αυτός έγινε σαφής δυσκολεύθηκε υπό το βάρος των ξένων πιέσεων, της πολιτικής αστάθειας και της οικονομικής δυσπραγίας να αντιδράσει συστηματικά, οργανωμένα και στην έκταση που επέβαλαν οι περιστάσεις. Το κενό αυτό κάλυψαν σε κάποιο βαθμό, όπως ήδη έχει αναφερθεί, οι ιδιώτες και σε πολύ μεγαλύτερο οι ομογενείς της διασποράς και της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Στον καθοριστικό για τις μετέπειτα εξελίξεις ρωσοτουρκικό πόλεμο του 1877-78 η στάση της χώρας μας υπήρξε επαμφοτερίζουσα. Είχε ήδη αρνηθεί να συμπράξει στον πόλεμο κατά της Τουρκίας με την Σερβία (1876), παρά την επίκληση από τους Σέρβους της Συνθήκης του Φεσλάου (1867) (57) , αρνήθηκε και πάλι τη συμμετοχή στο ρωσοτουρκικό πόλεμο, παρ’ ότι η πίεση της κοινής γνώμης και μερίδας των πολιτικών, υπό το φόβο κυρίως των σλαβικών κερδών εις βάρος των εθνικών δικαίων στην υπό κατάρρευση Ευρωπαϊκή Τουρκία, υπήρξε ισχυρή. Εισέρχεται τελικά στον πόλεμο, εισβάλλοντας στη Θεσσαλία, όταν αυτός είχε, πλέον, λήξει, για να αποσύρει αμέσως τις δυνάμεις της. Η αναταραχή, όμως, στην Μακεδονία, που θα είναι, πλέον, μόνιμη δεν θα της επιτρέψει για πολύ να απέχει.
Οι εξελίξεις αυτές λαμβάνουν χώρα σε ένα δυσμενές, πρέπει να επισημανθεί, διεθνές περιβάλλον. Η μικρά, ασταθής και σχετικά ανυπόληπτη Ελλάδα βλέπει τις Δυνάμεις να ανταγωνίζονται πλέον για την αύξηση της επιρροής τους στην αναδυόμενη δύναμη των Βαλκανίων, την Βουλγαρία. Η Ρωσία έχει ήδη κάνει την επιλογή της. Η Βρετανία στηρίζει την ακεραιότητα της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και, αν αυτή παύσει να είναι εφικτή, προκρίνει την αντικατάστασή της από μια συμμαχία των χριστιανικών λαών της περιοχής και όχι ένα μόνο κράτος. Επιχειρεί δε, καθ’ όλη αυτή την περίοδο να δελεάσει την Βουλγαρία, την οποία, ελπίζει να αποσπάσει από την πρόσδεση στη Ρωσία. Η Αυστρία, αν και έχει την προσοχή της στραμμένη στα βορειοδυτικά Βαλκάνια και με το Συνέδριο του Βερολίνου αυξάνει την παρουσία της (Βοσνία - Ερζεγοβίνη), δεν αδιαφορεί για την τύχη της Θεσσαλονίκης. Η Γερμανία στην αρχή λειτουργεί συμπληρωματικά της Αυστρίας, δεν αργεί, όμως, να την υπερκεράσει και να αναμιχθεί δραστήρια, στα πλαίσια του δόγματος «Ντραγκ ναχ Όστεν» (του δρόμου προς την Ανατολή), ταυτίζοντας τα συμφέροντά της με την Τουρκία και τη Βουλγαρία. Κρίσιμη και δυσάρεστη για την Ελλάδα εξέλιξη απετέλεσε η συνεννόηση Γερμανίας, Αυστρίας και Ρωσίας της 6/18 Ιουνίου 1881. Η συνεργασία τους αφαιρούσε πλέον τη δυνατότητα ελιγμών από την Ελλάδα και την ευκαιρία να αξιοποιεί διπλωματικά τις μεταξύ τους διενέξεις. Επρόκειτο δε να αποτελέσει ισχυρό πλήγμα για τα ελληνικά σχέδια για τη Μακεδονία, τα οποία δεν θα μπορούσαν να συνδυασθούν με μια κοινή πολιτική των Δυνάμεων αυτών στην περιοχή (58) .
Με δεδομένη αυτή τη στάση των Δυνάμεων δεν είναι δυσερμήνευτη η ευκολία με την οποία η Βουλγαρία προσάρτησε πραξικοπηματικά την Ανατολική Ρωμυλία. Σύμφωνα με τις ρυθμίσεις του Βερολίνου η Ανατολική Ρωμυλία κατέστη αυτόνομος, με Χριστιανό κυβερνήτη που όριζε ο Σουλτάνος με τη σύμφωνο γνώμη των Δυνάμεων. Αμέσως με την εφαρμογή του νέου καθεστώτος άρχισε ο εκβουλγαρισμός, καθώς έντονος ήταν ο φόβος ότι το πολυάριθμο ελληνικό στοιχείο, για το οποίο ας σημειωθεί δεν υπήρξε πρόνοια στο Βερολίνο, θα κυριαρχούσε. Οι βουλγαρικές πιέσεις, η αδιαφορία της Τουρκίας, που θεωρούσε την περιοχή χαμένη, η ελληνική αδυναμία και η αγγλική συνδρομή, επέτρεψαν το 1885 (6/18 Σεπτεμβρίου) στη Βουλγαρία, να εκδηλώσει το πραξικόπημα που οδήγησε στην ένωση. Τρεις μέρες αργότερα ο ηγεμόνας της Βουλγαρίας Αλέξανδρος Βάτεμπεργκ σπεύδει στη Φιλιππούπολη, όπου ανακηρύσσεται ηγεμόνας των «Δύο Βουλγαριών» (59) . Από αυτή τη στιγμή και έπειτα το ελληνικό στοιχείο, που σημειωτέον έφθανε τα 250.000 (60) άτομα, φθίνει. Αμέσως αρχίζουν περιορισμοί και διώξεις που κορυφώνονται το 1903 και το 1906, όταν αποχωρούν μαζικά 50.000 άτομα, για να ακολουθήσει η τελική εκκένωση της περιοχής το 1922-23 (61) . Στην ελεύθερη Ελλάδα οι λαϊκές αντιδράσεις υπήρξαν εντονότατες, η δε κυβέρνηση ανετράπη, αφού προχώρησε σε επιστράτευση, για να προκαλέσει την άμεση αντίδραση των Δυνάμεων, που έφθασε μέχρι τον ναυτικό αποκλεισμό της χώρας (26 Απριλίου/8 Μαΐου 1886) (62) . Η Βουλγαρία, παραλλήλως, ξεπέρασε σχετικά εύκολα την κρίση χάρη και στον νικηφόρο πόλεμο που διεξήγαγε, δεχόμενη επίθεση από τη Σερβία (63) .
Οι εύκολες ουσιαστικά επιτυχίες του 1878 και του 1885 «μεθούν», πλέον, τη Βουλγαρία που εξορμά για την απόκτηση του «μεγάλου επάθλου», τη Μακεδονία. Συστηματοποιεί και οργανώνει ακόμη περισσότερο τη δράση της. Το 1893 στη Ρέσνα της βορείου Μακεδονίας ιδρύεται η «Μυστική Μακεδονική Επαναστατική Οργάνωση» (ΕΜΕΟ), που τρία χρόνια αργότερα μετονομάζεται σε «Εσωτερική Μακεδονο-αδριανοπολίτικη Επαναστατική Οργάνωση», προκειμένου να συμπεριλάβει και τη Θράκη. Με το σχηματισμό αρκετών πυρήνων της συστήνεται στη Σόφια συντονιστικό όργανο υπό τον τίτλο «Τσεντράλεν Κομιτέτ» (Κεντρική Επιτροπή). Διαβλέποντας ότι η μέχρι τότε τακτική της προσχηματικής χρήσης της θρησκείας (απόσπαση χωριών από το Πατριαρχείο χάριν της Εξαρχίας) αποδεικνυόταν ανεπαρκής, υιοθετούν το σύνθημα «η Μακεδονία στους Μακεδόνες» και εξορμούν για την επίτευξη της αυτονομίας, που θα καθιστούσε πολύ πιο εύκολη, κατά το προηγούμενο της Ανατολικής Ρωμυλίας, την εν συνεχεία ενσωμάτωση στη Βουλγαρία. Εν τω μεταξύ την πρωθυπουργία της χώρας αναλαμβάνει, σε αντικατάσταση του Σταμπούλωφ, ο Στωίλωφ, εκφραστής της δυναμικής και άμεσης παρέμβασης στη Μακεδονία, την οποία και καθιστά κύριο στόχο της εξωτερικής πολιτικής του(64) . Το 1895 ιδρύεται στη Σόφια η «Ανώτατη Μακεδονική Επιτροπή» («Βερχόβεν Κομιτέτ»), με στόχο την απορρόφηση και έλεγχο του πρώτου, για τη διεξαγωγή του αγώνα υπό κεντρικό έλεγχο και στόχο την άμεση ενσωμάτωση της Μακεδονίας στη Βουλγαρία. Η βουλγαρική εξόρμηση συστηματοποιείται, λοιπόν, και μετά τον ελληνοτουρκικό πόλεμο του 1897 προσλαμβάνει εκτεταμένες διαστάσεις(65) . Η ταπεινωτική ήττα της Ελλάδος υπήρξε καταστροφική για τον ελληνισμό της Μακεδονίας. Οι Τούρκοι στράφηκαν με μένος εναντίον των Ελλήνων, ενώ παραχώρησαν σειρά προνομίων στους βουλγαρικούς πληθυσμούς και σε ορισμένους ρουμανίζοντες βλάχους.(66) Συν τοις άλλοις από το 1899 σχηματίζεται στη Βουλγαρία πανεθνική κυβέρνηση.
-------------------------------------------
(1) Ν. Ι. Μέρτζου, «Εμείς οι Μακεδόνες», σελ. 55, Εκδόσεις Ι. Σιδέρη
(2) Λεξικό Λαρούς, Πάπυρος Λαρούς Μπριτάνικα, τόμος 48, σελίδες 73-74
(3) Λεξικό Λαρούς, όπ. πρ., τόμος 48, σελίδες 73-74
(4) Σπ. Β. Μαρκεζίνη, Πολιτική Ιστορία της Νεωτέρας Ελλάδος, 1968, «ΠΑΠΥΡΟΣ - ΓΡΑΦΙΚΑΙ ΤΕΧΝΑΙ», τόμος 2, σελ. 97
(5) Ν. Ι. Μέρτζου, όπ. πρ., σελ. 48
(6, 7, 8) Σπ. Β. Μαρκεζίνη, όπ. πρ., τόμος 2, σελ. 99
(9) Λεξικό Λαρούς, Πάπυρος Λαρούς Μπριτάνικα, τόμος 48, σελίδες 73-74
(10) «Ιστορία της Χερσονήσου του Μωρέα κατά τον μέσον αιώνα», τόμος Α’, 1830
(11) Σπ. Β. Μαρκεζίνη, όπ. πρ., τόμος 2, σελ. 95 και 97
(12) Κάρολος Χοπφ, «Οι Σλάβοι εν Ελλάδι», Ανασκευή των θεωριών Φαλλμεράϋρ, μεταφρασθείσα εκ του Γερμανικού υπό ΦΡΑΓΚΙΣΚΟΥ ΖΑΜΒΑΛΔΗ, καθηγητού εν Βενετία, Εν Βενετία, Εκ του Τυπογραφείου il Tempo, 1872. Ανατύπωση ΔΙΟΝΥΣΙΟΥ ΝΟΤΗ ΚΑΡΑΒΙΑ.
(13) N. Miller, Ιστορία της Βουλγαρίας, ελληνική μετάφραση Λ. Καλβοκορέση, σελ 4 [Σπ. Β. Μαρκεζίνη, όπ. πρ., τόμος 2, σελ. 99]
(14) Holland Rose, «The Development of the European Nations 1870-1900», τόμ. Α’, σελ 299 [Πολιτική Ιστορία της Νεωτέρας Ελλάδος, Σπ. Β. Μαρκεζίνη,τόμος 2, σελ. 99]
(15) Σπ. Β. Μαρκεζίνη, όπ. πρ., τόμος 2, σελ. 99
(16) Παναγιώτη Μαχαίρα, «Μακεδονία, Ελλάδος Πρόφραγμα», σελ.28, Αθήνα 1992
(17) B. H. Sumner, «Russia and the Balkans 1870-1880», σελ 112, [Σπ. Β. Μαρκεζίνη, όπ. πρ., τόμος 2, σελ. 99]
(18) William Miller, «Σύγχρονος Ιστορία», Καίμπριτζ, τομ. ΙΒ, σελ 381 [Πολιτική Ιστορία της Νεωτέρας Ελλάδος, Σπ. Β. Μαρκεζίνη, τόμος 2, σελ. 100]
(19) Παναγιώτη Μαχαίρα, όπ. πρ., σελ.28, Αθήνα 1992
(20) Ν. Ι. Μέρτζου, όπ. πρ., σελ. 50, (21) Douglas Dakin, «Η ενοποίηση της Ελλάδας, 1770-1923», Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης, σελ.188-189
(22) Douglas Dakin, όπ. πρ., σελ.188-189
(23) Οι γνώμες, ως προς το ρόλο του Ιγνάτιεφ, διχάζονται. Είναι γεγονός ότι εξυπηρετούσε τα πανσλαβιστικά σχέδιά του η ίδρυση της Βουλγαρικής Εξαρχίας. Κατά την άποψη που θεωρώ επικρατέστερη, εργάσθηκε γι’ αυτή, δεν την επιθυμούσε, όμως, με τον βιαστικό και μειωτικό του Πατριαρχείου τρόπο που επεβλήθη. Κατά άλλη άποψη (βλ. Ν. Ι. Μέρτζου, όπ. πρ., σελ 49 και επόμ., W. Miller, Ιστορία του Ελληνικού λαού, 1821-1921, Μετάφρασις εκ της αγγλικής υπό Κώστα Καιροφυλα, Έκδοσις Εταιρίας «ΤΥΠΟΣ», Αθήναι 1924, σελ 97-98) αποτελεί τον κύριο, αν όχι αποκλειστικό, υπεύθυνο, στα πλαίσια του σχεδίου μείωσης του ρόλου του Οικουμενικού Πατριαρχείου προς όφελος της Ρωσικής Εκκλησίας.
(24) Douglas Dakin, όπ. πρ., σελ.188-189
(25) Σπ. Β. Μαρκεζίνη, όπ. πρ., τόμος 2, σελ. 100
(26) Douglas Dakin, όπ. πρ., σελ.190
(27) Ν. Ι. Μέρτζου, όπ. πρ., σελ. 46
(28) Σπ. Β. Μαρκεζίνη, όπ. πρ., τόμος 2, σελ. 61-65
(29)W. Miller, όπ. πρ., σελ. 139
(30) Σπ. Β. Μαρκεζίνη, όπ. πρ., τόμος 2, σελ. 61-65
(31) V. Berard, «Τουρκία και Ελληνισμός, Οδοιπορικό στη Μακεδονία, Εκδόσεις Τροχαλία, σελ 250 & 265Το βιβλίο στηρίζεται στις εμπειρίες του συγγραφέως κατά ο ταξίδι του στην περιοχή το 1890-1892. Οι σερβικές βλέψεις στη Μακεδονία θεμελιώνονται στο βιβλίο του Γκόπτσεβιτς «Μακεδονία και Παλαιά Σερβία», Βιέννη, 1899.
(32) W. Miller, όπ. πρ., σελ. 97-98
(33)Σπ. Β. Μαρκεζίνη, όπ. πρ., τόμος 2, σελ. 100-101
(34) Douglas Dakin, όπ. πρ., σελ.198-199
(35) Σπ. Β. Μαρκεζίνη, όπ. πρ., τόμος 2, σελ. 101
(36) Douglas Dakin, όπ. πρ., σελ.205
(37) Ν. Ι. Μέρτζου, όπ. πρ., σελ. 86
(38) Ν. Ι. Μέρτζου, όπ. πρ., σελ. 77
(39) Ν. Ι. Μέρτζου, όπ. πρ., σελ. 77
(40) Ν. Ι. Μέρτζου, όπ. πρ., σελ. 78
(41) Ν. Ι. Μέρτζου, όπ. πρ., σελ. 86
(42) Ν. Ι. Μέρτζου, όπ. πρ., σελ. 56
(43) Ν. Ι. Μέρτζου, όπ. πρ., σελ. 76
(44) Ν. Ι. Μέρτζου, όπ. πρ., σελ. 101
(45) Ν. Ι. Μέρτζου, όπ. πρ., σελ. 63-68
(46) Ευ. Κωφού, «Η εξωτερική πολιτική και τα ζητήματα της εθνικής ολοκλήρωσης», Νεώτερη Ελληνική Πολιτική Ιστορία 1750-1940, Ελεύθερος Τύπος, τεύχος 14, σελ 343
(47) Ν. Ι. Μέρτζου, όπ. πρ., σελ. 93-95(48) Ν. Ι. Μέρτζου, όπ. πρ., σελ. 77
(49) Ν. Ι. Μέρτζου, «Εμείς οι Μακεδόνες», σελ. 103-114
(50) Βασίλη Γούναρη, «Ο Μακεδονικός Αγώνας». Η Ελλάδα τον 20ο αιώνα, 1900 - 1910. Καθημερινή - Επτά Ημέρες, 17/10/1999, σελ 11-13
(51) Ν. Ι. Μέρτζου, όπ. πρ., σελ. 67
(52) Ν. Ι. Μέρτζου, όπ. πρ., σελ. 65
(53) Ν. Ι. Μέρτζου, όπ. πρ., σελ. 65
(54) Douglas Dakin, όπ. πρ., σελ.202
(55) Ν. Ι. Μέρτζου, όπ. πρ., σελ. 92
(56) Douglas Dakin, όπ. πρ., σελ.202
(57) Σπ. Β. Μαρκεζίνη, όπ. πρ., τόμος 2, σελ. 79
(58) Σπ. Β. Μαρκεζίνη, όπ. πρ., τόμος 2, σελ. 158
(59) Πάπυρος Λαρούς Μπριτάνικα, τόμος 52, σελ. 408
(60) Ν. Ι. Μέρτζου, όπ. πρ., σελ. 84
(61) Πάπυρος Λαρούς Μπριτάνικα, τόμος 52, σελ. 408
(62) Ν. Ι. Μέρτζου, όπ. πρ., σελ. 82-83
(63) Σπ. Β. Μαρκεζίνη, όπ. πρ., τόμος 2, σελ. 180-182
(64) Παναγιώτη Μαχαίρα, όπ. πρ., σελ.45, Αθήνα 1992
(65) Ν. Ι. Μέρτζου, όπ. πρ., σελ. 123-125
(66) Ευ. Κωφού, όπ. πρ., τεύχος 14, σελ 339
Το blog, για τους λόγους που βιώνουμε προσωπικά, οικογενειακά και κοινωνικά, αλλάζει την κύρια κατεύθυνσή του και επικεντρώνεται πλέον στην Κρίση.
Βασική του αρχή θα είναι η καταπολέμηση του υφεσιακού Μνημονίου και όποιων το στηρίζουν.
Τα σχόλια του Κρούγκμαν είναι χαρακτηριστικά:
...Άρα βασιζόμαστε τώρα σε ένα σενάριο σύμφωνα με το οποίο η Ελλάδα είναι αναγκασμένη να «πεθάνει στη λιτότητα» προκειμένου να πληρώσει τους ξένους πιστωτές της, χωρίς πραγματικό φως στο τούνελ.Και αυτό απλώς δεν πρόκειται να λειτουργήσει....[-/-]....οι πολιτικές λιτότητας οδηγούν την οικονομία σε τόσο μεγάλη ύφεση που εξανεμίζονται τα όποια δημοσιονομικά οφέλη, υποχωρούν τα έσοδα και το ΑΕΠ και ο λόγος του χρέους προς το ΑΕΠ γίνεται χειρότερος.
Βασική του αρχή θα είναι η καταπολέμηση του υφεσιακού Μνημονίου και όποιων το στηρίζουν.
Τα σχόλια του Κρούγκμαν είναι χαρακτηριστικά:
...Άρα βασιζόμαστε τώρα σε ένα σενάριο σύμφωνα με το οποίο η Ελλάδα είναι αναγκασμένη να «πεθάνει στη λιτότητα» προκειμένου να πληρώσει τους ξένους πιστωτές της, χωρίς πραγματικό φως στο τούνελ.Και αυτό απλώς δεν πρόκειται να λειτουργήσει....[-/-]....οι πολιτικές λιτότητας οδηγούν την οικονομία σε τόσο μεγάλη ύφεση που εξανεμίζονται τα όποια δημοσιονομικά οφέλη, υποχωρούν τα έσοδα και το ΑΕΠ και ο λόγος του χρέους προς το ΑΕΠ γίνεται χειρότερος.
Παρασκευή 29 Δεκεμβρίου 2006
Σλαβόφωνοι Έλληνες_3
ε: Δράση μετά τό 1878 καί ώς την έναρξη του Κυρίως Μακεδονικού Αγώνα
Μετά τό 1878 στη Βόρεια καί τή Δυτική Μακεδονία δρούσαν επαναστατικά σώματα με ηγέτες τούς δίγλωσσους:
- Βασίλη Ζούρκα και Νικόλαο Γκίζα ή Κορδίστα στις Πρέσπες και στο Βίτσι.
- Θανάση Μπρούφα και Τάκη Περήφανο στο Μορίχοβο και στα κεφαλοχώρια γύρω από το Μοναστήρι,
- Καραναούμ ή Ναούμη στην περιοχή τής Φλώρινας, Κορεστίων, Καστοριάς, Κορυτσάς,
- Ναούμ Σπανό από τη Χρούπιστα, στην Καστοριά, Ανασελίτσα και Γράμμο και
- Καταραχιά στο Βίτσι, στο Μουρίκι και στο Βέρμιο.
Στο μεταξύ οι Βούλγαροι, θέλοντας νά επιτύχουν εφαρμογή του άρ. 10 του σουλτανικού φιρμανιού για την ίδρυση τής Εξαρχίας (σύμφωνα με τό οποίο θα θεωρούνταν βουλγαρικές όσες κοινότητες με πλειοψηφία των 2/3 των κατοίκων τους θα δήλωναν σχετικά) έκαμαν συστηματικό αγώνα εκβουλγαρισμού των Ελλήνων και στράφηκαν σε πρώτη φάση προς τούς σλαβοφώνους, οι οποίοι όμως δεν έδειξαν αυτή τή διάθεση.
Ή αντίδραση αυτή των σλαβοφώνων τής Μακεδονίας οδήγησε τούς Βουλγάρους στην ίδρυση τής Ε.Μ.Ε.Ο. τό 1893 καί στην αποστολή ενόπλων συμμοριών στη Μακεδονία για νά επιτύχουν με τό όπλο ό,τι δεν μπόρεσαν με την πειθώ καί την προπαγάνδα.
Ή δράση των κομιτατζήδων άρχισε τό 1895 από τις περιοχές Νευροκοπίου, Πετριτσίου, Μελενίκου καί Στρώμνιτσας, όπου υπήρχε σλαβόφωνο ελληνικό στοιχείο.
Η ελληνική απάντηση δόθηκε τό καλοκαίρι τού 1896 με σώματα πού μπήκαν από τή Θεσσαλία. Αλλά “τό αντάρτικο κίνημα του 1896 βασίσθηκε κυρίως στους ενόπλους ελληνομακεδονικούς πυρήνες, οι οποίοι διεδραμάτισαν σημαντικό ρόλο κατά τό τελευταίο τέταρτο του 19ου αιώνα στην εθνική κινητοποίηση του Ελληνισμού της Μακεδονίας” καί “Η ταχύτατη ελληνική διείσδυση στο γεωγραφικό αυτό χώρο του 1896 οφείλεται κυρίως στην παρουσία των έμπειρων δυτικομακεδόνων οπλαρχηγών, πολλοί από τούς οποίους είχαν πάρει μέρος στην επανάσταση του 1878 καί γνώριζαν άριστα τούς τόπους εκείνους, αλλά καί στη φιλική μεταχείριση των ελληνικών πληθυσμών, όπου έδρασαν τα ελληνικά σώματα”.
Επικεφαλής τής κίνησης τού 1896 τέθηκε ό παλαίμαχος Μακεδόνας (Γρεβενά) αγωνιστής Θανάσης Μπρούφας (1892-1897), πού είχε υπαρχηγούς τούς Μακεδόνες Τάκη Νάτσιο (Περήφανο), Δημ. Καναβό, Ιωάν. Γεωργαντά, Ιωάν. Τσάμη, Βασ. Οικονόμου καί Λάζο Βαρδή. Ο Μπρούφας σκοτώθηκε τό 1897 στο Μπέλες καί ή πρωτοβουλία τού κινήματος ανελήφθη από άλλους ντόπιους οπλαρχηγούς, πού οι περισσότεροι ήταν σλαβόφωνοι.
Σ’ αυτή τή φάση διακρίθηκαν ιδιαίτερα οι εξής Έλληνες σλαβόφωνοι ηγέτες:
- Τάκης Νάτσιος ή Περήφανος. Όπως αναφέραμε ήταν υπαρχηγός τού Μπρούφα. Στις 15-8-1896, ό Τάκης, ό επίσης σλαβόφωνος υπαρχηγός από τό Μεγάροβο Κωνσταντίνος Γκούντας κ.α. μαζεύθηκαν στο Μοναστήρι τής Παναγιάς τής Στρώμνιτσας κοντά στο χωριό Λουμπόϊνο (πού σήμερα βρίσκεται στη νότια Γιουγκοσλαβία) κι από εκεί έστειλαν προκήρυξη προς τούς κατοίκους τής Μακεδονίας καί τούς ξένους προξένους εξηγώντας τούς λόγους τής ανάληψης δραστηριότητας. Το ελληνικό στοιχείο είδε με ανακούφιση τις επιτυχίες τού Τάκη στα Κορέστια, αλλά τό σώμα του διαλύθηκε σε μάχη με τούς Τούρκους στο Μπούκοβο τό Σεπτέμβριο τού 1896.
- Γούλας Γκρούτας. Ηγήθηκε αντάρτικου σώματος τό 1896, στο οποίο εντάχθηκε καί τό σώμα τού Καρβελά, πού συνεργαζόταν με τόν Π. Βερβέρα (αδερφό τού Χρίστου Βερβέρα πού ήταν υπαρχηγός ενός σώματος με αρχηγό τόν Μακεδόνα Πλατή, τό οποίο έδρασε στα μέσα Ιουλίου 1896). Ο Γκρούτας έμεινε στην ιστορία σαν τιμωρός τού Αλβανού μπέη τού χωριού Πλέσια (Μελίσσι) Γρεβενών, πού έδειχνε υπέρμετρη σκληρότητα προς τούς Έλληνες. Τό σώμα του συγκρούσθηκε με τούς Τούρκους κοντά στα Ανάβρυτα (Βρέσθενα).
- Ναούμ (ης) Κύρου. Αρνήθηκε νά προσκυνήσει τόν μπέη τού Ζέλοβου (Ανταρτικού) καί με συντρόφους τον επίσης σλαβόφωνο Ζούρκα, τον Τσολάκη κ.ά. εκτέλεσε τον μπέη μαζί με τούς πέντε τουρκαλβανούς σωματοφύλακές του. Την εποχή εκείνη έρχονταν οπλοφόροι κι από την παλιά Ελλάδα, άλλοτε “κλέφτες”, άλλοτε ληστές ή και τα δύο. 0 Ναούμης διατηρούσε στενές σχέσεις μαζί τους. Ορισμένες φορές δρούσε μαζί τους κι άλλες χωριστά. Αυτοί, τον χειμώνα έφευγαν, όπως τά χελιδόνια. Ο Ναούμης ήταν ριζωμένος στον τόπο του. Επί χρόνια γύριζε στα βουνά πολεμώντας τούς Τούρκους. Ο Αμπεντίν μπέης για νά τόν εκδικηθεί έπιασε δύο συγγενείς του, τον Μαύρο καί τόν Βέϊνο καί τούς κάρφωσε σ’ ένα δένδρο στις Καρυές τής Πρέσπας. Σε μία συμπλοκή κοντά στο Ανταρτικό σκοτώθηκε ό σύντροφός του Τσολάκης καί σ’ ένα μοναστήρι κοντά στην Καστοριά ό Ζούρκας. Δεν άργησε νά έρθει καί ή σειρά του. Προδόθηκε καί οι αγάδες τής Λευκώνας τού έκοψαν τό κεφάλι καί τό γύριζαν καρφωμένο σ’ ένα ξύλο θριαμβευτικά στην Καστοριά καί στα γύρω χωριά.
- Ναούμης Κωνσταντινίδης. Καταγόταν από την Ιεροπηγή (Κωστενέτσι). Γενναίος οπλαρχηγός έγινε ό φόβος καί ό τρόμος των Τούρκων στην περιοχή των Κορεστίων. Μία πράξη του δημιούργησε θρύλο γύρω από τό όνομά του. Μία βραδιά ραμαζανιού τού 1880 μπήκε μέσα στη Φλώρινα καί απήγαγε τόν Τούρκο καϊμακάμη (έπαρχο).
- Ναούμ Σπανός- Απίκραντος. Όπως αναφέραμε και παραπάνω ήταν τρίγλωσσος (ελληνόφωνος, σλαβόφωνος, βλαχόφωνος) και έδρασε και στις παραμονές τού πολέμου τού 1897 (μετέχοντας στο σώμα των Γ. Καψαλόπουλου και Αλ. Μυλωνά μαζί με άλλους Μακεδόνες οπλαρχηγούς όπως Νταβέλης, Αλαμάνας, Βαρζής, Ι. Τσάμης κ.α.) όσο καί στον (κυρίως) Μακεδονικό Αγώνα.
Ο ίδιος αφηγήθηκε τή ζωή του στον Χαρ. Γ. Σακελλαριάδη καί ή Εταιρεία Μακεδονικών Σπουδών εξέδωσε την αφήγησή του αυτή ώς Απομνημονεύματα, τό 1957. Περίληψη των Αναμνήσεων του δίνει ό Χαρ. Σακελλαριάδης με τά εξής:
“Γεννήθηκε, όπως τό λέει καί στις αναμνήσεις του, στη Χρούπιστα (τώρα Άργος Ορεστικό), τή γνωστή κωμόπολη της Μακεδονίας, πού οι κάτοικοί της καί πριν από πολλά χρόνια ήσαν βλαχόφωνοι, αλλά πάντοτε με συνείδηση ελληνική. Στην επανάσταση του 1821 τό χωριό του ξεσηκώθηκε κι αυτό με αρχηγό τόν καπετάν Βαγγέλη Σπανό, αδερφό του παππού του, πού σκοτώθηκε τότε από τούς Τούρκους. Έγινε κατόπιν καπετάνιος ό δεύτερος αδερφός του, ό Σέργιος, καί μετά τό θανάτωμα κι αυτού πήρε την αργία ή αδερφή τους Μαρία, ή Σπανομαρία, καθώς τή λέγανε καί τότε. Κατόπιν μάλιστα όλη ή οικογένεια ονομάστηκε από τούτη Σπανομαρία, από το παρανόμι πού της βγάλαν. Πολύ κατόπιν ό καπετάν Ναούμ ξαναπήρε τό πρώτο οικογενειακό του όνομα, Σπανός. Τόν παππού του, οχτάχρονο παιδάκι ακόμη, στην επανάσταση του 1821 τόν πήγαν από τή Χρούπιστα σε κάτι συγγενείς τους στη Νιγρίτα, για νά τόν προφυλάξουν. Ξαναγύρισε στο χωριό με τό τέλος της επανάστασης, κι όταν μεγάλωσε, έγινε ράφτης καί τούτος, γιατί όλη τους ή οικογένεια για επάγγελμα είχε τή ραφτική. Ράφτη ς ήταν καί ό ίδιος ό καπετάν Ναούμ, καί πρώτος μάλιστα στο χωριό του άρχισε αυτός νά ράβη παντελόνια, γιατί ώς τό τότε φορούσαν εκεί αντεριά. Νέος πολύ ακόμα, επειδή σκότωσε κάποιο Τούρκο, επήρε τότε τά βουνά κι έκανε δικό του σώμα αντάρτικο. Μπορούμε νά τόν λογαριάσουμε λοιπόν από τούς πρώτους μακεδονομάχους. ό περίφημος καπετάν Κώττας, πού τά παιδιά του ό Σπανός ύστερ’ από τόσες περιπέτειες -μας τις περιγράφει στις αναμνήσεις του- κατάφερε νά τα φέρη στην Αθήνα άρχισε νά χτυπιέται με τούς Τούρκους μετά τό 1897. Ήταν άλλωστε οικογενειακή παράδοση ό ολόθερμος πόθος για τό ξελευθέρωμα της πατρίδας του. Κι ό μεγαλύτερος αδερφός του, ό αρχιμανδρίτης στη Χρούπιστα παπα-Γιαννάκης, κρατούσε μυστική αλληλογραφία με τ’ ανταρτικά σώματα καί τούς έστελνε κάπες καί κόλτσες, πού τις πλέκανε οι γυναίκες. Γι’ αυτό τό λόγο φυλακίστηκε από τούς Τούρκους στα Βιτώλια.
Οι αναμνήσεις του καπετάν Ναούμ είναι, νομίζω, ενδιαφέρουσες πολύ, γιατί τώρα μ’ αυτές έρχονται στο φως τόσες άγνωστες λεπτομέρειες από πλήθος γεγονότα του Μακεδονικού αγώνα, καί πριν αρχίσει ακόμα συστηματικά ή ένοπλη αντίσταση εναντίον των Βουλγάρων, πράμα πού έγινε μόλις τό 1902. Υστερ’ από κάθε αξιοπρόσεχτο περιστατικό, κίνδυνο, περιπέτεια ή μάχη, όπου ποτέ δεν έχανε την ψυχραιμία -για τούτο ακριβώς τόν ονομάσαν καπετάν Απίκραντο- κρατούσε σημειώσεις καί τις φύλαγε στης κάπας του τό μανίκι. Αυτές χρησιμοποίησε κατόπι για νά υπαγορεύση τ’ απομνημονεύματά του στον λόγιο φίλο του Νικόλαο Σαχίνη κι αυτός τάγραψε σε καθαρεύουσα. Έτυχε νά χάση μερικές, μα τά κενά τά συμπλήρωσε άπ’ όσα θυμόταν. Έχει όμως παραλείψει πολλά, καθώς μούχε πει, άπ’ όσα είχε καταφέρει τότε, όπως λ.χ. πώς θανάτωσε μέσα στα Βιτώλια τόν πρόεδρο του βουλγαρικού κομιτάτου Χρηστώφ, πώς πέτυχε κατόπι νά κρυφτή σ’ ένα βλαχόφωνο εκεί κοντά χωριό και νά γυρίση έπειτα για τό παλιά του λημέρια. Οπωσδήποτε αντίθετα με τ’ απομνημονεύματα μερικών άλλων αγωνιστών, οι αναμνήσεις αυτές μακριά από κάθε προσωπική φιλοδοξία ή τοπικιστικά συμφέροντα είναι, νομίζω, γραμμένες μ’ αυθόρμητη ειλικρίνεια, χωρίς καμμιά προσπάθεια νά σκοτιστή ή αλήθεια καί χωρίς ακόμα υπερβολές, τις τόσο πολύ συνηθισμένες σε τέτοιας λογής ενθυμίσεις. Από ένα έλεγχο τουλάχιστο, πού κάναμε, βρίσκουμε πώς σωστά είναι γραμμένα τά σχετικό με τά παιδιά του Κώττα καί την ύπαρξη βουλγαρικού κομιτάτου στην Αθήνα εκείνη την εποχή.
Περιορίζονται όμως αυτές ώς τόν Ιανουάριο του 1905, την εποχή δηλ. πού αναγκάστηκε νά παρατήση τόν αγώνα, αφού ήρθε σ’ αντίθεση σοβαρή με τόν καπετάν Βάρδα. Ήρθε τότε κ’ έμεινε στον Πειραιά καί κατόπι στην Αθήνα. Ξανάπιασε την παλιά του δουλειά, τή ραφτική· μα πάντοτε, όσο τούταν βολετό, πρόσφερε τις υπηρεσίες του για τή Μακεδονία. Το 1907 έγινε πρόεδρος του “Παμμακεδονικού αγώνος Πειραιώς” καί τό 1916-1917 σύμβουλος καί ταμίας του “Παμμακεδονικού αγώνος Αθηνών’’. Αυτόν τό σύλλογο είχαν ιδρύσει Μακεδόνες διαλεχτοί, όπως ό κατόπιν υπουργός της Παιδείας Δ. Δίγκας, οι Καστοριανοί Ιω. Βαλαλάς, πολιτευτής - έγινε ύστερα υπουργός της Παιδείας καί τούτος- καί Κωνστ. Τσιμινάκης, ό γνωστός γιατρό ς νευρολόγος, καί ό Αναστ. Χρηστομάνος, που κρατούσε από παλιά βυζαντινή οικογένεια του Μελένικου. Καθώς είναι γνωστό, ό τελευταίος ίδρυσε τό 1925 τή Μακεδονική Εκπαιδευτική Εταιρεία, τή βραβευμένη από την Ακαδημία των Αθηνών, με σκοπό τή δημιουργία νυκτερινών σχολείων καθώς κι άλλων σχολών σε πολλές περιφέρειες της Μακεδονίας. Με συγκίνηση πάντοτε τούς αναθυμόταν, καθώς κι άλλους αρκετούς, πού τόσο μόχτησαν για τό ξεσκλάβωμα της πατρίδας του, όπως τούς Στέφανο καί Ίωνα Δραγούμη, τόν Κωνστ. Μελά, τόν Ίω. Ράλλη, τόν διευθυντή του “Εμπρός” Δημ. Καλαποθάκη καί τόν έμπορο !ω. Αηδονόπουλο. Οι δύο τελευταίοι μάλιστα έκαναν κι έξοδα πολλά για νά πετύχη ό σκοπός τους. Πάνω απ’ όλους όμως ξόδεψε μ’ απλοχεριά η οικογένεια Δραγούμη.
Από τό 1931 ό Ναούμ Σπανός έμενε στη Νέα Σμύρνη, όπου έκανε καί δημοτικός σύμβουλος στο 1934-1951. Όσοι τόν θυμούνται από παλιότερα χρόνια, όλοι τους μιλάνε για τον έντιμο οικογενειακό του βίο, την εμπορική του αξιοσύνη, την πονετική του φύση, μα καί για τό κουράγιο του καί τή λεβεντιά του· πρώτος όταν στους ελληνικούς χορούς καί στο κλέφτικο τραγούδι. Τά τελευταία χρόνια της τόσο μεστής ζωής του (πέθανε στις 31 Ιουλίου του 1955) τό πέρασε αποτραβηγμένος σε τούτο τό προάστειο, πού τό ακριβαγαπούσε σα δεύτερή του πατρίδα- για την ίδρυση καί προκοπή του χάρισε οικόπεδο από δέκα στρέμματα, με κάποιαν άνεση ευτυχώς οικονομική, μέσα σε ζεστασιά οικογενειακής ευλογίας. Στοχαστικά καί ολόψυχα παραδομένος πια σ’ αναθυμίσματα παλιά, έστεκε πάντα με τ’ όνειρο νά έρθουν στο φως της δημοσιότητας αυτές του οι αναμνήσεις, πού βγάζοντάς τες τώρα από την μία λήθη έχουμε την ελπίδα πώς δεν τις ξαναρίχνουμε σε μιαν άλλη”.
Χαρακτηριστική είναι ή περικοπή των Αναμνήσεων του Ν. Σπανού πού περιγράφει πώς ανακάλυψε δραστηριότητα του βουλγαρικού κομιτάτου μέσα στην ίδια την Αθήνα!!!
Εις Αθήνας ήλθαν ακριβώς 3 Οκτωβρίου 1899 καί εφρόντιζα δι’ εργασίαν. Οκτωβρίου 26 με αντάμωσεν ό Απόστολος Περόφσκης, με χαιρετά “Καλώς τόν καπετάνιο, μου λέγει. Μάς έβγαλες ασπροπρόσωπους τούς Μακεδόνας”. Αυτό ήτο κόλπο του.
Μου λέγει ‘’Καπετάν Ναούμ, ελευθερία νά μην περιμένωμεν ούτε από τούς Βουλγάρους. Μόνον εμείς οι Μακεδόνες νά αγωνισθώμεν διά την Μακεδονίαν μας”. “Μάλιστα ήλθε ή ώρα” αμέσως του είπα. “Μπράβο, πολύ ώρα τά λες”. κάτι όμως είχα υποπτευθή. Έλαβε θάρρος όμως καί μου λέγει ότι “Άρχισαν οι Μακεδόνες νά ετοιμάζωνται. μάλιστα εδώ είναι κομιτάτον από Μακεδόνας καί στην Ρουμανίαν, Σερβίαν καί Βουλγαρίαν, θα ετοιμασθώμεν όλοι οι Μακεδόνες και θα δράσωμεν στην Μακεδονίαν, πρέπει νά εγγραφώμεν όλοι στο κομιτάτο”. Αμέσως εδέχθην εγώ και μου λέγει: “Συ ως καπετάνιος θα παίρνης 15 εικοσόφραγκα τον μήνα και μάλιστα να φύγης να μένης ή εις την Σερβίαν ή εις την Βάρναν της Βουλγαρίας, ώς πού νά ετοιμασθη το κομιτάτον εν έτος ή δύο καί δράσωμεν όλοι οι Μακεδόνες από όλα τα μέρη μαζί’’.
Του είπα “Που θα βρούμε το κομιτάτον;” Μου λέγει πώς πρόεδρος του κομιτάτου εντός των Αθηνών είναι ένας από τον Περλεπέν της Μακεδονίας, είναι πρόεδρος του βουλγαρικού πρακτορείου. Τότε οι Βούλγαροι δεν είχον προξενείον αλλά πρακτορείο. Αμέσως του είπα “Πάμε”. Κινήσαμε, στην οδόν Αχαρνών ήτο το πρακτορείο. Μόλις φθάσαμε εκεί εμπήκαμε μέσα και με αφήνει στη σκάλα κάτω καί ανέβηκε αυτός. Μόλις παρουσιάστηκε, λέγει εις τούς συναθροισθέντας, οίτινες όλοι ήσαν χτίσται, σοβατζήδες και εργολάβοι, άπαντες εκ της επαρχίας Καστοριάς. “Έπεισα τον βλάχο τον καπετάν Ναούμ καί τόν έφερα, τόν έχω κάτω”. Τότε κάποιος Χρήστος Μαρκουλής από το χωρίον Κοναστανέτσι Καστοριάς του λέγει βουλγαρικά “βρε ζμίατα σε κλάβα να ποζούλατα” δηλ. “τό φείδι μπαίνει στον κόρφο, θα σε δαγκώση παρ’ τόν καί φύγε γλήγορα”. Εγώ τα άκουσα όλα. Κατεβαίνει κάτω καί μας λέγει πώς δεν είναι ό πράκτωρ εδώ, το απόγευμα ερχόμεθα. “Ας είναι, του λέγω, ερχόμεθα το απόγευμα”. Εμένα μου μπήκαν οι ψύλλοι στα αυτιά. Εβγήκαμε έξω 80 μέτρα μακρυά και του λέγω.· “Το απόγευμα θα ανταμωθούμε’’ λέγω δε ότι θα υπάγω στην οδόν Αχαρνών αριθμ. 92 εις τον προϊστάμενόν μου Κοντονικολάου Γεώργιον. Μόλις χωρίσαμε, έστριψα και γύρισα πίσω. Απέναντι του πρακτορείου ήταν μία ταβερνίτσα μικρή, εμπήκα μέσα, εζήτησα δύο συκωτάκια και μία πεντάρα ψωμί και πέντε κρασί εκάθησα σιγά-σιγά από το παραθυράκι και έβλεπα την πόρτα του πρακτορείου. Ακριβώς 12 και 20 μεσημέρι, ήτον ημέρα του Αγίου Δημητρίου, είδαν να βγαίνουν δέκα πέντε, τούς οποίους εγνώριζα, διότι τούς έβλεπα τακτικά στο καφενείο των κτιστάδων εις το Βαρβάκειον. Έγραψα τα ονόματά τους και μετά δέκα λεπτά βγήκαν άλλοι δέκα εννέα, των οποίων επίσης έγραψα τα ονόματά των και αυτών. Την άλλην ημέραν, του Αγίου Νέστορος, ώρα 10 επήγα εις τον κ. Στέφανον Δραγούμην, του τα είπα όλα όσα συνέβησαν και ό κ. Δραγούμης με έστειλεν εις τον κ. Πανάν γραμματέα του υπουργείου των εξωτερικών.
Του είπα τα καθέκαστα. Μου λέγει να φροντίσω να ανακαλύψω και άλλα πράγματα. Τότε αμέσως εγώ ήρχισα τη δουλειά μου. Έκαμα μία παρέα από ενθουσιώδεις πατριώτας: τον Ιωάννην Κεφαλάν, Χρήστον Ζησιάδην, Θεόδωρον Θεοδωράκον εκ Μάνης και Γκάγκαν και ήρχισα μυστικά να ανακαλύπτω πολλά μυστικά των κομιτατζήδων, τα οποία έκαμα γνωστά εις τον Δραγούμην και Πανάν. Έμαθα πώς εις την Βάθην, εις την ταβέρναν των αδελφών Λεκαφτσιέφ έφθασαν κομιτατζήδες από την Μακεδονίαν. Επήρα την παρέαν μου μόλις νύκτωσε, επήγα εκεί έβγαλα το πιστόλι και επυροβόλησα και έσπασα την λάμπαν. Αρχίσαμε τις μπιστολιές και εκτυπηθήκανε εξ, οι τέσσερες ήσαν κομιτατζήδες. Από μάς κτυπήθηκεν ό Γκάγκας, με μαχαίρι εις το χέρι και εφύγαμε χωρίς να συλληφθώμεν. Μετά ολίγας ημέρας επήγαμε εις την οδόν Πινακωτών εις το μπακάλικο του Ναούμ Ρούκα, εκεί τον εσπάσαμε εις το ξύλο και το μπακάλικο το εκάμαμε σαλεπιτζήδικο, ώστε ηναγκάσθη να φύγη εις Βουλγαρίαν.
Εν τέλει πολλά άλλα πράγματα εκάμαμε εντός των Αθηνών μέχρι του 1901
Πηγή: Ιωάννης Χολέβας, Οι Έλληνες σλαβόφωνοι της Μακεδονίας, εκδ. Πελασγός, 1999.
Μετά τό 1878 στη Βόρεια καί τή Δυτική Μακεδονία δρούσαν επαναστατικά σώματα με ηγέτες τούς δίγλωσσους:
- Βασίλη Ζούρκα και Νικόλαο Γκίζα ή Κορδίστα στις Πρέσπες και στο Βίτσι.
- Θανάση Μπρούφα και Τάκη Περήφανο στο Μορίχοβο και στα κεφαλοχώρια γύρω από το Μοναστήρι,
- Καραναούμ ή Ναούμη στην περιοχή τής Φλώρινας, Κορεστίων, Καστοριάς, Κορυτσάς,
- Ναούμ Σπανό από τη Χρούπιστα, στην Καστοριά, Ανασελίτσα και Γράμμο και
- Καταραχιά στο Βίτσι, στο Μουρίκι και στο Βέρμιο.
Στο μεταξύ οι Βούλγαροι, θέλοντας νά επιτύχουν εφαρμογή του άρ. 10 του σουλτανικού φιρμανιού για την ίδρυση τής Εξαρχίας (σύμφωνα με τό οποίο θα θεωρούνταν βουλγαρικές όσες κοινότητες με πλειοψηφία των 2/3 των κατοίκων τους θα δήλωναν σχετικά) έκαμαν συστηματικό αγώνα εκβουλγαρισμού των Ελλήνων και στράφηκαν σε πρώτη φάση προς τούς σλαβοφώνους, οι οποίοι όμως δεν έδειξαν αυτή τή διάθεση.
Ή αντίδραση αυτή των σλαβοφώνων τής Μακεδονίας οδήγησε τούς Βουλγάρους στην ίδρυση τής Ε.Μ.Ε.Ο. τό 1893 καί στην αποστολή ενόπλων συμμοριών στη Μακεδονία για νά επιτύχουν με τό όπλο ό,τι δεν μπόρεσαν με την πειθώ καί την προπαγάνδα.
Ή δράση των κομιτατζήδων άρχισε τό 1895 από τις περιοχές Νευροκοπίου, Πετριτσίου, Μελενίκου καί Στρώμνιτσας, όπου υπήρχε σλαβόφωνο ελληνικό στοιχείο.
Η ελληνική απάντηση δόθηκε τό καλοκαίρι τού 1896 με σώματα πού μπήκαν από τή Θεσσαλία. Αλλά “τό αντάρτικο κίνημα του 1896 βασίσθηκε κυρίως στους ενόπλους ελληνομακεδονικούς πυρήνες, οι οποίοι διεδραμάτισαν σημαντικό ρόλο κατά τό τελευταίο τέταρτο του 19ου αιώνα στην εθνική κινητοποίηση του Ελληνισμού της Μακεδονίας” καί “Η ταχύτατη ελληνική διείσδυση στο γεωγραφικό αυτό χώρο του 1896 οφείλεται κυρίως στην παρουσία των έμπειρων δυτικομακεδόνων οπλαρχηγών, πολλοί από τούς οποίους είχαν πάρει μέρος στην επανάσταση του 1878 καί γνώριζαν άριστα τούς τόπους εκείνους, αλλά καί στη φιλική μεταχείριση των ελληνικών πληθυσμών, όπου έδρασαν τα ελληνικά σώματα”.
Επικεφαλής τής κίνησης τού 1896 τέθηκε ό παλαίμαχος Μακεδόνας (Γρεβενά) αγωνιστής Θανάσης Μπρούφας (1892-1897), πού είχε υπαρχηγούς τούς Μακεδόνες Τάκη Νάτσιο (Περήφανο), Δημ. Καναβό, Ιωάν. Γεωργαντά, Ιωάν. Τσάμη, Βασ. Οικονόμου καί Λάζο Βαρδή. Ο Μπρούφας σκοτώθηκε τό 1897 στο Μπέλες καί ή πρωτοβουλία τού κινήματος ανελήφθη από άλλους ντόπιους οπλαρχηγούς, πού οι περισσότεροι ήταν σλαβόφωνοι.
Σ’ αυτή τή φάση διακρίθηκαν ιδιαίτερα οι εξής Έλληνες σλαβόφωνοι ηγέτες:
- Τάκης Νάτσιος ή Περήφανος. Όπως αναφέραμε ήταν υπαρχηγός τού Μπρούφα. Στις 15-8-1896, ό Τάκης, ό επίσης σλαβόφωνος υπαρχηγός από τό Μεγάροβο Κωνσταντίνος Γκούντας κ.α. μαζεύθηκαν στο Μοναστήρι τής Παναγιάς τής Στρώμνιτσας κοντά στο χωριό Λουμπόϊνο (πού σήμερα βρίσκεται στη νότια Γιουγκοσλαβία) κι από εκεί έστειλαν προκήρυξη προς τούς κατοίκους τής Μακεδονίας καί τούς ξένους προξένους εξηγώντας τούς λόγους τής ανάληψης δραστηριότητας. Το ελληνικό στοιχείο είδε με ανακούφιση τις επιτυχίες τού Τάκη στα Κορέστια, αλλά τό σώμα του διαλύθηκε σε μάχη με τούς Τούρκους στο Μπούκοβο τό Σεπτέμβριο τού 1896.
- Γούλας Γκρούτας. Ηγήθηκε αντάρτικου σώματος τό 1896, στο οποίο εντάχθηκε καί τό σώμα τού Καρβελά, πού συνεργαζόταν με τόν Π. Βερβέρα (αδερφό τού Χρίστου Βερβέρα πού ήταν υπαρχηγός ενός σώματος με αρχηγό τόν Μακεδόνα Πλατή, τό οποίο έδρασε στα μέσα Ιουλίου 1896). Ο Γκρούτας έμεινε στην ιστορία σαν τιμωρός τού Αλβανού μπέη τού χωριού Πλέσια (Μελίσσι) Γρεβενών, πού έδειχνε υπέρμετρη σκληρότητα προς τούς Έλληνες. Τό σώμα του συγκρούσθηκε με τούς Τούρκους κοντά στα Ανάβρυτα (Βρέσθενα).
- Ναούμ (ης) Κύρου. Αρνήθηκε νά προσκυνήσει τόν μπέη τού Ζέλοβου (Ανταρτικού) καί με συντρόφους τον επίσης σλαβόφωνο Ζούρκα, τον Τσολάκη κ.ά. εκτέλεσε τον μπέη μαζί με τούς πέντε τουρκαλβανούς σωματοφύλακές του. Την εποχή εκείνη έρχονταν οπλοφόροι κι από την παλιά Ελλάδα, άλλοτε “κλέφτες”, άλλοτε ληστές ή και τα δύο. 0 Ναούμης διατηρούσε στενές σχέσεις μαζί τους. Ορισμένες φορές δρούσε μαζί τους κι άλλες χωριστά. Αυτοί, τον χειμώνα έφευγαν, όπως τά χελιδόνια. Ο Ναούμης ήταν ριζωμένος στον τόπο του. Επί χρόνια γύριζε στα βουνά πολεμώντας τούς Τούρκους. Ο Αμπεντίν μπέης για νά τόν εκδικηθεί έπιασε δύο συγγενείς του, τον Μαύρο καί τόν Βέϊνο καί τούς κάρφωσε σ’ ένα δένδρο στις Καρυές τής Πρέσπας. Σε μία συμπλοκή κοντά στο Ανταρτικό σκοτώθηκε ό σύντροφός του Τσολάκης καί σ’ ένα μοναστήρι κοντά στην Καστοριά ό Ζούρκας. Δεν άργησε νά έρθει καί ή σειρά του. Προδόθηκε καί οι αγάδες τής Λευκώνας τού έκοψαν τό κεφάλι καί τό γύριζαν καρφωμένο σ’ ένα ξύλο θριαμβευτικά στην Καστοριά καί στα γύρω χωριά.
- Ναούμης Κωνσταντινίδης. Καταγόταν από την Ιεροπηγή (Κωστενέτσι). Γενναίος οπλαρχηγός έγινε ό φόβος καί ό τρόμος των Τούρκων στην περιοχή των Κορεστίων. Μία πράξη του δημιούργησε θρύλο γύρω από τό όνομά του. Μία βραδιά ραμαζανιού τού 1880 μπήκε μέσα στη Φλώρινα καί απήγαγε τόν Τούρκο καϊμακάμη (έπαρχο).
- Ναούμ Σπανός- Απίκραντος. Όπως αναφέραμε και παραπάνω ήταν τρίγλωσσος (ελληνόφωνος, σλαβόφωνος, βλαχόφωνος) και έδρασε και στις παραμονές τού πολέμου τού 1897 (μετέχοντας στο σώμα των Γ. Καψαλόπουλου και Αλ. Μυλωνά μαζί με άλλους Μακεδόνες οπλαρχηγούς όπως Νταβέλης, Αλαμάνας, Βαρζής, Ι. Τσάμης κ.α.) όσο καί στον (κυρίως) Μακεδονικό Αγώνα.
Ο ίδιος αφηγήθηκε τή ζωή του στον Χαρ. Γ. Σακελλαριάδη καί ή Εταιρεία Μακεδονικών Σπουδών εξέδωσε την αφήγησή του αυτή ώς Απομνημονεύματα, τό 1957. Περίληψη των Αναμνήσεων του δίνει ό Χαρ. Σακελλαριάδης με τά εξής:
“Γεννήθηκε, όπως τό λέει καί στις αναμνήσεις του, στη Χρούπιστα (τώρα Άργος Ορεστικό), τή γνωστή κωμόπολη της Μακεδονίας, πού οι κάτοικοί της καί πριν από πολλά χρόνια ήσαν βλαχόφωνοι, αλλά πάντοτε με συνείδηση ελληνική. Στην επανάσταση του 1821 τό χωριό του ξεσηκώθηκε κι αυτό με αρχηγό τόν καπετάν Βαγγέλη Σπανό, αδερφό του παππού του, πού σκοτώθηκε τότε από τούς Τούρκους. Έγινε κατόπιν καπετάνιος ό δεύτερος αδερφός του, ό Σέργιος, καί μετά τό θανάτωμα κι αυτού πήρε την αργία ή αδερφή τους Μαρία, ή Σπανομαρία, καθώς τή λέγανε καί τότε. Κατόπιν μάλιστα όλη ή οικογένεια ονομάστηκε από τούτη Σπανομαρία, από το παρανόμι πού της βγάλαν. Πολύ κατόπιν ό καπετάν Ναούμ ξαναπήρε τό πρώτο οικογενειακό του όνομα, Σπανός. Τόν παππού του, οχτάχρονο παιδάκι ακόμη, στην επανάσταση του 1821 τόν πήγαν από τή Χρούπιστα σε κάτι συγγενείς τους στη Νιγρίτα, για νά τόν προφυλάξουν. Ξαναγύρισε στο χωριό με τό τέλος της επανάστασης, κι όταν μεγάλωσε, έγινε ράφτης καί τούτος, γιατί όλη τους ή οικογένεια για επάγγελμα είχε τή ραφτική. Ράφτη ς ήταν καί ό ίδιος ό καπετάν Ναούμ, καί πρώτος μάλιστα στο χωριό του άρχισε αυτός νά ράβη παντελόνια, γιατί ώς τό τότε φορούσαν εκεί αντεριά. Νέος πολύ ακόμα, επειδή σκότωσε κάποιο Τούρκο, επήρε τότε τά βουνά κι έκανε δικό του σώμα αντάρτικο. Μπορούμε νά τόν λογαριάσουμε λοιπόν από τούς πρώτους μακεδονομάχους. ό περίφημος καπετάν Κώττας, πού τά παιδιά του ό Σπανός ύστερ’ από τόσες περιπέτειες -μας τις περιγράφει στις αναμνήσεις του- κατάφερε νά τα φέρη στην Αθήνα άρχισε νά χτυπιέται με τούς Τούρκους μετά τό 1897. Ήταν άλλωστε οικογενειακή παράδοση ό ολόθερμος πόθος για τό ξελευθέρωμα της πατρίδας του. Κι ό μεγαλύτερος αδερφός του, ό αρχιμανδρίτης στη Χρούπιστα παπα-Γιαννάκης, κρατούσε μυστική αλληλογραφία με τ’ ανταρτικά σώματα καί τούς έστελνε κάπες καί κόλτσες, πού τις πλέκανε οι γυναίκες. Γι’ αυτό τό λόγο φυλακίστηκε από τούς Τούρκους στα Βιτώλια.
Οι αναμνήσεις του καπετάν Ναούμ είναι, νομίζω, ενδιαφέρουσες πολύ, γιατί τώρα μ’ αυτές έρχονται στο φως τόσες άγνωστες λεπτομέρειες από πλήθος γεγονότα του Μακεδονικού αγώνα, καί πριν αρχίσει ακόμα συστηματικά ή ένοπλη αντίσταση εναντίον των Βουλγάρων, πράμα πού έγινε μόλις τό 1902. Υστερ’ από κάθε αξιοπρόσεχτο περιστατικό, κίνδυνο, περιπέτεια ή μάχη, όπου ποτέ δεν έχανε την ψυχραιμία -για τούτο ακριβώς τόν ονομάσαν καπετάν Απίκραντο- κρατούσε σημειώσεις καί τις φύλαγε στης κάπας του τό μανίκι. Αυτές χρησιμοποίησε κατόπι για νά υπαγορεύση τ’ απομνημονεύματά του στον λόγιο φίλο του Νικόλαο Σαχίνη κι αυτός τάγραψε σε καθαρεύουσα. Έτυχε νά χάση μερικές, μα τά κενά τά συμπλήρωσε άπ’ όσα θυμόταν. Έχει όμως παραλείψει πολλά, καθώς μούχε πει, άπ’ όσα είχε καταφέρει τότε, όπως λ.χ. πώς θανάτωσε μέσα στα Βιτώλια τόν πρόεδρο του βουλγαρικού κομιτάτου Χρηστώφ, πώς πέτυχε κατόπι νά κρυφτή σ’ ένα βλαχόφωνο εκεί κοντά χωριό και νά γυρίση έπειτα για τό παλιά του λημέρια. Οπωσδήποτε αντίθετα με τ’ απομνημονεύματα μερικών άλλων αγωνιστών, οι αναμνήσεις αυτές μακριά από κάθε προσωπική φιλοδοξία ή τοπικιστικά συμφέροντα είναι, νομίζω, γραμμένες μ’ αυθόρμητη ειλικρίνεια, χωρίς καμμιά προσπάθεια νά σκοτιστή ή αλήθεια καί χωρίς ακόμα υπερβολές, τις τόσο πολύ συνηθισμένες σε τέτοιας λογής ενθυμίσεις. Από ένα έλεγχο τουλάχιστο, πού κάναμε, βρίσκουμε πώς σωστά είναι γραμμένα τά σχετικό με τά παιδιά του Κώττα καί την ύπαρξη βουλγαρικού κομιτάτου στην Αθήνα εκείνη την εποχή.
Περιορίζονται όμως αυτές ώς τόν Ιανουάριο του 1905, την εποχή δηλ. πού αναγκάστηκε νά παρατήση τόν αγώνα, αφού ήρθε σ’ αντίθεση σοβαρή με τόν καπετάν Βάρδα. Ήρθε τότε κ’ έμεινε στον Πειραιά καί κατόπι στην Αθήνα. Ξανάπιασε την παλιά του δουλειά, τή ραφτική· μα πάντοτε, όσο τούταν βολετό, πρόσφερε τις υπηρεσίες του για τή Μακεδονία. Το 1907 έγινε πρόεδρος του “Παμμακεδονικού αγώνος Πειραιώς” καί τό 1916-1917 σύμβουλος καί ταμίας του “Παμμακεδονικού αγώνος Αθηνών’’. Αυτόν τό σύλλογο είχαν ιδρύσει Μακεδόνες διαλεχτοί, όπως ό κατόπιν υπουργός της Παιδείας Δ. Δίγκας, οι Καστοριανοί Ιω. Βαλαλάς, πολιτευτής - έγινε ύστερα υπουργός της Παιδείας καί τούτος- καί Κωνστ. Τσιμινάκης, ό γνωστός γιατρό ς νευρολόγος, καί ό Αναστ. Χρηστομάνος, που κρατούσε από παλιά βυζαντινή οικογένεια του Μελένικου. Καθώς είναι γνωστό, ό τελευταίος ίδρυσε τό 1925 τή Μακεδονική Εκπαιδευτική Εταιρεία, τή βραβευμένη από την Ακαδημία των Αθηνών, με σκοπό τή δημιουργία νυκτερινών σχολείων καθώς κι άλλων σχολών σε πολλές περιφέρειες της Μακεδονίας. Με συγκίνηση πάντοτε τούς αναθυμόταν, καθώς κι άλλους αρκετούς, πού τόσο μόχτησαν για τό ξεσκλάβωμα της πατρίδας του, όπως τούς Στέφανο καί Ίωνα Δραγούμη, τόν Κωνστ. Μελά, τόν Ίω. Ράλλη, τόν διευθυντή του “Εμπρός” Δημ. Καλαποθάκη καί τόν έμπορο !ω. Αηδονόπουλο. Οι δύο τελευταίοι μάλιστα έκαναν κι έξοδα πολλά για νά πετύχη ό σκοπός τους. Πάνω απ’ όλους όμως ξόδεψε μ’ απλοχεριά η οικογένεια Δραγούμη.
Από τό 1931 ό Ναούμ Σπανός έμενε στη Νέα Σμύρνη, όπου έκανε καί δημοτικός σύμβουλος στο 1934-1951. Όσοι τόν θυμούνται από παλιότερα χρόνια, όλοι τους μιλάνε για τον έντιμο οικογενειακό του βίο, την εμπορική του αξιοσύνη, την πονετική του φύση, μα καί για τό κουράγιο του καί τή λεβεντιά του· πρώτος όταν στους ελληνικούς χορούς καί στο κλέφτικο τραγούδι. Τά τελευταία χρόνια της τόσο μεστής ζωής του (πέθανε στις 31 Ιουλίου του 1955) τό πέρασε αποτραβηγμένος σε τούτο τό προάστειο, πού τό ακριβαγαπούσε σα δεύτερή του πατρίδα- για την ίδρυση καί προκοπή του χάρισε οικόπεδο από δέκα στρέμματα, με κάποιαν άνεση ευτυχώς οικονομική, μέσα σε ζεστασιά οικογενειακής ευλογίας. Στοχαστικά καί ολόψυχα παραδομένος πια σ’ αναθυμίσματα παλιά, έστεκε πάντα με τ’ όνειρο νά έρθουν στο φως της δημοσιότητας αυτές του οι αναμνήσεις, πού βγάζοντάς τες τώρα από την μία λήθη έχουμε την ελπίδα πώς δεν τις ξαναρίχνουμε σε μιαν άλλη”.
Χαρακτηριστική είναι ή περικοπή των Αναμνήσεων του Ν. Σπανού πού περιγράφει πώς ανακάλυψε δραστηριότητα του βουλγαρικού κομιτάτου μέσα στην ίδια την Αθήνα!!!
Εις Αθήνας ήλθαν ακριβώς 3 Οκτωβρίου 1899 καί εφρόντιζα δι’ εργασίαν. Οκτωβρίου 26 με αντάμωσεν ό Απόστολος Περόφσκης, με χαιρετά “Καλώς τόν καπετάνιο, μου λέγει. Μάς έβγαλες ασπροπρόσωπους τούς Μακεδόνας”. Αυτό ήτο κόλπο του.
Μου λέγει ‘’Καπετάν Ναούμ, ελευθερία νά μην περιμένωμεν ούτε από τούς Βουλγάρους. Μόνον εμείς οι Μακεδόνες νά αγωνισθώμεν διά την Μακεδονίαν μας”. “Μάλιστα ήλθε ή ώρα” αμέσως του είπα. “Μπράβο, πολύ ώρα τά λες”. κάτι όμως είχα υποπτευθή. Έλαβε θάρρος όμως καί μου λέγει ότι “Άρχισαν οι Μακεδόνες νά ετοιμάζωνται. μάλιστα εδώ είναι κομιτάτον από Μακεδόνας καί στην Ρουμανίαν, Σερβίαν καί Βουλγαρίαν, θα ετοιμασθώμεν όλοι οι Μακεδόνες και θα δράσωμεν στην Μακεδονίαν, πρέπει νά εγγραφώμεν όλοι στο κομιτάτο”. Αμέσως εδέχθην εγώ και μου λέγει: “Συ ως καπετάνιος θα παίρνης 15 εικοσόφραγκα τον μήνα και μάλιστα να φύγης να μένης ή εις την Σερβίαν ή εις την Βάρναν της Βουλγαρίας, ώς πού νά ετοιμασθη το κομιτάτον εν έτος ή δύο καί δράσωμεν όλοι οι Μακεδόνες από όλα τα μέρη μαζί’’.
Του είπα “Που θα βρούμε το κομιτάτον;” Μου λέγει πώς πρόεδρος του κομιτάτου εντός των Αθηνών είναι ένας από τον Περλεπέν της Μακεδονίας, είναι πρόεδρος του βουλγαρικού πρακτορείου. Τότε οι Βούλγαροι δεν είχον προξενείον αλλά πρακτορείο. Αμέσως του είπα “Πάμε”. Κινήσαμε, στην οδόν Αχαρνών ήτο το πρακτορείο. Μόλις φθάσαμε εκεί εμπήκαμε μέσα και με αφήνει στη σκάλα κάτω καί ανέβηκε αυτός. Μόλις παρουσιάστηκε, λέγει εις τούς συναθροισθέντας, οίτινες όλοι ήσαν χτίσται, σοβατζήδες και εργολάβοι, άπαντες εκ της επαρχίας Καστοριάς. “Έπεισα τον βλάχο τον καπετάν Ναούμ καί τόν έφερα, τόν έχω κάτω”. Τότε κάποιος Χρήστος Μαρκουλής από το χωρίον Κοναστανέτσι Καστοριάς του λέγει βουλγαρικά “βρε ζμίατα σε κλάβα να ποζούλατα” δηλ. “τό φείδι μπαίνει στον κόρφο, θα σε δαγκώση παρ’ τόν καί φύγε γλήγορα”. Εγώ τα άκουσα όλα. Κατεβαίνει κάτω καί μας λέγει πώς δεν είναι ό πράκτωρ εδώ, το απόγευμα ερχόμεθα. “Ας είναι, του λέγω, ερχόμεθα το απόγευμα”. Εμένα μου μπήκαν οι ψύλλοι στα αυτιά. Εβγήκαμε έξω 80 μέτρα μακρυά και του λέγω.· “Το απόγευμα θα ανταμωθούμε’’ λέγω δε ότι θα υπάγω στην οδόν Αχαρνών αριθμ. 92 εις τον προϊστάμενόν μου Κοντονικολάου Γεώργιον. Μόλις χωρίσαμε, έστριψα και γύρισα πίσω. Απέναντι του πρακτορείου ήταν μία ταβερνίτσα μικρή, εμπήκα μέσα, εζήτησα δύο συκωτάκια και μία πεντάρα ψωμί και πέντε κρασί εκάθησα σιγά-σιγά από το παραθυράκι και έβλεπα την πόρτα του πρακτορείου. Ακριβώς 12 και 20 μεσημέρι, ήτον ημέρα του Αγίου Δημητρίου, είδαν να βγαίνουν δέκα πέντε, τούς οποίους εγνώριζα, διότι τούς έβλεπα τακτικά στο καφενείο των κτιστάδων εις το Βαρβάκειον. Έγραψα τα ονόματά τους και μετά δέκα λεπτά βγήκαν άλλοι δέκα εννέα, των οποίων επίσης έγραψα τα ονόματά των και αυτών. Την άλλην ημέραν, του Αγίου Νέστορος, ώρα 10 επήγα εις τον κ. Στέφανον Δραγούμην, του τα είπα όλα όσα συνέβησαν και ό κ. Δραγούμης με έστειλεν εις τον κ. Πανάν γραμματέα του υπουργείου των εξωτερικών.
Του είπα τα καθέκαστα. Μου λέγει να φροντίσω να ανακαλύψω και άλλα πράγματα. Τότε αμέσως εγώ ήρχισα τη δουλειά μου. Έκαμα μία παρέα από ενθουσιώδεις πατριώτας: τον Ιωάννην Κεφαλάν, Χρήστον Ζησιάδην, Θεόδωρον Θεοδωράκον εκ Μάνης και Γκάγκαν και ήρχισα μυστικά να ανακαλύπτω πολλά μυστικά των κομιτατζήδων, τα οποία έκαμα γνωστά εις τον Δραγούμην και Πανάν. Έμαθα πώς εις την Βάθην, εις την ταβέρναν των αδελφών Λεκαφτσιέφ έφθασαν κομιτατζήδες από την Μακεδονίαν. Επήρα την παρέαν μου μόλις νύκτωσε, επήγα εκεί έβγαλα το πιστόλι και επυροβόλησα και έσπασα την λάμπαν. Αρχίσαμε τις μπιστολιές και εκτυπηθήκανε εξ, οι τέσσερες ήσαν κομιτατζήδες. Από μάς κτυπήθηκεν ό Γκάγκας, με μαχαίρι εις το χέρι και εφύγαμε χωρίς να συλληφθώμεν. Μετά ολίγας ημέρας επήγαμε εις την οδόν Πινακωτών εις το μπακάλικο του Ναούμ Ρούκα, εκεί τον εσπάσαμε εις το ξύλο και το μπακάλικο το εκάμαμε σαλεπιτζήδικο, ώστε ηναγκάσθη να φύγη εις Βουλγαρίαν.
Εν τέλει πολλά άλλα πράγματα εκάμαμε εντός των Αθηνών μέχρι του 1901
Πηγή: Ιωάννης Χολέβας, Οι Έλληνες σλαβόφωνοι της Μακεδονίας, εκδ. Πελασγός, 1999.
Τετάρτη 27 Δεκεμβρίου 2006
Σλαβόφωνοι Έλληνες_2
Καπετάν Διαμαντής Νικολάου - Ολυμπίτης.
Ήταν από τούς αρματολούς τού Ολύμπου, των Πιερίων καί των βουνών τής Έδεσσας, επικεφαλής 100 ανδρών (μαζί του ήταν καί ό Καρατάσιος με 100 άνδρες καί ό Συρόπουλος με 100 άνδρες). Ήταν σκληρός πολεμιστής, άγριος στην όψη καί ιδιόμορφος ώς χαρακτήρας.
Όταν ό αρχηγός τής Επανάστασης τής Χαλκιδικής Σερραίος μεγαλέμπορος Εμ. Παπάς (Πού ξεκίνησε στις 23-3-1821) ήρθε σε δύσκολη θέση αντιμετωπίζοντας τεράστιες εχθρικές δυνάμεις, απευθύνθηκε στον Δημ. Υψηλάντη καί τόν Ιούνιο τού 1821 έστειλε 12000 γρόσια στον αρματολό τού Ολύμπου καπετάν -Διαμαντή ζητώντας στρατιωτική ενίσχυση. Ο Διαμαντής έδωσε χρήματα καί πυρομαχικά σε μέρος των ανδρών του, περ. 400, καί υπό την ηγεσία των υπαρχηγών του Μήτρου Λιακόπουλου ή Λιάκου καί Κωνστ. Μπίνου τούς έστειλε νά βοηθήσουν τούς άλλους επαναστάτες. Πραγματικά ή άφιξή τους στη Χαλκιδική εμψύχωσε αυτούς πού αγωνίζονταν εκεί καί τέθηκαν επικεφαλής τής άμυνας τής Χερσονήσου τής Κασσάνδρας. Στις αρχές Ιουλίου έφτασε εκεί καί ό Διαμαντής. Αυτός, χρησιμοποιώντας διάφορα κλέφτικα τεχνάσματα, αιφνιδίασε τούς Τούρκους καί τούς προκάλεσε απώλειες γύρω στους 500 νεκρούς. Κατόπιν, ό Διαμαντής έφυγε για τόν Όλυμπο για νά φροντίσει για τή συγκέντρωση ανδρών.
0 Μουτεσαφίρης τής Θεσσαλονίκης Έμπού Λουμπούτ, αφού ξεκαθάρισε την κατάσταση στην Κασσάνδρα, (όπου σκοτώθηκαν τά 3/4 των Ελλήνων μαχητών) αποφάσισε νά πάρει μέτρα κατά τού Διαμαντή πού κατασκεύαζε στην Καστανιά τής Βέροιας οχυρωματικά έργα.
Εκεί ό Διαμαντής με τόν Γούλα Δράσκου ήταν επικεφαλής 300 κλεφτών.
Στις 8-3-1822 κηρύχθηκε ή Επανάσταση καί στα Πιέρια κι ό Διαμαντής με τούς 300 του επετέθη κατά τού Κολινδρού πού κατεχόταν από 1500 Τούρκους. Έγινε φονική μάχη. Ο Διαμαντής πού δεν μπόρεσε νά καταλάβει τόν Κολινδρό αποσύρθηκε στα Ν.Δ. όπου συνέχισε τόν αγώνα.
Μετά την πτώση τής Νάουσας (21-4-1822) στην περιοχή τής Κατερίνης οργανώθηκε δύναμη με τούς Διαμαντή, Κώστα Νικολάου (αδερφό του), Καραμήτσο, Σάλα καί Κασομούλη καί τό πυροβολικό τού Λεζίνσκυ. Οι Τούρκοι με 4.000 πεζούς καί 6000 ιππείς επετέθησαν κατά των ελληνικών θέσεων από τρία σημεία, αλλά απέτυχαν, καταδιώχθηκαν καί αποκλείσθηκαν στον Κολινδρό. Ο Διαμαντής τραβήχτηκε πάλι στα υψώματα τής Καστανιάς. ΟΙ Τούρκοι τού Κολινδρού με δύναμη 2000 πεζών καί ιππέων χτύπησαν τόν Διαμαντή με δύο φάλαγγες. Η θέση τού Διαμαντή έγινε δύσκολη. Αλλά, οι Τούρκοι έχασαν εκεί τό μεγαλύτερο μέρος τής δύναμής τους. Ο Διαμαντής υποχώρησε προς τή Μηλιά, όπου ενώθηκε με τά αρματολικά σώματα τού Γούλα καί τού Λάζου. Αργότερα, μαζί με τόν Κασομούλη κατέφυγαν στα Κρύα Νερά καί στη συνέχεια, με τόν Γούλα, τόν Τόλιο, τόν Λάζο κ.α. διασκορπίσθηκαν στον Όλυμπο καί στα Πιέρια.
Μετά από σύσκεψη των αρχηγών στο μοναστήρι τού Αγίου Διονυσίου τού Ολύμπου, αποφασίσθηκε ή κάθοδος των Μακεδόνων αγωνιστών στη Νότια Ελλάδα.
Ο Διαμαντής, με δικό του πάντα σώμα πολεμιστών από 250 άνδρες μαζί με τούς Γούλα Δράσκου, Μήτρο Λιακόπουλο ή Λιάκο καί Κωνστ. Μπίνο έφυγαν για Σκόπελο καί Σκιάθο.
Στο τέλος Ιουνίου τού 1822 ό ‘’Άρειος Πάγος” (τό πολιτικό Σώμα τής Ανατολικής ‘Ελλάδας) απέστειλε στις Βόρειες Σποράδες τόν αρεοπαγίτη Θεόκλητο Φαρμακίδη για νά τούς μεταφέρει στην Εύβοια. Ο Διαμαντής είχε πάει στον Όλυμπο για νά παραλάβει τις οικογένειες των αγωνιστών καί 150 πολεμιστές πού ήταν σκορπισμένοι στα μακεδονικά δάση, ώστε μόνον 600 Μακεδόνες μετέφερε ό Φαρμακίδης, με τόν Λιακόπουλο, τόν Μπίνο καί τόν σύγγαμπρο τού Διαμαντή, Καρακώστα. Η μικρή αυτή δύναμη εκτόπισε τούς Τούρκους από τά Βρυσάκια Χαλκίδας, καί εμψύχωσε τούς Ευβοείς, οι οποίοι άρχισαν να κατατάσσονται στο μακεδονικό σώμα.
0 Διαμαντής, γυρίζοντας από τον Όλυμπο, διορίσθηκε γενικός αρχηγός των επαναστατικών δυνάμεων τής περιοχής Χαλκίδας και στις αρχές Σεπτεμβρίου 1822 πέτυχε νά διαλύσει τούς Τούρκους τού στρατοπέδου τής Λιθούδας. Η κυβέρνηση προήγαγε τον Διαμαντή σε στρατηγό και τον διόρισε αρχηγό τής εκστρατείας κατά τής Χαλκίδας.
Δυστυχώς, ό Κριεζώτης, υποκινούμενος από τον Ανδρούτσο, αρνήθηκε νά δεχθεί τόν Διαμαντή ώς αρχηγό καί μετά από εμφύλια σύγκρουση, ό Κριεζώτης αποσύρθηκε στον Άγιο Λουκά. Ο Ανδρούτσος με ισχυρή δύναμη Ρουμελιωτών επετέθη κατά των ανδρών τού Διαμαντή, πού ασχολούνταν με την πολιορκία τής Χαλκίδας. Ο Διαμαντής, για νά αποτραπεί μεγαλύτερης έκτασης εμφύλια σύρραξη, έφυγε για τή Σκιάθο.
Στα τέλη τού Σεπτεμβρίου 1823, ό τουρκικός στόλος τού Χοσρέβ πασά σχεδίαζε νά αποβιβασθεί στη Σκιάθο. Οι αρχηγοί Καρατάσιος, Διαμαντής, Γάτσος, Περραιβός, Μπίνος, Λιακόπουλος, Συρόπουλος καί Βελέντζας αποφάσισαν νά προβάλουν αντίσταση. Ο Διαμαντής έπιασε τό δυτικό τμήμα τού λιμένα. Την 9-10-1823 οι Τούρκοι επιχείρησαν την απόβαση, ή οποία αποκρούσθηκε καί ό Χοσρέβ απέπλευσε για τόν Παγασητικό Κόλπο. Ο Διαμαντής με τόν Τσάμη Καρατάσιο καί τό Μήτρο Λιακόπουλο έγιναν κυρίαρχοι τού νησιού. Ακολούθησε διαφωνία του με τούς άλλους αρχηγούς καί αποχώρησή του από τή Σκιάθο. Γύρισε στον γνώριμό του Όλυμπο.
Όταν τόν Ιανουάριο 1828 έφτασε στο Ναύπλιο ό Καποδίστριας, αντιπροσωπεία των Μακεδόνων από τούς Διαμαντή, Τόλιο Λάζο καί Δ. Σύρο παραβρέθηκε στην ορκωμοσία τού κυβερνήτη. Σχηματίσθηκε μία ταξιαρχία Μακεδόνων καί Θεσσαλών προσφύγων την ηγεσία τής οποίας ανέλαβε ό Τόλιος Λάζος, Πράγμα που δυσαρέστησε τόν (αρχαιότερο) Διαμαντή, ό οποίος μαζί με τόν αδελφό του Κώστα γύρισαν πάλι στον Όλυμπο.
Στις 8-10-1828 οι Ολύμπιοι με πρώτο τόν Διαμαντή ζήτησαν με επιστολή τους οδηγίες από τόν Καποδίστρια καί μαζί υπέβαλαν τό αίτημα νά συμπεριληφθεί ή περιοχή τού Ολύμπου μέσα στα όρια τού νέου ελληνικού κράτους. Οι απαντήσεις πού πήραν δεν ήταν καθόλου ενθαρρυντικές.
Στο μεταξύ οι Τούρκοι ισχυρίζονταν ότι ό Διαμαντής συγκέντρωνε στον Όλυμπο καί στο Βέρμιο ληστές καί προς τό τέλος τού 1830 έστειλαν δυνάμεις τους νά συλλάβουν αυτόν καί τόν Μιχ. Πετσιάβα.
Φήμη ότι ό Διαμαντής συνεργάσθηκε με τούς Τούρκους ελέγχεται ώς ανακριβής.
Χατζή-χρίστος
Ο Χατζή-χρίστος Δάγκοβιτς γεννήθηκε στο Βελιγράδι, τό 1783. Ο πατέρας του καί ό αδερφός του σκοτώθηκαν στη Σερβική επανάσταση τού 1806. Τό 1824 έφυγε με τή μητέρα του καί μετά από περιπλάνηση σε διάφορες χώρες κατέληξε στην Αίγυπτο, κοντά στον Μεχμέτ Αλί, ό οποίος τόν κατέταξε στα σώματα πού πολεμούσαν τούς αντιζήλους του μπέηδες μαμελούκους (κιολεμίνιδες). Λόγω τής ανδρείας του προήχθη στο βαθμό τού ‘καβιάμπαση’. Στη συνέχεια κατετάγη στο στρατό τού Χουρσίτ πασά στη Συρία. Τό 1820 ό Χουρσίτ διορίσθηκε Αλής τής Πελοποννήσου. Όταν ό Χουρσίτ διατάχθηκε νά επιτεθεί εναντίον τού Αλί-πασά, άφησε στον Χατζηχρίστο τή φύλαξη τού χαρεμιού του καί των θησαυρών του.
Την 23-9-1821 ή Τρίπολη κατελήφθη από τούς επαναστατημένους Έλληνες καί ό Χατζηχρίστος πιάσθηκε αιχμάλωτος. Τότε, σε μία κρίση συνείδησης πού ξύπνησε μέσα του τό ελληνικό εθνικό φρόνημα, ορκίσθηκε μαζί με άλλους στο Ευαγγέλιο νά αγωνισθεί για την Ανεξαρτησία. Από τότε έγινε εξαίρετος πολεμιστής καί διακρίθηκε ώς αρχηγός τού ιππικού. Στο Βαλτέτσι τραυματίστηκε καί τό φημισμένο ιππικό του διέπραξε θαύματα ανδρείας.
Στη μάχη κοντά στο Πετροχώρι, έξω από τό Ναβαρίνο κατά τού Ιμπραήμ πασά (25 έως 30-4-1825) συνελήφθη αιχμάλωτος, φυλακίσθηκε καί βασανίσθηκε από τόν Ιμπραήμ ό οποίος τόν αναγνώρισε.
Ελευθερώθηκε ύστερα από ανταλλαγή με Τούρκους. Πολέμησε με τόν Αυγουστίνο Καποδίστρια στην πολιορκία τού Αντιρίου καί τής Ναυπάκτου (12 καί 13-3-1 829) καί στις 2-5-1829 κατέλαβε τή Ναύπακτο με συνθήκη.
Μετά την απελευθέρωση παρέμεινε στο στράτευμα, προήχθη σε στρατηγό από τόν Όθωνα καί διορίσθηκε υπασπιστής του.
Πέθανε τό 1853.
Βάσος
Έλληνας σλαβόφωνος Μακεδόνας καπετάνιος τού αγώνα τής ανεξαρτησίας για τόν οποίο τά στοιχεία πού υπάρχουν είναι λίγα. Τόν αναφέρει ό Φιλ. Δραγούμης (ό.π.) καί ό Ι. Βασδραβέλης. (ό.π., σ. 172). Αυτό πού έγινε γνωστό γι’ αυτόν είναι ότι, μετά την άτυχή μάχη τού Κρομμυδιού οι Πελοποννήσιοι σκόρπισαν στα χωριά τους καί οι Ρουμελιώτες γύρισαν στη Δυτ. Ελλάδα. Στην Πελοπόννησο έμειναν 2000 πολεμιστές υπό τούς Καρατάσιο, Βάσο, Χατζηχρίστο καί Σκούρτη.
Λοιποί επώνυμοι σλαβόφωνοι Μακεδόνες αγωνιστές.
Στα σώματα, τόσο τού Γάτσου, όσο και τού Διαμαντή, αλλά και τού Καρατάσιου, υπηρετούσε μεγάλος αριθμός ανώνυμων σλαβόφωνων Μακεδόνων, πού πολέμησε με ηρωισμό για την εθνική ανεξαρτησία.
Επώνυμοι σλαβόφωνοι αγωνιστές εκτός αυτών πού αναφέρθηκαν παραπάνω, ήταν και οι εξής:
- Οι αδελφοί Σιούγκαρα. Ήταν ανάμεσα στους υπερασπιστές τής Νάουσας καί ηγούνταν μαζί με τόν Γάτσο 450 αγωνιστών από τά χωριά Δαρζίλοβο, Οσλιάνη κ.α. Επίσης, πήραν μέρος στην εκστρατεία για την κατάληψη τής Βέροιας. Στην άμυνα τής Νάουσας οι αδελφοί Σιούγκαρα κατέλαβαν τή θέση Πλακένια Δραγασιά μαζί με τόν Καρατάσιο. Τουρκική δύναμη πού παρέκαμψε τή Γάστρα καί πλευροκόπησε τό σώμα τού Καραμήτσου, έπεσε στα πυρά των Σιουγκαραίων καί αναγκάσθηκε νά υποχωρήσει. ΟΙ Σιουγκαραίοι ακολούθησαν τόν Γάτσο καί τόν Καρατάσιο στη νότια Ελλάδα όπου επίσης αγωνίσθηκαν ηρωικά.
- Ο Τσέρνυ Πέτρη. Στην κατανομή των δυνάμεων για την υπεράσπιση τής Νάουσας (Μάρτιος 1822) μία φάλαγγα 80 ανδρών με αρχηγό τόν Τσέρνυ Πέτρη στάλθηκε νά φυλάξει τά περάσματα τού Λουδία. Κατόπιν, για την άμυνα μέσα στη Νάουσα ό Τσέρνυ Πέτρη με τόν Καραμήτσο καί τόν Καραμπατάκη κατέλαβαν τις κλιτύες τής Γάστρας από τις πηγές ώς την Καραγίδα.
- Στογιάννος. Στην οργάνωση τής υπεράσπισης της Νάουσας 110 άνδρες με αρχηγό τόν Στογιάννο καί τους Δεληγιάννη καί Μιχ. Πιτσιάβα ορίσθηκαν νά φυλάγουν τις βόρειες διόδους (περάσματα) τού Λουδία, στα χωριά Αράχνιανη καί Μπάνια.
Δραστηριότητες στην περίοδο 1854 -1878
Αναφέρονται οι παρακάτω δραστηριότητες Ελλήνων σλαβοφώνων τής Μακεδονίας στην περίοδο 1854-1878:
1. Τό 1854 σημειώθηκε στον Όλυμπο επαναστατική δραστηριότητα των Ελλήνων πού μεταξύ των άλλων (Γ. Ζαχείλα, Δ. Ψαροδήμο, Ε. Καραβάγκο. Ζ. Σωτηρίου) είχε αρχηγό και τόν Ι. Διαμαντή.
2. Παρόλη την τουρκική αντίδραση ή επαναστατική δραστηριότητα των Ελλήνων στον Όλυμπο συνεχίσθηκε. Οι ντόπιοι τροφοδοτούσαν με έμψυχο υλικό την επαναστατική δραστηριότητα των περιοχών Καστοριάς καί Κλεισούρας.
3. Τό καλοκαίρι τού 1857 δρούσε στο Μορίχοβο τό σώμα τού οπλαρχηγού Γιαννούλα, ό οποίος αργότερα στράφηκε προς τις ληστείες.
4. Στα χρόνια τής Κρητικής Επανάστασης 1866-69, ή περιοχή Μοριχόβου ανακηρύχθηκε Ελεύθερη Ελλάδα. 0ι βασικοί παράγοντες στη νέα αυτή επαναστατική κίνηση ήταν Έλληνες σλαβόφωνοι Μακεδόνες, ό Ναούμ Κύρου από τό Ανταρτικό, ό Α. Κορδίστας από τή Νέβεσκα, Κόλε Πίνας από τό Φλάμπουρο τής Φλώρινας, ό Νικ. καί Στ. Νταλίπης από τή Σφήκα Κορεστίων, ό Ναούμ Ορλίνης από την Ιεροπηγή Καστοριάς καί ό υπαρχηγός του Νάειδος, ό Αρκούδας, ό Γιαρέσης κ.α. (κοντά σ’ αυτούς καί ορισμένοι βλαχόφωνοι Μακεδόνες). 0 Ν. Ορλίνης με τό Νάειδο καί τούς άνδρες τους μπήκαν κρυφά στη Φλώρινα καί απήγαγαν τόν εκεί ‘’καϊμακάμη’’
5. Στη “Νέα Φιλική Εταιρεία’’ πού οργάνωσε ό εκπαιδευτικός Αναστ. Πηχεών από την Αχρίδα μαζί με άλλους, Πήρε μέρος καί ό Κ. Τσιούλκας από την Κορησσό.
6. Στην περίοδο τής προετοιμασίας τού κινήματος τού 1878 είχαν συμμετοχή τά σώματα ορισμένων Μακεδόνων οπλαρχηγών όπως ό τρίγλωσσος Ν. Σπανός (ελληνόφωνος-βλαχόφωνος-σλαβόφωνος), ό Βελούλας κ.α.
7. Το 1875 οι Στρωμνιτσιώτες (μεταξύ των οποίων και πολλοί σλαβόφωνοι) αποφάσισαν να αντισταθούν κατά των Βουλγάρων και συγκρότησαν γι’ αυτό το σκοπό πατριωτική ομάδα.
“Το Πάσχα του έτους 1875 συνελθόντες εις την οικίαν του Δ. Παπαδιονυσίου, οι, Νικόλαος Ε. Οικονομίδης, Κωστάκης Γραικού, Κων. Δημ. Μίσσιου, Γρηγ. Παπαδιονυσίου, Ι. Παπαδιονυσίου, Δημ. Αγγειοπλάστης, Γεώργ. Κόλλιου, Γεωργ. Μούλκας, Κων. Αμπράσης, Κων. Κωνσταντινίδης καί Παντελής Γουγούσης, αντιπροσωπεύοντες δε οι ανωτέρω καί τούς παρακάτω ειλικρινείς καί ενθέρμους πατριώτας Δημ. Καλινίκην, Παντελήν Πάκον, Εμ. Πώνην, Κων. Κολιούσκαν, Γ. Κολιούσκαν, Γρηγ. Ταμανίμην, Κύρον Τοπούζην, Γρηγ. Τράϊνον, Πρωτοπαππάν (παπά Νικόλαν), Γρηγ. Δανιήλ, Ιω. Ιόφτσου, Παντ. Σαμουλαδάν καί Γεώργ. Ντουλμπέρη, απεφάσισαν καί κατήρτισαν Πατριωτικήν ομάδα αντιστάσεως, προγραμματίσαντες συνάμα την ημέραν εκείνην σχέδιον αντάξιον γνησίων Ελλήνων ηρώων, εξέλεξαν δε αρχηγόν τόν Παντελήν Γουγούσην”.
δ. Συμμετοχή στην Επανάσταση του 1878
Η συμμετοχή των Ελλήνων σλαβόφωνων τής Μακεδονίας στην Επανάσταση τού 1878 (πού ήταν ή ελληνική απάντηση στο δημιούργημα τής Συνθήκης τού Αγ. Στεφάνου, τή “μεγάλη Βουλγαρία”) ήταν μαζική, έντονη καί αποτελεσματική.
Προηγήθηκαν οι διαμαρτυρίες προς τις Μεγάλες Δυνάμεις τής εποχής, πού έστειλαν όλες οι ελληνικές (ελληνόφωνες, σλαβόφωνες, βλαχόφωνες, αλβανόφωνες) Κοινότητες τής Μακεδονίας.
Η επανάσταση εκδηλώθηκε στον Όλυμπο καί ξεκίνησε με την κατάληψη τού Λιτοχώρου (19-2-1878) από δύναμη πού είχε συγκροτηθεί στην Αθήνα με αρχηγό τόν Κ. Δουμπιώτη. Ακολούθησε ή απελευθέρωση τού Πλαταμώνα (20-2-1878) καί τού Κολινδρού (26-2-1878), πού όμως δεν κράτησε πολύ. 0ι Τούρκοι κινητοποιήθηκαν καί ξαναπήραν τό Λιτόχωρο στις 4-3-1878 πού τό έκαψαν. Η κατάληξη ήταν νά υπογραφεί στις 16-4-1878, με τή μεσολάβηση των ξένων, ανακωχή.
Αλλά ό επαναστατικός σπόρος είχε πέσει σε πολύ εύφορο έδαφος καί βλάστησε αμέσως. Οι Έλληνες σλαβόφωνοι βλαχόφωνοι καί αλβανόφωνοι κράτησαν ψηλά την επαναστατική δάδα. Τό Μοναστήρι, τό Μεγάροβο, τό Τίρνοβο, ή Νιζόπολη, τό Κρούσοβο, το Μπούκοβο, τό Μπούσι, τό Γκόπσι, ή Μηλόβυστα, ή Κορυτσά, ή Ρέσνα, ή Αχρίδα, τό Γιαγκοβέτσι, ή Άνω καί Κάτω Μπεάλα, ή Φλώρινα, ή Καστοριά, ή Βλάση, ή Κλεισούρα έσφυζαν από επαναστατικό παλμό.
Οι τρεις πιο σημαντικοί ηγέτες τής Επανάστασης ήταν σλαβόφωνοι: Βασίλης Ζούρκας, Νικόλαος Νταλίπης καί Νικόλαος Κορδίστας καί είχαν ορμητήριο τά Κορέστια. Τον Ιούνιο 1878 κατάφεραν βαριά πλήγματα κατά των Τούρκων στο Μπούφι καί στο Πισοδέρι, που τα επανέλαβαν και τόν Ιούλιο στο Πισοδέρι, στα Άλωνα (Αρμένσκι) καί Τύρσια (Τύρνοβο). Ό Ζούρκας κυνήγησε τόν Ισμαήλ Αγά πού αποτελούσε μάστιγα για την Περιφέρεια Καστοριάς.
Ο Έλληνας Πρόξενος στο Μοναστήρι Π. Λογοθέτης σημείωνε στις 19-7-1878: Οι μαχόμενοι άνδρες είναι ιθαγενείς, ως και οι οπλαρχηγοί τυγχάνουσι μεστοί αδαμάστου τόλμης καί ρίπτονται μετ’ ακαθέκτου ορμής εις τας συμπλοκάς, καθ’ ως πάντοτε σχεδόν μέχρι τούδε την δοκίμησαν... ή τόλμη των εκτρέπεται μέχρι παραφροσύνης”.
Οι Ζούρκας, Κορδίστας μαζί με τούς Μανθόπουλο καί Καραγεώργη έφτασαν μέχρι τη Νιζόπολη κι ο Ζούρκας αιχμαλώτισε τον Αλβανό Αλώμπεη, που όμως τόν ελευθέρωσε με τον όρο να μη ξαναχτυπήσει Έλληνες.
Οι συγκρούσεις συνεχίσθηκαν και το Φθινόπωρο, με εκδηλώσεις φοβερών ωμοτήτων από τουρκικής πλευράς. Στο Μορίχοβο, στα μέσα Νοεμβρίου 1878, συνελήφθησαν 100 Έλληνες σλαβόφωνοι με την κατηγορία της ενίσχυσης των επαναστατών.
Επαναστατική δραστηριότητα παρατηρήθηκε και στις περιοχές Γευγελής, Στρώμνιτσας, Δοϊράνης, Μελενίκου, Σηράς (Λούμνιστα), Κάρπης (Τσέρνα Ράκα), Καστανερής (Μπαράβιστα) κ.α. Παντού οι Έλληνες σλαβόφωνοι (όπως καί οι βλαχόφωνοι) πρωτοστατούσαν.
Γράφει ό Ν. Μέρτζος για τούς αγωνιστές του 1878:
Όλοι αυτοί οι αρματωμένοι ξεπερνούν τις 2500 κατά τούς μετριότερους υπολογισμούς καί είναι όλοι Μακεδόνες. Δεν έχουν έλθει από την ελεύθερη Ελλάδα, αλλά ξεπήδησαν μέσα από τά χωριά τους, υπερασπίζονται τη ζωή, τή μικρή περιουσία καί τή μεγάλη τιμή των οικογενειών τους καί είναι αδύνατο νά φύγουν στο “Ελληνικό”. Δεν έχουν άλλωστε που νά πάνε. Μπορεί 2-3 καπεταναίοι με δεσμούς στην Αθήνα νά έφυγαν ακολουθώντας τό παράδειγμα του λοχαγού Κ. Δουμπιώτη πού βρέθηκε στη Θεσσαλία από τό Μάρτιο κιόλας του 1878. Αλλά, οι δεκάδες άλλοι ντόπιοι οπλαρχηγοί θα άφηναν τόν τόπο τους στο έλεος των μπασιμπουζούκων; Εξάλλου, από τό Φθινόπωρο κιόλας της ίδιας χρονιάς, μόλις τό Συνέδριο του Βερολίνου κατάργησε τή “μεγάλη Βουλγαρία’’ οι ένοπλοι Βούλγαροι άρχισαν επιδρομές στην Άνω Μακεδονία για νά διαμαρτυρηθούν... Οι Τούρκοι έκαιγαν αδιάκριτα όλα τα χριστιανικά χωριά, πού στη συντριπτική τους πλειοψηφία ήταν ελληνικά, έστω καί σλαβόφωνα καί στο βορρά μεικτά. Έτσι ή παρουσία των ενόπλων Μακεδόνων γιό την αυτοάμυνα τους ήταν ζήτημα ζωής ή θανάτου...”.
Πηγή: Ιωάννης Χολέβας, Οι Έλληνες σλαβόφωνοι της Μακεδονίας, εκδ. Πελασγός, 1999.
συνεχίζεται...............................
Ήταν από τούς αρματολούς τού Ολύμπου, των Πιερίων καί των βουνών τής Έδεσσας, επικεφαλής 100 ανδρών (μαζί του ήταν καί ό Καρατάσιος με 100 άνδρες καί ό Συρόπουλος με 100 άνδρες). Ήταν σκληρός πολεμιστής, άγριος στην όψη καί ιδιόμορφος ώς χαρακτήρας.
Όταν ό αρχηγός τής Επανάστασης τής Χαλκιδικής Σερραίος μεγαλέμπορος Εμ. Παπάς (Πού ξεκίνησε στις 23-3-1821) ήρθε σε δύσκολη θέση αντιμετωπίζοντας τεράστιες εχθρικές δυνάμεις, απευθύνθηκε στον Δημ. Υψηλάντη καί τόν Ιούνιο τού 1821 έστειλε 12000 γρόσια στον αρματολό τού Ολύμπου καπετάν -Διαμαντή ζητώντας στρατιωτική ενίσχυση. Ο Διαμαντής έδωσε χρήματα καί πυρομαχικά σε μέρος των ανδρών του, περ. 400, καί υπό την ηγεσία των υπαρχηγών του Μήτρου Λιακόπουλου ή Λιάκου καί Κωνστ. Μπίνου τούς έστειλε νά βοηθήσουν τούς άλλους επαναστάτες. Πραγματικά ή άφιξή τους στη Χαλκιδική εμψύχωσε αυτούς πού αγωνίζονταν εκεί καί τέθηκαν επικεφαλής τής άμυνας τής Χερσονήσου τής Κασσάνδρας. Στις αρχές Ιουλίου έφτασε εκεί καί ό Διαμαντής. Αυτός, χρησιμοποιώντας διάφορα κλέφτικα τεχνάσματα, αιφνιδίασε τούς Τούρκους καί τούς προκάλεσε απώλειες γύρω στους 500 νεκρούς. Κατόπιν, ό Διαμαντής έφυγε για τόν Όλυμπο για νά φροντίσει για τή συγκέντρωση ανδρών.
0 Μουτεσαφίρης τής Θεσσαλονίκης Έμπού Λουμπούτ, αφού ξεκαθάρισε την κατάσταση στην Κασσάνδρα, (όπου σκοτώθηκαν τά 3/4 των Ελλήνων μαχητών) αποφάσισε νά πάρει μέτρα κατά τού Διαμαντή πού κατασκεύαζε στην Καστανιά τής Βέροιας οχυρωματικά έργα.
Εκεί ό Διαμαντής με τόν Γούλα Δράσκου ήταν επικεφαλής 300 κλεφτών.
Στις 8-3-1822 κηρύχθηκε ή Επανάσταση καί στα Πιέρια κι ό Διαμαντής με τούς 300 του επετέθη κατά τού Κολινδρού πού κατεχόταν από 1500 Τούρκους. Έγινε φονική μάχη. Ο Διαμαντής πού δεν μπόρεσε νά καταλάβει τόν Κολινδρό αποσύρθηκε στα Ν.Δ. όπου συνέχισε τόν αγώνα.
Μετά την πτώση τής Νάουσας (21-4-1822) στην περιοχή τής Κατερίνης οργανώθηκε δύναμη με τούς Διαμαντή, Κώστα Νικολάου (αδερφό του), Καραμήτσο, Σάλα καί Κασομούλη καί τό πυροβολικό τού Λεζίνσκυ. Οι Τούρκοι με 4.000 πεζούς καί 6000 ιππείς επετέθησαν κατά των ελληνικών θέσεων από τρία σημεία, αλλά απέτυχαν, καταδιώχθηκαν καί αποκλείσθηκαν στον Κολινδρό. Ο Διαμαντής τραβήχτηκε πάλι στα υψώματα τής Καστανιάς. ΟΙ Τούρκοι τού Κολινδρού με δύναμη 2000 πεζών καί ιππέων χτύπησαν τόν Διαμαντή με δύο φάλαγγες. Η θέση τού Διαμαντή έγινε δύσκολη. Αλλά, οι Τούρκοι έχασαν εκεί τό μεγαλύτερο μέρος τής δύναμής τους. Ο Διαμαντής υποχώρησε προς τή Μηλιά, όπου ενώθηκε με τά αρματολικά σώματα τού Γούλα καί τού Λάζου. Αργότερα, μαζί με τόν Κασομούλη κατέφυγαν στα Κρύα Νερά καί στη συνέχεια, με τόν Γούλα, τόν Τόλιο, τόν Λάζο κ.α. διασκορπίσθηκαν στον Όλυμπο καί στα Πιέρια.
Μετά από σύσκεψη των αρχηγών στο μοναστήρι τού Αγίου Διονυσίου τού Ολύμπου, αποφασίσθηκε ή κάθοδος των Μακεδόνων αγωνιστών στη Νότια Ελλάδα.
Ο Διαμαντής, με δικό του πάντα σώμα πολεμιστών από 250 άνδρες μαζί με τούς Γούλα Δράσκου, Μήτρο Λιακόπουλο ή Λιάκο καί Κωνστ. Μπίνο έφυγαν για Σκόπελο καί Σκιάθο.
Στο τέλος Ιουνίου τού 1822 ό ‘’Άρειος Πάγος” (τό πολιτικό Σώμα τής Ανατολικής ‘Ελλάδας) απέστειλε στις Βόρειες Σποράδες τόν αρεοπαγίτη Θεόκλητο Φαρμακίδη για νά τούς μεταφέρει στην Εύβοια. Ο Διαμαντής είχε πάει στον Όλυμπο για νά παραλάβει τις οικογένειες των αγωνιστών καί 150 πολεμιστές πού ήταν σκορπισμένοι στα μακεδονικά δάση, ώστε μόνον 600 Μακεδόνες μετέφερε ό Φαρμακίδης, με τόν Λιακόπουλο, τόν Μπίνο καί τόν σύγγαμπρο τού Διαμαντή, Καρακώστα. Η μικρή αυτή δύναμη εκτόπισε τούς Τούρκους από τά Βρυσάκια Χαλκίδας, καί εμψύχωσε τούς Ευβοείς, οι οποίοι άρχισαν να κατατάσσονται στο μακεδονικό σώμα.
0 Διαμαντής, γυρίζοντας από τον Όλυμπο, διορίσθηκε γενικός αρχηγός των επαναστατικών δυνάμεων τής περιοχής Χαλκίδας και στις αρχές Σεπτεμβρίου 1822 πέτυχε νά διαλύσει τούς Τούρκους τού στρατοπέδου τής Λιθούδας. Η κυβέρνηση προήγαγε τον Διαμαντή σε στρατηγό και τον διόρισε αρχηγό τής εκστρατείας κατά τής Χαλκίδας.
Δυστυχώς, ό Κριεζώτης, υποκινούμενος από τον Ανδρούτσο, αρνήθηκε νά δεχθεί τόν Διαμαντή ώς αρχηγό καί μετά από εμφύλια σύγκρουση, ό Κριεζώτης αποσύρθηκε στον Άγιο Λουκά. Ο Ανδρούτσος με ισχυρή δύναμη Ρουμελιωτών επετέθη κατά των ανδρών τού Διαμαντή, πού ασχολούνταν με την πολιορκία τής Χαλκίδας. Ο Διαμαντής, για νά αποτραπεί μεγαλύτερης έκτασης εμφύλια σύρραξη, έφυγε για τή Σκιάθο.
Στα τέλη τού Σεπτεμβρίου 1823, ό τουρκικός στόλος τού Χοσρέβ πασά σχεδίαζε νά αποβιβασθεί στη Σκιάθο. Οι αρχηγοί Καρατάσιος, Διαμαντής, Γάτσος, Περραιβός, Μπίνος, Λιακόπουλος, Συρόπουλος καί Βελέντζας αποφάσισαν νά προβάλουν αντίσταση. Ο Διαμαντής έπιασε τό δυτικό τμήμα τού λιμένα. Την 9-10-1823 οι Τούρκοι επιχείρησαν την απόβαση, ή οποία αποκρούσθηκε καί ό Χοσρέβ απέπλευσε για τόν Παγασητικό Κόλπο. Ο Διαμαντής με τόν Τσάμη Καρατάσιο καί τό Μήτρο Λιακόπουλο έγιναν κυρίαρχοι τού νησιού. Ακολούθησε διαφωνία του με τούς άλλους αρχηγούς καί αποχώρησή του από τή Σκιάθο. Γύρισε στον γνώριμό του Όλυμπο.
Όταν τόν Ιανουάριο 1828 έφτασε στο Ναύπλιο ό Καποδίστριας, αντιπροσωπεία των Μακεδόνων από τούς Διαμαντή, Τόλιο Λάζο καί Δ. Σύρο παραβρέθηκε στην ορκωμοσία τού κυβερνήτη. Σχηματίσθηκε μία ταξιαρχία Μακεδόνων καί Θεσσαλών προσφύγων την ηγεσία τής οποίας ανέλαβε ό Τόλιος Λάζος, Πράγμα που δυσαρέστησε τόν (αρχαιότερο) Διαμαντή, ό οποίος μαζί με τόν αδελφό του Κώστα γύρισαν πάλι στον Όλυμπο.
Στις 8-10-1828 οι Ολύμπιοι με πρώτο τόν Διαμαντή ζήτησαν με επιστολή τους οδηγίες από τόν Καποδίστρια καί μαζί υπέβαλαν τό αίτημα νά συμπεριληφθεί ή περιοχή τού Ολύμπου μέσα στα όρια τού νέου ελληνικού κράτους. Οι απαντήσεις πού πήραν δεν ήταν καθόλου ενθαρρυντικές.
Στο μεταξύ οι Τούρκοι ισχυρίζονταν ότι ό Διαμαντής συγκέντρωνε στον Όλυμπο καί στο Βέρμιο ληστές καί προς τό τέλος τού 1830 έστειλαν δυνάμεις τους νά συλλάβουν αυτόν καί τόν Μιχ. Πετσιάβα.
Φήμη ότι ό Διαμαντής συνεργάσθηκε με τούς Τούρκους ελέγχεται ώς ανακριβής.
Χατζή-χρίστος
Ο Χατζή-χρίστος Δάγκοβιτς γεννήθηκε στο Βελιγράδι, τό 1783. Ο πατέρας του καί ό αδερφός του σκοτώθηκαν στη Σερβική επανάσταση τού 1806. Τό 1824 έφυγε με τή μητέρα του καί μετά από περιπλάνηση σε διάφορες χώρες κατέληξε στην Αίγυπτο, κοντά στον Μεχμέτ Αλί, ό οποίος τόν κατέταξε στα σώματα πού πολεμούσαν τούς αντιζήλους του μπέηδες μαμελούκους (κιολεμίνιδες). Λόγω τής ανδρείας του προήχθη στο βαθμό τού ‘καβιάμπαση’. Στη συνέχεια κατετάγη στο στρατό τού Χουρσίτ πασά στη Συρία. Τό 1820 ό Χουρσίτ διορίσθηκε Αλής τής Πελοποννήσου. Όταν ό Χουρσίτ διατάχθηκε νά επιτεθεί εναντίον τού Αλί-πασά, άφησε στον Χατζηχρίστο τή φύλαξη τού χαρεμιού του καί των θησαυρών του.
Την 23-9-1821 ή Τρίπολη κατελήφθη από τούς επαναστατημένους Έλληνες καί ό Χατζηχρίστος πιάσθηκε αιχμάλωτος. Τότε, σε μία κρίση συνείδησης πού ξύπνησε μέσα του τό ελληνικό εθνικό φρόνημα, ορκίσθηκε μαζί με άλλους στο Ευαγγέλιο νά αγωνισθεί για την Ανεξαρτησία. Από τότε έγινε εξαίρετος πολεμιστής καί διακρίθηκε ώς αρχηγός τού ιππικού. Στο Βαλτέτσι τραυματίστηκε καί τό φημισμένο ιππικό του διέπραξε θαύματα ανδρείας.
Στη μάχη κοντά στο Πετροχώρι, έξω από τό Ναβαρίνο κατά τού Ιμπραήμ πασά (25 έως 30-4-1825) συνελήφθη αιχμάλωτος, φυλακίσθηκε καί βασανίσθηκε από τόν Ιμπραήμ ό οποίος τόν αναγνώρισε.
Ελευθερώθηκε ύστερα από ανταλλαγή με Τούρκους. Πολέμησε με τόν Αυγουστίνο Καποδίστρια στην πολιορκία τού Αντιρίου καί τής Ναυπάκτου (12 καί 13-3-1 829) καί στις 2-5-1829 κατέλαβε τή Ναύπακτο με συνθήκη.
Μετά την απελευθέρωση παρέμεινε στο στράτευμα, προήχθη σε στρατηγό από τόν Όθωνα καί διορίσθηκε υπασπιστής του.
Πέθανε τό 1853.
Βάσος
Έλληνας σλαβόφωνος Μακεδόνας καπετάνιος τού αγώνα τής ανεξαρτησίας για τόν οποίο τά στοιχεία πού υπάρχουν είναι λίγα. Τόν αναφέρει ό Φιλ. Δραγούμης (ό.π.) καί ό Ι. Βασδραβέλης. (ό.π., σ. 172). Αυτό πού έγινε γνωστό γι’ αυτόν είναι ότι, μετά την άτυχή μάχη τού Κρομμυδιού οι Πελοποννήσιοι σκόρπισαν στα χωριά τους καί οι Ρουμελιώτες γύρισαν στη Δυτ. Ελλάδα. Στην Πελοπόννησο έμειναν 2000 πολεμιστές υπό τούς Καρατάσιο, Βάσο, Χατζηχρίστο καί Σκούρτη.
Λοιποί επώνυμοι σλαβόφωνοι Μακεδόνες αγωνιστές.
Στα σώματα, τόσο τού Γάτσου, όσο και τού Διαμαντή, αλλά και τού Καρατάσιου, υπηρετούσε μεγάλος αριθμός ανώνυμων σλαβόφωνων Μακεδόνων, πού πολέμησε με ηρωισμό για την εθνική ανεξαρτησία.
Επώνυμοι σλαβόφωνοι αγωνιστές εκτός αυτών πού αναφέρθηκαν παραπάνω, ήταν και οι εξής:
- Οι αδελφοί Σιούγκαρα. Ήταν ανάμεσα στους υπερασπιστές τής Νάουσας καί ηγούνταν μαζί με τόν Γάτσο 450 αγωνιστών από τά χωριά Δαρζίλοβο, Οσλιάνη κ.α. Επίσης, πήραν μέρος στην εκστρατεία για την κατάληψη τής Βέροιας. Στην άμυνα τής Νάουσας οι αδελφοί Σιούγκαρα κατέλαβαν τή θέση Πλακένια Δραγασιά μαζί με τόν Καρατάσιο. Τουρκική δύναμη πού παρέκαμψε τή Γάστρα καί πλευροκόπησε τό σώμα τού Καραμήτσου, έπεσε στα πυρά των Σιουγκαραίων καί αναγκάσθηκε νά υποχωρήσει. ΟΙ Σιουγκαραίοι ακολούθησαν τόν Γάτσο καί τόν Καρατάσιο στη νότια Ελλάδα όπου επίσης αγωνίσθηκαν ηρωικά.
- Ο Τσέρνυ Πέτρη. Στην κατανομή των δυνάμεων για την υπεράσπιση τής Νάουσας (Μάρτιος 1822) μία φάλαγγα 80 ανδρών με αρχηγό τόν Τσέρνυ Πέτρη στάλθηκε νά φυλάξει τά περάσματα τού Λουδία. Κατόπιν, για την άμυνα μέσα στη Νάουσα ό Τσέρνυ Πέτρη με τόν Καραμήτσο καί τόν Καραμπατάκη κατέλαβαν τις κλιτύες τής Γάστρας από τις πηγές ώς την Καραγίδα.
- Στογιάννος. Στην οργάνωση τής υπεράσπισης της Νάουσας 110 άνδρες με αρχηγό τόν Στογιάννο καί τους Δεληγιάννη καί Μιχ. Πιτσιάβα ορίσθηκαν νά φυλάγουν τις βόρειες διόδους (περάσματα) τού Λουδία, στα χωριά Αράχνιανη καί Μπάνια.
Δραστηριότητες στην περίοδο 1854 -1878
Αναφέρονται οι παρακάτω δραστηριότητες Ελλήνων σλαβοφώνων τής Μακεδονίας στην περίοδο 1854-1878:
1. Τό 1854 σημειώθηκε στον Όλυμπο επαναστατική δραστηριότητα των Ελλήνων πού μεταξύ των άλλων (Γ. Ζαχείλα, Δ. Ψαροδήμο, Ε. Καραβάγκο. Ζ. Σωτηρίου) είχε αρχηγό και τόν Ι. Διαμαντή.
2. Παρόλη την τουρκική αντίδραση ή επαναστατική δραστηριότητα των Ελλήνων στον Όλυμπο συνεχίσθηκε. Οι ντόπιοι τροφοδοτούσαν με έμψυχο υλικό την επαναστατική δραστηριότητα των περιοχών Καστοριάς καί Κλεισούρας.
3. Τό καλοκαίρι τού 1857 δρούσε στο Μορίχοβο τό σώμα τού οπλαρχηγού Γιαννούλα, ό οποίος αργότερα στράφηκε προς τις ληστείες.
4. Στα χρόνια τής Κρητικής Επανάστασης 1866-69, ή περιοχή Μοριχόβου ανακηρύχθηκε Ελεύθερη Ελλάδα. 0ι βασικοί παράγοντες στη νέα αυτή επαναστατική κίνηση ήταν Έλληνες σλαβόφωνοι Μακεδόνες, ό Ναούμ Κύρου από τό Ανταρτικό, ό Α. Κορδίστας από τή Νέβεσκα, Κόλε Πίνας από τό Φλάμπουρο τής Φλώρινας, ό Νικ. καί Στ. Νταλίπης από τή Σφήκα Κορεστίων, ό Ναούμ Ορλίνης από την Ιεροπηγή Καστοριάς καί ό υπαρχηγός του Νάειδος, ό Αρκούδας, ό Γιαρέσης κ.α. (κοντά σ’ αυτούς καί ορισμένοι βλαχόφωνοι Μακεδόνες). 0 Ν. Ορλίνης με τό Νάειδο καί τούς άνδρες τους μπήκαν κρυφά στη Φλώρινα καί απήγαγαν τόν εκεί ‘’καϊμακάμη’’
5. Στη “Νέα Φιλική Εταιρεία’’ πού οργάνωσε ό εκπαιδευτικός Αναστ. Πηχεών από την Αχρίδα μαζί με άλλους, Πήρε μέρος καί ό Κ. Τσιούλκας από την Κορησσό.
6. Στην περίοδο τής προετοιμασίας τού κινήματος τού 1878 είχαν συμμετοχή τά σώματα ορισμένων Μακεδόνων οπλαρχηγών όπως ό τρίγλωσσος Ν. Σπανός (ελληνόφωνος-βλαχόφωνος-σλαβόφωνος), ό Βελούλας κ.α.
7. Το 1875 οι Στρωμνιτσιώτες (μεταξύ των οποίων και πολλοί σλαβόφωνοι) αποφάσισαν να αντισταθούν κατά των Βουλγάρων και συγκρότησαν γι’ αυτό το σκοπό πατριωτική ομάδα.
“Το Πάσχα του έτους 1875 συνελθόντες εις την οικίαν του Δ. Παπαδιονυσίου, οι, Νικόλαος Ε. Οικονομίδης, Κωστάκης Γραικού, Κων. Δημ. Μίσσιου, Γρηγ. Παπαδιονυσίου, Ι. Παπαδιονυσίου, Δημ. Αγγειοπλάστης, Γεώργ. Κόλλιου, Γεωργ. Μούλκας, Κων. Αμπράσης, Κων. Κωνσταντινίδης καί Παντελής Γουγούσης, αντιπροσωπεύοντες δε οι ανωτέρω καί τούς παρακάτω ειλικρινείς καί ενθέρμους πατριώτας Δημ. Καλινίκην, Παντελήν Πάκον, Εμ. Πώνην, Κων. Κολιούσκαν, Γ. Κολιούσκαν, Γρηγ. Ταμανίμην, Κύρον Τοπούζην, Γρηγ. Τράϊνον, Πρωτοπαππάν (παπά Νικόλαν), Γρηγ. Δανιήλ, Ιω. Ιόφτσου, Παντ. Σαμουλαδάν καί Γεώργ. Ντουλμπέρη, απεφάσισαν καί κατήρτισαν Πατριωτικήν ομάδα αντιστάσεως, προγραμματίσαντες συνάμα την ημέραν εκείνην σχέδιον αντάξιον γνησίων Ελλήνων ηρώων, εξέλεξαν δε αρχηγόν τόν Παντελήν Γουγούσην”.
δ. Συμμετοχή στην Επανάσταση του 1878
Η συμμετοχή των Ελλήνων σλαβόφωνων τής Μακεδονίας στην Επανάσταση τού 1878 (πού ήταν ή ελληνική απάντηση στο δημιούργημα τής Συνθήκης τού Αγ. Στεφάνου, τή “μεγάλη Βουλγαρία”) ήταν μαζική, έντονη καί αποτελεσματική.
Προηγήθηκαν οι διαμαρτυρίες προς τις Μεγάλες Δυνάμεις τής εποχής, πού έστειλαν όλες οι ελληνικές (ελληνόφωνες, σλαβόφωνες, βλαχόφωνες, αλβανόφωνες) Κοινότητες τής Μακεδονίας.
Η επανάσταση εκδηλώθηκε στον Όλυμπο καί ξεκίνησε με την κατάληψη τού Λιτοχώρου (19-2-1878) από δύναμη πού είχε συγκροτηθεί στην Αθήνα με αρχηγό τόν Κ. Δουμπιώτη. Ακολούθησε ή απελευθέρωση τού Πλαταμώνα (20-2-1878) καί τού Κολινδρού (26-2-1878), πού όμως δεν κράτησε πολύ. 0ι Τούρκοι κινητοποιήθηκαν καί ξαναπήραν τό Λιτόχωρο στις 4-3-1878 πού τό έκαψαν. Η κατάληξη ήταν νά υπογραφεί στις 16-4-1878, με τή μεσολάβηση των ξένων, ανακωχή.
Αλλά ό επαναστατικός σπόρος είχε πέσει σε πολύ εύφορο έδαφος καί βλάστησε αμέσως. Οι Έλληνες σλαβόφωνοι βλαχόφωνοι καί αλβανόφωνοι κράτησαν ψηλά την επαναστατική δάδα. Τό Μοναστήρι, τό Μεγάροβο, τό Τίρνοβο, ή Νιζόπολη, τό Κρούσοβο, το Μπούκοβο, τό Μπούσι, τό Γκόπσι, ή Μηλόβυστα, ή Κορυτσά, ή Ρέσνα, ή Αχρίδα, τό Γιαγκοβέτσι, ή Άνω καί Κάτω Μπεάλα, ή Φλώρινα, ή Καστοριά, ή Βλάση, ή Κλεισούρα έσφυζαν από επαναστατικό παλμό.
Οι τρεις πιο σημαντικοί ηγέτες τής Επανάστασης ήταν σλαβόφωνοι: Βασίλης Ζούρκας, Νικόλαος Νταλίπης καί Νικόλαος Κορδίστας καί είχαν ορμητήριο τά Κορέστια. Τον Ιούνιο 1878 κατάφεραν βαριά πλήγματα κατά των Τούρκων στο Μπούφι καί στο Πισοδέρι, που τα επανέλαβαν και τόν Ιούλιο στο Πισοδέρι, στα Άλωνα (Αρμένσκι) καί Τύρσια (Τύρνοβο). Ό Ζούρκας κυνήγησε τόν Ισμαήλ Αγά πού αποτελούσε μάστιγα για την Περιφέρεια Καστοριάς.
Ο Έλληνας Πρόξενος στο Μοναστήρι Π. Λογοθέτης σημείωνε στις 19-7-1878: Οι μαχόμενοι άνδρες είναι ιθαγενείς, ως και οι οπλαρχηγοί τυγχάνουσι μεστοί αδαμάστου τόλμης καί ρίπτονται μετ’ ακαθέκτου ορμής εις τας συμπλοκάς, καθ’ ως πάντοτε σχεδόν μέχρι τούδε την δοκίμησαν... ή τόλμη των εκτρέπεται μέχρι παραφροσύνης”.
Οι Ζούρκας, Κορδίστας μαζί με τούς Μανθόπουλο καί Καραγεώργη έφτασαν μέχρι τη Νιζόπολη κι ο Ζούρκας αιχμαλώτισε τον Αλβανό Αλώμπεη, που όμως τόν ελευθέρωσε με τον όρο να μη ξαναχτυπήσει Έλληνες.
Οι συγκρούσεις συνεχίσθηκαν και το Φθινόπωρο, με εκδηλώσεις φοβερών ωμοτήτων από τουρκικής πλευράς. Στο Μορίχοβο, στα μέσα Νοεμβρίου 1878, συνελήφθησαν 100 Έλληνες σλαβόφωνοι με την κατηγορία της ενίσχυσης των επαναστατών.
Επαναστατική δραστηριότητα παρατηρήθηκε και στις περιοχές Γευγελής, Στρώμνιτσας, Δοϊράνης, Μελενίκου, Σηράς (Λούμνιστα), Κάρπης (Τσέρνα Ράκα), Καστανερής (Μπαράβιστα) κ.α. Παντού οι Έλληνες σλαβόφωνοι (όπως καί οι βλαχόφωνοι) πρωτοστατούσαν.
Γράφει ό Ν. Μέρτζος για τούς αγωνιστές του 1878:
Όλοι αυτοί οι αρματωμένοι ξεπερνούν τις 2500 κατά τούς μετριότερους υπολογισμούς καί είναι όλοι Μακεδόνες. Δεν έχουν έλθει από την ελεύθερη Ελλάδα, αλλά ξεπήδησαν μέσα από τά χωριά τους, υπερασπίζονται τη ζωή, τή μικρή περιουσία καί τή μεγάλη τιμή των οικογενειών τους καί είναι αδύνατο νά φύγουν στο “Ελληνικό”. Δεν έχουν άλλωστε που νά πάνε. Μπορεί 2-3 καπεταναίοι με δεσμούς στην Αθήνα νά έφυγαν ακολουθώντας τό παράδειγμα του λοχαγού Κ. Δουμπιώτη πού βρέθηκε στη Θεσσαλία από τό Μάρτιο κιόλας του 1878. Αλλά, οι δεκάδες άλλοι ντόπιοι οπλαρχηγοί θα άφηναν τόν τόπο τους στο έλεος των μπασιμπουζούκων; Εξάλλου, από τό Φθινόπωρο κιόλας της ίδιας χρονιάς, μόλις τό Συνέδριο του Βερολίνου κατάργησε τή “μεγάλη Βουλγαρία’’ οι ένοπλοι Βούλγαροι άρχισαν επιδρομές στην Άνω Μακεδονία για νά διαμαρτυρηθούν... Οι Τούρκοι έκαιγαν αδιάκριτα όλα τα χριστιανικά χωριά, πού στη συντριπτική τους πλειοψηφία ήταν ελληνικά, έστω καί σλαβόφωνα καί στο βορρά μεικτά. Έτσι ή παρουσία των ενόπλων Μακεδόνων γιό την αυτοάμυνα τους ήταν ζήτημα ζωής ή θανάτου...”.
Πηγή: Ιωάννης Χολέβας, Οι Έλληνες σλαβόφωνοι της Μακεδονίας, εκδ. Πελασγός, 1999.
συνεχίζεται...............................
Η Σερβική Εκκλησία και το Μακεδονικό
Την Μακεδονική εκκλησία δημιούργησε ως αυτόνομη αλλά όχι ως αυτοκέφαλη το σερβικό πατριαρχείο το 1956, άγνωστο υπό ποιες συνθήκες πιέσεων ή πολιτικοθρησκευτικών στόχων της σερβικής εκκλησίας στην Λ.Δ. Μακεδονία.
Το 1967 όμως, όταν αυτή η εκκλησία αυτοανακηρύχτηκε αυτοκέφαλη, το σερβικό Πατριαρχείο έπαψε να την αναγνωρίζει. Σήμερα η σερβική εκκλησία επίσημος φορέας του σερβικού πατριωτικού Κινήματος, που περικλείει στους κόλπους της μεγάλο αριθμό διανοουμένων και φιλελευθέρων πολιτικών, δεν αναγνωρίζει το «Μακεδονικό» έθνος. Στις επίσημες θέσεις της βλέπει Κανείς ότι όλοι οι έχοντες επίθετα με κατάληξη -σκι, κάτοικοι της ΦΥΡΟΜ, είναι σερβικής καταγωγής και όσοι έχουν ονόματα σε -οφ και εφ, βουλγαρικής. Διαχωριστική γραμμή μεταξύ αυτών των δύο θεωρείται ο Ποταμός Αξιός. Στο πλευρό της εκκλησίας, όπως προαναφέραμε, βρίσκεται μεγάλος αριθμός διανοουμένων, μη κομμουνιστών, νοσταλγών της βασιλείας και της φιλελεύθερης «Δημοκρατίας».
Για παράδειγμα αναφέρω τον Κοσμήτορα της Φιλοσοφικής σχολής του Πανεπιστημίου του Βελιγραδίου, Ντράγκολιουμπ, Ζιβοίνοβιτς, όταν στις 31-01-1986, αρνήθηκε δημόσια την ύπαρξη «Μακεδονικού» έθνους, σε συνέντευξή του στο έγκυρο περιοδικό «Ιντερβιού», λέγοντας με πλάγιο αλλά σαφή τρόπο ότι: και βέβαια κάθε λαός δικαιούται ανεξάρτητης εκκλησίας αλλά αυτοί τι λαός είναι; Η αντίδραση σε μια τέτοια θέση, ενός ανθρώπου με τέτοια θέση στην επιστήμη, ήταν θυελλώδης στην ακόμα κομμουνιστική Γιουγκοσλαβία.
Αντίθετα όμως με το αντί «μακεδονικό» ρεύμα που υπάρχει στους κόλπους της σερβικής εκκλησίας, η «Μακεδονική» εκκλησία παρουσιάζει τρομερά μεγάλη δραστηριότητα στο εξωτερικό. Ήδη έχει τρεις Αρχιεπισκοπές, στην Αυστραλία, την Β .Αμερική και την Γερμανία, διαθέτει 33 εκκλησίες (τόσες διέθετε το 1990) και 2 Μοναστήρια στην Αμερική και την Αυστραλία καθώς και δύο εκκλησίες στην Σουηδία με 15.000 μετανάστες.
Σύμφωνα με συνέντευξη των πρώην Αρχιεπισκόπου της Αγγελάριου (σε περιοδικό αφιέρωμα με τίτλο “Μακεδονική εκκλησία‚ το 1987),σημαντικότερο αρωγό στο έργο της έχει την Αγγλικανική εκκλησία και το Βατικανό.
Η δράση του Βατικανού βέβαια δεν χρειάζεται πολύ σκέψη και ψάξιμο. Είναι οφθαλμοφανής και πάντοτε ανθελληνική και ιδίως με την άνοδο του Πολωνού Βιτύλα στον παπικό θρόνο, μανιώδης αντιορθόδοξη, αφού η Ουνία έχει διεισδύσει σε τέτοιο βαθμό στην Ουκρανία (Μικρορωσια) και στην Ρουμανία, ώστε να γίνονται βίαιες καταλήψεις ορθοδόξων ναών, ακόμα και φόνοι ιερέων! (Βλέπε: ‘’Η Ουνία σήμερα”, εκδ. Αρμός.)
Στο υπόγειο του (τέως) ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΜΟΝΑΣΤΗΡΙΟΥ του Βατικανού‚ του Αγίου Κλήμη, όπου βρίσκεται ο τάφος του Αγίου Κυρίλλου, ο Βέβηλος Πάπας Πίος ΣΤ επέτρεψε να τοποθετήσει το 1967 η κομμουνιστική κυβέρνηση Τίτο Κολισλέφσκι αναθηματική μαρμάρινη πλάκα πάνω στον τάφο του Αγίου, με την επιγραφή: «Ο Μακεδονικός λαός με ευγνωμοσύνη στον Άγιο Κύριλλο και Μεθόδιο»
Η ενέργεια αυτή των Σκοπιανών εξέγειρε τους Βουλγάρους, (ελληνική αντίδραση δεν υπήρξε !)‚ για τον εξευμενισμό των οποίων επιτράπη Και σ’ αυτούς να στήσουν πλάκα με το ίδιο περιεχόμενο την επόμενη χρονιά. Βλέπετε και οι Βούλγαροι ισχυρίζονται ότι σι Κύριλλος και Μεθόδιος είναι συμπατριώτες τους!
Και η αβρότητα του Βατικανού προς την εκκλησία των Σκοπίων δεν δείχνει να Παίρνει τέλος. Ο Πολωνός Πάπας Κάρολος Βοιτύλα (Ιωάννης -Παύλος Β’), συμπεριέλαβε ξαφνικά στο χριστουγεννιάτικο ευχολόγιό του, ευχές και στην «μακεδονική» γλώσσα.
Τα ελληνικά διαβήματα, ότι μακεδονική γλώσσα μόνο η ελληνική γλώσσα μπορεί να χαρακτηριστεί, αφού και ο ιδρυτής της χριστιανικής εκκλησίας Απόστολος Παύλος, σε αυτή τη γλώσσα μίλησε και έγραψε στους Μακεδόνες, ο «Άγιος πατέρας» τα χρησιμοποιούσε μόνο ως προσάναμμα για το μαγκάλι του, ώσπου το 1989, ο τότε Υπουργός Μακεδονίας - Θράκης Στέλιος Παπαθεμελής του έστειλε μια επιστολή στην οποία αναφέρονταν τα εξής:
« Άγιε πατέρα
Επιτρέψτε μου να θέσω στην κρίση σας τις ακόλουθες σκέψεις.
α) Οι πολίτες των Σκοπίων της Γιουγκοσλαβίας μιλούν ορισμένη γλώσσα και δηλώνουν ότι συναποτελούν μεταξύ τους μια εθνότητα.
Ως εδώ είναι δική τους υπόθεση και κατά συνέπεια δικαίωμα τους.
β) Όμως την γλώσσα που μιλούν και την εθνότητα που κατά τη γνώμη τους συναπαρτίζουν, δίνουν επιμόνως ελληνικό όνομα, το όνομα μακεδονική, μακεδονικό. Και αυτό δεν είναι δική τους υπόθεση. Δεν είναι επομένως δικαίωμα τους.
γ) Οι Μακεδόνες σύμφωνα με αδιάψευστες από αρχαίων χρόνων μαρτυρίες είναι «Έλληνες το γένος τ’ αρχαίον» (Ηροδ. ΙΧ 45,2).
Τα σύγχρονα εκπληκτικά ευρήματα της αρχαιολογικής σκαπάνης προσεπιβεβαιώνουν την ανάπτυξη της Μακεδονίας, ενός μεγάλου πολιτισμού, που είναι κομμάτι του ενιαίου και αδιάσπαστου συνόλου του ελληνικού πολιτισμού.
δ) Οι Μακεδόνες, ως Έλληνες, δεν ήταν δυνατόν Παρά να ομιλούν ελληνικά. Και ο Μακεδών Αλέξανδρος ο Μέγας, ο οποίος Κατά τους ερμηνευτές στην προφητεία του Δανιήλ (Κε φ.4,21) αποκαλείτο «ο τράγος των Αιγών, βασιλεύ ς των Ελλήνων», διέδωσε την Ελληνική γλώσσα και τον πολιτισμό στην Οικουμένη. Έτσι εξηγείται γιατί το πρωτότυπο της καινής Διαθήκης είναι γραμμένο στα ελληνικά και όχι στην γλώσσα των Σκοπίων».
Τα Σκόπια δυσαρεστήθηκαν σφόδρα με την επιστολή Παπαθεμελή. Ο Πάπας έκοψε το ευχολόγιο στα σκοπιανικά τον επόμενο χρόνο. Οι Σκοπιανοί όμως μετέφρασαν από μόνοι τους την εγκύκλιο του πάπα, την τύπωσαν επί πληρωμή στα τυπογραφεία του Βατικανού, και την περιέφεραν λέγοντας πώς ό,τι δεν είπε προφορικά ο Πάπας από το μπαλκόνι στην Πλατεία Αγίου Πέτρου, το εξέδωσε γραπτά (την πληροφορία αυτή ανέφερε η «Εποπτεία Newsletter» του Μαρτίου 1922).
Το Βατικανό όμως αρνήθηκε, όταν κατηγορήθηκε ότι εκτύπωσε εγκύκλιο σε αυτή τη γλώσσα. Η πλαστογραφία αποκαλύφτηκε. Όμως την επόμενη χρονιά, το 1992 το θέμα ξανατέθηκε από το συμβούλιο των Καρδιναλίων. Η μία άποψη υποστήριζε ότι δεν πρέπει να ξαναφερθούν στην λεγόμενη «μακεδονική» για να μην οι Ορθόδοξοι από τον εκκλησιαστικό διάλογο και η άλλη ότι πρέπει να βγει στα «μακεδονικά» με την πρόφαση ότι βγήκε για τους 60.000 ρωμαιοκαθολικούς των Σκοπίων, πράγμα που τελικά έγινε δεκτό. Αποφασίστηκε ακόμη να μην δεχτεί τα Χριστούγεννα ο Πάπας μεμονωμένα την σκοπιανή αντιπροσωπεία, αλλά από κοινού μαζί με άλλες.
Το σκεπτικό ήταν να μην προκληθεί η ελληνική και η σέρβικη εκκλησία. Ταυτόχρονα ο καρδινάλιος Ρε, εκ του παπικού συμβουλίου, ζήτησε από τον Νούντσιο (πρέσβη) του Βατικανού στην Αθήνα, τον Sorero, να επισκεφθεί ο ίδιος το ελληνικό Υπ. Εξ. για να ενημερωθεί και να καλέσει Έλληνα πρέσβη να μεταβεί στο Βατικανό να ενημερώσει για το Μακεδονικό. Ο Νούντσιο όμως, όχι μόνο δεν πήγε να ενημερωθεί, όχι μόνο δεν έστειλε πρόσκληση σε Έλληνα πρέσβη να πάει στο Βατικανό, αλλά εξέφραζε την δυσφορία του στο Βατικανό για τον Αρχιεπίσκοπο των ρωμαιοκαθολικών στην Κέρκυρα, Αντώνιο Βαρθαλίτη, που είχε κατακλύσει την Νουντσιατούρα με επιστολές διαμαρτυρίας για το Μακεδονικό. Ο Βαρθαλίτης, σύμφωνα με το «Ν τ51 ΐ», ήταν και ο μοναδικός καθολικός Επίσκοπος που ένοιωσε εκείνη τη στιγμή Έλληνας.
Ταυτόχρονα στην Ιταλία, με επιχορήγηση του Βατικανού εκδίδεται το περιοδικό «Ρελατσιόνα Μακεντόνια». Το περιοδικό εκδίδει κάποιος καθολικός ιερωμένος με το όνομα Αντώνιο Γέρκωφ, πιθανότατα Κροάτης, και αποστέλλεται σε όλες τις ρωμαιοκαθολικές εκκλησίες του κόσμου. Ο τίτλος λέει φυσικά ποια είναι και η θεματολογία του περιοδικού. Η προσχώρηση της «Μακεδονικής» εκκλησίας στην Ουνία.
Χαρακτηριστική είναι και μια έρευνα της γερμανικής εφημερίδος Ζίντοε Τσάιτουγκ, το 1986, που αποκαλύπτει την πολυδάπανη δραστηριότητα αυτής της εκκλησίας στο εξωτερικό, την οποία καλύπτει οικονομικά το Βατικανό και σε μικρότερο μέρος οι Αγγλικανοί. Και φυσικά η μοναδική δραστηριότητα της «Μακεδονικής» εκκλησίας στον Καναδά και την Αυστραλία, είναι ο ανθελληνισμός!
Μέσα στην Γιουγκοσλαβία η εκκλησία των Σκοπίων είχε ως σημαντικότερο συμπαραστάτη την ρωμαιοκαθολική εκκλησία του Ζάγκρεμπ, μια εκκλησία πού λειτουργούσε και δρούσε σε απόλυτη ελευθερία Κατά την εποχή του κομμουνισμού, χωρίς να απολογηθεί καν για την φοβερή γενοκτονία των Σέρβων στα κρεματόρια (1.000.000 νεκροί) από το κληρικοφασιστικό κροατικό κράτος το 1941-44.
Πηγή: Στέφανος Ν. Σωτηρίου, Το Μακεδονικό ζήτημα, εκδ. Πελασγός.
Το 1967 όμως, όταν αυτή η εκκλησία αυτοανακηρύχτηκε αυτοκέφαλη, το σερβικό Πατριαρχείο έπαψε να την αναγνωρίζει. Σήμερα η σερβική εκκλησία επίσημος φορέας του σερβικού πατριωτικού Κινήματος, που περικλείει στους κόλπους της μεγάλο αριθμό διανοουμένων και φιλελευθέρων πολιτικών, δεν αναγνωρίζει το «Μακεδονικό» έθνος. Στις επίσημες θέσεις της βλέπει Κανείς ότι όλοι οι έχοντες επίθετα με κατάληξη -σκι, κάτοικοι της ΦΥΡΟΜ, είναι σερβικής καταγωγής και όσοι έχουν ονόματα σε -οφ και εφ, βουλγαρικής. Διαχωριστική γραμμή μεταξύ αυτών των δύο θεωρείται ο Ποταμός Αξιός. Στο πλευρό της εκκλησίας, όπως προαναφέραμε, βρίσκεται μεγάλος αριθμός διανοουμένων, μη κομμουνιστών, νοσταλγών της βασιλείας και της φιλελεύθερης «Δημοκρατίας».
Για παράδειγμα αναφέρω τον Κοσμήτορα της Φιλοσοφικής σχολής του Πανεπιστημίου του Βελιγραδίου, Ντράγκολιουμπ, Ζιβοίνοβιτς, όταν στις 31-01-1986, αρνήθηκε δημόσια την ύπαρξη «Μακεδονικού» έθνους, σε συνέντευξή του στο έγκυρο περιοδικό «Ιντερβιού», λέγοντας με πλάγιο αλλά σαφή τρόπο ότι: και βέβαια κάθε λαός δικαιούται ανεξάρτητης εκκλησίας αλλά αυτοί τι λαός είναι; Η αντίδραση σε μια τέτοια θέση, ενός ανθρώπου με τέτοια θέση στην επιστήμη, ήταν θυελλώδης στην ακόμα κομμουνιστική Γιουγκοσλαβία.
Αντίθετα όμως με το αντί «μακεδονικό» ρεύμα που υπάρχει στους κόλπους της σερβικής εκκλησίας, η «Μακεδονική» εκκλησία παρουσιάζει τρομερά μεγάλη δραστηριότητα στο εξωτερικό. Ήδη έχει τρεις Αρχιεπισκοπές, στην Αυστραλία, την Β .Αμερική και την Γερμανία, διαθέτει 33 εκκλησίες (τόσες διέθετε το 1990) και 2 Μοναστήρια στην Αμερική και την Αυστραλία καθώς και δύο εκκλησίες στην Σουηδία με 15.000 μετανάστες.
Σύμφωνα με συνέντευξη των πρώην Αρχιεπισκόπου της Αγγελάριου (σε περιοδικό αφιέρωμα με τίτλο “Μακεδονική εκκλησία‚ το 1987),σημαντικότερο αρωγό στο έργο της έχει την Αγγλικανική εκκλησία και το Βατικανό.
Η δράση του Βατικανού βέβαια δεν χρειάζεται πολύ σκέψη και ψάξιμο. Είναι οφθαλμοφανής και πάντοτε ανθελληνική και ιδίως με την άνοδο του Πολωνού Βιτύλα στον παπικό θρόνο, μανιώδης αντιορθόδοξη, αφού η Ουνία έχει διεισδύσει σε τέτοιο βαθμό στην Ουκρανία (Μικρορωσια) και στην Ρουμανία, ώστε να γίνονται βίαιες καταλήψεις ορθοδόξων ναών, ακόμα και φόνοι ιερέων! (Βλέπε: ‘’Η Ουνία σήμερα”, εκδ. Αρμός.)
Στο υπόγειο του (τέως) ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΜΟΝΑΣΤΗΡΙΟΥ του Βατικανού‚ του Αγίου Κλήμη, όπου βρίσκεται ο τάφος του Αγίου Κυρίλλου, ο Βέβηλος Πάπας Πίος ΣΤ επέτρεψε να τοποθετήσει το 1967 η κομμουνιστική κυβέρνηση Τίτο Κολισλέφσκι αναθηματική μαρμάρινη πλάκα πάνω στον τάφο του Αγίου, με την επιγραφή: «Ο Μακεδονικός λαός με ευγνωμοσύνη στον Άγιο Κύριλλο και Μεθόδιο»
Η ενέργεια αυτή των Σκοπιανών εξέγειρε τους Βουλγάρους, (ελληνική αντίδραση δεν υπήρξε !)‚ για τον εξευμενισμό των οποίων επιτράπη Και σ’ αυτούς να στήσουν πλάκα με το ίδιο περιεχόμενο την επόμενη χρονιά. Βλέπετε και οι Βούλγαροι ισχυρίζονται ότι σι Κύριλλος και Μεθόδιος είναι συμπατριώτες τους!
Και η αβρότητα του Βατικανού προς την εκκλησία των Σκοπίων δεν δείχνει να Παίρνει τέλος. Ο Πολωνός Πάπας Κάρολος Βοιτύλα (Ιωάννης -Παύλος Β’), συμπεριέλαβε ξαφνικά στο χριστουγεννιάτικο ευχολόγιό του, ευχές και στην «μακεδονική» γλώσσα.
Τα ελληνικά διαβήματα, ότι μακεδονική γλώσσα μόνο η ελληνική γλώσσα μπορεί να χαρακτηριστεί, αφού και ο ιδρυτής της χριστιανικής εκκλησίας Απόστολος Παύλος, σε αυτή τη γλώσσα μίλησε και έγραψε στους Μακεδόνες, ο «Άγιος πατέρας» τα χρησιμοποιούσε μόνο ως προσάναμμα για το μαγκάλι του, ώσπου το 1989, ο τότε Υπουργός Μακεδονίας - Θράκης Στέλιος Παπαθεμελής του έστειλε μια επιστολή στην οποία αναφέρονταν τα εξής:
« Άγιε πατέρα
Επιτρέψτε μου να θέσω στην κρίση σας τις ακόλουθες σκέψεις.
α) Οι πολίτες των Σκοπίων της Γιουγκοσλαβίας μιλούν ορισμένη γλώσσα και δηλώνουν ότι συναποτελούν μεταξύ τους μια εθνότητα.
Ως εδώ είναι δική τους υπόθεση και κατά συνέπεια δικαίωμα τους.
β) Όμως την γλώσσα που μιλούν και την εθνότητα που κατά τη γνώμη τους συναπαρτίζουν, δίνουν επιμόνως ελληνικό όνομα, το όνομα μακεδονική, μακεδονικό. Και αυτό δεν είναι δική τους υπόθεση. Δεν είναι επομένως δικαίωμα τους.
γ) Οι Μακεδόνες σύμφωνα με αδιάψευστες από αρχαίων χρόνων μαρτυρίες είναι «Έλληνες το γένος τ’ αρχαίον» (Ηροδ. ΙΧ 45,2).
Τα σύγχρονα εκπληκτικά ευρήματα της αρχαιολογικής σκαπάνης προσεπιβεβαιώνουν την ανάπτυξη της Μακεδονίας, ενός μεγάλου πολιτισμού, που είναι κομμάτι του ενιαίου και αδιάσπαστου συνόλου του ελληνικού πολιτισμού.
δ) Οι Μακεδόνες, ως Έλληνες, δεν ήταν δυνατόν Παρά να ομιλούν ελληνικά. Και ο Μακεδών Αλέξανδρος ο Μέγας, ο οποίος Κατά τους ερμηνευτές στην προφητεία του Δανιήλ (Κε φ.4,21) αποκαλείτο «ο τράγος των Αιγών, βασιλεύ ς των Ελλήνων», διέδωσε την Ελληνική γλώσσα και τον πολιτισμό στην Οικουμένη. Έτσι εξηγείται γιατί το πρωτότυπο της καινής Διαθήκης είναι γραμμένο στα ελληνικά και όχι στην γλώσσα των Σκοπίων».
Τα Σκόπια δυσαρεστήθηκαν σφόδρα με την επιστολή Παπαθεμελή. Ο Πάπας έκοψε το ευχολόγιο στα σκοπιανικά τον επόμενο χρόνο. Οι Σκοπιανοί όμως μετέφρασαν από μόνοι τους την εγκύκλιο του πάπα, την τύπωσαν επί πληρωμή στα τυπογραφεία του Βατικανού, και την περιέφεραν λέγοντας πώς ό,τι δεν είπε προφορικά ο Πάπας από το μπαλκόνι στην Πλατεία Αγίου Πέτρου, το εξέδωσε γραπτά (την πληροφορία αυτή ανέφερε η «Εποπτεία Newsletter» του Μαρτίου 1922).
Το Βατικανό όμως αρνήθηκε, όταν κατηγορήθηκε ότι εκτύπωσε εγκύκλιο σε αυτή τη γλώσσα. Η πλαστογραφία αποκαλύφτηκε. Όμως την επόμενη χρονιά, το 1992 το θέμα ξανατέθηκε από το συμβούλιο των Καρδιναλίων. Η μία άποψη υποστήριζε ότι δεν πρέπει να ξαναφερθούν στην λεγόμενη «μακεδονική» για να μην οι Ορθόδοξοι από τον εκκλησιαστικό διάλογο και η άλλη ότι πρέπει να βγει στα «μακεδονικά» με την πρόφαση ότι βγήκε για τους 60.000 ρωμαιοκαθολικούς των Σκοπίων, πράγμα που τελικά έγινε δεκτό. Αποφασίστηκε ακόμη να μην δεχτεί τα Χριστούγεννα ο Πάπας μεμονωμένα την σκοπιανή αντιπροσωπεία, αλλά από κοινού μαζί με άλλες.
Το σκεπτικό ήταν να μην προκληθεί η ελληνική και η σέρβικη εκκλησία. Ταυτόχρονα ο καρδινάλιος Ρε, εκ του παπικού συμβουλίου, ζήτησε από τον Νούντσιο (πρέσβη) του Βατικανού στην Αθήνα, τον Sorero, να επισκεφθεί ο ίδιος το ελληνικό Υπ. Εξ. για να ενημερωθεί και να καλέσει Έλληνα πρέσβη να μεταβεί στο Βατικανό να ενημερώσει για το Μακεδονικό. Ο Νούντσιο όμως, όχι μόνο δεν πήγε να ενημερωθεί, όχι μόνο δεν έστειλε πρόσκληση σε Έλληνα πρέσβη να πάει στο Βατικανό, αλλά εξέφραζε την δυσφορία του στο Βατικανό για τον Αρχιεπίσκοπο των ρωμαιοκαθολικών στην Κέρκυρα, Αντώνιο Βαρθαλίτη, που είχε κατακλύσει την Νουντσιατούρα με επιστολές διαμαρτυρίας για το Μακεδονικό. Ο Βαρθαλίτης, σύμφωνα με το «Ν τ51 ΐ», ήταν και ο μοναδικός καθολικός Επίσκοπος που ένοιωσε εκείνη τη στιγμή Έλληνας.
Ταυτόχρονα στην Ιταλία, με επιχορήγηση του Βατικανού εκδίδεται το περιοδικό «Ρελατσιόνα Μακεντόνια». Το περιοδικό εκδίδει κάποιος καθολικός ιερωμένος με το όνομα Αντώνιο Γέρκωφ, πιθανότατα Κροάτης, και αποστέλλεται σε όλες τις ρωμαιοκαθολικές εκκλησίες του κόσμου. Ο τίτλος λέει φυσικά ποια είναι και η θεματολογία του περιοδικού. Η προσχώρηση της «Μακεδονικής» εκκλησίας στην Ουνία.
Χαρακτηριστική είναι και μια έρευνα της γερμανικής εφημερίδος Ζίντοε Τσάιτουγκ, το 1986, που αποκαλύπτει την πολυδάπανη δραστηριότητα αυτής της εκκλησίας στο εξωτερικό, την οποία καλύπτει οικονομικά το Βατικανό και σε μικρότερο μέρος οι Αγγλικανοί. Και φυσικά η μοναδική δραστηριότητα της «Μακεδονικής» εκκλησίας στον Καναδά και την Αυστραλία, είναι ο ανθελληνισμός!
Μέσα στην Γιουγκοσλαβία η εκκλησία των Σκοπίων είχε ως σημαντικότερο συμπαραστάτη την ρωμαιοκαθολική εκκλησία του Ζάγκρεμπ, μια εκκλησία πού λειτουργούσε και δρούσε σε απόλυτη ελευθερία Κατά την εποχή του κομμουνισμού, χωρίς να απολογηθεί καν για την φοβερή γενοκτονία των Σέρβων στα κρεματόρια (1.000.000 νεκροί) από το κληρικοφασιστικό κροατικό κράτος το 1941-44.
Πηγή: Στέφανος Ν. Σωτηρίου, Το Μακεδονικό ζήτημα, εκδ. Πελασγός.
Σλαβόφωνοι Έλληνες_1
ΠΡΟΣΦΟΡΑ ΑΠΟ ΤΟ 17ο αι. ΜΕΧΡΙ ΤΗΝ ΕΠΟΧΗ ΤΟΥ ΜΑΚΕΔΟΝΙΚΟΥ ΑΓΩΝΑ
α: Σλαβόφωνοι αρματολοί και κλέφτες τής Μακεδονίας.
1. Ό αρματολός Μεϊντάνης
Οι πηγές δεν τον αναφέρουν ως σλαβόφωνο, αλλά έτσι τον θέλει ή παράδοση.
Σύμφωνα με τα ‘’Ενθυμήματα…’’ τού Μακεδόνα αγωνιστή Ν. Κασομούλη (πού δίνει στοιχεία από αφήγηση τού καπετάνιου τού Ασπροποτάμου Νικολού Στουρνάρη) ό Μεϊντάνης καταγόνταν από την Κοζάνη, έζησε γύρω στα 1660-1690 και έδρασε στις περιοχές Καστοριάς-Έδεσσας-Βέροιας-Σερβίων- Ελασσόνας-Τρικάλων. Είχε σημειώσει μεγάλες επιτυχίες σε βάρος των Τούρκων και ανάγκασε τον πασά των Τρικάλων να τού δώσει το αρματολίκι της περιφερείας του, στο οποίο παρέμεινε για πολλά χρόνια. Είχε την επικυριαρχία στις επαρχίες Μοναστηρίου, Φλωρίνης, Εδέσσης, Κοζάνης, Γρεβενών, Καστοριάς, Βέροιας, Τρικάλων κ.α. Στα 1695 τού αφαιρέθηκε το αρματολίκι, το οποίο δόθηκε στον τουρκαλβανό Άλιμάν. Έτσι, ό Μεϊντάνης ξαναγύρισε στην κλεφτουριά. Το Μάρτιο τού 1700, μετά από προδοσία, οι Τούρκοι τον συνέλαβαν, παρά την αντίστασή του, στο Γαρδίκι τού Άσπροποτάμου, τον μετέφεραν στη Θεσσαλονίκη, όπου και τόν σκότωσαν. Η δολοφονία του είχε ώς συνέπεια να ξεσηκωθούν οι διάδοχοί του αρματολοί καί να υποχρεώσουν τό σουλτάνο νά δώσει ανεξαρτησία στα αρματολίκια Σερβίων, Γρεβενών, Βεροίας, Κοζάνης, Σερρών κ.α. Τά αρματολίκια αυτά κατείχαν οι Μπασδέκης, Βλαχάβας, Παγαίος, Φαρμάκης, Νικοτσάρας (σλαβόφωνος) κ.α.
2. Ό αρματολός Νικοτσάρας
(Σημ. Κατά τόν Ίω. Βασδραβέλη ήταν σλαβόφωνος, σύμφωνα με τόν καθ. Αχ. Λαζάρου κ.ά. βλαχόφωνος).
β: Συμμετοχή στην Επανάσταση του 1821
Τό 1796 ό Αλί-πασάς κινήθηκε προς τή Δυτ. Μακεδονία. Αφού νικήθηκε από τούς Έλληνες στον Όλυμπο καί τή Νάουσα, έκανε δεύτερη απόπειρα τό 1798, πού επίσης απέτυχε. Στην τρίτη επιχείρηση τό 1804, κατέλαβε τή Νάουσα, παρά την ηρωική αντίσταση των Ελλήνων υπερασπιστών της.
Αλλά, ό έξοχος δυτικομακεδόνας, αρματολός Νικοτσάρας, συνέχισε τόν αγώνα, στη Θάλασσα, στο Βόρειο Αιγαίο. Μετά την αποχώρηση τού Αλί-πασά, με ένα σώμα από 550 άνδρες, αποβιβάσθηκε, προχώρησε στο Δεμίρ Ίσάρ (Σιδηρόκαστρο), νίκησε τούς Τούρκους καί στράφηκε προς βορρά. Οι Τούρκοι τού Μελένικου, με μισθοφόρους Βουλγάρους, επιχειρούν νά τόν σταματήσουν, αλλά νικούνται καί ό Νικοτσάρας μπήκε νικητής στο Νευροκόπι. Όταν βρέθηκε μπροστά σε πολύ μεγάλη δύναμη, υποχώρησε στη Ζίχνα, όπου κυκλώθηκε από 15.000 Τούρκους. Κατόρθωσε όμως νά διασπάσει τόν κλοιό καί από τή Ρεντίνα νά περάσει στη Χαλκιδική.
Συγχρόνως με τόν Νικοτσάρα, στο Μένοικο αγωνίζεται ηρωικά κατά των Τούρκων ό Σερραίος αρματολός Τσέλιος Ρουμελιώτης.
Ο Αλί-πασάς τό 1807 ξαναγύρισε στη Μακεδονία καί επετέθη κατά τού αρματολικίου τού Ολύμπου, τό οποίο υποχρεώθηκε νά καταφύγει στα πλοία. Σχηματίσθηκε στόλος από 70 πλοία, με συμμετοχή των Ρομφέη, Νικοτσάρα υπό την αρχηγία τού Γιάννη Σταθά. Έγιναν τόσες καταστροφές σε βάρος των Τούρκων, ώστε αυτοί συνθηκολόγησαν καί άφησαν ελευθέρα τα αρματολίκια τους.
Τό 1808 ξεσηκώθηκαν πάλι τά αρματολίκια, πού αναγκάσθηκαν ξανά νά βρουν διέξοδο στο ναυτικό αγώνα. Αρχηγοί ήταν, ό Νικοτσάρας, ό Βλαχάβας καί οι αδελφοί Λάζου. 0 Βλαχάβας συνελήφθη μετά από προδοσία Αλβανών καί θανατώθηκε από Τόν Αλί-πασά στα Γιάννινα. Ο Νικοτσάρας σκοτώθηκε κοντά στην Κατερίνη καί τάφηκε στη Σκιάθο.
Όπως γράφει ό Γ. Χ. Μόδης130: “ήλθε καί ή Επανάσταση του 1821, για νά πιστοποιήση άλλη μία φορά ότι, ελληνόφωνοι, βλαχόφωνοι, σλαβόφωνοι, αποτελούσαν μία καί ενιαία ολότητα στη μάχη καί στη συμφορά. Τά γιαταγάνια των βασιβοζούκων του Άμπουλαμποΰτ πασά, δεν έκαμναν καμμιά διάκριση. Η Νάουσα, ή Χαλκιδική καταστράφηκαν καί τά χωριά της Κεντρικής Μακεδονίας ερημάχθηκαν. Ο Άμπουλαμπούτ πασάς καυχήθηκε ότι σε απέραντες εκτάσεις, πετεινός δεν λαλούσε. Η Νάουσα μάλιστα είχε καταστραφεί όπως βεβαιώνεται από τά αρχεία του ιεροδικείου Βεροίας καί κατά τό 1702, όταν κατέσφαξε την επιτροπή των γενιτσάρων πού πήγε νά ενεργήσει τό παιδομάζωμα. Σλαβόφωνοι, ώς ό Γάτσος, έγιναν καί στρατηγοί Βλαχόφωνοι, όπως ό Γεωργάκης Ολύμπιος, αναδειχθήκαν ήρωες από τούς εύυγενέστερους. Εκδηλώθηκε τότε πηγαία, αυθόρμητη, ανεπηρέαστη καί ατόφια ή μακεδονική ψυχή... “.
Καί ό Φιλ. Δραγούμης131: “Πόσοι αγωνιστές του 1821 δεν ήταν αλλόγλωσσοι; Ποιος μπορεί νά ισχυρισθεί πώς οι αλβανόφωνοι Υδραίοι και Σπετσιώτες, οι Σουλιώτες καί οι δίγλωσσοι Χειμαρριώτες, οι βλαχόφωνοι αρματολοί καί κλέφτες, οι σλαβόφωνοι καπεταναΐοι (π.χ. ό Χατζηχρίστος, ό Βάσος) και τα παλληκάρια των, οι τουρκόφωνοι από τη Μικρασία πολεμιστές, δεν ήταν γνήσιοι Έλληνες πατριώτες;... “.
Θα κάνουμε Παρακάτω ξεχωριστά λόγο για τούς σλαβόφωνους Μακεδόνες ηγέτες τού 1821 πού ακολουθούνταν από πλήθος σλαβοφώνων αγωνιστών τόν Άγγ. Γάτσο, τόν Διαμαντή Νικολάου καί τόν Χατζηχρίστο.
Αγγελής Γάτσος
Υπήρξε από τούς γενναιότερους οπλαρχηγούς τής Επανάστασης. Γεννήθηκε στη Σαρακηνή τής Εδέσσης τό 1771. Από τα τέλη του 18ου αίω. ήταν αρματολός στον Όλυμπο καί αγωνίζονταν στο πριν την Επανάσταση διάστημα, αν καί διώκονταν από τόν Αλί-πασά των Ιωαννίνων.
Στη Νάουσα είχε ιδρυθεί από τις παραμονές τής Επανάστασης, επαναστατικό κέντρο με τή συμμετοχή των Ζαφειράκη Λογοθέτη από τούς προύχοντες, Αναστάσιου
Καρατάσιου αρχικλέφτη τού Βερμίου (βλαχόφωνου) και Αγγελή Γάτσου, αρχικλέφτη τής Έδεσσας.
Την οργάνωση τού αγώνα στη Νάουσα ανέλαβαν οι Καρατάσιος, Γάτσος καί Συρόπουλος.
0 Γάτσος είχε πελώριο ανάστημα, μέτωπο πλατύ, ήταν ξανθός, δασύτριχος, ρωμαλέος καί ανδρειότατος. Ήταν αφοσιωμένος στον Καρατάσιο με τόν οποίο τόν συνέδεαν κοινοί αγώνες καί φιλία.
Η κατάσταση στην περιοχή τού Βερμίου ήταν ανήσυχη κυρίως λόγω τής εξέγερσης στη Χαλκιδική.
Τό Φεβρουάριο 1822 κι αφού μάταια περίμεναν ειδήσεις από τόν Υψηλάντη, συνήλθαν οι επικεφαλής τής επανάστασης τής Νάουσας σε σύσκεψη πού έγινε στο μοναστήρι τής Παναγίας τού Δοβρά. Συμμετείχαν οι Ζαφειράκης, Καρατάσιος, Γάτσος κ.α. Κλήθηκαν καί όλοι οι αρματολοί καί διατάχθηκε συγκέντρωση όπλων, πολεμοφοδίων καί τροφίμων.
Την Κυριακή τής Ορθοδοξίας (19-2/3-3-1822) στην εκκλησία τού Αγ. Δημητρίου κηρύχθηκε, μέσα σε εκδηλώσεις ενθουσιασμού, ή επανάσταση. 0 Καρατάσιος ορίσθηκε αρχηγός τής επανάστασης κι αυτός έκαμε την κατανομή των δυνάμεων των υπερασπιστών τής Νάουσας. 450 πολεμιστές (οι πιο πολλοί δίγλωσσοι) ήρθαν από τά χωριά Δαρζίλοβο, Όσλιανη κ.α. με αρχηγούς τόν Αγγ. Γάτσο καί τούς (επίσης σλαβόφωνους) αδελφούς Σιούγκαρα.
0 Καρατάσιος διαίρεσε όλη τή δύναμη (από 4-5.000 άνδρες περίπου) σε 3 φάλαγγες. Μία ανέλαβε προσωπικά ό ίδιος με υπαρχηγό τόν δευτερότοκο γιό του Τσάμη Καρατάσιο. Τή δεύτερη ανέθεσε στον Αγγ. Γάτσο, με υπαρχηγό τόν αδερφό του Πέτρο καί την τρίτη ανέθεσε στον γιό του Γιαννάκη Καρατάσιο πού ορίσθηκε φρούραρχος τής Νάουσας.
Την επομένη ό γερο-Καρατάσιος, παίρνοντας μαζί του τούς άνδρες τού Αγ. Γάτσου, τόν Σιούγκαρα καί τόν Ραμαντάνη (δύναμη περ. 1800 πολεμιστών), εξεστράτευσε προς κατάληψη τής Βέροιας. Στον Πέτρο Γάτσο, με 200 άνδρες, ανέθεσε τή διακοπή των συγκοινωνιών μεταξύ Βέροιας καί Γιαννιτσών καί την τοποθέτηση φυλακίων. Η επίθεση εκδηλώθηκε κάτω από δυσχερείς συνθήκες, αλλά οι Τούρκοι υπέστησαν δεινή ήττα καί είχαν 1500 νεκρούς καί τραυματίες, ενώ οι ελληνικές απώλειες ήταν ασήμαντες.
Την ήττα πληροφορήθηκε στη Θεσσαλονίκη ό Μεχμέτ Έμίν Έμπού Λουμπούτ, πού συγκέντρωσε 6.000 άνδρες, ιππικό και 12 πυροβόλα και αφού πέρασε από τη Βέροια, κατευθύνθηκε στη Νάουσα. Οι Ναουσαίοι αρχηγοί ορκισθήκαν να δώσουν τον υπέρ όλων αγώνα. 0 Γάτσος κατέλαβε τό μοναστήρι τού Αγ. Προδρόμου καί τά Καραούλια. Βλέποντας από την κορυφή τού Κουκουλιού τις κινήσεις των Τούρκων, διέταξε τόν αδερφό του Πέτρο νά καταλάβει θέση ανάμεσα στον Αγ. Πρόδρομο καί στο Κουκούλι κι έτσι οι Τούρκοι τέθηκαν μεταξύ δύο πυρών. Τό τέχνασμα πέτυχε καί οι Τούρκοι υπέστησαν πανωλεθρία.
0 Έμπού Λουμπούτ από την 14-4-1822 πήρε καί νέες ενισχύσεις καί άρχισε σφοδρό βομβαρδισμό τεσσάρων ήμερών. Στις 18-4-1822, ύστερα από λυσσώδεις μάχες, Περικύκλωσε τή Νάουσα, όπου μπήκε στις 24-4-1822 καί οι Τούρκοι επιδόθηκαν σε σφαγή, λεηλασίες καί εμπρησμούς. 0 γερο-Καρατάσιος με υπαρχηγό τόν Γάτσο καί άλλους αρχηγούς τούς Δουμπιώτη, Συρόπουλο, Λάζο καί Κότα καί τό γιό του Τσιάμη, με 300 άνδρες, πέρασε στη Θεσσαλία καί κατευθύνθηκε στον Ασπροπόταμο.
Στις 30-6 -1822 Ισχυρό τουρκικό σώμα υπό τόν Αχμέτ Βρυώνη, αποτελούμενο από 10.000 Αλβανούς, πρόσβαλε το ελληνικό στρατόπεδο τής Πλάκας. Εκεί έπεσε ό αδερφός τού Άγγελου Πέτρος.
Μετά την καταστροφική μάχη του Πέτα (4-7-1822) ό Καρατάσιος πήγε στην Εύβοια, ενώ ό Αγ. Γάτσος, επικεφαλής 100 παλιών του συμπολεμιστών (κατά τό πλείστο σλαβόφωνων) Μακεδόνων, ακολούθησε τόν Γενναίο Κολοκοτρώνη στην Πελοπόννησο, όπου πήρε μέρος στη μάχη των Δερβενακίων υπό τόν Θεοδ. Κολοκοτρώνη, αγωνίσθηκε με μεγάλη ανδρεία, απέσπασε τόν θαυμασμό των Πελοποννησίων μαχητών καί συνέβαλε σοβαρά στη νίκη κατά του Δράμαλη.
Ο υπασπιστής τού Κολοκοτρώνη Φωτάκος χρυσανθόπουλος στο έργο του ‘’Βίοι’’ κ.λ.π. σ. 193, χαρακτηρίζει ως εξής τούς Μακεδόνες πολεμιστές: “Ο περίφημος Καπετάν Γάτσος, εις το όπλα εκ γενετής και σύντροφος αχώριστος του Ολύμπου και οι στρατιώται του Μακεδόνες επολέμησαν εις τό Βασιλικά καί τό Δερβενάκια γενναίως καί οι Πελοποννήσιοι ευχαριστήθηκαν πολύ, διότι είδον άνδρας, έχοντας ζήλον καί εθνισμόν μέγαν”.
Τόν Γάτσο συναντούμε στα τέλη Σεπτεμβρίου του 1823 στη Σκιάθο μαζί με τόν Καρατάσιο, Διαμαντή κ.α. Ο Γάτσος προτείνει ν’ αντιταχθούν σε κάθε απόπειρα απόβασης εχθρικών στρατευμάτων του Μεχρέτ Τοπάλ Χοσρέβ πασά. Η πρόταση έγινε δεκτή. Οι αρχηγοί πήραν θέσεις μάχης. 0 Γάτσος πήρε την πιο επικίνδυνη θέση, τό 0ρβιόκαστρο.
Την 9-10-1823 οι Τούρκοι άρχισαν σφοδρό βομβαρδισμό στην Πελοπόννησο οι Μακεδόνες υπό τόν Καρατάσιο καί τόν Γάτσο είναι παρόντες. Ο Γάτσος με 1400 Μακεδόνες καί Στερεοελλαδίτες, μαζί καί με τούς χατζηχρίστο καί Κοντογιάννη δέχθηκαν επίθεση από 2000 ιππείς μαμελούκους καί 1500 πεζοναύτες Αιγύπτιους καί αναγκάσθηκαν νά υποχωρήσουν αφήνοντας 45 νεκρούς καί πολλούς τραυματίες καί αιχμαλώτους. Η κατάσταση στην Πελοπόννησο χειροτέρευε. Ό Καρατάσιος ανησύχησε για την τύχη των γυναικοπαίδων πού έμειναν στη Σκιάθο κι έφυγε για τό νησί με 300 πολεμιστές, αφήνοντας στην Πελοπόννησο ώς αντικαταστάτη του τόν Γάτσο.
Στις επιχειρήσεις του Ευρίπου σημειώθηκε διάσταση απόψεων μεταξύ Καρατάσιου καί του Γάτσιου, πού γύρισε από την Πελοπόννησο (ό Γάτσος κατηγόρησε τόν Καρατάσιο ώς αποτυχόντα στον Εύριπο, στα σχέδια προσβολής των Τούρκων). 0 Γάτσος έμεινε εκεί, αλλά συγκρότησε ξεχωριστή ομάδα με συνεργάτες τόν Δουμπιώτη, τόν Μπίνο κ.α. καί ζήτησε από την κυβέρνηση ν’ ανατεθεί σ’ αυτόν ή αρχηγία. Η κυβέρνηση αρνήθηκε γιατί είχε μεγάλη εκτίμηση καί εμπιστοσύνη στον Καρατάσιο. Για συμβιβασμό ή κυβέρνηση έστειλε στις 13-9-1826 τόν Κωλέτη, μαζί με τό γιό του Εμ. Παπά, Αθανάσιο.
Στις 3-11-1826 οι Ολύμπιοι άρχιζαν νά καταφθάνουν στην Αταλάντη καί την 8-11 ό Γάτσος με τούς 500 πολεμιστές του επετέθη κατά τής πόλης καί κατέλαβε τό σταθμό ανεφοδιασμού. Ανάμεσα στην Αταλάντη καί τή Λιβαδειά έδωσε μάχη με τό στρατό του Μουστάμπαση από τή Θήβα, όπου είχε μεγάλες απώλειες. Ό Γάτσος πολέμησε ανδριότατα καί μαζί με τόν καπετάν Βελέντζα από τόν Αλμυρό καί 80 πολεμιστές οχυρώθηκε σε μία ερειπωμένη εκκλησία. Οκτώ ώρες έκανε επιθέσεις εναντίον τους ό Μουστάμπασης πού υπέστη πολλές απώλειες καί οι Μακεδόνες πολεμιστές σώθηκαν χάρη στην παρέμβαση του γερο-Καρατάσιου. Έτσι ξανασυνδέθηκαν οι δύο ηγέτες Καρατάσιος καί Γάτσος.
Τή νύχτα τής 25-11-1827 ό Καρατάσιος με συνεργάτη τόν Γάτσο καί τούς Μπίνο, Λιακόπουλο, Αποστολάρα καί Βελέντζα, αποβιβάσθηκε κρυφά στην παραλία του Τρίκερι καί μετά από αιφνιδιαστική επίθεση κατέλαβε τό λιμάνι. Οι αμυνόμενοι Τούρκοι ζήτησαν ενισχύσεις, πού έφτασαν, αλλά υπέστησαν πανωλεθρία.
0 Γάτσος συνέχισε να αγωνίζεται μέχρι την απελευθέρωση. Πέθανε το 1839 πάμπτωχος με το βαθμό του Συνταγματάρχη τής φάλαγγας και κηδεύτηκε στην Αταλάντη.
Στον Αγώνα πήραν μέρος και τα μέλη τής οικογένειάς του, επίσης σλαβόφωνοι. Ό αδερφός του Πέτρος σκοτώθηκε -όπως αναφέραμε- τον Ιούνιο του 1822 στην Πλάκα. 0 γιος του Νικόλας Γάτσος, είχε συλληφθεί ώς όμηρος από τούς Τούρκους μετά την καταστροφή τής Νάουσας. Τό 1830 απελευθερώθηκε από τόν πατέρα του καί διακρίθηκε αργότερα για την ευρεία μόρφωσή του. Ο Όθων τόν έστειλε στο Μόναχο για σπουδή τής στρατιωτικής επιστήμης. Ο Μήτσος Γάτσος, υιοθετημένος από τόν Αγγελή, προγονός του, τόν ακολούθησε σ’ όλες σχεδόν τις μάχες, στις οποίες καί διέπρεψε κι έφτασε μέχρι τό βαθμό τού αντιστρατήγου.
Πηγή: Ιωάννης Χολέβας, Οι Έλληνες σλαβόφωνοι της Μακεδονίας, εκδ. Πελασγός, 1999.
α: Σλαβόφωνοι αρματολοί και κλέφτες τής Μακεδονίας.
1. Ό αρματολός Μεϊντάνης
Οι πηγές δεν τον αναφέρουν ως σλαβόφωνο, αλλά έτσι τον θέλει ή παράδοση.
Σύμφωνα με τα ‘’Ενθυμήματα…’’ τού Μακεδόνα αγωνιστή Ν. Κασομούλη (πού δίνει στοιχεία από αφήγηση τού καπετάνιου τού Ασπροποτάμου Νικολού Στουρνάρη) ό Μεϊντάνης καταγόνταν από την Κοζάνη, έζησε γύρω στα 1660-1690 και έδρασε στις περιοχές Καστοριάς-Έδεσσας-Βέροιας-Σερβίων- Ελασσόνας-Τρικάλων. Είχε σημειώσει μεγάλες επιτυχίες σε βάρος των Τούρκων και ανάγκασε τον πασά των Τρικάλων να τού δώσει το αρματολίκι της περιφερείας του, στο οποίο παρέμεινε για πολλά χρόνια. Είχε την επικυριαρχία στις επαρχίες Μοναστηρίου, Φλωρίνης, Εδέσσης, Κοζάνης, Γρεβενών, Καστοριάς, Βέροιας, Τρικάλων κ.α. Στα 1695 τού αφαιρέθηκε το αρματολίκι, το οποίο δόθηκε στον τουρκαλβανό Άλιμάν. Έτσι, ό Μεϊντάνης ξαναγύρισε στην κλεφτουριά. Το Μάρτιο τού 1700, μετά από προδοσία, οι Τούρκοι τον συνέλαβαν, παρά την αντίστασή του, στο Γαρδίκι τού Άσπροποτάμου, τον μετέφεραν στη Θεσσαλονίκη, όπου και τόν σκότωσαν. Η δολοφονία του είχε ώς συνέπεια να ξεσηκωθούν οι διάδοχοί του αρματολοί καί να υποχρεώσουν τό σουλτάνο νά δώσει ανεξαρτησία στα αρματολίκια Σερβίων, Γρεβενών, Βεροίας, Κοζάνης, Σερρών κ.α. Τά αρματολίκια αυτά κατείχαν οι Μπασδέκης, Βλαχάβας, Παγαίος, Φαρμάκης, Νικοτσάρας (σλαβόφωνος) κ.α.
2. Ό αρματολός Νικοτσάρας
(Σημ. Κατά τόν Ίω. Βασδραβέλη ήταν σλαβόφωνος, σύμφωνα με τόν καθ. Αχ. Λαζάρου κ.ά. βλαχόφωνος).
β: Συμμετοχή στην Επανάσταση του 1821
Τό 1796 ό Αλί-πασάς κινήθηκε προς τή Δυτ. Μακεδονία. Αφού νικήθηκε από τούς Έλληνες στον Όλυμπο καί τή Νάουσα, έκανε δεύτερη απόπειρα τό 1798, πού επίσης απέτυχε. Στην τρίτη επιχείρηση τό 1804, κατέλαβε τή Νάουσα, παρά την ηρωική αντίσταση των Ελλήνων υπερασπιστών της.
Αλλά, ό έξοχος δυτικομακεδόνας, αρματολός Νικοτσάρας, συνέχισε τόν αγώνα, στη Θάλασσα, στο Βόρειο Αιγαίο. Μετά την αποχώρηση τού Αλί-πασά, με ένα σώμα από 550 άνδρες, αποβιβάσθηκε, προχώρησε στο Δεμίρ Ίσάρ (Σιδηρόκαστρο), νίκησε τούς Τούρκους καί στράφηκε προς βορρά. Οι Τούρκοι τού Μελένικου, με μισθοφόρους Βουλγάρους, επιχειρούν νά τόν σταματήσουν, αλλά νικούνται καί ό Νικοτσάρας μπήκε νικητής στο Νευροκόπι. Όταν βρέθηκε μπροστά σε πολύ μεγάλη δύναμη, υποχώρησε στη Ζίχνα, όπου κυκλώθηκε από 15.000 Τούρκους. Κατόρθωσε όμως νά διασπάσει τόν κλοιό καί από τή Ρεντίνα νά περάσει στη Χαλκιδική.
Συγχρόνως με τόν Νικοτσάρα, στο Μένοικο αγωνίζεται ηρωικά κατά των Τούρκων ό Σερραίος αρματολός Τσέλιος Ρουμελιώτης.
Ο Αλί-πασάς τό 1807 ξαναγύρισε στη Μακεδονία καί επετέθη κατά τού αρματολικίου τού Ολύμπου, τό οποίο υποχρεώθηκε νά καταφύγει στα πλοία. Σχηματίσθηκε στόλος από 70 πλοία, με συμμετοχή των Ρομφέη, Νικοτσάρα υπό την αρχηγία τού Γιάννη Σταθά. Έγιναν τόσες καταστροφές σε βάρος των Τούρκων, ώστε αυτοί συνθηκολόγησαν καί άφησαν ελευθέρα τα αρματολίκια τους.
Τό 1808 ξεσηκώθηκαν πάλι τά αρματολίκια, πού αναγκάσθηκαν ξανά νά βρουν διέξοδο στο ναυτικό αγώνα. Αρχηγοί ήταν, ό Νικοτσάρας, ό Βλαχάβας καί οι αδελφοί Λάζου. 0 Βλαχάβας συνελήφθη μετά από προδοσία Αλβανών καί θανατώθηκε από Τόν Αλί-πασά στα Γιάννινα. Ο Νικοτσάρας σκοτώθηκε κοντά στην Κατερίνη καί τάφηκε στη Σκιάθο.
Όπως γράφει ό Γ. Χ. Μόδης130: “ήλθε καί ή Επανάσταση του 1821, για νά πιστοποιήση άλλη μία φορά ότι, ελληνόφωνοι, βλαχόφωνοι, σλαβόφωνοι, αποτελούσαν μία καί ενιαία ολότητα στη μάχη καί στη συμφορά. Τά γιαταγάνια των βασιβοζούκων του Άμπουλαμποΰτ πασά, δεν έκαμναν καμμιά διάκριση. Η Νάουσα, ή Χαλκιδική καταστράφηκαν καί τά χωριά της Κεντρικής Μακεδονίας ερημάχθηκαν. Ο Άμπουλαμπούτ πασάς καυχήθηκε ότι σε απέραντες εκτάσεις, πετεινός δεν λαλούσε. Η Νάουσα μάλιστα είχε καταστραφεί όπως βεβαιώνεται από τά αρχεία του ιεροδικείου Βεροίας καί κατά τό 1702, όταν κατέσφαξε την επιτροπή των γενιτσάρων πού πήγε νά ενεργήσει τό παιδομάζωμα. Σλαβόφωνοι, ώς ό Γάτσος, έγιναν καί στρατηγοί Βλαχόφωνοι, όπως ό Γεωργάκης Ολύμπιος, αναδειχθήκαν ήρωες από τούς εύυγενέστερους. Εκδηλώθηκε τότε πηγαία, αυθόρμητη, ανεπηρέαστη καί ατόφια ή μακεδονική ψυχή... “.
Καί ό Φιλ. Δραγούμης131: “Πόσοι αγωνιστές του 1821 δεν ήταν αλλόγλωσσοι; Ποιος μπορεί νά ισχυρισθεί πώς οι αλβανόφωνοι Υδραίοι και Σπετσιώτες, οι Σουλιώτες καί οι δίγλωσσοι Χειμαρριώτες, οι βλαχόφωνοι αρματολοί καί κλέφτες, οι σλαβόφωνοι καπεταναΐοι (π.χ. ό Χατζηχρίστος, ό Βάσος) και τα παλληκάρια των, οι τουρκόφωνοι από τη Μικρασία πολεμιστές, δεν ήταν γνήσιοι Έλληνες πατριώτες;... “.
Θα κάνουμε Παρακάτω ξεχωριστά λόγο για τούς σλαβόφωνους Μακεδόνες ηγέτες τού 1821 πού ακολουθούνταν από πλήθος σλαβοφώνων αγωνιστών τόν Άγγ. Γάτσο, τόν Διαμαντή Νικολάου καί τόν Χατζηχρίστο.
Αγγελής Γάτσος
Υπήρξε από τούς γενναιότερους οπλαρχηγούς τής Επανάστασης. Γεννήθηκε στη Σαρακηνή τής Εδέσσης τό 1771. Από τα τέλη του 18ου αίω. ήταν αρματολός στον Όλυμπο καί αγωνίζονταν στο πριν την Επανάσταση διάστημα, αν καί διώκονταν από τόν Αλί-πασά των Ιωαννίνων.
Στη Νάουσα είχε ιδρυθεί από τις παραμονές τής Επανάστασης, επαναστατικό κέντρο με τή συμμετοχή των Ζαφειράκη Λογοθέτη από τούς προύχοντες, Αναστάσιου
Καρατάσιου αρχικλέφτη τού Βερμίου (βλαχόφωνου) και Αγγελή Γάτσου, αρχικλέφτη τής Έδεσσας.
Την οργάνωση τού αγώνα στη Νάουσα ανέλαβαν οι Καρατάσιος, Γάτσος καί Συρόπουλος.
0 Γάτσος είχε πελώριο ανάστημα, μέτωπο πλατύ, ήταν ξανθός, δασύτριχος, ρωμαλέος καί ανδρειότατος. Ήταν αφοσιωμένος στον Καρατάσιο με τόν οποίο τόν συνέδεαν κοινοί αγώνες καί φιλία.
Η κατάσταση στην περιοχή τού Βερμίου ήταν ανήσυχη κυρίως λόγω τής εξέγερσης στη Χαλκιδική.
Τό Φεβρουάριο 1822 κι αφού μάταια περίμεναν ειδήσεις από τόν Υψηλάντη, συνήλθαν οι επικεφαλής τής επανάστασης τής Νάουσας σε σύσκεψη πού έγινε στο μοναστήρι τής Παναγίας τού Δοβρά. Συμμετείχαν οι Ζαφειράκης, Καρατάσιος, Γάτσος κ.α. Κλήθηκαν καί όλοι οι αρματολοί καί διατάχθηκε συγκέντρωση όπλων, πολεμοφοδίων καί τροφίμων.
Την Κυριακή τής Ορθοδοξίας (19-2/3-3-1822) στην εκκλησία τού Αγ. Δημητρίου κηρύχθηκε, μέσα σε εκδηλώσεις ενθουσιασμού, ή επανάσταση. 0 Καρατάσιος ορίσθηκε αρχηγός τής επανάστασης κι αυτός έκαμε την κατανομή των δυνάμεων των υπερασπιστών τής Νάουσας. 450 πολεμιστές (οι πιο πολλοί δίγλωσσοι) ήρθαν από τά χωριά Δαρζίλοβο, Όσλιανη κ.α. με αρχηγούς τόν Αγγ. Γάτσο καί τούς (επίσης σλαβόφωνους) αδελφούς Σιούγκαρα.
0 Καρατάσιος διαίρεσε όλη τή δύναμη (από 4-5.000 άνδρες περίπου) σε 3 φάλαγγες. Μία ανέλαβε προσωπικά ό ίδιος με υπαρχηγό τόν δευτερότοκο γιό του Τσάμη Καρατάσιο. Τή δεύτερη ανέθεσε στον Αγγ. Γάτσο, με υπαρχηγό τόν αδερφό του Πέτρο καί την τρίτη ανέθεσε στον γιό του Γιαννάκη Καρατάσιο πού ορίσθηκε φρούραρχος τής Νάουσας.
Την επομένη ό γερο-Καρατάσιος, παίρνοντας μαζί του τούς άνδρες τού Αγ. Γάτσου, τόν Σιούγκαρα καί τόν Ραμαντάνη (δύναμη περ. 1800 πολεμιστών), εξεστράτευσε προς κατάληψη τής Βέροιας. Στον Πέτρο Γάτσο, με 200 άνδρες, ανέθεσε τή διακοπή των συγκοινωνιών μεταξύ Βέροιας καί Γιαννιτσών καί την τοποθέτηση φυλακίων. Η επίθεση εκδηλώθηκε κάτω από δυσχερείς συνθήκες, αλλά οι Τούρκοι υπέστησαν δεινή ήττα καί είχαν 1500 νεκρούς καί τραυματίες, ενώ οι ελληνικές απώλειες ήταν ασήμαντες.
Την ήττα πληροφορήθηκε στη Θεσσαλονίκη ό Μεχμέτ Έμίν Έμπού Λουμπούτ, πού συγκέντρωσε 6.000 άνδρες, ιππικό και 12 πυροβόλα και αφού πέρασε από τη Βέροια, κατευθύνθηκε στη Νάουσα. Οι Ναουσαίοι αρχηγοί ορκισθήκαν να δώσουν τον υπέρ όλων αγώνα. 0 Γάτσος κατέλαβε τό μοναστήρι τού Αγ. Προδρόμου καί τά Καραούλια. Βλέποντας από την κορυφή τού Κουκουλιού τις κινήσεις των Τούρκων, διέταξε τόν αδερφό του Πέτρο νά καταλάβει θέση ανάμεσα στον Αγ. Πρόδρομο καί στο Κουκούλι κι έτσι οι Τούρκοι τέθηκαν μεταξύ δύο πυρών. Τό τέχνασμα πέτυχε καί οι Τούρκοι υπέστησαν πανωλεθρία.
0 Έμπού Λουμπούτ από την 14-4-1822 πήρε καί νέες ενισχύσεις καί άρχισε σφοδρό βομβαρδισμό τεσσάρων ήμερών. Στις 18-4-1822, ύστερα από λυσσώδεις μάχες, Περικύκλωσε τή Νάουσα, όπου μπήκε στις 24-4-1822 καί οι Τούρκοι επιδόθηκαν σε σφαγή, λεηλασίες καί εμπρησμούς. 0 γερο-Καρατάσιος με υπαρχηγό τόν Γάτσο καί άλλους αρχηγούς τούς Δουμπιώτη, Συρόπουλο, Λάζο καί Κότα καί τό γιό του Τσιάμη, με 300 άνδρες, πέρασε στη Θεσσαλία καί κατευθύνθηκε στον Ασπροπόταμο.
Στις 30-6 -1822 Ισχυρό τουρκικό σώμα υπό τόν Αχμέτ Βρυώνη, αποτελούμενο από 10.000 Αλβανούς, πρόσβαλε το ελληνικό στρατόπεδο τής Πλάκας. Εκεί έπεσε ό αδερφός τού Άγγελου Πέτρος.
Μετά την καταστροφική μάχη του Πέτα (4-7-1822) ό Καρατάσιος πήγε στην Εύβοια, ενώ ό Αγ. Γάτσος, επικεφαλής 100 παλιών του συμπολεμιστών (κατά τό πλείστο σλαβόφωνων) Μακεδόνων, ακολούθησε τόν Γενναίο Κολοκοτρώνη στην Πελοπόννησο, όπου πήρε μέρος στη μάχη των Δερβενακίων υπό τόν Θεοδ. Κολοκοτρώνη, αγωνίσθηκε με μεγάλη ανδρεία, απέσπασε τόν θαυμασμό των Πελοποννησίων μαχητών καί συνέβαλε σοβαρά στη νίκη κατά του Δράμαλη.
Ο υπασπιστής τού Κολοκοτρώνη Φωτάκος χρυσανθόπουλος στο έργο του ‘’Βίοι’’ κ.λ.π. σ. 193, χαρακτηρίζει ως εξής τούς Μακεδόνες πολεμιστές: “Ο περίφημος Καπετάν Γάτσος, εις το όπλα εκ γενετής και σύντροφος αχώριστος του Ολύμπου και οι στρατιώται του Μακεδόνες επολέμησαν εις τό Βασιλικά καί τό Δερβενάκια γενναίως καί οι Πελοποννήσιοι ευχαριστήθηκαν πολύ, διότι είδον άνδρας, έχοντας ζήλον καί εθνισμόν μέγαν”.
Τόν Γάτσο συναντούμε στα τέλη Σεπτεμβρίου του 1823 στη Σκιάθο μαζί με τόν Καρατάσιο, Διαμαντή κ.α. Ο Γάτσος προτείνει ν’ αντιταχθούν σε κάθε απόπειρα απόβασης εχθρικών στρατευμάτων του Μεχρέτ Τοπάλ Χοσρέβ πασά. Η πρόταση έγινε δεκτή. Οι αρχηγοί πήραν θέσεις μάχης. 0 Γάτσος πήρε την πιο επικίνδυνη θέση, τό 0ρβιόκαστρο.
Την 9-10-1823 οι Τούρκοι άρχισαν σφοδρό βομβαρδισμό στην Πελοπόννησο οι Μακεδόνες υπό τόν Καρατάσιο καί τόν Γάτσο είναι παρόντες. Ο Γάτσος με 1400 Μακεδόνες καί Στερεοελλαδίτες, μαζί καί με τούς χατζηχρίστο καί Κοντογιάννη δέχθηκαν επίθεση από 2000 ιππείς μαμελούκους καί 1500 πεζοναύτες Αιγύπτιους καί αναγκάσθηκαν νά υποχωρήσουν αφήνοντας 45 νεκρούς καί πολλούς τραυματίες καί αιχμαλώτους. Η κατάσταση στην Πελοπόννησο χειροτέρευε. Ό Καρατάσιος ανησύχησε για την τύχη των γυναικοπαίδων πού έμειναν στη Σκιάθο κι έφυγε για τό νησί με 300 πολεμιστές, αφήνοντας στην Πελοπόννησο ώς αντικαταστάτη του τόν Γάτσο.
Στις επιχειρήσεις του Ευρίπου σημειώθηκε διάσταση απόψεων μεταξύ Καρατάσιου καί του Γάτσιου, πού γύρισε από την Πελοπόννησο (ό Γάτσος κατηγόρησε τόν Καρατάσιο ώς αποτυχόντα στον Εύριπο, στα σχέδια προσβολής των Τούρκων). 0 Γάτσος έμεινε εκεί, αλλά συγκρότησε ξεχωριστή ομάδα με συνεργάτες τόν Δουμπιώτη, τόν Μπίνο κ.α. καί ζήτησε από την κυβέρνηση ν’ ανατεθεί σ’ αυτόν ή αρχηγία. Η κυβέρνηση αρνήθηκε γιατί είχε μεγάλη εκτίμηση καί εμπιστοσύνη στον Καρατάσιο. Για συμβιβασμό ή κυβέρνηση έστειλε στις 13-9-1826 τόν Κωλέτη, μαζί με τό γιό του Εμ. Παπά, Αθανάσιο.
Στις 3-11-1826 οι Ολύμπιοι άρχιζαν νά καταφθάνουν στην Αταλάντη καί την 8-11 ό Γάτσος με τούς 500 πολεμιστές του επετέθη κατά τής πόλης καί κατέλαβε τό σταθμό ανεφοδιασμού. Ανάμεσα στην Αταλάντη καί τή Λιβαδειά έδωσε μάχη με τό στρατό του Μουστάμπαση από τή Θήβα, όπου είχε μεγάλες απώλειες. Ό Γάτσος πολέμησε ανδριότατα καί μαζί με τόν καπετάν Βελέντζα από τόν Αλμυρό καί 80 πολεμιστές οχυρώθηκε σε μία ερειπωμένη εκκλησία. Οκτώ ώρες έκανε επιθέσεις εναντίον τους ό Μουστάμπασης πού υπέστη πολλές απώλειες καί οι Μακεδόνες πολεμιστές σώθηκαν χάρη στην παρέμβαση του γερο-Καρατάσιου. Έτσι ξανασυνδέθηκαν οι δύο ηγέτες Καρατάσιος καί Γάτσος.
Τή νύχτα τής 25-11-1827 ό Καρατάσιος με συνεργάτη τόν Γάτσο καί τούς Μπίνο, Λιακόπουλο, Αποστολάρα καί Βελέντζα, αποβιβάσθηκε κρυφά στην παραλία του Τρίκερι καί μετά από αιφνιδιαστική επίθεση κατέλαβε τό λιμάνι. Οι αμυνόμενοι Τούρκοι ζήτησαν ενισχύσεις, πού έφτασαν, αλλά υπέστησαν πανωλεθρία.
0 Γάτσος συνέχισε να αγωνίζεται μέχρι την απελευθέρωση. Πέθανε το 1839 πάμπτωχος με το βαθμό του Συνταγματάρχη τής φάλαγγας και κηδεύτηκε στην Αταλάντη.
Στον Αγώνα πήραν μέρος και τα μέλη τής οικογένειάς του, επίσης σλαβόφωνοι. Ό αδερφός του Πέτρος σκοτώθηκε -όπως αναφέραμε- τον Ιούνιο του 1822 στην Πλάκα. 0 γιος του Νικόλας Γάτσος, είχε συλληφθεί ώς όμηρος από τούς Τούρκους μετά την καταστροφή τής Νάουσας. Τό 1830 απελευθερώθηκε από τόν πατέρα του καί διακρίθηκε αργότερα για την ευρεία μόρφωσή του. Ο Όθων τόν έστειλε στο Μόναχο για σπουδή τής στρατιωτικής επιστήμης. Ο Μήτσος Γάτσος, υιοθετημένος από τόν Αγγελή, προγονός του, τόν ακολούθησε σ’ όλες σχεδόν τις μάχες, στις οποίες καί διέπρεψε κι έφτασε μέχρι τό βαθμό τού αντιστρατήγου.
Πηγή: Ιωάννης Χολέβας, Οι Έλληνες σλαβόφωνοι της Μακεδονίας, εκδ. Πελασγός, 1999.
συνεχίζεται...............................
Δευτέρα 25 Δεκεμβρίου 2006
Πέλλα Κατάδεσμος

Ο κατάδεσμος της Πέλλας είναι μια κατάρα (αρά) ή μαγική επωδός γραμμένη σε φύλλο μολύβδου και χρονολογείται στον 4ο ή 3ο αιώνα Π.Κ.Ε.. Βρέθηκε στην Πέλλα το 1986 και δημοσιεύτηκε στο Hellenic Dialectology Journal το 1993.
Είναι ερωτική μαγική επωδός από μια γυναίκα, πιθανώς ονόματι Δαγίνα, της οποίας ο εραστής Διονυσοφών επρόκειτο να νυμφευθεί την Θετίμα ("εκείνη που τιμά τους θεούς". Στην Αττική διάλεκτο το όνομά της θα έπρεπε να είναι Θεοτίμη. Επικαλείται τον "Μάκρωνα και τους δαίμονες" (παρκαττίθεμαι μάκρωνι και τοις δαίμοσι, [Αττικ. παρακατατίθεμαι) να μεταστρέψουν τον Διονυσοφώντα (το φως του Διονύσου) να παντρευτεί εκείνην αντί της Θετίμας, και ποτέ να μην παντρευτεί άλλη γυναίκα εκτός αν η ίδια ξετυλίξει τον κατάδεσμο.
Η γλώσσα αναγνωρίζεται ως Βορειοδυτική Ελληνική ή Δωρική Ελληνική και το χαμηλό κοινωνικό status της συγγραφέως, όπως φαίνεται από το λεξιλόγιό της και την πίστη της στη μαγεία, υπονοεί ότι μια διακριτή μορφή της Δωρικής ομιλείτο στη Πέλλα στην εποχή που γράφτηκε η πινακίδα. Οι Brixhe και Panayotou (1994:209) τη θεωρούν Μακεδονικής προέλευσης, αλλά υποδεικνύουν ότι ο πληθυσμός της Πέλλας δεν ήταν ομογενώς αυτόχθων και προτιμούν να αναμένουν την ανακάλυψη ενός δεύτερου ευρήματος πριν προβούν σε οριστικές δηλώσεις.
Ακόμη και πριν την ανακάλυψη του κατάδεσμου της Πέλλας το 1986 έχει καταγραφεί ότι η Δωρική Ελληνική ομιλείτο πιθανώς στην προελληνιστική Μακεδονία ως δεύτερη διάλεκτος (Rhomiopoulou, 1980).
Κείμενο και μετάφραση
στην αρχαία Μακεδονική διάλεκτο
1. [ΘΕΤΙ]ΜΑΣ ΚΑΙ ΔΙΟΝΥΣΟΦΩΝΤΟΣ ΤΟ ΤΕΛΟΣ ΚΑΙ ΤΟΝ ΓΑΜΟΝ ΚΑΤΑΓΡΑΦΩ ΚΑΙ ΤΑΝ ΑΛΛΑΝ ΠΑΣΑΝ ΓΥ
2. [ΝΑΙΚ]ΩΝ ΚΑΙ ΧΗΡΑΝ ΚΑΙ ΠΑΡΘΕΝΩΝ ΜΑΛΙΣΤΑ ΔΕ ΘΕΤΙΜΑΣ ΚΑΙ ΠΑΡΚΑΤΤΙΘΕΜΑΙ ΜΑΚΡΩΝΙ ΚΑΙ
3. [ΤΟΙΣ] ΔΑΙΜΟΣΙ ΚΑΙ ΟΠΟΚΑ ΕΓΟ ΤΑΥΤΑ ΔΙΕΛΕΞΑΙΜΙ ΚΑΙ ΑΝΑΓΝΟΙΗΝ ΠΑΛLΙΝ ΑΝΟΡΟΞΑΣΑ
4. [ΤΟΚΑ] ΓΑΜΑΙ ΔΙΟΝΥΣΟΦΩΝΤΑ ΠΡΟΤΕΡΟΝ ΔΕ ΜΗ ΜΗ ΓΑΡ ΛΑΒΟΙ ΑΛΛΑΝ ΓΥΝΑΙΚΑ ΑΛΛ Η ΕΜΕ
5. [ΕΜΕ Δ]Ε ΣΥΝΚΑΤΑΓΗΡΑΣΑΙ ΔΙΟΝΥΣΟΦΩΝΤΙ ΚΑΙ ΜΗΔΕΜΙΑΝ ΑΛΛΑΝ ΙΚΕΤΙΣ ΥΜΩΝ ΓΙΝΟ
6. [ΜΑΙ ΦΙΛ]ΑΝ ΟΙΚΤΙΡΕΤΕ ΔΑΙΜΟΝΕΣ ΦΙΛ[Ο]Ι ΔΑΓΙΝΑΓΑΡΙΜΕ ΦΙΛΩΝ ΠΑΝΤΩΝ ΚΑΙ ΕΡΗΜΑ ΑΛΛΑ
7. [....]Α ΦΥΛΑΣΣΕΤΕ ΕΜΙΝ Ο[Π]ΩΣ ΜΗ ΓΙΝΕΤΑΙ ΤΑ[Υ]ΤΑ ΚΑΙ ΚΑΚΑ ΚΑΚΩΣ ΘΕΤΙΜΑ ΑΠΟΛΗΤΑΙ
8. [....]ΑΛ[-].ΥΝΜ .. ΕΣΠΛΗΝ ΕΜΟΣ ΕΜΕ ΔΕ [Ε]Υ[Δ]ΑΙΜΟΝΑ ΚΑΙ ΜΑΚΑΡΙΑΝ ΓΕΝΕΣΤΑΙ
9. [-]ΤΟ[.].[-].[..]..Ε.Ε.Ω[?]Α.[.]Ε..ΜΕΓΕ [-]
στην νέα Ελληνκή γλώσσα
1. Για τον γάμο της [Θετί]μας και του Διονυσοφώντα γράφω την κατάρα, και για όλες τις άλλες γυ
2. [ναίκ]ες, χήρες και παρθένες, άλλα για την Θετίμα περισσότερο, και αναθέτω στον Μάκρωνα και
3. [τους] δαίμονες ότι μόνον όταν ξεθάψω και ξετυλίξω και ξαναδιαβάσω
4. [τότε] τότε να παντρευτούν τον Διονυσοφώντα και όχι πριν και είθε να μην παντρευτεί άλλη γυναίκα, παρά μόνον εμένα
5. και είθε να γεράσω με τον Διονυσοφώντα και κανέναν άλλο. Ικέτιδά σου είμαι:
6. δείξτε ευσπλαχνία στην [ευνοούμενή] σας, αγαπημένοι δαίμονες, την Δαγίνα (;), γιατί με εγκατέλειψαν όλοι οι αγαπημένοι μου
7. παρακαλώ φυλάξτε με αυτά να μη συμβούν και με τρόπο κακό να χαθεί η Θετίμα
8. και σε μένα δώστε ευδαιμονία και μακαριότητα.
Η πινακίδα χρονολογήθηκε από τους αρχικούς ερευνητές της στα μέσα του 4ου αι. Π.Κ.Ε. ή ενωρίτερον (γράμματα, συλλαβισμός). Την χρονολόγηση αμφισβητεί ο καθ. Έντμοντς του Bryn Mawr College, που αντιπροτείνει τον 3ο αιώνα Π.Κ.Ε.
Στην άποψη περί 4ου αι. συγκατατίθεται το Κλασικό Λεξικό της Οξφόρδης, στο οποίο ο καθ. Ολιβιέ Μασσόν (Olivier Masson_ γράφει: "Αντίθετα από προγενέστερες απόψεις που θεωρούσαν την Μακεδονική Αιολική διάκετο (O.Hoffmann) θα πρέπει να σκεφτούμε πλέον ότι υφίσταται σχέση με τη Βορειοδυτική Ελληνική (Λοκρική, Αιτωλική, Φωκιδική, Ηπειρωτική). Τούτη η άποψη υποστηρίζεται από μια πρόσφατη ανακάλυψη ενός κατάδεσμου του 4ου αι. Π.Κ.Ε. στην Πέλλα, που θα μπορούσε να είναι το πρώτο μαρτυρημένο 'Μακεδονικό' κείμενο (δημοσίευση E. Voutyras, βλ. Bulletin Epigraphique in Rev. Et. Grec. 1994, no.413). Το κείμενο περιλαμβάνει το επίρρημα οπόκα, το οποίο δεν είναι θεσσαλικό." (OCD, 1996, pp 905, 906).
Της ίδιας άποψης είναι ο Τζέιμς Λ. Ο'Νιλ (James L. O'Neil) (του πανεπιστήμιου του Σίδνεϊ). Στην παρουσίαση της επιγραφής το 2005 στο Συνέδριο της Αυστραλασιατικής Εταιρείας Κλασσικών Σπουδών, με τίτλο "Δωρικές Μορφές σε Μακεδονικές Επιγραφές" (abstract) γράφει: "Ένας κατάδεσμος του 4ου Π.Κ.Ε. αι. από την Πέλλα υποδεικνύει τύπους καθαρά Δωρικούς, αλλά σε μια διαφορετική μορφή της Δωρικής από όλες τις δυτικές διαλέκτους των περιοχών που συνόρευαν με τη Μακεδονία. Άλλες τρεις, πολύ σύντομες, επιγραφές του 4ου αι. είναι αναμφίβολα Δωρικές. Δείχνουν ότι ομιλείτο στην Μακεδονία μια δωρική διάλεκτος, από τους δυτικούςς τύπους των ελληνικών ονομάτων που βρέθηκαν στην Μακεδονία. Ωστόσο, μεταγενέστερες μακεδονικές επιγραφές είναι γραμμένες στην Κοινή, στην οποία αποφεύγονται τόσο οι δωρικοί τύποι όσο και η μακεδονική προφορά των συμφώνων. Η αυτόχθων μακεδονική διάλεκτος φαίνεται πως έγινε ακατάλληλη για γραπτά κείμενα."
Τελικά ο κατάδεσμος της Πέλλας είναι η αιτία με την οποία η αρχαία Μακεδονική γλώσσα αναγνωρίζεται επίσημα σήμερα(έστω και προσωρινά) ως διάλεκτος της Ελληνικής.
Language Name: Ancient Macedonian
Alternate Name(s): Macedonian
Once Spoken in: Greece Macedonia
Language Code (Temporary): xmk (Former code: XMK )
Status: Extinct
Family: Indo-European
Subgroup: Macedonian
Subgrouping Code: IEGreekB
Code set: 639-3
πηγές:
http://linguistlist.org/forms/langs/LLDescription.cfm?code=xmk
http://www.sil.org/iso639-3/documentation.asp?id=xmk
http://el.wikipedia.org/wiki/%CE%9A%CE%B1%CF%84%CE%AC%CE%B4%CE%B5%CF%83%CE%BC%CE%BF%CF%82_%CF%84%CE%B7%CF%82_%CE%A0%CE%AD%CE%BB%CE%BB%CE%B1%CF%82
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)