Εκδότης :
Παρατηρητής (2002-2006), Επίκεντρο (2007) σε συνεργασία με το Ίδρυμα Μελετών Χερσονήσου του Αίμου
Eπιμελητής:
Ξανθίππη Κοτζαγεώργη - Ζυμάρη
Η βουλγαρική Κατοχή στην Ανατολική Μακεδονία και τη Θράκη αποτέλεσε μία από τις στυγνότερες περιπτώσεις κατοχών κατά τη διάρκεια του Β' Παγκοσμίου Πολέμου. Κάλυψε την περίοδο από το 1941 έως το 1944 και επιβλήθηκε με μεγάλη σκληρότητα σε ένα μεγάλο τμήμα της ελληνικής επικράτειας, επισείοντας άμεσο και ισχυρό κίνδυνο αναθεώρησης των συνόρων της Ελλάδας και απόσπασης ενός ζωτικού γεωπολιτικά και στρατηγικά και ακμαίου οικονομικά τμήματός της.
Παρά το σκληρό χαρακτήρα της, την ένταση, την έκταση και τις συνέπειές της, ωστόσο, η βουλγαρική Κατοχή κατέχει ένα πολύ μικρό μερίδιο τόσο στο επιστημονικό έργο όσο και στη γενικότερη ιστορική βιβλιογραφία της Ελλάδας. Το Ίδρυμα Μελετών Χερσονήσου του Αίμου και οι εκδόσεις Παρατηρητής έρχονται να καλύψουν το κενό με το βιβλίο αυτό, το οποίο βασίζεται στη μελέτη νέων στοιχείων και εξετάζει σε επτά ενότητες: το πλάισιο έναρξης της Κατοχής, την εγκατάσταση των βουλγαρικών πολιτικών και στρατιωτικών αρχών και τη διοικητική οργάνωση της περιοχής από τους Βούλγαρους· τη βουλγαρική πολιτική στους τομείς της εκκλησίας, της εκπαίδευσης και της γλώσσας, της οικονομίας, της δημογραφίας, των ανθρωπίνων δικαιωμάτων· την αντίσταση του ντόπιου ελληνικού πληθυσμού κατά των βουλγαρικών Αρχών Κατοχής· το διπλωματικό παρασκήνιο που οδήγησε στη λήξη της Κατοχής και την αποχώρηση των βουλγαρικών πολιτικών και στρατιωτικών αρχών από την Ανατολική Μακεδονία και τη Θράκη.
Την έκδοση συμπληρώνουν παράρτημα με αδημοσίευτους στην Ελλάδα χάρτες, επιλεγμένα έγγραφα και βιογραφικό λεξικό των "πρωταγωνιστών" της Κατοχής.
Ιδού ένα απόσπασμα από το ομολογουμένως πάρα πολύ αξιόλογο πόνημα...
Η Βουλγαρία επεδίωκε, ωστόσο, με κάθε τρόπο την απόκτηση (και αργότερα τη διατήρηση) εδαφών με την ελάχιστη δυνατή στρατιωτική ή άλλη συμμετοχή στον πόλεμο. Ο στόχος αυτός επιδιώχθηκε με επιτυχία: η κατάληψη και η προσάρτηση της Ανατολικής Μακεδονίας και της Θράκης στη Βουλγαρία την άνοιξη του 1941, έγινε χωρίς καν την κήρυξη πολέμου εκ μέρους της ούτε εναντίον της Ελλάδας, αλλά ούτε και εναντίον άλλης ή άλλων Μεγάλων Δυνάμεων. Το γεγονός της μη κήρυξης πολέμου εκ μέρους της Βουλγαρίας χρησιμοποιήθηκε -και χρησιμοποιείται ακόμη και σήμερα από Βούλγαρους ιστορικούς- ως επιχείρημα-σοφιστεία από τη βουλγαρική πλευρά για να αποσείσει την κατηγορία παραβίασης της συνθήκης της Χάγης του 1907 για το Δίκαιο του πολέμου, την οποία είχε προσυπογράψει[14].
[14].Βλ. D. Jonchev, Balgariia i Belomorieto, 58.
Ο Βούλγαρος ιστορικός διατείνεται ότι, εφόσον η Βουλγαρία δεν κήρυξε τον πόλεμο στην Ελλάδα και εφόσον ανέκτησε απλώς εδάφη που δικαιωματικά της ανήκαν, δεν παραβίασε τη Σύμβαση της Χάγης του 1907.
Το επιχείρημα αυτό είναι τουλάχιστον αφελές.
Η Βουλγαρία, ως αποδεχθείσα επισήμως τη Σύμβαση αυτή, όφειλε να προειδοποιήσει είτε με επίσημη κήρυξη πολέμου είτε με τελεσίγραφο την έναρξη των πολεμικών επιχειρήσεων (άρθρο 1, Χάγη III, Σύμβαση περί της έναρξης των εχθροπραξιών). Και αν στη συγκεκριμένη περίπτωση δεν υπήρξαν όντως πολεμικές επιχειρήσεις μεταξύ αντιπάλων στρατευμάτων, ωστόσο, υπήρξε στρατιωτική κατοχή, με την έννοια που ορίζει το άρθρο 42 της Σύμβασης της Χάγης για το Δίκαιο του κατά ξηράν πολέμου (Χάγη IV, Παράρτημα, Τμήμα III, Στρατιωτική εξουσία επί εδάφους εχθρικού κράτους): «Μία περιοχή θεωρείται κατεχόμενη όταν τίθεται ουσιαστικά υπό την εξουσία εχθρικού στρατού». Η δε πολιτεία των βουλγαρικών αρχών κατοχής παραβίασε κατά τα τρία χρόνια που διάρκεσε αυτή σχεδόν όλα τα άρθρα της εν λόγω Σύμβασης.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σχόλια τα οποία θα περιέχουν Greekenglish, ύβρεις, μειωτικούς και συκοφαντικούς χαρακτηρισμούς δεν θα αναρτώνται.