Στις 4 Μαρτίου του 1945 συνήλθε στα Σκόπια η πρώτη αντικανονική κληρικο-λαϊκή συνέλευση με την συμμετοχή 300 κληρικών και λαϊκών και απεφάσισε να ιδρυθεί «η Αρχιεπισκοπική Αχρίδος ως ανεξάρτητη – μακεδονική εκκλησία, η οποία δεν θα ήταν υποτεταγμένη σε οποιαδήποτε τοπική ή εθνική εκκλησία». Τότε το σερβικό Πατριαρχείο απήντησε ότι η κληρικολαϊκή συνέλευση ήταν αντικανονική και έλαβε στις 22 Σεπτεμβρίου 1945 μια ιδιαίτερα τολμηρή απόφαση για τις τότε πολιτικές συνθήκες.
Στην απόφαση εκείνη η ιεραρχία του σερβικού Πατριαρχείου τόνιζε μεταξύ άλλων και τα εξής:
- Ότι οι τρεις επαρχίες του νότου (Σκοπίων, Στρωμνίτσης και Μοναστηρίου) εδόθηκαν στο σερβικό Πατριαρχείο το 1922 με πατριαρχικό και συνοδικό τόμο από το Οικουμενικό Πατριαρχείο και ως εκ τούτου ανήκουν στην σερβική εκκλησία.
- Ότι δεν είναι δυνατόν να ανασυγκροτηθεί ανεξάρτητη Εκκλησία στην ομοσπονδιακή Γιουγκοσλαβία χωρίς την σύμφωνη γνώμη της Μητρός Εκκλησίας της Κωνσταντινουπόλεως.
- Ότι η αυτοανακήρυξη κάποιας ανεξάρτητης δήθεν μακεδονικής εκκλησίας, είναι πράξη αυταρχική και αντικανονική.
Η αντίδραση των τότε πολιτικών και εκκλησιαστικών κύκλων των Σκοπίων υπήρξε αποκαλυπτική των εθνικιστικών τους διαθέσεων για την διάλυση του σερβικού Πατριαρχείου ως θεσμού και της αντικαταστάσεώς του με τη νέα «Ορθόδοξη Εκκλησία της Γιουγκοσλαβίας». Τελικώς, κάτι τέτοιο δεν έγινε.
Οι προσπάθειες σε πολιτικό πεδίο από το 1944 για την ίδρυση αυτοκεφάλου «Μακεδονικής Εκκλησίας» στα Σκόπια είχαν ως σκοπό να υποβοηθήσουν την υπόσταση του νεόκοπου σλαβομακεδονικού έθνους. Εκαλείτο τότε δηλαδή η νέα τοπική εκκλησία να εξυπηρετήσει πολιτικές – φυλετικές αξιώσεις και όχι εκκλησιαστικές ανάγκες. Ο στρατάρχης Τίτο ήθελε στα Σκόπια «Μακεδονική Εκκλησία» και την εννοούσε στο παρασκήνιο ως αυτοκέφαλη αρχιεπισκοπή ή ως Πατριαρχείο.
Η ιεραρχία της σερβικής ορθοδόξου Εκκλησίας ασχολήθηκε με το θέμα αυτό το 1958 και το 1959. Βάσει των ιερών κανόνων αυτό το πολιτικό αίτημα δεν ήταν δυνατόν να ικανοποιηθεί. Εκείνο μόνο που μπορούσε κατ’ οικονομία να γίνει στα εκκλησιαστικά πλαίσια, το οποίο και έγινε κατά το 1959, ήταν να δοθεί ένα είδος αυτόνομου καθεστώτος στις τρεις μητροπόλεις της νοτίου Γιουγκοσλαβίας με την συγκατάθεση του Οικουμενικού Πατριαρχείου και βέβαια υπό την πλήρη εποπτεία του σερβικού Πατριαρχείου. Η λύση που εδόθη έγινε αρχικά δεκτή, αλλά με πολύ σκεπτικισμό από πολιτικής πλευράς. Το 1966 επανήλθε εκ νέου το πολιτικό αίτημα ιδρύσεως ανεξαρτήτου «Μακεδονικής Εκκλησίας».
Τότε ο μητροπολίτης Σκοπίων Δοσίθεος ανακοίνωσε στις 18 Νοεμβρίου του 1966 στην διαρκή Ιερά Σύνοδο της Σερβικής Εκκλησίας, τα εξής αποκαλυπτικά: «Αποφασίσαμε να ζητήσουμε αυτοκέφαλο από την σερβική ορθόδοξη εκκλησία. Την απόφασή μας αυτή θέσαμε υπ’ όψιν του εκτελεστικού συμβουλίου της Μακεδονίας (Σκοπίων)». Η άρνηση της σερβικής ιεραρχίας ήταν απόλυτη και κατηγορηματική με την απόφαση 44 της 24ης Μαΐου του 1967. Το σερβικό Πατριαρχείο επέμενε σταθερά και ορθά μόνο σε ένα αυτόνομο καθεστώς υπό την άμεση και στενή εποπτεία του.
Τότε, δυστυχώς, οι πολιτικοί και εκκλησιαστικοί φορείς στα Σκόπια προχώρησαν μόνοι τους στην αντικανονική, πραξικοπηματική και αντεκκλησιολογική αυτοανακήρυξη του αυτοκεφάλου της δήθεν «Μακεδονικής Εκκλησίας». Συγκεκριμένα, στις 17 Ιουλίου 1967 συγκλήθηκαν στην Αχρίδα, έδρα της «πάλαι ποτέ διαλαμψάσης» ιστορικής Αρχιεπισκοπής Αχρίδων, τα δύο σώματα, που ήταν η ψευδοσύνοδος των 4 αρχιερέων και η κληρικολαϊκή (αντικανονική) συνέλευση των 34 μελών, και τελικώς προχώρησαν στην ίδρυση της ψευδομακεδονικής, πραξικοπηματικής και αντικανονικής εκκλησίας των Σκοπίων.
Η αντίδραση της Ιεράς Συνόδου της Ιεραρχίας της σερβικής ορθοδόξου Εκκλησίας υπήρξε άμεση και αυστηρή. Στην έκτακτη συνεδρίασή της, τον Σεπτέμβριο του 1967, ασχολήθηκε με μόνο θέμα: «Το πρόβλημα της ανακηρύξεως του αυτοκεφάλου της Μακεδονικής Εκκλησίας». Η απόφαση της σερβικής εκκλησίας ήταν ξεκάθαρη και όριζε τελεσίδικα ότι: «Η «Μακεδονική Εκκλησία» των Σκοπίων με την αντικανονική και πολιτική αυτή ενέργειά της ανεκόπη αφ’ εαυτής από την επικοινωνία και κοινωνία της με σύνολη την Ορθόδοξη Εκκλησία και κατέστη σχισματική θρησκευτική οργάνωση».
Η θέση αυτή της σερβικής Εκκλησίας, κατά πάντα κανονική, έγινε και θέση του Οικουμενικού Πατριαρχείου της Κωνσταντινουπόλεως και των άλλων κατά τόπους ορθοδόξων Εκκλησιών.
Η απόφαση αυτή της σερβικής Εκκλησίας δεν ήταν αβάσιμη και ιστορικά ανεδαφική, επειδή ακριβώς από το 1922 το Οικουμενικό Πατριαρχείο της Κωνσταντινουπόλεως είχε παραχωρήσει με πατριαρχικό και συνοδικό τόμο στο σερβικό Πατριαρχείο τις μητροπόλεις Σκοπίων, Δεβρών και Βελισσού, Πελαγωνείας, Πρεσπών και Αχρίδων και Στρωμνίτσης, οι οποίες από το 1912/1913, μετά τους Βαλκανικούς Πολέμους, είχαν περιέλθει στο σερβικό βασίλειο. Συνεπώς ήταν απολύτως εύλογη και αναμενόμενη η αντίδραση της σερβικής Εκκλησίας, αφού ένα οργανικό τμήμα της δικαιοδοσίας αυτής είχε αποκοπεί αντικανονικά και με εθνοφυλετικά – αντορθόδοξα κριτήρια.
Εξ’ άλλου, η ανάμειξη και ενεργός συμμετοχή της πολιτείας για την εξαναγκαστική παραχώρηση του αυτοκεφάλου στην Εκκλησία των Σκοπίων είναι απολύτως αντικανονική και παράνομη, επειδή σύμφωνα με την κανονική τάξη και πράξη της ορθοδόξου Εκκλησίας η οιαδήποτε κοσμική εξουσία δεν είναι η προϋπόθεση ή το κριτήριο για την παραχώρηση του αυτοκεφάλου.
Ο δε ισχυρισμός της ψευδομακεδονικής εκκλησίας των Σκοπίων ότι δήθεν ταυτίζεται με την ιστορική Αρχιεπισκοπή Αχρίδος, που εκκλησιαστικά ήταν επί 800 έτη απολύτως ανεξάρτητη, είναι παντελώς αβάσιμη και ιστορικά ανακριβής και ανεδαφική για δύο κυρίως λόγους. Πρώτον, επειδή η ιστορική αρχιεπισκοπή Αχρίδος ποτέ δεν υπήρξε αυτοκέφαλη (ανεξάρτητη) Εκκλησία. Το Οικουμενικό Πατριαρχείο της Κωνσταντιουπόλεως δεν είχε παραχωρήσει ή αναγνωρίσει ποτέ την τιμή αυτή στην αρχιεπισκοπή Αχρίδος, η οποία πάντοτε υπήγετο στην δικαιοδοσία του Οικουμενικού Πατριαρχείου. Απλά και μόνο για ιστορικούς λόγους η μητέρα Εκκλησία της Κωνσταντινουπόλεως είχε παραχωρήσει στην τοπική εκκλησία της Αχρίδος κάποια μορφή εκκλησιαστικής ημιαυτονομίας. Δεύτερον, επειδή καμία σύγκριση δεν χωρεί μεταξύ της ψευδομακεδονικής εκκλησίας των Σκοπίων και της Αρχιεπισκοπής Αχρίδος. Τούτο αποδεικνύεται και εκ του γεγονότος ότι η αρχιεπισκοπή Αχρίδος είχε ποίμνιο μικτό, ελληνικό, βουλγαρικό και σερβικό. Δεν είχε δηλαδή τον δήθεν «ψευδομακεδονικό» χαρακτήρα, όπως ανιστόρητα και αβάσιμα ισχυρίζονται οι Σκοπιανοί. Εξάλλου, η αρχιεπισκοπή Αχρίδος ουδέποτε ονομάζετο «Μακεδονική Εκκλησία». Αυτό διαπιστώνεται από τους επίσημους τίτλους και τις υπογραφές των αρχιεπισκόπων Αχρίδος στα διάφορα έγγραφα. Αλλά και η επίσημη γλώσσα της αρχιεπισκοπής Αχρίδος ήταν η ελληνική, αφού οι μητροπολίτες και οι επίσκοποι της εκκλησίας αυτής ήταν οι περισσότεροι Έλληνες ή μετείχαν της ελληνικής Παιδείας, αφού ήταν απόφοιτοι της Θεολογικής Σχολής της Χάλκης.
Δεν πρέπει επίσης να παραβλέπουμε το γεγονός ότι οι αρχιεπίσκοποι Αχρίδος εκλέγονταν από την Ιερά Σύνοδο του Οικουμενικού Πατριαρχείου και απεστέλοντο στην Αχρίδα. Από το 1967 μέχρι και σήμερα, κάθε μήνα Μάϊο, αντιπροσωπεία από τους ψευδοεπισκόπους της ανύπαρκτης ψευδομακεδνικής εκκλησίας των Σκοπίων επισκέπτεται το Βατικανό. Τι επιζητεί «η σχισματική θρησκευτική οργάνωση» των Σκοπίων από το Βατικανό; Ζητεί αναγνώριση πνευματική και εκκλησιαστική. Τι ζητεί το Βατικανό με τη σειρά του; Την επέκταση της πνευματικής – εκκλησιαστικής επιρροής του Πάπα στη Νότια Γιουγκοσλαβία μέσω μιας νέας μορφής Ουνίας.
Στις 15 Μαρτίου του 1992, όταν ο Οικουμενικός Πατριάρχης κ. Βαρθολομαίος ο Α’ συγκάλεσε στο Φανάρι της Κωνσταντινουπόλεως όλους τους ορθοδόξους αρχιεπισκόπους και πατριάρχες, μετέβη από μόνη της στο Φανάρι και εκκλησιαστική αντιπροσωπεία από τα Σκόπια. Ο Πατριάρχης Βαρθολομαίος δέχθηκε την αντιπροσωπεία με την παρουσία όμως του Σέρβου Πατριάρχου κ. Παύλου για να υπογραμμίσει και τονίσει ότι η ορθοδοξία στο σύνολό της αναγνωρίζει μόνο το σερβικό πατριαρχείο και καμία σκοπιανή εκκλησία. Η αντιπροσωπεία εκείνη ζήτησε από το Οικουμενικό Πατριαρχείο εκκλησιαστική αναγνώριση. Ο Πατριάρχης όμως επρότεινε να επανέλθουν στην αγκαλιά της μητρός Εκκλησίας τους, που ήταν και είναι το σερβικό Πατριαρχείο. Μέχρι και σήμερα, κατά καιρούς, γίνονται συζητήσεις για την επίλυση του όλου ζητήματος. Τα αποτελέσματα είναι αρνητικά, επειδή οι ψευδομακεδόνες Σκοπιανοί ζητούν ανεξάρτητη (αυτοκέφαλη) εκκλησία με την ονομασία «Μακεδονική». Αυτό όμως δεν το δέχεται, ούτε το σερβικό Πατριαρχείο, ούτε καμία άλλη ορθόδοξη Εκκλησία.
Εσχάτως η ψευδομακεδονική και σχισματική εκκλησία των Σκοπίων επιδιώκει να υπαχθεί στην παπική εκκλησία ως τοπική ουνιτική εκκλησία. Δεν υπάρχει καμία αμφιβολία ότι η αντικανονική και πραξικοπηματική αυτοανακήρυξη του «αυτοκεφάλου» των Σκοπίων έγινε για να εξυπηρετήσει πολιτικές σκοπιμότητες. Εκλήθη δηλαδή να συμβάλει στην προώθηση του λεγομένου «μακεδονικού ζητήματος» σε βάρος της ελληνικής Μακεδονίας από μέρους του τότε Γιουγκοσλαβικού καθεστώτος του Τίτο, που ως επεκτατική πολιτική συνεχίζεται μέχρι και σήμερα. Γι’ αυτό η ανύπαρκτη και σχισματική ψευδομακεδονική εκκλησία των Σκοπίων χαρακτηρίζεται εύστοχα ως «σχισματική θρησκευτική οργάνωση» και είναι πράγματι πειθήνιο όργανο της πολιτικής των Σκοπίων.
Όπως πληροφορούμεθα κατά το τελευταίο χρονικό διάστημα ορισμένοι σχισματικοί ψευδοεπίσκοποι της ψευδομακεδονικής και σχισματικής εκκλησίας των Σκοπίων επιστρέφουν στο σερβικό Πατριαρχείο, στο οποίο ανήκουν και διοικητικά και πνευματικά. Ένας τέτοιος επίσκοπος που μετανόησε και επέστρεψε στην επίσημη σερβική εκκλησία είναι ο Βελεσσών Ιωάννης, τον οποίο προ ενός έτους το σερβικό Πατριαρχείο εξέλεξε νέο Αρχιεπίσκοπο Αχρίδος. Ήδη το πρώτο εσωτερικό ρήγμα στην σχισματική και αντικανονική ψευδοεκκλησία των Σκοπίων έχει επέλθει. Στο τέλος η κανονική εκκλησιαστική τάξη θα επικρατήσει.
ΙΩΑΝΝΗΣ ΕΛ. ΣΙΔΗΡΑΣ
Χρόνος, 11-10-2007
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σχόλια τα οποία θα περιέχουν Greekenglish, ύβρεις, μειωτικούς και συκοφαντικούς χαρακτηρισμούς δεν θα αναρτώνται.