Μία επιγραμματική θεωρητική εισαγωγή στην «ιστορική» θεμελίωση της σλαβομακεδονικής ταυτότητος επιχειρήθηκε από τις στήλες της εφημερίδος «Mακεδονικά Νέα», που εξέδιδε κατά τα έτη 1935-1936 ο Άγκελ Ντίνεφ για τις μακεδονικές αδελφότητες και εξέφραζε αρχικά την γραμμή της ΕΜΕΟ (Εν.) για «Ενιαία και Ανεξάρτητη Μακεδονία», ως ισότιμο μέλος μιας Βαλκανικής Ομοσπονδίας. Στο πνεύμα της αποφάσεως της ΚΔ, ο Ντίνεφ προσπάθησε να αντιδιαστείλει την ειδική έννοια «μακεδονικό έθνος» από την γενική έννοια «μακεδονικός λαός»:
«…Το μακεδονικό έθνος δημιουργήθηκε σε μια μακρά ιστορική διαδικασία και διαμορφώθηκε ολοκληρωτικά ακόμα από τον προηγούμενο αιώνα. Η ανθρωπολογική του σύσταση αποτελείται από τη συγχώνευση σε ένα σύνολο των Αρχαίων Μακεδόνων και των μετέπειτα Σλάβων στη Μακεδονία… Το μακεδονικό έθνος υπάρχει, διότι ο σλαβομακεδονικός του πληθυσμός έχει κοινή γλώσσα, τα ίδια και αυτά έθιμα, ιστορική ενότητα… ενιαίο μακεδονικό χώρο και ενιαία οικονομία. Υπάρχει και μακεδονικός λαός, αποτελούμενος από τους Σλαβομακεδόνες μαζί με όλες τις εθνότητες στη Μακεδονία. Και δεν είναι η πρώτη φορά που ανακινείται το ζήτημα αυτό. Ακόμα κατά τον 19ο αιώνα, όταν άρχισε η μακεδονική μας αναγέννηση, οι Μακεδόνες διαφωτιστές της νέας εποχής, ο Θεοδόσιος των Σκοπίων, «οι Λαζαριστές» , οι αγωνιστές για την επικράτηση της δυτικής διαλέκτου (της μακεδονικής) και άλλοι, υπήρξαν φορείς καθαρής μακεδονικής συνείδησης και, όπως ο Βούλγαρος πατήρ Παΐσιος, δίδαξαν τους συμπατριώτες τους να μην ντρέπονται να ονομάζονται Μακεδόνες. Ακριβώς αυτοί οι αγωνιστές για αυτοκέφαλη μακεδονική εκκλησία και οι δημιουργοί της αυθύπαρκτης μακεδονικής κουλτούρας, αυτοί οι άξιοι συνεχιστές των πρώτων Μακεδόνων δασκάλων, των αγίων Κυρίλλου και Μεθοδίου, είναι οι πρώτοι μας άνθρωποι που απέδειξαν την ύπαρξη ιδιαίτερης μακεδονικής εθνικότητας. «Τα Μακεδονικά Νέα» μονάχα ακολουθούν το ιερό τους έργο, που καταπνίγηκε από τις ξένες προπαγάνδες στη Μακεδονία. Γνωρίζουμε για τη ζημιά αυτής της προπαγάνδας - στο παρελθόν διαμέλισαν τον μακεδονικό πληθυσμό σε Γραικομάνους, Σερβομάνους και Βούλγαρους, για να γίνει ευκολότερη η διανομή και η υποδούλωση της μακεδονικής πατρίδας.
Σχετικά με το ζήτημα της εθνικότητας των Μακεδόνων, δεν αμφιβάλλουμε ότι θα συναντήσουμε αντίσταση και από πολλούς κατά τα άλλα φίλους μας… Δεν αυταπατώμεθα ότι θα είναι εύκολο να αφυπνίσουμε την εθνική συνείδηση των Μακεδόνων στη Βουλγαρία, όπου η αφομοίωσή μας προχώρησε πάρα πολύ. Όμως θα εργαστούμε χωρίς κόπο προς την κατεύθυνση αυτή, διότι είμαστε πεπεισμένοι Μακεδόνες και γνωρίζουμε ότι μονάχα η μακεδονική συνείδηση και το αυτοαίσθημα θα βοηθήσει να ξεπεραστούν κατά τον καλύτερο τρόπο όλες οι αμφιταλαντεύσεις σε ολόκληρο το μακεδονικό κίνημα στο δρόμο προς την ελευθερία και ανεξαρτησία».
Πρόκειται για μία υπεραπλουστευμένη, μηχανιστική εφαρμογή του σταλινικού μοντέλου για το έθνος. Η διαμόρφωση σλαβομακεδονικής εθνικής συνειδήσεως ανάγεται στον.....
.... ΙΘ΄ αιώνα και ως κύριοι εκφραστές της αναγορεύονται αυτοί που αγωνίζονταν για την κωδικοποίηση μιας πολυδιαλεκτικής νεοβουλγαρικής γλώσσης και αυτοχαρακτηρίζονταν ως Βούλγαροι. Αλλά οι δυσκολίες που είχε το εγχείρημα της «μακεδονοποιήσεως» στον Μεσοπόλεμο, δεν πρέπει να αγνοούνται. Η εφημερίδα δεν μπόρεσε να αρχίσει σοβαρά την αποστολή της, διότι σύντομα διατάχθηκε από τις βουλγαρικές αρχές το κλείσιμό της.
Με την υποκίνηση του Βουλγαρικού Κομμουνιστικού Κόμματος ιδρύθηκε το 1938 ένας «Μακεδονικός Λογοτεχνικός Κύκλος», με βασικά μέλη τους ποιητές Nικόλα Βαπτσάρωφ, Αντών Ποπώφ, Μιχαήλ Σματρακάλεφ, Κόλε Νεντελκόφσκυ, Βένκο Μαρκόφσκυ και Γκεόργκυ Αμπατζίεφ. Σκοπός του κύκλου, σύμφωνα με την εισήγηση του Βαπτσάρωφ, ήταν η ανάπτυξη μίας «μακεδονικής» λογοτεχνίας με την μελέτη των γλωσσικών ιδιωμάτων, του φολκλόρ, των εθίμων και την καλλιέργεια ενός επαναστατικού ρομαντισμού για το παρελθόν του «μακεδονικού» εθνικοεπαναστατικού κινήματος (Ίλιντεν), ως συστατικού στοιχείου του έντεχνου ρεαλισμού. Σύμφωνα με το καταστατικό του, ο κύκλος απείχε από κάθε πολιτική δραστηριότητα, αλλά μπορούσε να εκφράζει πολιτική ιδεολογία. Η ενασχόληση, ωστόσο, με τον σλαβομακεδονισμό ήταν περισσότερο μια ερωτοτροπία. Η γλώσσα των ποιημάτων υπήρξε κατά κανόνα η λόγια βουλγαρική και μόνον οι Βένκο Μαρκόφσκυ και Κόλε Νεντελκόφσκυ κατέβαλαν κάποια προσπάθεια να γράψουν ποίηση σε σλαβομακεδονικά ιδιώματα. Ο Νεντελκόφσκυ αποκατέστησε τις επαφές με τη χήρα και τον γιο του Mισίρκωφ, αντέγραψε ορισμένα δημοσιεύματα του πατέρα του σλαβομακεδονικού σεπαρατισμού, όπως το έργο «Περί των Μακεδονικών Υποθέσεων» και τα απέστειλε σε συναδέλφους του στη σερβική Μακεδονία. Κατά το πνεύμα της κομματικής γραμμής, το ζήτημα της υπάρξεως ή όχι «μακεδονικού έθνους» αντιμετωπίσθηκε ως πολιτικό ζήτημα. Για το θέμα αυτό, ο Aντών Ποπώφ κατέγραψε το 1939 τα εξής:
Αλλά ο συγκεκριμένος λογοτεχνικός κύκλος διαλύθηκε τον Μάιο του 1941, αμέσως μετά την είσοδο του βουλγαρικού στρατού στη σερβική Μακεδονία, όταν ίσως θα έπρεπε να τονίσει περισσότερο τον σλαβομακεδονισμό. Εγκαταλείφθηκε έτσι κάθε προσπάθεια για μία σλαβομακεδονική αφύπνιση. Οι Βαπτσάρωφ και Ποπώφ εκτελέστηκαν το 1942 ως Κομμουνιστές από τους Γερμανούς, για αντιστασιακή δράση.
«Yπάρχει μακεδονικό έθνος; Ποιά είναι τα στοιχεία του και τα χαρακτηριστικά του; Πού πρέπει να αναζητήσουμε την αρχή του και τη γένεσή του; Στα ζητήματα αυτά έχουμε στρέψει την προσοχή μας τα τελευταία χρόνια. Αυτά είναι αντικείμενο διενέξεων σε διάφορους μακεδονικούς κύκλους. Και ανάλογα με το ταξικό και ιδεολογικό στρατόπεδο των αντιπάλων, στα ζητήματα αυτά δίνονται διάφορες απαντήσεις… Τον τελευταίο καιρό, με την όξυνση των ιμπεριαλιστικών αντιφάσεων μεταξύ των βαλκανικών κρατών γενικά, με τη συγκρότηση του ιμπεριαλιστικού μετώπου και στη Μακεδονία, η προπαγάνδα στον μακεδονικό πληθυσμό και τη μακεδονική προσφυγιά έχει ενισχυθεί αισθητά. Η Μακεδονία πάλι έχει γίνει αντικείμενο λογαριασμών για διαμελισμό και αναδιανομή… Στις περιστάσεις αυτές για τη Μακεδονία και το Μακεδονικό Ζήτημα, η αποδοχή ή η άρνηση της ιδέας του μακεδονικού έθνους χαρακτηρίζεται ως λυδία λίθος για τη Μακεδονία και τον προσανατολισμό της, για τον πολιτικό δρόμο που πρέπει να ακολουθηθεί, για τον λόγο ότι το ζήτημα αυτό σήμερα μπορεί να τεθεί μονάχα στη βάση του συνθήματος για ελεύθερη και ανεξάρτητη Μακεδονία. Οι μαύροι πράκτορες του βουλγαρικού και ιταλικού ιμπεριαλισμού καταλογίζουν αυτές τις διακηρύξεις ως σερβικό έργο… Ποτέ δεν ήταν κοντά στο μακεδονικό λαό, στις μακεδονικές λαϊκές μάζες, για να μπορέσουν να συλλάβουν τις αλλαγές που συνέβησαν στην κοσμοθεωρία και τον προσανατολισμό αυτών των μαζών… Ονειρεύονται τη «Μεγάλη Βουλγαρία», «την ένωση της βουλγαρικής φυλής», «τον ζωτικό χώρο» κλπ. Όμως για ελεύθερη Μακεδονία ούτε που θέλουν να σκέφτονται, για μακεδονικό έθνος θέλουν λιγότερο να ακούν…».
Στη Βουλγαρία δεν υπήρχε πρόσφορο έδαφος για την καλλιέργεια του σλαβομακεδονισμού. Πέρα από την αντίδραση των βουλγαρικών κρατικών αρχών, αρνητική ήταν και η στάση ακαδημαϊκών κύκλων, που αποκαλούσαν το «μακεδονικό» έθνος επινόηση του εργαστηρίου του ΒΚΚ και με ειρωνική διάθεση εύχονταν να ζούσε ο ιδρυτής του Βουλγαρικού Κομμουνιστικού Κόμματος, Δημήταρ Μπλαγκόεφ, καταγόμενος από την Βασιλειάδα της Καστοριάς, για να πληροφορηθεί την εθνικότητά του! Αλλά και το ίδιο το ΒΚΚ απέφυγε μία άμεση σύγκρουση με τις βουλγαρικές αρχές, περιοριζόμενο περισσότερο σε θεωρητικές διακηρύξεις και εφαρμόζοντας ευέλικτη πολιτική.
β΄) Tο Κομμουνιστικό Κόμμα Ελλάδος
Η περιπέτεια στην οποία είχε εμπλακεί το 1924 το ΚΚΕ με την αποδοχή της αποφάσεως του Ε΄ Συνεδρίου της ΚΔ -ύστερα από έντονη πίεση- για «Ενιαία και Ανεξάρτητη Μακεδονία», είχε ως αποτέλεσμα στο μέλλον να εμφανίζεται περισσότερο προσεκτικό αναφορικά με το Μακεδονικό Ζήτημα. Ο κύριος λόγος για τον οποίο τελικά το ΚΚΕ, μετά από εσωτερική διάσπαση, υιοθέτησε την απόφαση του Ε΄ Συνεδρίου της ΚΔ στο Τρίτο Έκτακτο Συνέδριο (Δεκέμβριος 1924), ήταν η προώθηση της συνεργασίας της ΕΜΕΟ (Εν.) και του Βουλγαρικού Κομμουνιστικού Κόμματος εν όψει της επικείμενης εξεγέρσεως στη Βουλγαρία. Αποδείχθηκε τελικά ότι επρόκειτο για έναν επαναστατικό τυχοδιωκτισμό. Αν και θεωρητικά ίσχυε το σύνθημα για «Ενιαία και Ανεξάρτητη Μακεδονία», σε πολιτικό επίπεδο το ΚΚΕ δεν ήταν δραστήριο. Είναι χαρακτηριστικό ότι μετά το 1925 δίσταζε να ιδρύσει ομάδες της ΕΜΕΟ (Εν.) στην ελληνική Μακεδονία, επισύροντας τα επικριτικά σχόλια της ΚΔ. Όταν ο Ζαχαριάδης ανέλαβε την ηγεσία του κόμματος και επισκέφθηκε, το φθινόπωρο του 1931, τη Μόσχα με μία κομματική αντιπροσωπεία, υπέστη κριτική για την στάση του ΚΚΕ στο Μακεδονικό. Έτσι, μετά από δύο συνδιασκέψεις, στις οποίες παρεβρέθηκε το μέλος του Πολιτικού Γραφείου της ΚΕ του ΚΚΕ Στυλιανός Σκλάβαινας (η πρώτη πραγματοποιήθηκε στη Θεσσαλονίκη, στις αρχές του 1932, με τη συμμετοχή όχι μονάχα Σλαβοφώνων αλλά και Εβραίων, Μουσουλμάνων και Βλάχων και η δεύτερη την ίδια χρονιά στη Βέροια, με τη συμμετοχή μόνο Σλαβοφώνων), συνήλθε η Ιδρυτική Συνδιάσκεψη της ΕΜΕΟ (Εν.), τον Μάρτιο του 1933, στην Έδεσσα και εξέλεξε έναν ηγετικό πυρήνα με επικεφαλής τον Ανδρέα Τσίπα από τον Άγιο Παντελεήμονα της Φλωρίνης, μέλος του ΚΚΕ.
Τον Σεπτέμβριο του 1934, άρχισαν να δημοσιεύονται και οι πρώτες δηλώσεις ομάδων της ΕΜΕΟ (Εν.) στον Ριζοσπάστη σχετικά με την μη βουλγαρική, σερβική και ελληνική ταυτότητα των Σλαβομακεδόνων και την σημασία της ΕΜΕΟ (Εν.). Ηγετικά στελέχη της ΕΜΕΟ (Εν.) υπήρξαν οι Σλαβομακεδόνες, μέλη του ΚΚΕ, Ανδρέας Τσίπας, Γεώργιος Τουρούντζας, Λάζαρος Τερπόφσκυ κ.ά. Η ΕΜΕΟ (Εν.) δεν μπόρεσε, φυσικά, να καταστεί μαζική οργάνωση στο βραχύ χρονικό διάστημα 1934-1936. Κατά τον Τσίπα, η οργάνωση αριθμούσε 893 μέλη, ενώ κατά τον Βλάχωφ 700, αριθμοί που ίσως φαίνονται υπερβολικοί. Ωστόσο, το ΚΚΕ επιδόθηκε με ζήλο στον προπαγανδισμό της θέσεως για την ύπαρξη «μακεδονικού έθνους». Την 1η Φεβρουαρίου του 1935, η Κομμουνιστική Επιθεώρηση δημοσίευσε σε ελληνική μετάφραση το άρθρο του Βασίλ Ιβανόφσκυ «η Μακεδονική εθνότητα». Ο Ιβανόφσκυ ήταν δημοσιογράφος, Πολιτικός Γραμματέας της ΕΜΕΟ (Ενωμένης) στη Βουλγαρία, αλλά, έχοντας σπουδάσει στη Μόσχα, διέθετε μια θεωρητική μαρξιστική κατάρτιση και για τον λόγο αυτόν προσπάθησε να θεμελιώσει ιστορικά το «μακεδονικό έθνος». Σκιαγράφησε έναν ιστορικά υπαρκτό λαό, προελθόντα από την ανάμιξη των αρχαίων (μη Ελλήνων) Μακεδόνων με τους Σλάβους, που δημιούργησε κράτος στην εποχή του Σαμουήλ (Ι΄-ΙΑ΄ αιώνας) και, στην προσπάθειά του τον ΙΘ΄ αιώνα να επιτύχει την εθνική του αποκατάσταση, έπεσε θύμα της αφομοιωτικής πολιτικής των Ελλήνων, των Σέρβων και των Βουλγάρων. Καθώς στο «μακεδονικό έθνος» προσδόθηκαν ιστορικές καταβολές, ο όρος «Μακεδόνες» απέκτησε υπόσταση και υπερίσχυσε του όρου «Σλαβομακεδόνες» στα δημοσιεύματα.
Μετά το αποτυχημένο βενιζελικό πραξικόπημα της 1ης Μαρτίου του 1935, το ΚΚΕ αντικατέστησε το σύνθημα «Ενιαία και Ανεξάρτητη Μακεδονία» με το σύνθημα «πλέρια ισοτιμία στις μειονότητες». Η μεταβολή αυτή δικαιολογήθηκε με την αλλαγή της εθνολογικής συνθέσεως στην ελληνική Μακεδονία, «σε στενή σύνδεση των συνθηκών, μέσα στις οποίες αναπτύσσεται σήμερα το επαναστατικό κίνημα γενικά στα Βαλκάνια και ειδικότερα στη χώρα μας, με βασικό καθήκον την αντιφασιστική και αντιπολεμική πάλη». Ως κατακλείδα, επισημάνθηκε «ότι η αλλαγή του συνθήματος κάθε άλλο παρά αδυνάτισμα της δουλειάς μας στη Μακεδονία και ανάμεσα στις εθνικές μειονότητες σημαίνει. Αντίθετα, επιβάλλεται να δυναμώσουν οι προσπάθειές μας για την εξασφάλιση στις μειονότητες πλέριων δικαιωμάτων. Το Κόμμα δεν παύει να διακηρύττει πως τελικά και οριστικά το Μακεδονικό Ζήτημα θα λυθεί αδελφικά μετά τη νίκη της Σοβιετικής εξουσίας στα Βαλκάνια, που θα σκίσει τις άτιμες συνθήκες της ανταλλαγής των πληθυσμών και θα πάρει όλα τα πραχτικά μέτρα, ώστε να εξαλειφθούν οι ιμπεριαλιστικές τους αδικίες. Μόνο έτσι ο Μακεδονικός Λαός θα βρει την πλέρια εθνική του αποκατάσταση».
Το ΚΚΕ στο Ζ΄ Συνέδριό του, τον Δεκέμβριο του 1935, επισημοποίησε την εγκατάλειψη της θέσεως για «Ενιαία και Ανεξάρτητη Μακεδονία» και υιοθέτησε την γραμμή για «πλέρια ισοτιμία στις μειονότητες». Η τακτική του κινήθηκε στο πλαίσιο της συγκροτήσεως ενός παλλαϊκού αντιφασιστικού μετώπου. Πάντοτε, όμως, προπαγάνδιζε τη θέση για την ύπαρξη «μακεδονικού έθνους», προσπαθώντας ταυτόχρονα να εντάξει στις γραμμές του ως μέλη άτομα από τον χώρο των Σλαβομακεδόνων, ιδιαίτερα από τη νέα γενιά, που είχε φοιτήσει σε ελληνικά σχολεία ή ακόμα και σε Ανώτατα Εκπαιδευτικά Ιδρύματα.
Η προπαγανδιστική δραστηριότητα του ΚΚΕ είχε ως αποτέλεσμα να συγκροτηθεί ένας πυρήνας Σλαβομακεδόνων στελεχών, όπως οι Λάζαρος Τερπόφσκυ, Ανδρέας Τσίπας, Πασχάλης Μητρόπουλος, Μιχάλης Κεραμιτζής, Ηλίας Τουρούντζας, Γιώργος Τουρούντζας και άλλοι. Παρόλο που δεν είχαν αποκοπεί εντελώς από τις φιλοβουλγαρικές τους ρίζες, ωστόσο παρουσίαζαν το Μακεδονικό ως μη βουλγαρικό ζήτημα και συνδύαζαν τη λύση του με την «Σοσιαλιστική Επανάσταση».
γ΄) Το Κομμουνιστικό Κόμμα Γιουγκοσλαβίας
Το Κομμουνιστικό Κόμμα Γιουγκοσλαβίας, παράνομο από το 1921, δεν ασχολήθηκε αρχικά με το εθνικό ζήτημα. Σύμφωνα με την επίσημη ιδεολογία, οι Σέρβοι, οι Κροάτες και οι Σλοβένοι χαρακτηρίσθηκαν ως τρεις φυλές του ιδίου έθνους, ενώ ως προϋπόθεση για την λύση των εθνικών ζητημάτων θεωρήθηκε η Σοσιαλιστική Επανάσταση. Όταν κατά τα έτη 1923-1924 η Κομμουνιστική Διεθνής προωθούσε μία κομμουνιστική επανάσταση στη Βουλγαρία και την αποσταθεροποίηση της Βαλκανικής, τότε οι Γιουγκοσλάβοι Κομμουνιστές, υπό την πίεση της Μόσχας, άρχισαν να προσδίδουν σημασία στο εθνικό ζήτημα. Το πρόβλημα, κατά την Κομμουνιστική Διεθνή, δεν ήταν η παραπομπή της επιλύσεως των εθνικών ζητημάτων στην Κομμουνιστική Επανάσταση, αλλά η εκμετάλλευση των εθνικών ζητημάτων προς όφελος της εξαπλώσεως του Κομμουνισμού. Στο Κομμουνιστικό Κόμμα Γιουγκοσλαβίας διαμορφώθηκαν δύο πτέρυγες: μία «δεξιά» πτέρυγα, με επικεφαλής τον Σέρβο Σίμα Μάρκοβιτς και μία «αριστερή», με επικεφαλής κυρίως Κροάτες. Ο Mάρκοβιτς δημοσίευσε το 1923 το φυλλάδιό του με τίτλο «Το εθνικό ζήτημα υπό το φως του Μαρξισμού», στο οποίο, ξεκινώντας από τον σταλινικό ορισμό για το έθνος, υποστήριξε ότι οι Κροάτες και οι Σλοβένοι έχουν το ίδιο δικαίωμα με τους Σέρβους να ζητούν αυτονομία. Το εθνικό ζήτημα της Γιουγκοσλαβίας ήταν στην ουσία, κατά τον Mάρκοβιτς, συνταγματικό ζήτημα και η διευθέτησή του έπρεπε να αναζητηθεί στην υιοθέτηση ενός ομοσπονδιακού συντάγματος. Η άλλη πτέρυγα τόνιζε το δικαίωμα της αυτοδιαθέσεως, χωρίς όμως αυτή να ερμηνεύεται αναγκαστικά ως απόσχιση. Το Ε΄ Συνέδριο της Κομμουνιστικής Διεθνούς (Ιούνιος - Ιούλιος 1924) έλαβε απόφαση για την διάλυση της Γιουγκοσλαβίας, ως δημιουργήματος του ιμπεριαλισμού, κάνοντας λόγο για απόσχιση της Κροατίας, της Σλοβενίας αλλά και για ενιαία και ανεξάρτητη Μακεδονία. Ωστόσο, το ΚΚΓ δεν υιοθέτησε αμέσως τη γραμμή της ΚΔ. Στις αρχές του 1925, στις συζητήσεις των Γιουγκοσλάβων Κομμουνιστών παρενέβη και ο ίδιος ο Στάλιν, που πρότεινε την ακόλουθη λύση: όσο η Γιουγκοσλαβία θα παρέμενε καπιταλιστικό κράτος, το κόμμα θα υποστήριζε και το δικαίωμα της αυτοδιαθέσεως των λαών μέχρι την απόσχιση, αλλά σε περίπτωση επικρατήσεως της σοβιετικής εξουσίας, θα εφάρμοζε το σοβιετικό πρότυπο, ένα δηλαδή ομοσπονδιακό σύστημα. Η απόσχιση, κατά τον Στάλιν, δεν ήταν πάντοτε καθήκον των Κομμουνιστών.
Σχετικά με το Μακεδονικό, το ΚΚΓ το θεωρούσε αρχικά διαβαλκανικό ζήτημα (και όχι βουλγαρικό), διαχωρίζοντάς το από το γενικότερο εθνικό ζήτημα της Γιουγκοσλαβίας. Είχε πάντοτε να αντιμετωπίσει τις επεμβάσεις των Βουλγάρων Κομμουνιστών στα εσωτερικά του ζητήματα και ιδίως την επιδίωξή τους να εντάξουν την σερβική Μακεδονία στη δική τους ζώνη ευθύνης. Λόγω του έντονου σερβοβουλγαρικού ανταγωνισμού στη σερβική Μακεδονία, το ΚΚΓ απέφευγε να χαρακτηρίζει τον σλαβικό πληθυσμό της περιοχής βουλγαρικό ή σερβικό, κάνοντας απλώς λόγο για «Μακεδόνες» και «μακεδονικό πληθυσμό». Το ΚΚΓ βρισκόταν σε δύσκολη θέση. Από τη μια πλευρά καταδίκαζε την πολιτική του μεγαλοσερβικού ηγεμονισμού στη σερβική Μακεδονία, ενώ από την άλλη πλευρά χαρακτήριζε την ΕΜΕΟ ως τρομοκρατική, βουλγαρική-σοβινιστική οργάνωση και όχι ως εθνικοαπελευθερωτική. Το 1924 ο Κώστα Νοβάκοβιτς εξέδωσε το φυλλάδιο «Η Μακεδονία στους Μακεδόνες - η γη στους αγρότες», με το οποίο αναγνώριζε στους Μακεδόνες το δικαίωμα να αυτοπροσδιορισθούν. Οι αρχές του Βελιγραδίου απήντησαν με κύμα διώξεων κατά μελών του ΚΚΓ και του ιδίου του Νοβάκοβιτς.
Την απόφαση για την διάλυση της Γιουγκοσλαβίας και την ίδρυση ανεξαρτήτων δημοκρατιών έλαβε το ΚΚΓ το 1928 στη Δρέσδη, στο αποκορύφωμα της σερβοκροατικής διενέξεως, αφού πρώτα εξοβελίστηκε ο Mάρκοβιτς και κάμφθηκε η σερβική αντίσταση. Από το 1935 και εξής, υπό το φως των αποφάσεων του Ζ΄ Συνεδρίου της ΚΔ για την δημιουργία ενιαίου αντιφασιστικού μετώπου, το ΚΚΓ άρχισε να προσανατολίζεται προς την λύση της γιουγκοσλαβικής ομοσπονδίας. Στις νέες συνθήκες που διαμορφώθηκαν μετά την άνοδο του Ναζισμού στη Γερμανία, η διάλυση της Γιουγκοσλαβίας θα ωφελούσε τη ναζιστική Γερμανία. Έτσι, το ΚΚΓ αναγνώρισε το 1934, με βάση την απόφαση της ΚΔ, την ύπαρξη «μακεδονικού έθνους», στο οποίο διέβλεπε την δυνατότητα καταπολέμησης των βουλγαρικών διεκδικήσεων. Στην Πέμπτη Συνδιάσκεψη του ΚΚΓ, που συνήλθε τον Δεκέμβριο του 1934 στη Λουμπλιάνα, αποφασίσθηκε η ίδρυση «Κομμουνιστικού Κόμματος της Κροατίας, Κομμουνιστικού Κόμματος της Σλοβενίας και στο εγγύτατο μέλλον Κομμουνιστικού Κόμματος Μακεδονίας». Επρόκειτο ουσιαστικά για υλοποίηση της σχετικής αποφάσεως της BLS, του Ιανουαρίου του 1934. Το 1937 ιδρύθηκε το Κομμουνιστικό Κόμμα Κροατίας και Σλοβενίας, αλλά δεν κατέστη δυνατή η ίδρυση Κομμουνιστικού Κόμματος «Μακεδονίας», λόγω αδυναμίας εξεύρεσης στελεχών.
Στη γιουγκοσλαβική Μακεδονία είχαν συγκροτηθεί ομάδες της ΕΜΕΟ (Εν.). Δεν είχαν, ωστόσο, καμία πολιτική επιρροή. οι σχέσεις τους με το ΚΚΓ υπήρξαν προβληματικές και το 1928 εξαρθρώθηκαν πλήρως από τις γιουγκοσλαβικές αρχές. Μετά το Ε΄ Συνέδριο της ΚΔ, στις οδηγίες που έδωσε ο Ποπτόμωφ προς το ΚΚΓ τόνισε, μεταξύ άλλων, την ανάγκη να ανασυσταθεί η ΕΜΕΟ (Εν.), να εκδοθεί στη σερβική Μακεδονία μία εφημερίδα στη «μακεδονική γλώσσα», να ιδρυθεί μία φοιτητική ομάδα της ΕΜΕΟ (Εν.) στο Βελιγράδι και το Ζάγκρεμπ. Πρότεινε επίσης να αποκατασταθούν τακτικές επαφές με την Θεσσαλονίκη, που προορίζονταν για συντονιστικό κέντρο της ΕΜΕΟ (Εν.) και να διανεμηθεί στη σερβική Μακεδονία ένα εκλαϊκευμένο φυλλάδιο για το Μακεδονικό Ζήτημα και τα καθήκοντα της VMRO (Εν.).
Μετά όμως την απόφαση της ΚΔ για διάλυση της ΕΜΕΟ (Εν.), εγκαταλείφθηκε κάθε προσπάθεια ανασύστασης της οργανώσεως στη σερβική Μακεδονία. Ωστόσο, με πρωτοβουλία του ΚΚΓ συγκροτήθηκε το 1936 μία οργάνωση Σλαβομακεδόνων φοιτητών (250 περίπου άτομα) των Πανεπιστημίων του Ζάγκρεμπ και του Βελιγραδίου, με την επωνυμία «MANAPO - Makedonski Naroden Pokret - Μακεδονικό Λαϊκό Κίνημα». Το πολιτικό πρόγραμμα της οργανώσεως προέβλεπε:
«1) Ο μακεδονικός λαός έχει το δικαίωμα ελεύθερου εθνικού βίου στο πλαίσιο μιας γιουγκοσλαβικής ομοσπονδίας, 2) το αίτημα αυτό μπορεί να υλοποιηθεί μονάχα με την ανατροπή της μοναρχοφασιστικής δικτατορίας και ηγεμονίας και της αποκατάστασης της πλέον διευρυμένης δημοκρατίας, 3) για τον λόγο αυτό, ο
μακεδονικός λαός θα αγωνιστεί με τους άλλους λαούς και τις προοδευτικές δυνάμεις στη Γιουγκοσλαβία για την απελευθέρωση των πολιτικών κρατουμένων, για την ελευθερία του λόγου και του τύπου, για την κατάργηση όλων των αντιδημοκρατικών νόμων, 4) ο μακεδονικός λαός ζητά να αποκατασταθούν διπλωματικές σχέσεις και να συναφθεί σύμφωνο φιλίας με τη Σοβιετική Ένωση, 5) να απαιτηθεί η άμεση προκήρυξη ελεύθερων βουλευτικών εκλογών με μυστική ψηφοφορία».
Το ΜΑΝΑΡΟ παρουσιάσθηκε ως εθνική, αλλά ταυτόχρονα και ως δημοκρατική, αντιδικτατορική οργάνωση στο πλαίσιο της τακτικής του λαϊκού μετώπου. Ωστόσο, δεν μπόρεσε να βρει πολιτικούς εταίρους στη Γιουγκοσλαβία. Οι προσπάθειες της οργανώσεως να συμμαχήσει με το Αγροτικό Ρεπουμπλικανικό Κροατικό Κόμμα και την αριστερή πτέρυγα του Αγροτικού Σερβικού Κόμματος στις εκλογές του 1938, δεν καρποφόρησαν. Ο Κροάτης ηγέτης Βλάτκο Μάτσεκ, που αγωνιζόταν για την αυτονομία της Κροατίας, δεν ήθελε προφανώς να δυσαρεστήσει τους Σέρβους, συμμαχώντας με μία αντικρατική οργάνωση που προπαγάνδιζε την ύπαρξη «μακεδονικού λαού». Για τον λόγο αυτό και απέρριψε την προσφορά του ΜΑΝΑΡΟ για συμμαχία, με το επιχείρημα ότι ήταν πολύ επιβαρυμένος με τις κροατικές υποθέσεις. Το ΜΑΝΑPO περιορίσθηκε στη γιουγκοσλαβική Μακεδονία και δεν συμπεριέλαβε στο πρόγραμμά του την ελληνική και τη βουλγαρική Μακεδονία.
Το ΜΑΝΑΡΟ δεν μπόρεσε να ασκήσει σημαντική πολιτική επιρροή στη Μακεδονία και το 1939 έπαψε να υπάρχει ως πολιτικός φορέας. Ωστόσο, ένα τμήμα της νέας γενιάς Σλαβομακεδόνων φοιτητών και διανοουμένων, προσκείμενων στο ΚΚΓ και πρώην μελών της ΕΜΕΟ (Eν.), αποδέχθηκαν και προπαγάνδιζαν την θέση της ΚΔ και του ΚΚΓ για την ύπαρξη μακεδονικού έθνους. Περισσότερο χαρακτηριστική είναι η περίπτωση του ποιητή Kότσο Ράτσιν, που έγραψε το ποιητικό έργο «Beli Mugri - Ασπροχάραμα» σε σλαβομακεδονικό ιδίωμα και στα τέλη του 1939 το δημοσίευσε στο Σάμομπορ της Κροατίας. Στο ποίημά του περιγράφει τη δεινή οικονομική και κοινωνική κατάσταση των χωρικών της σερβικής Μακεδονίας και τους καλεί σε εξέγερση. Ο Ράτσιν είχε επαφές με τον «Μακεδονικό Λογοτεχνικό Κύκλο» της Σόφιας. Μετά την Σερβοκροατική Συμφωνία Τσβέτκοβιτς - Μάτσεκ του Αυγούστου του 1939, για την χορήγηση αυτονομίας στην Κροατία και τη συμμετοχή των Κροατών στην διοίκηση, άλλοτε μέλη του ΜΑΝΑΡΟ και της ΕΜΕΟ (Εν.) σε φιλολογικές συζητήσεις εντός λογοτεχνικών κύκλων έθιξαν το ζήτημα της χορηγήσεως αυτονομίας στη σερβική Μακεδονία και της αναγνωρίσεως των Σλαβομακεδόνων ως ιδιαιτέρου λαού, όπως και το θέμα της κωδικοποιήσεως μιας σλαβομακεδονικής γλώσσης. Σε έναν ενδιαφέροντα διάλογο που είχαν οι Κότσο Ράτσιν, Λιούπτσο Αρσώφ και Πάνκο Μπρασνάρωφ με τους Σέρβους Καθηγητές Πανεπιστημίου Βούλιτς και Ράντονιτς, τον Δεκέμβριο του 1939, επέμεναν στην ύπαρξη των Σλαβομακεδόνων ως ιδιαιτέρου έθνους, με καταβολές στην Αρχαιότητα και τον Μεσαίωνα και απαίτησαν να χορηγηθούν στη σερβική Μακεδονία όσα είχαν αποκτήσει οι Κροάτες. Οι Σέρβοι καθηγητές, που επιχειρηματολογούσαν με ιστορικά τεκμήρια και υπεραμύνονταν της πολιτικής του εκσερβισμού, ήταν απόλυτα αρνητικοί. Ο Βούλιτς υποστήριξε μεταξύ άλλων και τα ακόλουθα:
«Tί θέλετε εσείς οι Μακεδόνες; Θα θέλατε αυτονομία όπως και οι Κροάτες. Οι Κροάτες τη γλώσσα τους, που είναι η καϊκαβική και η τσακαβική (πρόκειται για διαλέκτους της σερβοκροατικής), την θυσίασαν και υιοθέτησαν γλώσσα που δεν είναι δική τους, την στοκαβική (πρόκειται για διάλεκτο της σερβοκροατικής που
ομιλείται στη Σερβία). Εσείς θα θέλατε τη μακεδονική σας γλώσσα να τη χρησιμοποιείτε ως λόγια… Όμως, ποιό θα ήταν το κέρδος; Στη Γερμανία ο Πρώσος δεν καταλαβαίνει καθόλου το Βαυαρό, όμως είναι μαζί. Οι άνθρωποι ενώνονται… Τί θα κερδίσετε με τη χρήση αυτής της γλώσσας στα σχολεία; Εδώ θα αρχίσει ένας αγώνας για την επικράτηση των διαλέκτων. Δεν βλέπω κέρδος από το όνομα Μακεδονία. Οδηγεί σε πλάνη το να ανάγετε την καταγωγή σας στον Μέγα Αλέξανδρο. Καταλαβαίνω, ζητάτε δικαιώματα, όμως ευκολότερα θα τα αποκτήσετε μαζί μας παρά μόνοι. Αν οι Κροάτες δεν είχαν κάποτε κυρίαρχο κράτος (συνέλευση, μπάνο κλπ.), δεν θα ζητούσαν αυτά που ζήτησαν. Εσείς ζητάτε κάτι που ποτέ δεν είχατε. Είστε νέοι ιδεαλιστές και υποφέρετε από πλάνες… Ποτέ δεν άκουσα Σκοπιανό να λέει ότι είναι Μακεδόνας. Εσείς μεγαλώσατε στο περιβάλλον αυτό, αποκαλείστε Μακεδόνες και θέλετε τη γλώσσα σας. Εγώ, αντίθετα, γνωρίζω πολλά άτομα από την περιοχή αυτή που λένε ότι είναι Σέρβοι…».
Περισσότερο κατηγορηματικός υπήρξε ο Καθηγητής Ράντονιτς:
«Δεν μπορούμε να σας αναγνωρίσουμε ως εθνική ιδιαιτερότητα. Το λέω αυτό ως πολιτικός… Είναι αλήθεια ότι χωρίς την κοιλάδα του Μοράβα και του Βαρδάρη δεν μπορούμε να υπάρξουμε. Είναι η σπονδυλική στήλη της Γιουγκοσλαβίας μας. Η ιδέα είναι το κράτος να ενώσει όλες τις δυνάμεις μας για να μπορέσουμε να κρατηθούμε. Πρέπει να βελτιωθεί η διοίκηση και όλοι πρέπει να είμαστε ισότιμοι. Η Κροατία είχε ιδιαίτερο βίο και για τον λόγο αυτό έχει το δικαίωμα της αυτονομίας. Αν παραχωρούσαμε νωρίτερα την αυτονομία, θα είχαμε σήμερα μεγαλύτερη συνοχή… Θα βελτιώσουμε τη διοίκηση και θα σας χορηγήσουμε πλήρη ισοτιμία… Δεν μπορούμε ούτε να επιτρέψουμε ούτε να αναγνωρίσουμε την εθνική ιδιαιτερότητα των Μακεδόνων, για πολιτικούς λόγους. Πρέπει να διορθώσουμε τα λάθη και εσείς πρέπει να μάθετε την κοινή λόγια γλώσσα και όλα τελείωσαν».
Όπως ήδη αναφέρθηκε, δεν ιδρύθηκε Κομμουνιστικό Κόμμα Μακεδονίας και τα μέλη του Κομμουνιστικού Κόμματος Γιουγκοσλαβίας στη σερβική Μακεδονία ήταν ολιγάριθμα. Καθώς η κατάσταση στη σερβική Μακεδονία παρέμενε συγκεχυμένη, ο Δημητρώφ, μετά από συμφωνία με τον Tίτο, απέστειλε την άνοιξη του 1940 από τη Μόσχα στη σερβική Μακεδονία τον Mετόντιγια Σάτορωφ, ως Γραμματέα μιας Περιφερειακής Επιτροπής εντός του ΚΚΓ. Ο Σάτορωφ ήταν μέλος του Βουλγαρικού Κομμουνιστικού Κόμματος και πρώην μέλος της ΕΜΕΟ ( Εν.). Τo γεγονός ότι ένα μέλος του Βουλγαρικού Κομμουνιστικού Κόμματος ανέλαβε την αναδιοργάνωση των κομματικών βάσεων στη σερβική Μακεδονία, αποδεικνύει ότι οι Βούλγαροι Κομμουνιστές επιδίωκαν να διαδραματίσουν έναν σημαντικό ρόλο σε μία μελλοντική λύση του Μακεδονικού. Το 1940 Γραμματέας της ΚΕ του ΚΚΓ έγινε ο Τίτο, που είχε ήδη επιστρέψει στη Γιουγκοσλαβία από τη Μόσχα. Στην Πέμπτη Συνδιάσκεψη του ΚΚΓ, τον Οκτώβριο του 1940, αναγνωρίσθηκε το δικαίωμα της ισοτιμίας του μακεδονικού λαού σε μία γιουγκοσλαβική ομοσπονδία. Στην ορολογία των Γιουγκοσλάβων Κομμουνιστών ο όρος «λαός» σήμαινε κυρίαρχο έθνος.
Το ιδεολόγημα του «μακεδονισμού» αποτελούσε μία εναλλακτική λύση στον ανταγωνισμό των βαλκανικών κρατών για επιρροή στον ευρύτερο μακεδονικό χώρο. Σε αντίθεση με την περίπτωση του Mισίρκωφ, υπήρχαν τώρα πολιτικές δυνάμεις που στήριζαν μια σλαβομακεδονική λύση. Βέβαια, οι βραχυπρόθεσμοι πολιτικοί στόχοι της ΚΔ δεν επιτεύχθηκαν. Η ΕΜΕΟ (Εν.) διαλύθηκε και η Βουλγαρία προσχώρησε στις δυνάμεις του Άξονος. Αλλά ο σλαβομακεδονισμός παρέμενε μία εθνική επιλογή. Ότι η πορεία αυτή δεν ήταν μη αναστρέψιμη, στον βαθμό που η Βουλγαρία θα μπορούσε να εκπληρώσει την «ιστορική» της αποστολή, είναι μία λογική υπόθεση. Ωστόσο, οι εξελίξεις στη διάρκεια του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου απέβησαν κυρίως προς όφελος της σλαβομακεδονικής λύσεως με κύριο πρωταγωνιστή το ΚΚΓ, που μετέτρεψε το Μακεδονικό σε γιουγκοσλαβικό ζήτημα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σχόλια τα οποία θα περιέχουν Greekenglish, ύβρεις, μειωτικούς και συκοφαντικούς χαρακτηρισμούς δεν θα αναρτώνται.