Συνηθίζουμε να λέμε ότι τα παιδιά σπουδαίων γονέων είναι καταδικασμένα να ζουν στη σκιά τους και πως η ιδιοφυΐα - πόσο μάλλον η μεγαλοφυΐα - δεν μεταβιβάζεται. Οι εξαιρέσεις είναι πολύ λίγες - και μία από αυτές, σύμφωνα με τον Ιαν Γουόρθινγκτον, καθηγητή στο Πανεπιστήμιο Missouri-Columbia, είναι η περίπτωση του Μεγάλου Αλεξάνδρου και του πατέρα του Φιλίππου Β΄ της Μακεδονίας. Εδώ ο πατέρας, μολονότι σημαντική μορφή, πέρασε ιστορικά στο περιθώριο και κατά κάποιον τρόπο τον σκέπασε η μετέπειτα γιγάντια σκιά του γιου του. Από τη σκιά θέλησε, όπως λέει, να τον βγάλει ο Γουόρθινγκτον γράφοντας τη βιογραφία του, στο προοίμιο της οποίας δεν διστάζει να τον ονομάσει (έστω και προσθέτοντας ένα ερωτηματικό στο τέλος) «τον μεγαλύτερο βασιλιά της Ευρώπης».
Εύλογα λοιπόν το βιβλίο ξεκινά με τη μάχη της Χαιρώνειας το 338, μάχη πολύ πιο φονική από όσο πιστεύεται, στην οποία κρίθηκε η πορεία του ελληνισμού αλλά και η ιστορική εξέλιξη του τότε γνωστού κόσμου. (Αυτό το τελευταίο λαμβάνοντας πάντοτε υπόψη τα απίστευτα που πέτυχε αμέσως μετά ο Μέγας Αλέξανδρος.)
Τι κρίθηκε ωστόσο σε εκείνη τη μάχη; Πρώτα πρώτα η μοίρα της Ελλάδας. Αν δεν νικούσε ο Φίλιππος, οι ελληνικές πόλεις κατά πάσα πιθανότητα και για μεγάλο διάστημα θα διατηρούσαν την αυτονομία τους. Ο «ιμπεριαλιστής Μακεδών» δεν θα κατέβαινε ξανά κάτω από τον Ολυμπο (το φυσικό σύνορο της Μακεδονίας με την υπόλοιπη Ελλάδα) και οι Ελληνες δεν θα έχαναν την ελευθερία τους. Αλλά ενδεχομένως να μην είχε δημιουργηθεί και η μακεδονική αυτοκρατορία.
Η Ιστορία φυσικά δεν γράφεται με υποθέσεις. Οταν ωστόσο αξιολογείται το έργο των μεγάλων φυσιογνωμιών οι υποθέσεις είναι αναπόφευκτες και μας βοηθούν να εκτιμήσουμε όχι μόνο την πορεία των γεγονότων, αλλά και την αξία των πραγματικών επιτευγμάτων.
Το πρώτο κράτος-έθνος
Τι πέτυχε όμως στα 20 χρόνια της βασιλείας του ο Φίλιππος; Πρώτα πρώτα παρέλαβε το 359 ένα βασίλειο που βρισκόταν στα πρόθυρα της κατάρρευσης και το κατέστησε τη μεγαλύτερη στρατιωτική δύναμη της εποχής. (Η μακεδονική πολεμική μηχανή δεν ήταν δημιούργημα του Αλεξάνδρου αλλά του Φιλίππου.) Το μακεδονικό βασίλειο πριν από αυτόν δεν είχε κεντρική διοίκηση, διέθετε αδύναμο στρατό, δεν υπήρχε οργανωμένη οικονομία, δεν υφίστατο καμία κοινωνική και πολιτική ενότητα, στο εσωτερικό της βασιλικής αυλής οι έριδες και οι συγκρούσεις ήταν καθημερινό φαινόμενο, για τούτο και κάθε τόσο γειτονικές φυλές όπως και ελληνικές πόλεις-κράτη (η Αθήνα και η Θήβα λ.χ.) εισέβαλλαν και το λεηλατούσαν. Το χάος που παρέλαβε ο Φίλιππος κατόρθωσε σε ελάχιστο χρόνο να το μετατρέψει στο πανίσχυρο μακεδονικό κράτος που βοήθησε τον Αλέξανδρο να κατακτήσει τον τότε γνωστό κόσμο. Μολονότι πασίγνωστο, ακόμη και στην Ελλάδα ξεχνάμε ότι το σχέδιο για την επίθεση εναντίον της Περσίας και την κατάκτηση της Ασίας ήταν του Φιλίππου - και ας επέπρωτο να το εφαρμόσει ο γιος του. Βεβαίως, σε τίποτε δεν μειώνει την ιδιοφυΐα του Αλεξάνδρου το γεγονός ότι παρέλαβε έναν στρατό ικανό να νικήσει οποιονδήποτε αντίπαλο.
Ο Γουόρθινγκτον τονίζει ότι το βασίλειο που ο Φίλιππος πρώτα το έσωσε, κατόπιν το στερέωσε και στη συνέχεια το κατέστησε κυρίαρχο στην εποχή του υπήρξε το πρώτο κράτος-έθνος της Ευρώπης. Δημιούργησε συνεκτικές δομές χρησιμοποιώντας ταυτοχρόνως στρατιωτικά και πολιτικά μέσα, και ο χαρακτήρας του βασιλείου του ήταν αναγνωρίσιμος από εχθρούς και φίλους, ενώ η ισχύς του απεδείχθη ικανή να διαλύσει μια ολόκληρη αυτοκρατορία όπως η περσική. Εδώ ο συγγραφέας υποβάλλει ένα ερώτημα που θα το έλεγε κανείς πρωθύστερο: Ηταν άραγε ο Φίλιππος ο ιμπεριαλιστής που ο Δημοσθένης μάς αφήνει να πιστέψουμε στους Φιλιππικούς του ή ο συνεπής βασιλιάς που έστησε στα πόδια του ένα κράτος το οποίο είχαν ρημάξει οι εσωτερικές διαμάχες και οι επιθέσεις των γειτονικών φυλών και αγωνιζόταν να επιβιώσει; Μήπως ήταν και τα δύο;
Αριστος διπλωμάτης
Στο βιβλίο αυτό, το οποίο είναι εν μέρει βιογραφία και εν μέρει Ιστορία, αναδεικνύονται όλες σχεδόν οι πτυχές της προσωπικότητας και του χαρακτήρα του Φιλίππου, με όσα τουλάχιστον στοιχεία προσφέρουν οι αρχαίες πηγές και η νεότερη έρευνα, ιδιαίτερα αυτή που αναπτύχθηκε μετά τις ιστορικές ανασκαφές και ανακαλύψεις του αείμνηστου Μανόλη Ανδρόνικου στη Βεργίνα. Αξιοποιώντας μεγάλο μέρος των διαθέσιμων στοιχείων ο συγγραφέας δεν αρκείται στο να περιγράψει το έργο που επιτέλεσε ο Φίλιππος, αλλά το αναδεικνύει επισημαίνοντας κάποιες πτυχές του που κατά το παρελθόν δεν είχε τονιστεί η σημασία τους, όπως λ.χ. το ότι μετέτρεψε τους νομάδες κατοίκους του βασιλείου του σε αγρότες ή το ότι αναπτύχθηκε στην εποχή του ένα ανθηρό σύστημα από βιοτεχνίες όπου κυρίαρχη θέση είχε η υφαντουργία· ή ακόμη το ότι δημιούργησε ένα ισχυρό και αξιόπιστο σύστημα κεντρικής διοίκησης, καρδιά του οποίου ήταν η μακεδονική πρωτεύουσα. Ο Φίλιππος υπήρξε επιπλέον άριστος στη διπλωματία, στους πολιτικούς και στους στρατιωτικούς ελιγμούς, γι' αυτό και διέθετε την ικανότητα στις κρίσιμες στιγμές να ξεγελά φίλους και αντιπάλους.
Εχουν ειπωθεί πολλά για τη σκοτεινή πλευρά του χαρακτήρα του και πολλές εικασίες διατυπώνονται ακόμη και σήμερα για το πώς σχεδιάστηκε η δολοφονία του και ποιοι ήταν οι ηθικοί αυτουργοί. Την πραγματική ιστορία επί του προκειμένου ίσως να μην τη μάθουμε ποτέ, λέει ο Γουόρθινγκτον. Υπάρχουν υπόνοιες ότι τόσο η σύζυγος του Φιλίππου Ολυμπιάς όσο και ο γιος του Αλέξανδρος είχαν κάποια ανάμειξη στη δολοφονία του. Οι υπόνοιες αυτές οφείλονται στο γεγονός ότι κατά πάσα πιθανότητα ο Φίλιππος είχε αποφασίσει να μην πάρει μαζί του τον Αλέξανδρο όταν θα εξεστράτευε στην Ασία. Αλλά η απόφαση εκείνη δεν ήταν προϊόν κάποιας λανθασμένης εκτίμησης του Φιλίππου για τον Αλέξανδρο. Απλώς ήθελε να έχει τα νώτα του καλυμμένα όταν θα βρισκόταν σε τόσο μεγάλη απόσταση από τη Μακεδονία.
Ισχυρή οικονομία
Ανάμεσα στα πολλά ερωτήματα στα οποία επιχειρεί να απαντήσει ο συγγραφέας δύο είναι τα πιο κρίσιμα, αφού σχετίζονται με την πορεία των γεγονότων μετά τον θάνατο του Φιλίππου: Πρώτον, γιατί ο Φίλιππος σχεδίασε να εισβάλει στην Ασία; Δεύτερον, πόσο μακριά σκόπευε να πάει;
Στο πρώτο ερώτημα ο Γουόρθινγκτον απορρίπτει την άποψη ότι ήθελε να νικήσει τον Μεγάλο Βασιλέα και να προσθέσει το περσικό βασίλειο στο δικό του, που θα τον βοηθούσε να θεοποιηθεί εν ζωή. Το πιθανότερο, λέει, ήταν ότι ο Φίλιππος θα έπρεπε αφενός να αντιμετωπίσει την επιθετικότητα των Περσών και αφετέρου να ανταποκριθεί στην ανάγκη να αποκτήσει πλούτο για να αυξήσει τα δημόσια έσοδα. Η οικονομική δύναμη της Μακεδονίας εκείνης της εποχής ήταν αξιοζήλευτη και το νόμισμά της το ισχυρότερο στην Ευρώπη. Ο Φίλιππος είχε αξιοποιήσει όλο τον φυσικό πλούτο (τον ορυκτό κυρίως μέσω των μεταλλείων) με τα τεχνικά μέσα που του επέτρεπαν οι τεχνικές δυνατότητες του καιρού του. Μόνο τα ετήσια έσοδα από τα ορυχεία στους Φιλίππους, λ.χ., ξεπερνούσαν τα 1.000 τάλαντα, ενώ το ετήσιο εισόδημα των Αθηναίων ήταν στα μέσα της δεκαετίας του 350 π.Χ. περίπου στα 400 τάλαντα. Ο Φίλιππος ξόδευε τεράστια ποσά - οι ιστορικοί τον κατηγορούν για σπάταλο - προκειμένου κυρίως να ενισχύσει και να εξοπλίσει τον στρατό του και να τον προετοιμάσει για τη μεγάλη εκστρατεία στην Ασία. Στα τελευταία χρόνια της βασιλείας του όμως τα έσοδα από τα ορυχεία του Παγγαίου είχαν αρχίσει να μειώνονται (το μετάλλευμα προς εξόρυξη ολοένα λιγόστευε). Του χρειάζονταν επομένως έσοδα. Και αφού ο πλούτος της Περσίας ήταν αμύθητος, δεν έμενε παρά να κάνει ό,τι μπορούσε προκειμένου να περιέλθει στην κατοχή του.
Και εδώ ερχόμαστε στο δεύτερο ερώτημα, το πόσο μακριά ήθελε να πάει. Ο συγγραφέας προκρίνει την εκδοχή (τη δεύτερη εναλλακτική λύση του Ισοκράτη) ότι ο μακεδόνας ηγεμών σκόπευε να κατακτήσει μόνο τη Μικρά Ασία. Πρώτα θα απελευθέρωνε τις ελληνικές πόλεις που ήταν υποτελείς στον Μεγάλο Βασιλέα των Περσών και κατόπιν στα εδάφη που θα κατακτούσε θα ανέπτυσσε μια σειρά αγροτικών αποικιών από χωρικούς οι οποίοι θα προέρχονταν από την ηπειρωτική Ελλάδα.
Ο Φίλιππος ήταν πολύγαμος. Παντρεύτηκε επτά γυναίκες και καμία από αυτές δεν τη χώρισε. Οι γάμοι του όλοι ήταν σε μεγάλο βαθμό γάμοι σκοπιμότητας, καθώς οι περισσότερες σύζυγοί του προέρχονταν είτε από περιοχές που σύντομα τις προσαρτούσε στο βασίλειό του είτε από άλλες όπου υπήρχαν προβλήματα κοινωνικής συνοχής. Καμία από τις συζύγους του δεν τη χώρισε και σε αντίθεση με τον Δαρείο, λ.χ., ο οποίος είχε 360 παλλακίδες, ο Φίλιππος χρησιμοποιούσε τους γάμους του, εκτός από τον τελευταίο, για πολιτικούς και στρατιωτικούς σκοπούς (κατά πόλεμον).
Ενα βιβλίο για τον επιφανή αυτόν βασιλιά της Μακεδονίας σήμερα δεν θα μπορούσε, δεδομένων των πολιτικών συνθηκών, να μην ασχοληθεί με το λεγόμενο «μακεδονικό» πρόβλημα. Χωρίς να αναφερθεί ευθέως στις πολιτικές επιπτώσεις που έχουν δημιουργηθεί μετά την αποχώρηση της πΓΔΜ από την πρώην Γιουγκοσλαβία και τη διαμάχη περί το όνομα αυτής της χώρας, ο Γουόρθινγκτον στο δεύτερο παράρτημα του βιβλίου του αφιερώνει μερικές σελίδες για να πει τα αυτονόητα για εμάς - αλλά συγκεχυμένα δυστυχώς για τον μέσο πολίτη των δυτικών χωρών, όπως αντίστοιχα και για πολλούς επιστήμονες - ιστορικά και πολιτισμικά δεδομένα που διαψεύδουν κατά κραυγαλέο τρόπο τις αλυτρωτικές θεωρίες οι οποίες αναπτύχθηκαν στη γειτονική χώρα και μεταφέρθηκαν στα διεθνή fora ως θέματα προς συζήτηση. «Υπάρχουν αρκετά στοιχεία και μια ορθολογική θεωρία που δείχνει ότι οι Μακεδόνες ήταν Ελληνες» είναι η καταληκτική πρόταση του Γουόρθινγκτον στο παράρτημα αυτό.
Για ποια στοιχεία ωστόσο πρόκειται;
Ο συγγραφέας αναφέρεται πιο μπροστά σε αυτά:
Οι Μακεδόνες δεν μιλούσαν καμία γλώσσα που χάθηκε ή υποκαταστάθηκε από την ελληνική, διότι αλλιώς πώς ο βασιλιάς Αρχέλαος θα καλούσε στην αυλή του τον Ευριπίδη και τον Σωκράτη από την Αθήνα αν οι υπήκοοί του δεν τον καταλάβαιναν; Τονίζει επιπλέον ότι ο Ευριπίδης έγραψε τουλάχιστον δύο έργα του στην Πέλλα και ότι εκεί πέθανε. Του δόθηκε μάλιστα η μακεδονική υπηκοότητα γιατί οι Μακεδόνες αρνήθηκαν να παραδώσουν τη σορό του στους Αθηναίους. Ο Ευριπίδης τάφηκε στη Μακεδονία.
Οι Ελληνες αποκαλούσαν τους μη Ελληνες βαρβάρους, αλλά το ίδιο έκαναν και οι Μακεδόνες. Απλούστατα, διότι και οι Μακεδόνες μιλούσαν ελληνικά. Το αν η γλώσσα τους ήταν κάποια διάλεκτος (κοντά στην αιολική, υποστηρίζει ο Γουόρθινγκτον) αυτό δεν αποτελεί ιδιαιτερότητα. Και άλλες ελληνικές διάλεκτοι ομιλούνταν νοτίως του Ολύμπου.
Οι Μακεδόνες είχαν την ίδια θρησκεία με τους άλλους Ελληνες και τα θέατρά τους, όπως αποδεικνύεται από τα όσα διασώθηκαν ή έφερε στο φως η αρχαιολογική σκαπάνη, ήταν ίδια με της υπόλοιπης Ελλάδας. Και όλοι οι μακεδόνες βασιλείς συμβουλεύονταν συχνά το Μαντείο των Δελφών.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σχόλια τα οποία θα περιέχουν Greekenglish, ύβρεις, μειωτικούς και συκοφαντικούς χαρακτηρισμούς δεν θα αναρτώνται.