του I. Κ. ΞΥΔΟΠΟΥΛΟΥ
ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΜΑΚΕΔΟΝΙΚΩΝ ΣΠΟΥΔΩΝ
ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ 2006
Ο αναγνώστης οποιουδήποτε εγχειριδίου της αρχαίας ελληνικής ιστορίας, από τα μέσα του 19ου αι. ώς και τη σύγχρονη εποχή, διαπιστώνει -και με μία επιφανειακή ανάγνωση- τις βασικές θέσεις του συγγραφέα απέναντι στην ελληνική ιστορία από τον τρόπο με τον οποίο παρουσιάζονται δύο θέματα: το πρώτο είναι η αθηναϊκή δημοκρατία και το δεύτερο είναι ο ρόλος της Μακεδονίας. Επειδή εδώ μας ενδιαφέρει το δεύτερο, αρκεί να σημειώσουμε ότι σ' έναν μεγάλο αριθμό τέτοιων γενικών εγχειριδίων δηλώνεται η θέση του συγγραφέα και με τον τίτλο τους. Κλείνουν δηλ. την ελληνική ιστορία το έτος 338 (νίκη του Φιλίππου Β' στη Χαιρώνεια) ή το έτος 322 (εγκατάσταση της μακεδόνικης φρουράς στην Αθήνα). Αλλά και σε πάρα πολλά άλλα εγχειρίδια, τα οποία συνεχίζουν την ελληνική ιστορία ώς τη ρωμαϊκή κατάκτηση, δηλώνεται από τους συγγραφείς τους ότι η ελληνική ιστορία σταματά το έτος 338 και ό,τι ακολουθεί χαρακτηρίζεται ως μία ιστορία της παρακμής, που σημαίνει υποταγή της ελληνικής πόλεως-κράτους στο μακεδόνικο και αργότερα στα ελληνιστικά βασίλεια.
Η θέση αυτή, όπως είναι γνωστό, κάθε άλλο παρά πρωτότυπη είναι. Ακολουθεί την κλασικιστική θεώρηση της ελληνικής ιστορίας, που διατυπώνεται από τους Έλληνες συγγραφείς της αυτοκρατορικής περιόδου. Το γιατί η θεώρηση αυτή επαναλαμβάνεται και στη νεότερη εποχή (μετά την ίδρυση της Ιστορίας ως κριτικής επιστήμης από τον Β. G. Niebuhr), είναι ένα πρόβλημα που δεν μπορεί να εξεταστεί εδώ και αφορά κυρίως στην ιστορία της έρευνας και όχι την ίδια την ιστορική πραγματικότητα. Σημειώνουμε μόνον ότι οι αντιθέσεις των ευρωπαϊκών κρατών στο β' μισό του 19ου αι. (αντιθέσεις οι οποίες αντανακλώνταν συχνά στη θεώρηση της αρχαίας ελληνικής ιστορίας) έπαιξαν έναν οπωσδήποτε σημαντικό ρόλο. Εντύπωση προκαλεί το ότι ο ίδιος ο ιδρυτής της Ιστορίας ως κριτικής επιστήμης, ο Β. G. Niebuhr, έβλεπε αρνητικά τον ρόλο του Αλεξάνδρου και θεωρούσε τους Μακεδόνες ως ένα ξένο προς τους Έλληνες φύλο. Στην περίπτωση όμως αυτή, σημαντικό ρόλο έπαιξε η πολιτική επικαιρότητα: τα βιώματα του Β. G. Niebuhr από τους Ναπολεόντειους πολέμους ήταν τόσο έντονα, ώστε να επηρεάσουν τις κρίσεις του για τον «κατακτητή» Μ. Αλέξανδρο, τον οποίο συχνά ο Niebuhr παραλληλίζει με τον Ναπολέοντα. Η παρατήρηση αυτή αρκεί, νομίζω, για να δείξει ότι η ιστορία της ιστορικής έρευνας γύρω από το πρόβλημα του ρόλου της Μακεδονίας, μολονότι όπως προαναφέραμε δεν έχει άμεση σχέση με την ιστορική πραγματικότητα, είναι τόσο ενδιαφέρουσα όσο και αναγκαία. Η ιστορία αυτή αποτελεί ένα ακόμη desideratum, διότι οι επιμέρους παρατηρήσεις ή νύξεις, που έχουν γίνει ως τώρα, έχουν -εξ όσων γνωρίζω-καθαρά περιστασιακό χαρακτήρα
Ποιά είναι όμως αυτή η ιστορική πραγματικότητα, στην οποία αναφερθήκαμε προηγουμένως και στην οποία πρέπει από δεοντολογική άποψη να βασίζεται οποιαδήποτε ερμηνεία του ιστορικού ρόλου της Αρχαίας Μακεδονίας; Με το ερώτημα αυτό έχει ήδη ασχοληθεί φυσικά η προηγούμενη έρευνα, ήδη από τον 19ο αι., η οποία προσπάθησε να συγκεντρώσει όλα τα στοιχεία που είχαν σχέση με την ιστορική παρουσία των Μακεδόνων (γλώσσα, θρησκεία, θεσμοί κ.λπ.).
Ποιά είναι όμως αυτή η ιστορική πραγματικότητα, στην οποία αναφερθήκαμε προηγουμένως και στην οποία πρέπει από δεοντολογική άποψη να βασίζεται οποιαδήποτε ερμηνεία του ιστορικού ρόλου της Αρχαίας Μακεδονίας; Με το ερώτημα αυτό έχει ήδη ασχοληθεί φυσικά η προηγούμενη έρευνα, ήδη από τον 19ο αι., η οποία προσπάθησε να συγκεντρώσει όλα τα στοιχεία που είχαν σχέση με την ιστορική παρουσία των Μακεδόνων (γλώσσα, θρησκεία, θεσμοί κ.λπ.).
Τα στοιχεία αυτά δίνουν την εξής εικόνα:
α) οι παλαιότερες μαρτυρίες βρίσκονται σε γραμματειακές πηγές της κλασικής κυρίως εποχής, που προέρχονται από μη Μακεδόνες συγγραφείς.
β) από μή Μακεδόνες συγγραφείς προέρχονται όμως και οι αποσπασματικές μαρτυρίες που έχουμε για τη Μακεδονία των ελληνιστικών χρόνων.
γ) οι επιγραφικές μαρτυρίες της κλασικής εποχής, που αναφέρονται στη Μακεδονία, είναι ελάχιστες και
δ) το κύριο μέρος των επιγραφικών μαρτυριών προέρχεται από την ελληνιστική εποχή και ένα σημαντικό μέρος τους έχει την προέλευση του σε πόλεις της Μακεδονίας.
Εκείνο που προξενεί εντύπωση είναι ότι οι επιγραφικές μαρτυρίες δεν αφήνουν καμία αμφιβολία ότι οι Μακεδόνες ήταν ένα ελληνικό φύλο. Θα μπορούσε να πεί κανείς ότι αν είχαμε μόνο τις επιγραφικές μαρτυρίες, δεν θα υπήρχε κανένα πρόβλημα για τη θεώρηση του ιστορικού ρόλου της Μακεδονίας, γιατί η ιστορία μετά το 338 θα ήταν η συνέχιση της ελληνικής ιστορίας από ένα άλλο ελληνικό φύλο. Και θα μπορούσε ακόμη να πεί κανείς ότι αυτή η τοποθέτηση θα ήταν και η μόνη ορθή, εφόσον οι επιγραφικές μαρτυρίες είναι διαθέσιμες σε μεγάλο βαθμό από τα τέλη του 19ου αιώνα. Φαίνεται όμως ότι αξιοποιούνται διαφορετικά σε σχέση με τις γραμματειακές πηγές, ακόμη και στην εποχή μας, γι' αυτό και επαναλαμβάνεται και σήμερα η θέση περί διαχωρισμού των Μακεδόνων από τους άλλους Έλληνες.
Ποιες είναι όμως ακριβώς αυτές οι γραμματειακές πηγές, στις οποίες γίνεται ο διαχωρισμός και πώς στηρίζεται σ' αυτές ο διαχωρισμός αυτός;
Αυτό είναι το πρώτο ερώτημα που τίθεται και εξετάζεται στην παρούσα έρευνα. Μ' αυτό εννοούμε ότι πρέπει να παρουσιαστούν και να κριθούν οι σχετικές με τους Μακεδόνες και τον ιστορικό ρόλο της Μακεδονίας μαρτυρίες, από την αρχαϊκή εποχή έως και την αυτοκρατορική. Όσον αφορά στην αρχαϊκή και την κλασική εποχή, οι μαρτυρίες αυτές, ως γνωστόν, παρουσιάζονται κατά καιρούς σε διάφορα ειδικά έργα ή μελέτες, ιδιαίτερα όμως οι μαρτυρίες της αυτοκρατορικής περιόδου δεν έχουν συγκεντρωθεί και αξιοποιηθεί στον βαθμό που θα έπρεπε. Στην αξιοποίησή τους προσπαθεί να συμβάλει η παρούσα εργασία.
Αλλά και οι επιγραφικές μαρτυρίες δεν έχουν συγκεντρωθεί και αξιοποιηθεί στην έκταση που θα έπρεπε. Μ' αυτές εννοούμε τα πολυάριθμα ψηφίσματα πόλεων της Ν. Ελλάδας για Μακεδόνες εγκατεστημένους σ' αυτές, ψηφίσματα που αφορούν στις εξωπολιτικές σχέσεις Μακεδόνων και υπολοίπων Ελλήνων. Οι επιγραφικές αυτές μαρτυρίες είναι σημαντικές ακόμη και για τον λόγο ότι μας δείχνουν τον τρόπο με τον οποίο προβάλλονται οι Μακεδόνες έξω από την πατρίδα τους.
Το κύριο πρόβλημα που θέτει επομένως η παρούσα έρευνα με τη συγκέντρωση και αξιοποίηση αυτών των στοιχείων είναι το πώς θεωρούσαν τους ίδιους τους εαυτούς τους εθνικά οι Μακεδόνες. Διότι, όπως είναι αυτονόητο, το βασικό στοιχείο με το οποίο κρίνεται η εθνική ταυτότητα κάποιου είναι το τι πιστεύει ο ίδιος και ενδεχομένως πώς προβάλλει αυτήν την εθνική ταυτότητα. Είναι βέβαια γνωστό και αναφέρθηκε ήδη, ότι οι επιγραφικές αυτές μαρτυρίες (που αποδίδουν και την πραγματικότητα) δεν αφήνουν καμία αμφιβολία ότι οι Μακεδόνες είναι ένα ελληνικό φύλο. Το ενδιαφέρον πρόβλημα που γεννάται από τη διαπίστωση αυτή είναι γιατί οι σχετικές γραμματειακές μαρτυρίες, όπου γίνεται ή υπονοείται ο διαχωρισμός (ακόμη και οι μαρτυρίες της αυτοκρατορικής περιόδου), δεν λαμβάνουν υπόψη στον βαθμό που θα έπρεπε την πραγματικότητα αυτή. Και αυτό το πρόβλημα θέτει και προσπαθεί να μελετήσει η παρούσα εργασία.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σχόλια τα οποία θα περιέχουν Greekenglish, ύβρεις, μειωτικούς και συκοφαντικούς χαρακτηρισμούς δεν θα αναρτώνται.