Συγγραφέας : Σπυρίδων Σφέτας
Εκδότης : ΒΑΝΙΑΣ
Αν πριν από την πτώση του κομμουνισμού κοινός τόπος των συζητήσεων των διανοουμένων ήταν η ουσία του σοσιαλισμού και η κριτική τους έφθανε από την απόρριψη του υπαρκτού σοσιαλισμού μέχρι την αμφισβήτηση της ορθότητας των απόψεων του Marx, μετά το 1989 το φαινόμενο του εθνικισμού δεσπόζει στα ενδιαφέροντα της σύγχρονης διανόησης. Οι ανάγκες που επιβάλλει το σύγχρονο παγκοσμιοποιημένο οικονομικό σύστημα και ο νέος λειτουργικός χαρακτήρας του εθνικού κράτους κατέστησαν επίκαιρη μια νέα προσέγγιση των εννοιών του έθνους, του εθνικισμού, του εθνικού κράτους κλπ. Τα έθνη χαρακτηρίζονται ως «φαντασιακές-νοερές κοινότητες» (Anderson), ως υποκατάσταστο των μεσαιωνικών εννοιών της αδελφότητας (αδελφοί εν Χριστώ), της εξουσίας (της υποταγής στον Αυτοκράτορα) και του χρόνου (της γραμμικής-τελεο-λογικής αντίληψης για την ιστορία), δεν είναι ο εθνικισμός απόρροια του έθνους, αλλά, αντίθετα, η δυναμική του εθνικισμού δημιουργεί το έθνος, το οποίο είναι εφεύρευση των διανοουμένων, κατά κανόνα αποκομμένων από τις μάζες (Hobsbawm), ο εθνικισμός είναι κυρίως χαρακτηριστικό της μετάβασης μιας κοινωνίας από αγροτική σε βιομηχανική και εξυπηρετεί επικοινωνιακές ανάγκες (Gellner). Αυτές είναι μερικές από τις περισσότερο προβαλλόμενες θεωρίες μετά το 1990.
Καμιά από τις σύγχρονες θεωρίες δεν είναι εκ προοιμίου απορριπτέα, όσον αφορά την προβληματική στην οποία μας εισάγουν, αλλά καθώς το φαινόμενο του εθνικισμού είναι πολύπλοκο και οι ιστορικο-πολιτικο-κοινωνικές συνθήκες διαφέρουν από περιοχή σε περιοχή καμιά δεν μπορεί να διεκδικήσει απόλυτη εγκυρότητα, εφαρμογή και γενίκευση. Ειδικά για το χώρο της Νοτιοανατολικής Ευρώπης θα είχε κανείς πολλές επιφυλάξεις.
Το εθνικό κράτος ως πολιτικό μόρφωμα είναι δημιούργημα του 19ου αιώνα, αλλά τα στοιχεία από τα οποία συγκροτείται το έθνος πρέπει να προϋπάρχουν. Γλώσσα, πολιτισμική παράδοση, ιστορικές - κρατικές μνήμες, ιστορικός χώρος, προσδιοριζόμενος ίσως με αυθαίτερα κριτήρια οριοθέτησης, αλλά με υπαρκτή ιστορική βάση, μυθική παράδοση, αλλά με ιστορικό πυρήνα, είναι μερικά βασικά συστατικά που τονίζονται για να δημιουργηθεί η αίσθηση μιας συλλογικής οντότητας. Ο απώτερος στόχος της κινητοποίησης παραμένει κατά κανόνα ένας, η ίδρυση του εθνικού κράτους. Η δημιουργία κράτους συμβάλλει αποτελεσματικά στην πολιτική εμπέδωση του έθνους. Στη συγκρότηση της εθνικής ιδεολογίας σημαντικός είναι ο ρόλος των διανοουμένων, αλλά η σχέση των διανοουμένων με το λαό δεν μπορεί να είναι παρά λειτουργική και αμφίδρομη, για να είναι αποτελεσματική. Ο διανοούμενος, που πρωτίστως ενδιαφέρεται για τη μετακένωση της εθνικής ιδεολογίας, δεν μπορεί να είναι αποκομμένος από τις μάζες. Πόσο αποκομμένος ήταν από τους απλούς Σέρβους χωρικούς ο Vuk Karadzic, που υπό την επίδραση του γερμανικού ρομαντισμού συνέλεξε τα δημοτικά τραγούδια των Σέρβων και κωδικοποίησε τη σερβική γλώσσα με βάση την ομιλούμενη στοκαβική διάλεκτο, ο κοσμοπολίτης, διαποτισμένος από το πνεύμα του ευρωπαϊκού διαφωτισμού, Dositej Obra-dovic, που έσπευσε να γίνει Υπουργός Παιδείας στην επαναστατημένη Σερβία ή ο Βούλγαρος διανοούμενος Georgi Rakovski, που για την εθνική κινητοποίηση των Βουλγάρων εξέδωσε έντυπο υλικό και συγκρότησε βουλγαρικές επανασταστικές ομάδες; Όταν ένας λαός βιώνει την παράδοση του, δεν είναι πάντα αναγκαία η απόκτηση μιας κοσμικής παιδείας προκειμένου να κινητοποιηθεί. Σημαντικός αποδείχτηκε εδώ ο ρόλος της εκκλησίας στη διατήρηση της μεσαιωνικής παράδοσης και της ιστορικής μνήμης. Πόσοι για παράδειγμα από τους Σέρβους επαναστάτες το 1804 ή το 1815 είχαν φοιτήσει σε σχολεία; Τόσο ο Καρα-γιώργης όσο και ο Milos Obrenovic ήταν αγράμματοι, το μόνο που σίγουρα γνώριζαν ήταν ο θρύλος της μάχης του Κοσόβου και ότι κάποτε η Σερβία ήταν ισχυρή. Το ότι το κράτος του Stefan Dusan είχε ως παράγοντα ολοκλήρωσης την αυτοκρατορική ιδεολογία και σημασία δεν είχε η εθνο-τική καταγωγή των υπηκόοων του (υπήρχαν, όπως είναι γνωστό και Αλβανοί που ως Χριστιανοί πολέμησαν μαζί με τους Σέρβους κατά των Τούρκων το 1389), ενώ η προσπάθεια της ίδρυσης του νέου κράτους στηριζόταν στην αρχή των εθνοτήτων, δεν έπαιζε κανένα ρόλο στη συνείδηση των επαναστατών. Απλά η ύπαρξη κράτους στο παρελθόν νομιμοποιούσε τον αγώνα τους.
Το μυθικό στοιχείο συνυπάρχει στην εθνική ιδεολογία. Για παράδειγμα, η πρώιμη εκδήλωση του κροατικού εθνικισμού, ο Ιλλυρισμός, στηρίχθηκε στο μύθο της σλαβικής καταγωγής των Αρχαίων Ιλλυριών ως προγόνων των Νοτίων Σλάβων, ώστε έτσι να δημιουργηθεί ένα ισχυρό αντίβαρο στις προσπάθειες των Ούγγρων να εξουγγρίσουν τους Κροάτες. Καθώς οι Νότιοι Σλάβοι είχαν αρχαία καταγωγή, είχαν και περισσότερα ιστορικά δικαιώματα από τους Ούγγρους που εμφανίστηκαν στην Ευρώπη τον 9ο αιώνα. Αλλά τον βασικό πυρήνα του κροατικού εθνικισμού αποτέλεσε ο ιστορισμός. Η ανάμνηση του μεσαιωνικού κροατικού κράτους ήταν πάντα ζωντανή, ενώ η στοιχειώδης αυτονομία των Κροατών υπό το καθεστώς των Ούγγρων και των Αψβούργων νομιμοποιούσε τον αγώνα τους εναντίον του σερβικού συγκεντρωτισμού στο Μεσοπόλεμο. Το μύθο της ιλλυρικής καταγωγής του Μεγάλου Αλεξάνδρου, του Αριστοτέλη και γενικά τη θεωρία του πανιλλυρισμού καλλιέργησαν και οι Αλβανοί, οι οποίοι δεν είχαν ισχυρή μεσαιωνική παράδοση, αλλά οι φορείς του αλβανικού εθνικισμού περισσότερο τόνισαν την επική παράδοση του Σκεντέρμπεη που διατηρήθηκε ζωντανή από τους Αρμπερέσηδες της Ιταλίας.
Κανένας δεν θα αμφισβητούσε την εθνική υπόσταση των Σέρβων, Κροατών, Αλβανών ή των Σλοβένων, οι οποίοι, παρά την έλλειψη κρατικής παράδοσης, χάρη στον Προτεσταντισμό, Διαφωτισμό και τη ναπολεόντεια πολιτική στις ιλλυρικές επαρχίες (1809-1815), διατήρησαν τη γλωσσική και σλαβική τους ταυτότητα μέσα στη γερμανική λαοθάλασσα. Ωστόσο, θα είχε κάποιος επιφυλάξεις στο να αποδεχτεί την εθνική ταυτότητα των Μολδαβών, των Βοσνίων Μουσουλμάνων ή των Σλαβομακεδόνων. Δεν ήταν εδώ τόσο οι εγγενείς δυνάμεις που συνετέλεσαν στη διαμόρφωση των νέων αυτών ταυτοτήτων, αλλά εξωτερικοί παράγοντες για πολιτικούς κυρίως λόγους-στην περίπτωση των Μολδαβών της Βεσσαραβίας το Μολδαβικό έθνος εξισορροπούσε το ρωσο-ρουμανικό ανταγωνισμό, στην περίπτωση των Βοσνίων Μουσουλμάνων το Μουσουλμανικό έθνος εξισορροπούσε το σερβο-κροατικό ανταγωνισμό, ενώ στην περίπτωση των Σλαβόφωνων της Μακεδονίας το Σλαβομακεδονικό έθνος εξισορροπούσε κυρίως το σέρβο-βουλγαρικό ανταγωνισμό. Ωστόσο, με τη λειτουργικότητα του κρατικού μηχανισμού διαμορφώθηκε μια μολδαβική, βοσνιακή-μουσουλμανική ή σλαβομακεδο-νική ταυτότητα. Ό,τι ενδεχομένως το 1903 φαινόταν ως τεχνητό, το 2003 είναι μια πραγματικότητα. Ο Μολδαβός της άλλοτε Βεσσαραβίας μιλά τη ρωσική και τη ρουμανική, αλλά αποδίδει στην έννοια «Μολδαβός» εθνικό περιεχόμενο, ενώ ο Μολδαβός του Ιασίου αυτοπροσδιορίζεται ως Ρουμάνος και αποδίδει γεωγραφικό περιεχόμενο στον όρο «Μολδαβός». Το ίδιο ισχύει και για τον όρο «Μακεδόνας» - Για τον Βούλγαρο ο όρος σημαίνει τον αλύτρωτο Βούλγαρο της Μακεδονίας, για τον Έλληνα δεν είναι παρά ένας γεωγραφικός προσδιορισμός, ενώ για τον κάτοικο των Σκοπίων ο όρος είναι ένα ιδιαίτερο σλαβικό εθνωνύμιο.
Αλλά και σε περίπτωση που κάποιος αποδεχτεί ως πραγματικότητα την ύπαρξη μολδαβικής, βοσνιακής-μουσουλμανικής ή σλαβομακεδονικής ταυτότητας, θα διαφωνούσε με την επίσημη άποψη των Μολδαβών, των Βοσνίων Μουσουλμάνων ή των Σλαβομακεδόνων σχετικά με την ιστορικότητα των νέων αυτών πολιτικών εθνών. Ούτε οι Μολδαβοί ούτε οι Βόσνιοι Μουσουλμάνοι ούτε οι Σλαβομακεδόνες δέχονται ότι είναι δημιούργημα του 20ού αιώνα. Καθώς περικλείονται από ιστορικά έθνη, για να νομιμοποιήσουν την ύπαρξη τους, ανάγουν την καταγωγή τους και την εξέλιξη τους στο παρελθόν. Ο Μολδαβός πιστεύει ότι οι ρίζες του ανάγονται στο 14ο αιώνα, ο Βόσνιος Μουσουλμάνος αποδίδει ιδιαίτερη σημασία στο Βο-γομιλισμό, ενώ ο Σλαβομακεδόνας, σε μια ακραία περίπτωση, επαίρεται για την προέλευση του από την ανάμιξη των Σλάβων του 7ου αιώνα με τους Αρχαίους Μακεδόνες, από τους οποίους κληρονόμησε το όνομα «Μακεδών» ως σλαβικό πλέον εθνωνύμιο. Οι νεώτεροι εθνικισμοί είναι δυναμικότεροι των παλιών και από την άποψη του ιστορικού χρόνου βρίσκονται ακόμα στο 19ο αιώνα. Έτσι εξηγείται η ιστορική ψύχωση των Σκοπιανών με τον όρο «Μακεδονία» ή των Μουσουλμάνων της Βοσνίας με τον όρο «Bosnijak».
Ένας σύγχρονος πολιτικός που ενδιαφέρεται για σταθερότητα στα Βαλκάνια, ώστε ο χώρος να ενταχθεί στο παγκοσμιοποιημένο οικονομικό σύστημα, ένας κοινωνικός ανθρωπολόγος ή πολιτειολόγος ίσως δεν αποδίδει καμιά σημασία στη διάκριση των παραδοσιακών ιστορικών εθνών και των νέων μεταπολεμικών εθνών. Ο Ιστορικός όμως, που υποτίθεται ότι εξετάζει το βάθος και όχι τον αφρό, οφείλει να επισημαίνει τις διακρίσεις και να ερμηνεύει νηφάλια τα γεγονότα.
Σκοπός της παρούσης μελέτης είναι η εξέταση της σλαβομακεδονικής περίπτωσης, των μηχανισμών και των παραγόντων που συνετέλεσαν στη διαμόρφωση της σλαβομακεδονικής ταυτότητας. Η εργασία στηρίζεται σε αδημοσίευτο αρχειακό υλικό, στον τύπο και σε δημοσιευμένες πηγές.
Τα παραπάνω είναι από την εισαγωγή του βιβλίου.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σχόλια τα οποία θα περιέχουν Greekenglish, ύβρεις, μειωτικούς και συκοφαντικούς χαρακτηρισμούς δεν θα αναρτώνται.