της Ειρήνης Ρακιτζή
http://omogeneia.ana-mpa.gr/press.php?id=7643
Καθοριστική σημασία στην εξέλιξη του Μακεδονικού Αγώνα, κατά την πενταετία, 1903-1908, διαδραμάτισαν αφανείς πρωταγωνιστές, των οποίων το πεδίο δράσης εναλλασσόταν μεταξύ της αίθουσας διδασκαλίας και εκτός αυτής, στις τοπικές κοινωνίες.
Πρόκειται για τους δασκάλους, οι οποίοι συνδύαζαν τον εκπαιδευτικό τους ρόλο μ' εκείνον του πράκτορα, του καθοδηγητή, του οργανωτή, του μεταφορέα οπλισμού και του συνδέσμου.
Το έργο τους αποτελεί μια άγνωστη πτυχή της συγκεκριμένης ιστορικής περιόδου, ωστόσο εξίσου καθοριστικής σημασίας με τις πράξεις ανδρείας και τη δράση των ελληνικών ανταρτικών σωμάτων, αφού ο Μακεδονικός Αγώνας, εκτός από τις συγκρούσεις Ελλήνων και Βουλγάρων ανταρτών σε γεωπολιτικό επίπεδο, ήταν αγώνας που δόθηκε για την επικράτηση και εδραίωση της εθνικής συνείδησης.
Τα προβλήματα που καλούνταν να αντιμετωπίσουν ήταν πολλαπλά, καθώς στην υπό οθωμανική διοίκηση Μακεδονία, μεγάλο τμήμα του πληθυσμού είχε αλλοφωνήσει. Ο έλεγχος των εκκλησιών και των σχολείων ήταν απαραίτητος για τη συνοχή και προϋπόθεση για την εξασθένιση της βουλγαρικής επιρροής.
Σύμφωνα με τον επιστημονικό συνεργάτη της Εταιρείας Μακεδονικών Σπουδών, Κωνσταντίνο Παπανικολάου, ο εντοπισμός όλων εκείνων των εκπαιδευτικών που συνδύαζαν τη διδασκαλία με την ενεργή συμμετοχή στο Μακεδονικό Αγώνα, ιδιαίτερα για την περιοχή της Θεσσαλονίκης, αποτελεί δύσκολο εγχείρημα, καθώς μοναδική πηγή αποτελούσαν τα απομνημονεύματα των οπλαρχηγών του Αγώνα, σποραδικές μαρτυρίες και προξενικές εκθέσεις.
Αδημοσίευτο, πρωτογενές υλικό που εξασφάλισε η Εταιρεία Μακεδονικών Σπουδών από αρχεία της Διεύθυνσης Εφέδρων Πολεμιστών Αγωνιστών Θυμάτων και Αναπήρων (ΔΕΠΑΘΑ) του υπουργείου Εθνικής Αμυνας και επεξεργάστηκε, για ερευνητικούς σκοπούς, ο κ. Παπανικολάου, φωτίζει και αποκαλύπτει τη δράση 4.668 αναγνωρισμένων αγωνιστών του Μακεδονικού Αγώνα, εκ των οποίων και πολλών Μακεδονομάχων εκπαιδευτικών στο νομό Θεσσαλονίκης.
Καλύπτει, επίσης, ένα σημαντικό κενό της έρευνας που μέχρι σήμερα επικεντρώνονταν στην συμβολή των απεσταλμένων αντάρτικων σωμάτων από την ελεύθερη τότε Ελλάδα, αφήνοντας στο περιθώριο τη συνεισφορά του γηγενούς μακεδονικού στοιχείου.
Και γυναίκες εκπαιδευτικοί Μακεδονομάχοι
«Είναι χαρακτηριστικό ότι, στον αγώνα των δασκάλων Μακεδονομάχων, έδρασαν με σημαντική προσφορά και γυναίκες εκπαιδευτικοί, ενώ ο καθένας λάμβανε κάποιο βαθμό, ανάλογα με την κατηγορία των καθηκόντων του στον Αγώνα. Όπως φαίνεται, υπήρχαν δύο κατηγορίες εκπαιδευτικών λειτουργών: αυτών που κατάγονταν από την Θεσσαλονίκη, αλλά δίδαξαν κυρίως εκτός νομού, και αυτών από άλλους νομούς της Μακεδονίας που δίδαξαν σε εκπαιδευτήρια της πόλης», αναφέρει στο ΑΠΕ - ΜΠΕ ο κ.Παπανικολάου.
Στην πρώτη κατηγορία ανήκει ο Αθανάσιος Δάκος από τον Βερτίσκο. Αρχικά, διετέλεσε δάσκαλος στα σλαβόφωνα χωριά της Γευγελής και της Γουμένισσας ενώ αργότερα χειροτονήθηκε ιερέας και εργάστηκε ως Πράκτορας Γ΄ τάξης, στην περιοχή του Κιλκίς. Το βαθμό αυτό λάμβαναν όσοι εργάζονταν ως συλλέκτες πληροφοριών, μεταφορείς οπλισμού και όσοι προσέφεραν κάθε είδους υπηρεσίες στους Έλληνες μαχητές.
Με τον ίδιο βαθμό αναγνωρίστηκε για την εθνική του δράση και ο δάσκαλος Δημήτριος Δημητριάδης, γνωστός με το ψευδώνυμο «Ερμής». Πράκτορας Β΄ τάξης υπήρξε ο Δημήτριος Χουζούρης, για τον οποίο, ο αρχηγός Δ. Κάκκαβος αναφέρει στο πιστοποιητικό του, ως μέλος της Εθνικής Επιτροπής της πόλης: «Βεβαιώ ο υποφαινόμενος ότι ο Δημήτριος Χουζούρης κατά τον Μακεδονικό Αγώνα προσέφερε πολλάς εθνικάς υπηρεσίας ιδία λόγω της ιδιότητος του ως δασκάλου. Υπηρέτησεν εις διάφορα ξενόφωνα χωρία όπου εχρησίμευσεν ως πολύτιμος πράκτωρ προς παροχήν πληροφοριών των εν χωρίοις εκείνοις δρώντων ανταρτικών σωμάτων ου ένεκεν υπέπεσεν εις την δυσμένειαν των τουρκικών αρχών και παρ’ ολίγον να φυλακισθεί δι’ εθνικούς λόγους…».
Αξιόλογος είναι και ο αριθμός των διδασκαλισσών από τη Θεσσαλονίκη που συμμετείχαν στον αγώνα για τη Μακεδονία. Η πλέον διάσημη είναι η γνωστή στους περισσότερους Αγγελική Μεταλλινού -Τσιώμου. Αφού υπηρέτησε στα Γιαννιτσά, διορίστηκε δασκάλα στο Μεσημέρι της Έδεσσας, όπου συνεργάστηκε με τον καπετάν Ακρίτα και τον Μητροπολίτη Στέφανο. Ήταν επικηρυγμένη από το βουλγαρικό Κομιτάτο και κινδύνευσε πολλές φορές να χάσει τη ζωή της. Για το λόγο αυτό, έφερε μαζί της πάντα περίστροφο, το οποίο της είχε προμηθεύσει ο Αντ. Εξαδάκτυλος.
Όπως προκύπτει από το αρχείο της ΔΕΠΑΘΑ, είχε βρεθεί αντιμέτωπη με τους κομιτατζήδες Λούκα και Καρατάσο. Αναφέρεται ακόμη ότι τις Κυριακές μάθαινε στα μεγαλύτερα κορίτσια τραγούδια της Ελληνικής Επανάστασης. Για την προσφορά της παρασημοφορήθηκε από το ελληνικό κράτος. Πράκτορας Β΄ τάξης αναγνωρίστηκε η, επίσης καταγόμενη από τη Θεσσαλονίκη, Στέλλα Αναστασιάδου, η οποία διηύθυνε παρθεναγωγεία στις ευαίσθητες περιοχές των Γιαννιτσών και της Στρώμνιτσας. Το εκπαιδευτικό της έργο το συνέχισε στο Κάιρο, όπου δίδαξε σε διάφορα σχολεία της εκεί ομογένειας.
Ως νηπιαγωγός και αργότερα ως διευθύντρια παρθεναγωγείου εργάστηκε η Πράκτορας Γ΄ τάξης, Ελισάβετ Ιατρίδου. Σε σχολεία της Γευγελής και του Στογιάκοβου δίδαξε η Ελένη Ζωγραφοπούλου-Λασκαρίδου, η οποία, για τη εθνική της δράση, αναγνωρίστηκε ως Πράκτορας Β΄ τάξης.
Στο Στογιάκοβο εργάστηκε και η Αλεξάνδρα Μαρκοπούλου, με σημαντικότατο έργο ως πληροφοριοδότης και αγγελιοφόρος των ανταρτικών ομάδων, ενώ πράκτορας Α΄ τάξης ήταν η Αμαλία Οικονόμου, διευθύντρια της Σχολής Χειροτεχνημάτων «Άγιος Παύλος», στη Θεσσαλονίκη και η διευθύντρια του Παρθεναγωγείου Έδεσσας, Ευφημία Πιάτσα-Κυριακοπούλου, με σημαντικό οργανωτικό έργο.
Η δράση της τελευταίας δεν περιορίστηκε στη διδασκαλία της ελληνικής γλώσσας από τα έδρανα. Συνεισέφερε στα ελληνικά σώματα, περιθάλποντας μαχητές, μεταφέροντας οπλισμό και προπαγανδιστικό υλικό, ενώ δεν ήταν λίγες οι φορές που, με τη χρήση πλαστών βουλγαρικών σφραγίδων, παραπλάνησε «εξαρχικούς» (Βούλγαρους).
Παρόμοιο ήταν το έργο και άλλων εκπαιδευτικών λειτουργών όπως η δασκάλα στη Φλώρινα και Πράκτορας Β΄ τάξης, Σοφία Τσιγγινάρη, η Αικατερίνη Γριζοπούλου και η Μελπομένη Φραντζελά.
Μακεδόνες δάσκαλοι στη Θεσσαλονίκη
Η Θεσσαλονίκη αποτέλεσε πεδίο δράσης και για γηγενείς Μακεδόνες δασκάλους, οι οποίοι συντονίζονταν από τον Έλληνα πρόξενο, Λάμπρο Κορομηλά, καθώς και από τον επικεφαλής της εθνικής προσπάθειας και αρχηγό της «Οργάνωσης Θεσσαλονίκης», Αθανάσιο Σουλιώτη - Νικολαΐδη.
Μεταξύ των συνεργατών του ήταν ο Γυμνασιάρχης, κατά τα έτη 1903-1905, Δημήτριος Σάρρος, ο επιθεωρητής, Ευθύμης Μπουντώνας, ο επιθεωρητής και ιδρυτής των ελληνογαλλικών εκπαιδευτηρίων «Σχολή Κωνσταντινίδη», ο επιθεωρητής, Γεώργιος Χατζηκυριακού, ο ιδρυτής του Μαρασλείου Λυκείου Θεσσαλονίκης, Στέφανος Νούκας, ο διευθυντής Διδασκαλείου, Χαρίλαος Χάρακας, και ο Άγγελος Παπαζαχαρίου, καθηγητής Γυμνασίου της πόλης.
Ιδιαίτερα σημαντική μορφή υπήρξε η καταγόμενη από την Έδεσσα Λίλη Βλάχου. Σπούδασε στο Αρσάκειο Αθηνών και το 1906 ανέλαβε τη διεύθυνση του Παρθεναγωγείου της γενέτειρας της. Εκεί, μύησε πολλές από τις μαθήτριες στον Αγώνα, χρησιμοποιώντας πολλές από αυτές ως συνδέσμους του ελληνικού Κομιτάτου.
Αργότερα, ύστερα από παρέμβαση του Προξενείου, μετατέθηκε στο Διδασκαλείο και νηπιαγωγείο της Θεσσαλονίκης, απ' όπου, με τον ίδιο ζήλο, συνέχισε το έργο της, αναλαμβάνοντας ριψοκίνδυνες αποστολές. Η ενόχληση που προκάλεσε στους «εξαρχικούς» οδήγησε στην εκτέλεσή της, εντός του Διδασκαλείου.
Από οικογένεια μακεδονομάχων καταγόταν ο δάσκαλος, Γρηγόριος Παπαζαφειρίου, ο οποίος γεννήθηκε στην Ειδομένη του Κιλκίς και έδρασε ως Πράκτορας Γ΄ τάξης. Στη διάρκεια της φοιτήσεώς του στο «Ελληνικό Γυμνάσιο Θεσσαλονίκης» ήρθε σ' επαφή με Έλληνες αξιωματικούς, που υπηρετούσαν στο Ελληνικό Προξενείο ως διπλωματικοί υπάλληλοι, καθώς και με τον Χαράλαμπο Καραμανώλη, Πράκτορα Α΄ τάξης, τον μετέπειτα ισόβιο Πρόεδρο του Πανελληνίου Συλλόγου Μακεδονομάχων «Παύλος Μελάς».
Μετά την αποφοίτησή του, το 1906, με υπόδειξη του Ελληνικού Προξενείου Θεσσαλονίκης, διορίστηκε διδάσκαλος στα χωριά, Συκιά, Όσσα, Βογδάντσα Μελισσοχώρι, Λητή, Αξιούπολη, Ειδομένη και στην Πυλαία, στα οποία μύησε τους κατοίκους τους στο Μακεδονικό Αγώνα.
Στη γενέτειρά του, συνεργάστηκε με το Ελληνικό Προξενείο Μοναστηρίου, ενώ το σπίτι του αποτελούσε τόπο μυστικών συναντήσεων πρακτόρων και οπλαρχηγών, μεταξύ των οποίων και ο Εμμανουήλ Κατσίγαρης. Σε μυστική κρύπτη φυλασσόταν ο οπλισμός και τα πολεμοφόδιά του Αγώνα.
Μία ακόμη οικογένεια με προσφορά στον Αγώνα και στα εκπαιδευτικά δρώμενα της Θεσσαλονίκης ήταν η οικογένεια Μάνου, από την Κοζάνη.
Ο Αθανάσιος Μάνος καταγόταν από την πόλη της Κοζάνης και έδρασε ως Πράκτορας Α' τάξης. Εγκαταστάθηκε στην Θεσσαλονίκη διατελώντας από το 1898 έως το 1907 διευθυντής στην Αστική Σχολή Βαρδαρίου, ενώ από το 1907 έως το 1910 διευθυντής της Ιωαννιδείου Σχολής. Συμμετείχε στο Μακεδονικό Αγώνα και στο διάστημα αμέσως μετά την απελευθέρωση της Θεσσαλονίκης υπηρέτησε εθελοντικά ως οδηγός των περιπολιών της κρητικής χωροφυλάκης στην πόλη. Διετέλεσε μέλος του διοικητικού συμβουλίου του Φιλεκπαιδευτικού Συλλόγου Θεσσαλονίκης και στέλεχος της Φιλοπτώχου Αδελφότητος Ανδρών. Ακόμη, υπήρξε οργανωτής του μουσικού τμήματος του Ομίλου Φιλομούσων Θεσσαλονίκης.
Ο δάσκαλος Βασίλειος Μάνος έδρασε ως Πράκτορας Γ' τάξης. Δίδαξε στο Παρθεναγωγείο Νούκα, στην Κεντρική Αστική Σχολή και από το 1913 στο Μαράσλειο Λύκειο. Διετέλεσε μέλος του διοικητικού συμβουλίου του Φιλεκπαιδευτικού Συλλόγου Θεσσαλονίκης και ιδρυτικό στέλεχος του Ομίλου Φιλομούσων Θεσσαλονίκης μαζί με τους αδελφούς του Αθανάσιο και Νικόλαο.
Τέλος, ο Νικόλαος Μάνος έδρασε ως Πράκτορας Β' τάξης. Εγκαταστάθηκε, όπως και οι αδελφοί του, στη Θεσσαλονίκη, όπου εργάσθηκε ως δάσκαλος, στο Χορτιάτη και την Επανομή. Παρακολουθούσε και ανέφερε τις κινήσεις των Βουλγάρων στο διοικητή των ελληνικών δυνάμεων στα Γιαννιτσά, συνταγματάρχη Ρακτιβάν. Ασχολήθηκε με τη δημοσιογραφία ως εκδότης της εφημερίδας "Εθνική", που διανέμονταν δωρεάν και ανέπτυξε σημαντική εμπορική και φιλανθρωπική δραστηριότητα. Τιμήθηκε από τη γιουγκοσλαβική κυβέρνηση με τον Ανώτερο Ταξιάρχη του Γιουγκοσλαβικού Τάγματος του Αγίου Σάββα, αναγορεύθηκε επίτιμος πρόεδρος της Ένωσης Παλαιών Πολεμιστών Μακεδονίας και επίτιμος πρόεδρος του Συλλόγου Μακεδονομάχων «Παύλος Μελάς». Διετέλεσε τέλος, δύο φορές Δήμαρχος της πόλης της Θεσσαλονίκης (1929-1931, 1934-1937).
Πολλοί ακόμη εκπαιδευτικοί θα μπορούσαν να αναφερθούν, όπως ο Γεώργιος Τριανταφυλλίδης από τις Σέρρες, ο Αθανάσιος Πάσχος από την Ξυλόπολη, η Πολυξένη Ζωγράφου από τη Στρώμνιτσα, που δίδαξε στο Δρυμό, το Σωχό και τη Λητή, ο Δημήτριος Παπαστεφάνου σύνδεσμος από το Σκρα, ο φονευθείς από τους Κομιτατζήδες Χαράλαμπος Γκαρέζιος από τη Γευγελή, ο δάσκαλος στο Λαγκαδά Στυλιανός Γουνιώτης, ο Νικόλαος Κώττας από τα Πετροκέρασα της Χαλκιδικής, ο Άγγελος Παπαζαχαρίου από τον Σωχό, ο Αθανάσιος Ιατρού από τον Πολύγυρο και η διευθύντρια Παρθεναγωγείου Αγλαϊα Σχοινά.
Μέρος από τη ζωή και το έργο των γηγενών Μακεδονομάχων εκπαιδευτικών θα παρουσιαστεί στο συνέδριο, με τίτλο, «Προσωπογραφίες εκπαιδευτικών και ευεργετών των σχολείων της Θεσσαλονίκης», που θα πραγματοποιηθεί, υπό την οργάνωση του τμήματος Φιλοσοφίας και Παιδαγωγικής του ΑΠΘ, αύριο, Σάββατο 17 Οκτωβρίου, στο Κέντρο Ιστορίας Θεσσαλονίκης.
Ευεργέτες των σχολείων της Θεσσαλονίκης
Κατά την περίοδο της τουρκοκρατίας, τα σχολεία της ελληνικής κοινότητας της Θεσσαλονίκης, μέσα στις δυσκολίες και οικονομικές δυσχέρειες που αντιμετωπίζουν για την λειτουργία τους, δέχονται τις δωρεές εξεχόντων και μη Ελλήνων, τόσο με μεγάλα κληροδοτήματα όσο και με μικρότερες προσφορές.
Σύμφωνα με τον εκπαιδευτικό, Δημήτρη Πολίτη, από τα αρχεία «Λογοδοσίες εφορείας ελληνικών εκπαιδευτηρίων» και «Πρακτικά Φιλεκπαιδευτικού Συλλόγου» για την περίοδο από το 1870 έως το 1910, υπάρχουν αναφορές για πέντε μεγάλα κληροδοτήματα, που πρόσφεραν σχεδόν κάθε χρόνο, ευυπόληπτοι Ελληνες, κυρίως του εξωτερικού.
Συγκεκριμένα, πρόκειται για το κληροδότημα Μόσχας - από Θεσσαλονικείς που κατοικούσαν στη Μόσχα - το οποίο πρόσφερε μεγάλα για την εποχή χρηματικά ποσά, όπως για παράδειγμα το 1886, περίπου 22.000 γρόσια ή το 1890, 7.000 οθωμανικές λίρες. Παρόμοια ήταν και η προσφορά του Δημήτριου Ρογκότη (στην οποία συνεισέφεραν αργότερα και άλλοι, όπως οι Τοσίτσας και Ιακώβου), με 10.000 γρόσια.
Υπήρχαν, εξάλλου τα κληροδοτήματα των Θεόδωρου Δούμπα, Ελισάβετ Καστριτσίου και Ιωάννη Παπάφη, ο οποίος εκτός από δωρεές σε ακίνητη περιουσία (Παπάφειο ορφανοτροφείο) προσέφερε και οικονομικές ενισχύσεις, ύψους περίπου 6.000 φράγκων.
Μικρότερες δωρεές, που αφορούσαν χρηματικά ποσά, ακίνητα, όργανα διδασκαλίας, βιβλία κ.α., προέρχονταν και από άλλους ευεργέτες, όπως οι Γιώργος Ζαρείφης και Χρηστάκης Ζωγράφος από την Κωνσταντινούπολη, οι οικογένειες Δούμπα και Οικονόμου, ο Δημήτρης Βικέλλας και ο Γρηγόρης Μαρασλής.
Στην ενίσχυση της εκπαίδευσης στη Θεσσαλονίκη, συμμετέχουν, εξάλλου, με προσφορές τους σύλλογοι και σωματεία, όπως ο Φιλολογικός Σύλλογος Κωνσταντινούπολης, ο Σύλλογος προς Διάδοση των Ελληνικών Γραμμάτων, ο Σύλλογος «Ομηρος» της Σμύρνης, και «Βύρωνας» της Αθήνας. Δωρεές προέρχονταν και από μη ελληνικές οικογένειες, όπως της εβραϊκής οικογένειας Αλλατίνη, που το 1886 είχε προσφέρει 1.000 φράγκα.
«Υπάρχει μεγάλη γεωγραφική διασπορά των δωρεών. Ευεργεσίες προέρχονταν από την Αλεξάνδρεια, Τεργέστη, Βιέννη, Κωνσταντινούπολη, Σμύρνη, Λίβερπουλ, Λονδίνο, Μάντσεστερ, Παρίσι κ.α.» δήλωσε ο κ.Πολίτης.
Δημόσια δευτεροβάθμια εκπαίδευση στη Θεσσαλονίκη
Η εκπαίδευση στη Θεσσαλονίκη πριν από το 1912 ήταν κοινοτική και τουλάχιστον για μία 20ετία, οπότε δημιουργήθηκαν οι πρώτοι μεταρρυθμιστικοί νόμοι (1928-32), το εκπαιδευτικό της σύστημα προσπαθούσε να ενσωματωθεί σε αυτό του ελληνικού κράτους.
Χαρακτηριστικότερα προβλήματα που αντιμετώπιζε η εκπαίδευση το διάστημα από το 1912 έως το 1940, ήταν ο μεγάλος αριθμός προσφύγων μαθητών, σε αντίθεση με το μικρό αριθμό σχολείων και το πρόβλημα σχολικής στέγης, με αποτέλεσμα σε κάθε τάξη να συνωστίζονται μέχρι και 70 μαθητές.
Σύμφωνα με έρευνα που πραγματοποίησαν οι καθηγητές, Δημήτριος Κοσμάς και Φρειδερίκη Φαντίδου, για τη δευτεροβάθμια εκπαίδευση στη Θεσσαλονίκη, κατά την ίδια χρονική περίοδο, ιδρύθηκαν και λειτουργούσαν στην πόλη πέντε Γυμνάσια αρρένων, τρία θηλέων, το Πειραματικό Γυμνάσιο του ΑΠΘ, η Εμπορική και η Οικοκυρική Σχολή, το Πρακτικό Λύκειο και το Ανώτερο Κεντρικό Παρθεναγωγείο.
«Τότε, υπήρχε μόνο γυμνάσιο, εξατάξιο, και τα σχολεία, εξαιτίας της έλλειψης μόνιμων κτιρίων, μεταστεγάζονταν συχνά. Μετά το 1938, με νόμο, το γυμνάσιο έγινε 8τάξιο και η φοίτηση στο Δημοτικό ήταν τέσσερα χρόνια, αλλά στη συνέχεια άλλαξε και αυτό το σύστημα. Το μόνο μόνιμο σχολείο, από την αρχή της λειτουργίας του, ήταν το 2ο Γυμνάσιο θηλέων (στην οδό Μαρτίου, πίσω από την Πυροσβεστική). Το Ελληνικό Γυμνάσιο, που μετά μετονομάστηκε σε 1ο Γυμνάσιο Αρρένων, στεγάζονταν σε κτίριο, επί της Εγνατίας (απέναντι από την Καμάρα)» ανέφερε η κ.Φαντίδου.
Η λειτουργία της Οικοκυρικής Σχολής από το 1938, στην οποία φοιτούσαν μόνο κορίτσια, προμήνυε την ανάγκη των γυναικών να βγουν στην αγορά εργασίας. Μεταπολεμικά, η Σχολή φιλοξένησε μέχρι και 300 μαθήτριες. Η Εμπορική Σχολή ήταν μικτή, ιδρύθηκε το 1919-20 και μέσα σε τέσσερα χρόνια αποφοίτησαν 1418 μαθητές. Τα μαθήματα ήταν κυρίως οικονομικά και οι απόφοιτοί της ασχολούνταν με το εμπόριο ή εργάζονταν σε τράπεζες.
Το Πρακτικό Λύκειο είχε κυρίως πολυτεχνικό προσανατολισμό, με έμφαση κυρίως στα μαθηματικά. Το Ανώτερο Κεντρικό Παρθεναγωγείο, εκεί που σήμερα βρίσκεται το σιντριβάνι της ΔΕΘ, έπαψε να λειτουργεί το 1936.
http://omogeneia.ana-mpa.gr/press.php?id=7643
Καθοριστική σημασία στην εξέλιξη του Μακεδονικού Αγώνα, κατά την πενταετία, 1903-1908, διαδραμάτισαν αφανείς πρωταγωνιστές, των οποίων το πεδίο δράσης εναλλασσόταν μεταξύ της αίθουσας διδασκαλίας και εκτός αυτής, στις τοπικές κοινωνίες.
Πρόκειται για τους δασκάλους, οι οποίοι συνδύαζαν τον εκπαιδευτικό τους ρόλο μ' εκείνον του πράκτορα, του καθοδηγητή, του οργανωτή, του μεταφορέα οπλισμού και του συνδέσμου.
Το έργο τους αποτελεί μια άγνωστη πτυχή της συγκεκριμένης ιστορικής περιόδου, ωστόσο εξίσου καθοριστικής σημασίας με τις πράξεις ανδρείας και τη δράση των ελληνικών ανταρτικών σωμάτων, αφού ο Μακεδονικός Αγώνας, εκτός από τις συγκρούσεις Ελλήνων και Βουλγάρων ανταρτών σε γεωπολιτικό επίπεδο, ήταν αγώνας που δόθηκε για την επικράτηση και εδραίωση της εθνικής συνείδησης.
Τα προβλήματα που καλούνταν να αντιμετωπίσουν ήταν πολλαπλά, καθώς στην υπό οθωμανική διοίκηση Μακεδονία, μεγάλο τμήμα του πληθυσμού είχε αλλοφωνήσει. Ο έλεγχος των εκκλησιών και των σχολείων ήταν απαραίτητος για τη συνοχή και προϋπόθεση για την εξασθένιση της βουλγαρικής επιρροής.
Σύμφωνα με τον επιστημονικό συνεργάτη της Εταιρείας Μακεδονικών Σπουδών, Κωνσταντίνο Παπανικολάου, ο εντοπισμός όλων εκείνων των εκπαιδευτικών που συνδύαζαν τη διδασκαλία με την ενεργή συμμετοχή στο Μακεδονικό Αγώνα, ιδιαίτερα για την περιοχή της Θεσσαλονίκης, αποτελεί δύσκολο εγχείρημα, καθώς μοναδική πηγή αποτελούσαν τα απομνημονεύματα των οπλαρχηγών του Αγώνα, σποραδικές μαρτυρίες και προξενικές εκθέσεις.
Αδημοσίευτο, πρωτογενές υλικό που εξασφάλισε η Εταιρεία Μακεδονικών Σπουδών από αρχεία της Διεύθυνσης Εφέδρων Πολεμιστών Αγωνιστών Θυμάτων και Αναπήρων (ΔΕΠΑΘΑ) του υπουργείου Εθνικής Αμυνας και επεξεργάστηκε, για ερευνητικούς σκοπούς, ο κ. Παπανικολάου, φωτίζει και αποκαλύπτει τη δράση 4.668 αναγνωρισμένων αγωνιστών του Μακεδονικού Αγώνα, εκ των οποίων και πολλών Μακεδονομάχων εκπαιδευτικών στο νομό Θεσσαλονίκης.
Καλύπτει, επίσης, ένα σημαντικό κενό της έρευνας που μέχρι σήμερα επικεντρώνονταν στην συμβολή των απεσταλμένων αντάρτικων σωμάτων από την ελεύθερη τότε Ελλάδα, αφήνοντας στο περιθώριο τη συνεισφορά του γηγενούς μακεδονικού στοιχείου.
Και γυναίκες εκπαιδευτικοί Μακεδονομάχοι
«Είναι χαρακτηριστικό ότι, στον αγώνα των δασκάλων Μακεδονομάχων, έδρασαν με σημαντική προσφορά και γυναίκες εκπαιδευτικοί, ενώ ο καθένας λάμβανε κάποιο βαθμό, ανάλογα με την κατηγορία των καθηκόντων του στον Αγώνα. Όπως φαίνεται, υπήρχαν δύο κατηγορίες εκπαιδευτικών λειτουργών: αυτών που κατάγονταν από την Θεσσαλονίκη, αλλά δίδαξαν κυρίως εκτός νομού, και αυτών από άλλους νομούς της Μακεδονίας που δίδαξαν σε εκπαιδευτήρια της πόλης», αναφέρει στο ΑΠΕ - ΜΠΕ ο κ.Παπανικολάου.
Στην πρώτη κατηγορία ανήκει ο Αθανάσιος Δάκος από τον Βερτίσκο. Αρχικά, διετέλεσε δάσκαλος στα σλαβόφωνα χωριά της Γευγελής και της Γουμένισσας ενώ αργότερα χειροτονήθηκε ιερέας και εργάστηκε ως Πράκτορας Γ΄ τάξης, στην περιοχή του Κιλκίς. Το βαθμό αυτό λάμβαναν όσοι εργάζονταν ως συλλέκτες πληροφοριών, μεταφορείς οπλισμού και όσοι προσέφεραν κάθε είδους υπηρεσίες στους Έλληνες μαχητές.
Με τον ίδιο βαθμό αναγνωρίστηκε για την εθνική του δράση και ο δάσκαλος Δημήτριος Δημητριάδης, γνωστός με το ψευδώνυμο «Ερμής». Πράκτορας Β΄ τάξης υπήρξε ο Δημήτριος Χουζούρης, για τον οποίο, ο αρχηγός Δ. Κάκκαβος αναφέρει στο πιστοποιητικό του, ως μέλος της Εθνικής Επιτροπής της πόλης: «Βεβαιώ ο υποφαινόμενος ότι ο Δημήτριος Χουζούρης κατά τον Μακεδονικό Αγώνα προσέφερε πολλάς εθνικάς υπηρεσίας ιδία λόγω της ιδιότητος του ως δασκάλου. Υπηρέτησεν εις διάφορα ξενόφωνα χωρία όπου εχρησίμευσεν ως πολύτιμος πράκτωρ προς παροχήν πληροφοριών των εν χωρίοις εκείνοις δρώντων ανταρτικών σωμάτων ου ένεκεν υπέπεσεν εις την δυσμένειαν των τουρκικών αρχών και παρ’ ολίγον να φυλακισθεί δι’ εθνικούς λόγους…».
Αξιόλογος είναι και ο αριθμός των διδασκαλισσών από τη Θεσσαλονίκη που συμμετείχαν στον αγώνα για τη Μακεδονία. Η πλέον διάσημη είναι η γνωστή στους περισσότερους Αγγελική Μεταλλινού -Τσιώμου. Αφού υπηρέτησε στα Γιαννιτσά, διορίστηκε δασκάλα στο Μεσημέρι της Έδεσσας, όπου συνεργάστηκε με τον καπετάν Ακρίτα και τον Μητροπολίτη Στέφανο. Ήταν επικηρυγμένη από το βουλγαρικό Κομιτάτο και κινδύνευσε πολλές φορές να χάσει τη ζωή της. Για το λόγο αυτό, έφερε μαζί της πάντα περίστροφο, το οποίο της είχε προμηθεύσει ο Αντ. Εξαδάκτυλος.
Όπως προκύπτει από το αρχείο της ΔΕΠΑΘΑ, είχε βρεθεί αντιμέτωπη με τους κομιτατζήδες Λούκα και Καρατάσο. Αναφέρεται ακόμη ότι τις Κυριακές μάθαινε στα μεγαλύτερα κορίτσια τραγούδια της Ελληνικής Επανάστασης. Για την προσφορά της παρασημοφορήθηκε από το ελληνικό κράτος. Πράκτορας Β΄ τάξης αναγνωρίστηκε η, επίσης καταγόμενη από τη Θεσσαλονίκη, Στέλλα Αναστασιάδου, η οποία διηύθυνε παρθεναγωγεία στις ευαίσθητες περιοχές των Γιαννιτσών και της Στρώμνιτσας. Το εκπαιδευτικό της έργο το συνέχισε στο Κάιρο, όπου δίδαξε σε διάφορα σχολεία της εκεί ομογένειας.
Ως νηπιαγωγός και αργότερα ως διευθύντρια παρθεναγωγείου εργάστηκε η Πράκτορας Γ΄ τάξης, Ελισάβετ Ιατρίδου. Σε σχολεία της Γευγελής και του Στογιάκοβου δίδαξε η Ελένη Ζωγραφοπούλου-Λασκαρίδου, η οποία, για τη εθνική της δράση, αναγνωρίστηκε ως Πράκτορας Β΄ τάξης.
Στο Στογιάκοβο εργάστηκε και η Αλεξάνδρα Μαρκοπούλου, με σημαντικότατο έργο ως πληροφοριοδότης και αγγελιοφόρος των ανταρτικών ομάδων, ενώ πράκτορας Α΄ τάξης ήταν η Αμαλία Οικονόμου, διευθύντρια της Σχολής Χειροτεχνημάτων «Άγιος Παύλος», στη Θεσσαλονίκη και η διευθύντρια του Παρθεναγωγείου Έδεσσας, Ευφημία Πιάτσα-Κυριακοπούλου, με σημαντικό οργανωτικό έργο.
Η δράση της τελευταίας δεν περιορίστηκε στη διδασκαλία της ελληνικής γλώσσας από τα έδρανα. Συνεισέφερε στα ελληνικά σώματα, περιθάλποντας μαχητές, μεταφέροντας οπλισμό και προπαγανδιστικό υλικό, ενώ δεν ήταν λίγες οι φορές που, με τη χρήση πλαστών βουλγαρικών σφραγίδων, παραπλάνησε «εξαρχικούς» (Βούλγαρους).
Παρόμοιο ήταν το έργο και άλλων εκπαιδευτικών λειτουργών όπως η δασκάλα στη Φλώρινα και Πράκτορας Β΄ τάξης, Σοφία Τσιγγινάρη, η Αικατερίνη Γριζοπούλου και η Μελπομένη Φραντζελά.
Μακεδόνες δάσκαλοι στη Θεσσαλονίκη
Η Θεσσαλονίκη αποτέλεσε πεδίο δράσης και για γηγενείς Μακεδόνες δασκάλους, οι οποίοι συντονίζονταν από τον Έλληνα πρόξενο, Λάμπρο Κορομηλά, καθώς και από τον επικεφαλής της εθνικής προσπάθειας και αρχηγό της «Οργάνωσης Θεσσαλονίκης», Αθανάσιο Σουλιώτη - Νικολαΐδη.
Μεταξύ των συνεργατών του ήταν ο Γυμνασιάρχης, κατά τα έτη 1903-1905, Δημήτριος Σάρρος, ο επιθεωρητής, Ευθύμης Μπουντώνας, ο επιθεωρητής και ιδρυτής των ελληνογαλλικών εκπαιδευτηρίων «Σχολή Κωνσταντινίδη», ο επιθεωρητής, Γεώργιος Χατζηκυριακού, ο ιδρυτής του Μαρασλείου Λυκείου Θεσσαλονίκης, Στέφανος Νούκας, ο διευθυντής Διδασκαλείου, Χαρίλαος Χάρακας, και ο Άγγελος Παπαζαχαρίου, καθηγητής Γυμνασίου της πόλης.
Ιδιαίτερα σημαντική μορφή υπήρξε η καταγόμενη από την Έδεσσα Λίλη Βλάχου. Σπούδασε στο Αρσάκειο Αθηνών και το 1906 ανέλαβε τη διεύθυνση του Παρθεναγωγείου της γενέτειρας της. Εκεί, μύησε πολλές από τις μαθήτριες στον Αγώνα, χρησιμοποιώντας πολλές από αυτές ως συνδέσμους του ελληνικού Κομιτάτου.
Αργότερα, ύστερα από παρέμβαση του Προξενείου, μετατέθηκε στο Διδασκαλείο και νηπιαγωγείο της Θεσσαλονίκης, απ' όπου, με τον ίδιο ζήλο, συνέχισε το έργο της, αναλαμβάνοντας ριψοκίνδυνες αποστολές. Η ενόχληση που προκάλεσε στους «εξαρχικούς» οδήγησε στην εκτέλεσή της, εντός του Διδασκαλείου.
Από οικογένεια μακεδονομάχων καταγόταν ο δάσκαλος, Γρηγόριος Παπαζαφειρίου, ο οποίος γεννήθηκε στην Ειδομένη του Κιλκίς και έδρασε ως Πράκτορας Γ΄ τάξης. Στη διάρκεια της φοιτήσεώς του στο «Ελληνικό Γυμνάσιο Θεσσαλονίκης» ήρθε σ' επαφή με Έλληνες αξιωματικούς, που υπηρετούσαν στο Ελληνικό Προξενείο ως διπλωματικοί υπάλληλοι, καθώς και με τον Χαράλαμπο Καραμανώλη, Πράκτορα Α΄ τάξης, τον μετέπειτα ισόβιο Πρόεδρο του Πανελληνίου Συλλόγου Μακεδονομάχων «Παύλος Μελάς».
Μετά την αποφοίτησή του, το 1906, με υπόδειξη του Ελληνικού Προξενείου Θεσσαλονίκης, διορίστηκε διδάσκαλος στα χωριά, Συκιά, Όσσα, Βογδάντσα Μελισσοχώρι, Λητή, Αξιούπολη, Ειδομένη και στην Πυλαία, στα οποία μύησε τους κατοίκους τους στο Μακεδονικό Αγώνα.
Στη γενέτειρά του, συνεργάστηκε με το Ελληνικό Προξενείο Μοναστηρίου, ενώ το σπίτι του αποτελούσε τόπο μυστικών συναντήσεων πρακτόρων και οπλαρχηγών, μεταξύ των οποίων και ο Εμμανουήλ Κατσίγαρης. Σε μυστική κρύπτη φυλασσόταν ο οπλισμός και τα πολεμοφόδιά του Αγώνα.
Μία ακόμη οικογένεια με προσφορά στον Αγώνα και στα εκπαιδευτικά δρώμενα της Θεσσαλονίκης ήταν η οικογένεια Μάνου, από την Κοζάνη.
Ο Αθανάσιος Μάνος καταγόταν από την πόλη της Κοζάνης και έδρασε ως Πράκτορας Α' τάξης. Εγκαταστάθηκε στην Θεσσαλονίκη διατελώντας από το 1898 έως το 1907 διευθυντής στην Αστική Σχολή Βαρδαρίου, ενώ από το 1907 έως το 1910 διευθυντής της Ιωαννιδείου Σχολής. Συμμετείχε στο Μακεδονικό Αγώνα και στο διάστημα αμέσως μετά την απελευθέρωση της Θεσσαλονίκης υπηρέτησε εθελοντικά ως οδηγός των περιπολιών της κρητικής χωροφυλάκης στην πόλη. Διετέλεσε μέλος του διοικητικού συμβουλίου του Φιλεκπαιδευτικού Συλλόγου Θεσσαλονίκης και στέλεχος της Φιλοπτώχου Αδελφότητος Ανδρών. Ακόμη, υπήρξε οργανωτής του μουσικού τμήματος του Ομίλου Φιλομούσων Θεσσαλονίκης.
Ο δάσκαλος Βασίλειος Μάνος έδρασε ως Πράκτορας Γ' τάξης. Δίδαξε στο Παρθεναγωγείο Νούκα, στην Κεντρική Αστική Σχολή και από το 1913 στο Μαράσλειο Λύκειο. Διετέλεσε μέλος του διοικητικού συμβουλίου του Φιλεκπαιδευτικού Συλλόγου Θεσσαλονίκης και ιδρυτικό στέλεχος του Ομίλου Φιλομούσων Θεσσαλονίκης μαζί με τους αδελφούς του Αθανάσιο και Νικόλαο.
Τέλος, ο Νικόλαος Μάνος έδρασε ως Πράκτορας Β' τάξης. Εγκαταστάθηκε, όπως και οι αδελφοί του, στη Θεσσαλονίκη, όπου εργάσθηκε ως δάσκαλος, στο Χορτιάτη και την Επανομή. Παρακολουθούσε και ανέφερε τις κινήσεις των Βουλγάρων στο διοικητή των ελληνικών δυνάμεων στα Γιαννιτσά, συνταγματάρχη Ρακτιβάν. Ασχολήθηκε με τη δημοσιογραφία ως εκδότης της εφημερίδας "Εθνική", που διανέμονταν δωρεάν και ανέπτυξε σημαντική εμπορική και φιλανθρωπική δραστηριότητα. Τιμήθηκε από τη γιουγκοσλαβική κυβέρνηση με τον Ανώτερο Ταξιάρχη του Γιουγκοσλαβικού Τάγματος του Αγίου Σάββα, αναγορεύθηκε επίτιμος πρόεδρος της Ένωσης Παλαιών Πολεμιστών Μακεδονίας και επίτιμος πρόεδρος του Συλλόγου Μακεδονομάχων «Παύλος Μελάς». Διετέλεσε τέλος, δύο φορές Δήμαρχος της πόλης της Θεσσαλονίκης (1929-1931, 1934-1937).
Πολλοί ακόμη εκπαιδευτικοί θα μπορούσαν να αναφερθούν, όπως ο Γεώργιος Τριανταφυλλίδης από τις Σέρρες, ο Αθανάσιος Πάσχος από την Ξυλόπολη, η Πολυξένη Ζωγράφου από τη Στρώμνιτσα, που δίδαξε στο Δρυμό, το Σωχό και τη Λητή, ο Δημήτριος Παπαστεφάνου σύνδεσμος από το Σκρα, ο φονευθείς από τους Κομιτατζήδες Χαράλαμπος Γκαρέζιος από τη Γευγελή, ο δάσκαλος στο Λαγκαδά Στυλιανός Γουνιώτης, ο Νικόλαος Κώττας από τα Πετροκέρασα της Χαλκιδικής, ο Άγγελος Παπαζαχαρίου από τον Σωχό, ο Αθανάσιος Ιατρού από τον Πολύγυρο και η διευθύντρια Παρθεναγωγείου Αγλαϊα Σχοινά.
Μέρος από τη ζωή και το έργο των γηγενών Μακεδονομάχων εκπαιδευτικών θα παρουσιαστεί στο συνέδριο, με τίτλο, «Προσωπογραφίες εκπαιδευτικών και ευεργετών των σχολείων της Θεσσαλονίκης», που θα πραγματοποιηθεί, υπό την οργάνωση του τμήματος Φιλοσοφίας και Παιδαγωγικής του ΑΠΘ, αύριο, Σάββατο 17 Οκτωβρίου, στο Κέντρο Ιστορίας Θεσσαλονίκης.
Ευεργέτες των σχολείων της Θεσσαλονίκης
Κατά την περίοδο της τουρκοκρατίας, τα σχολεία της ελληνικής κοινότητας της Θεσσαλονίκης, μέσα στις δυσκολίες και οικονομικές δυσχέρειες που αντιμετωπίζουν για την λειτουργία τους, δέχονται τις δωρεές εξεχόντων και μη Ελλήνων, τόσο με μεγάλα κληροδοτήματα όσο και με μικρότερες προσφορές.
Σύμφωνα με τον εκπαιδευτικό, Δημήτρη Πολίτη, από τα αρχεία «Λογοδοσίες εφορείας ελληνικών εκπαιδευτηρίων» και «Πρακτικά Φιλεκπαιδευτικού Συλλόγου» για την περίοδο από το 1870 έως το 1910, υπάρχουν αναφορές για πέντε μεγάλα κληροδοτήματα, που πρόσφεραν σχεδόν κάθε χρόνο, ευυπόληπτοι Ελληνες, κυρίως του εξωτερικού.
Συγκεκριμένα, πρόκειται για το κληροδότημα Μόσχας - από Θεσσαλονικείς που κατοικούσαν στη Μόσχα - το οποίο πρόσφερε μεγάλα για την εποχή χρηματικά ποσά, όπως για παράδειγμα το 1886, περίπου 22.000 γρόσια ή το 1890, 7.000 οθωμανικές λίρες. Παρόμοια ήταν και η προσφορά του Δημήτριου Ρογκότη (στην οποία συνεισέφεραν αργότερα και άλλοι, όπως οι Τοσίτσας και Ιακώβου), με 10.000 γρόσια.
Υπήρχαν, εξάλλου τα κληροδοτήματα των Θεόδωρου Δούμπα, Ελισάβετ Καστριτσίου και Ιωάννη Παπάφη, ο οποίος εκτός από δωρεές σε ακίνητη περιουσία (Παπάφειο ορφανοτροφείο) προσέφερε και οικονομικές ενισχύσεις, ύψους περίπου 6.000 φράγκων.
Μικρότερες δωρεές, που αφορούσαν χρηματικά ποσά, ακίνητα, όργανα διδασκαλίας, βιβλία κ.α., προέρχονταν και από άλλους ευεργέτες, όπως οι Γιώργος Ζαρείφης και Χρηστάκης Ζωγράφος από την Κωνσταντινούπολη, οι οικογένειες Δούμπα και Οικονόμου, ο Δημήτρης Βικέλλας και ο Γρηγόρης Μαρασλής.
Στην ενίσχυση της εκπαίδευσης στη Θεσσαλονίκη, συμμετέχουν, εξάλλου, με προσφορές τους σύλλογοι και σωματεία, όπως ο Φιλολογικός Σύλλογος Κωνσταντινούπολης, ο Σύλλογος προς Διάδοση των Ελληνικών Γραμμάτων, ο Σύλλογος «Ομηρος» της Σμύρνης, και «Βύρωνας» της Αθήνας. Δωρεές προέρχονταν και από μη ελληνικές οικογένειες, όπως της εβραϊκής οικογένειας Αλλατίνη, που το 1886 είχε προσφέρει 1.000 φράγκα.
«Υπάρχει μεγάλη γεωγραφική διασπορά των δωρεών. Ευεργεσίες προέρχονταν από την Αλεξάνδρεια, Τεργέστη, Βιέννη, Κωνσταντινούπολη, Σμύρνη, Λίβερπουλ, Λονδίνο, Μάντσεστερ, Παρίσι κ.α.» δήλωσε ο κ.Πολίτης.
Δημόσια δευτεροβάθμια εκπαίδευση στη Θεσσαλονίκη
Η εκπαίδευση στη Θεσσαλονίκη πριν από το 1912 ήταν κοινοτική και τουλάχιστον για μία 20ετία, οπότε δημιουργήθηκαν οι πρώτοι μεταρρυθμιστικοί νόμοι (1928-32), το εκπαιδευτικό της σύστημα προσπαθούσε να ενσωματωθεί σε αυτό του ελληνικού κράτους.
Χαρακτηριστικότερα προβλήματα που αντιμετώπιζε η εκπαίδευση το διάστημα από το 1912 έως το 1940, ήταν ο μεγάλος αριθμός προσφύγων μαθητών, σε αντίθεση με το μικρό αριθμό σχολείων και το πρόβλημα σχολικής στέγης, με αποτέλεσμα σε κάθε τάξη να συνωστίζονται μέχρι και 70 μαθητές.
Σύμφωνα με έρευνα που πραγματοποίησαν οι καθηγητές, Δημήτριος Κοσμάς και Φρειδερίκη Φαντίδου, για τη δευτεροβάθμια εκπαίδευση στη Θεσσαλονίκη, κατά την ίδια χρονική περίοδο, ιδρύθηκαν και λειτουργούσαν στην πόλη πέντε Γυμνάσια αρρένων, τρία θηλέων, το Πειραματικό Γυμνάσιο του ΑΠΘ, η Εμπορική και η Οικοκυρική Σχολή, το Πρακτικό Λύκειο και το Ανώτερο Κεντρικό Παρθεναγωγείο.
«Τότε, υπήρχε μόνο γυμνάσιο, εξατάξιο, και τα σχολεία, εξαιτίας της έλλειψης μόνιμων κτιρίων, μεταστεγάζονταν συχνά. Μετά το 1938, με νόμο, το γυμνάσιο έγινε 8τάξιο και η φοίτηση στο Δημοτικό ήταν τέσσερα χρόνια, αλλά στη συνέχεια άλλαξε και αυτό το σύστημα. Το μόνο μόνιμο σχολείο, από την αρχή της λειτουργίας του, ήταν το 2ο Γυμνάσιο θηλέων (στην οδό Μαρτίου, πίσω από την Πυροσβεστική). Το Ελληνικό Γυμνάσιο, που μετά μετονομάστηκε σε 1ο Γυμνάσιο Αρρένων, στεγάζονταν σε κτίριο, επί της Εγνατίας (απέναντι από την Καμάρα)» ανέφερε η κ.Φαντίδου.
Η λειτουργία της Οικοκυρικής Σχολής από το 1938, στην οποία φοιτούσαν μόνο κορίτσια, προμήνυε την ανάγκη των γυναικών να βγουν στην αγορά εργασίας. Μεταπολεμικά, η Σχολή φιλοξένησε μέχρι και 300 μαθήτριες. Η Εμπορική Σχολή ήταν μικτή, ιδρύθηκε το 1919-20 και μέσα σε τέσσερα χρόνια αποφοίτησαν 1418 μαθητές. Τα μαθήματα ήταν κυρίως οικονομικά και οι απόφοιτοί της ασχολούνταν με το εμπόριο ή εργάζονταν σε τράπεζες.
Το Πρακτικό Λύκειο είχε κυρίως πολυτεχνικό προσανατολισμό, με έμφαση κυρίως στα μαθηματικά. Το Ανώτερο Κεντρικό Παρθεναγωγείο, εκεί που σήμερα βρίσκεται το σιντριβάνι της ΔΕΘ, έπαψε να λειτουργεί το 1936.
Πολύ καλή ανάρτηση ακρίτα,νομίζω πώς ακόμα και οι ''ντεμεκ μακεδόνες''(τους αποκαλώ έτσι γιατί εμείς δέν είμαστε μακεδόνες κατεβήκαμε απο το φεγγάρι) αυτά δέν τα γνωρίζουν,η πλύση εγκεφάλου είναι τέτοια που δέν υπάρχει χώρος για αυτά.
ΑπάντησηΔιαγραφήΕπίσης εδώ μπορείτε να δείτε σε φώτο τα σχολεία εκείνης της εποχής σε Θεσσαλονικη και Γιαννιτσά.
To link είναι αυτό....
ΑπάντησηΔιαγραφήhttp://users.ach.sch.gr/pchaloul/makedonikos-agonas.htm