Ο αρχαιολογικός χώρος της Αιανής
Ἐλιμιῶται ἤ Ἐλιμειῶται: Οι κάτοικοι της Ελίμειας ή Ελιμιώτιδος, περιοχής της αρχαίας άνω Μακεδονίας, η οποία κάλυπτε το νότιο τμήμα του σημερινού Νομού Κοζάνης και το ανατολικό του Νομού Γρεβενών, στην κοιλάδα του μέσου ρου του ποταμού Αλιάκμονος (Βλ. Χάρτη Αρχαία Μακεδονία). Στην αρχαιότητα ανήκε στο ομώνυμο βασίλειο, το οποίο μαζί με τα υπόλοιπα ''άνωθεν βασίλεια'' (Τυμφαίας, Ορεστίδος, Εορδαίας, Λυγκηστίδος, Πελαγονίας και Δερριόπου) αποτελούσαν την λεγόμενη Άνω Μακεδονία, όπως προαναφέρθηκε.
Σύμφωνα με τις νεώτερες αντιλήψεις θεωρούνται Δυτικό (Ηπειρωτικό) φύλο, που συμμετείχε στην ομοσπονδία των Ηπειρωτών Μολοσσών μαζί με τους Ορέστες, τους Λυγκηστές, τους Πελαγόνες και τους Τυμφαίους, πριν από την δημιουργία του μακεδονικού βασιλείου.
Σπουδαιότερη πόλη της περιοχής και πιθανότατα η πρωτεύουσα ήταν η Αιανή, η οποία γνώρισε μεγάλη ακμή στα αρχαϊκά και κλασσικά χρόνια (6ος και 5ος αι. π.Χ.). Κατά τον Στέφανο Βυζάντιο ονομάσθηκε έτσι «…από Αιανού παιδός Ελύμου, του βασιλέως Τυρρηνών…». Από τον ίδιο συγγραφέα αναφέρεται και πόλη Ελιμία: «…πόλις Μακεδονίας, Στράβων εβδόμω. από Ελύμου του ήρωος ή από Ελένου ή από Ελύμα του Τυρρηνών βασιλέως…».
Η γεωγραφική θέση της Αιανής ορίζεται δυτικά από το βουνό Βούρινος, νοτιοανατολικά από τα όρη των Καμβουνίων και βορειοανατολικά από την τεχνητή λίμνη του Πολυφύτου. Βρίσκεται 23 χλμ. νότια της Κοζάνης και απέχει 5 χιλ. από τον ποταμό Αλιάκμονα. Η αρχαία πόλη βρίσκεται τα τελευταία χρόνια στο επίκεντρο του διεθνούς επιστημονικού, αρχαιολογικού και ιστορικού ενδιαφέροντος εξαιτίας των πολυσήμαντων αρχαιολογικών ευρημάτων που βρέθηκαν σε αυτή: μνημεία, δημόσια κτήρια, πλούσιες ιδιωτικές κατοικίες, μοναδικά αγάλματα και βασιλικοί τάφοι που περιείχαν πλήθος κτερισμάτων όπως χάλκινα σκεύη, όπλα, σιδερένια ομοιώματα αμαξιών με πήλινα και χάλκινα αλογάκια, πήλινα μελανόμορφα και ερυθρόμορφα αγγεία, πήλινα ειδώλια, οστέινα περίτμητα πλακίδια που είναι αριστουργήματα της μικροτεχνίας, γυάλινα και αλαβάστρινα αγγεία. Οι συστηματικές ανασκαφές άρχισαν το 1983 και συνεχίζονται μέχρι σήμερα.
ΓΕΩΡΓΙΑΣ ΚΑΡΑΜΗΤΡΟΥ-ΜΕΝΤΕΣΙΔΗ
Η οργανωμένη ζωή στην περιοχή ξεκινά από την Ύστερη Εποχή του Ορειχάλκου, ενώ στα μέσα περίπου της πρώτης χιλιετίας η Ελίμεια καθιστά την ύπαρξη της αισθητή στον ελλαδικό χώρο. Περίφημο στην αρχαιότητα υπήρξε το βαρύ ιππικό των Ελιμιωτών που θα διακριθεί σε πολλές μάχες για την πειθαρχία του και την γενναιότητά του.
Ο πρώτος ηγεμών των Ελιμιωτών και πιθανόν ιδρυτής της βασιλικής δυναστείας της περιοχής, για τον οποίο έχουμε ιστορική αναφορά (σχολιαστής στον Θουκυδίδη Ι. 57. 3) ήταν ο Δέρδας Α΄, γιος του μέλους της μακεδονικής βασιλικής δυναστείας των Αργεαδών, Αρριδαίου. Ο Αρριδαίος ήταν γιος του βασιλέως των Μακεδόνων Αμύντα Α΄ (540 – 498/497 π.Χ.) και επομένως αδελφός του ιδιαίτερα γνωστού από την δράση του στους Περσικούς πολέμους Αλεξάνδρου Α΄ του Φιλέλληνος (498/497 – 454 π.Χ.). Φαίνεται ότι στον Αρριδαίο είχε ανατεθεί η διοίκηση της Ελιμιώτιδος είτε από τον Αμύντα Α΄ είτε το πιθανότερο από τον ίδιο τον Αλέξανδρο Α΄, ο οποίος είχε συνάψει σχέσεις επιγαμίας (ο ίδιος ή η αδελφή του) με τον προϋπάρχοντα βασιλικό οίκο της Ελίμειας (βλ. E. Borza: The Emergence of Macedon, σελ. 124). Ο Δέρδας Α΄ κληρονόμησε λοιπόν το βασίλειο της Ελιμιώτιδος από τον πατέρα του και θα σπεύσει να ανεξαρτητοποιηθεί πλήρως από το Βασίλειο της Μακεδονίας, μάλλον κατά την διάρκεια των ταραγμένων χρόνων που ακολούθησαν την δολοφονία του Αλεξάνδρου Α΄. Ο Δέρδας Α΄ θα εμπλακεί μάλιστα και στην δυναστική διαμάχη των εξαδέλφων του (των υιών του Αλεξάνδρου Α΄), Φιλίππου και Περδίκκα, στηρίζοντας στρατιωτικά τον Φίλιππο εναντίον του αδελφού του, ο οποίος είχε καταλάβει τον θρόνο της Μακεδονίας (Περδίκκας Β΄). Ο διάδοχος του Περδίκκα Β΄, ο Αρχέλαος (413 – 399 π.Χ.), θα ανανεώσει τους συγγενικούς δεσμούς των Αργεαδών με τους Ελιμιώτες δίνοντας την κόρη του ως σύζυγο (το 400 π.Χ. σύμφωνα με τους υπολογισμούς του N. Hammond. Αναφέρεται στο The Emergence of Macedon, σελ. 164) στον Δέρδα Β΄ που ήδη είχε διαδεχθεί τον πατέρα του, Δέρδα Α΄ (σύμφωνα με άλλους ιστορικούς ήταν παππούς του και όχι πατέρας του), στον θρόνο της Ελίμειας.
Ο Δέρδας Β΄ θα αποκτήσει από την κόρη του Αρχελάου δυο γιους, τον Δέρδα και τον Μαχάτα και μια κόρη, την Φίλα, την οποία θα πάρει (σύμφωνα με τις νεώτερες απόψεις των ιστορικών) ως πρώτη σύζυγο ο Φίλιππος Β΄ (και όχι την Ιλλυρίδα Αυδάτα, η οποία θεωρείται πλέον ως η δεύτερη κατά σειράν σύζυγός του).
Σημειώνουμε ότι ο γενάρχης της μακεδονικής Δυναστείας των Αντιγονιδών, ο Αντίγονος Α΄ ο ονομαζόμενος Μονόφθαλμος ή Κύκλωψ (382-301 π.Χ.), προερχόταν από το γένος των ηγεμόνων της Ελιμιώτιδος και ήταν γιος του Φιλίππου, γιου του προαναφερθέντα Μαχάτα. Υπενθυμίζουμε ότι ο Φίλιππος διορίστηκε από τον Μ. Αλέξανδρο ως Σατράπης (διοικητής) του τμήματος των Ινδιών, που κατακτήθηκε στην διάρκεια της σχετικής εκστρατείας. Δολοφονήθηκε το 326 π.Χ. μετά την ανταρσία των μισθοφορικών στρατευμάτων που διοικούσε (Αρριανού, Ανάβασις VI.27.2).
Το βασίλειο της Ελιμιώτιδος θα ενσωματωθεί οριστικά επί Φιλίππου Β΄ στο Μακεδονικό Βασίλειο και θα αποτελέσει αναπόσπαστο τμήμα αυτού σε όλη την υπόλοιπη διάρκεια της ύπαρξής του, μέχρι την ρωμαϊκή κατάκτηση (168/167 π.Χ.).
Ἐορδοί: Αρχαίο φύλο εντοπιζόμενο στην άνω Μακεδονία. Κατά τις απόψεις των νεώτερων ερευνητών οι Εορδοί ή Εορδαίοι (βλ. Στεφ. Βυζ. στην λέξη Εορδαίαι), διείσδυσαν στην Μακεδονία και εγκαταστάθηκαν στην περιοχή δυτικά του Βερμίου, στην διάρκεια της Εποχής του Ορειχάλκου. Θεωρούνταν ως Ιλλυρικό φύλο και σωστότερα Πρωτο - Ιλλυρικό. Σύμφωνα όμως με νεώτερες απόψεις (βλ. ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ σελ. 66), θεωρούνται πλέον ως Παίονες.
Κατά την πρώτη περίοδο της επέκτασης του Μακεδονικού βασιλείου, η περιοχή των Εορδών θα κατακτηθεί από τους Μακεδόνες, οι οποίοι θα τους εξοντώσουν. Όσοι επέζησαν θα καταφύγουν στην Φύσκα της Μυγδονίας (Θουκυδίδης Β΄ 99), απ’ όπου είχαν ήδη εκδιωχθεί οι κάτοικοί της Ήδωνες, που είχαν καταλάβει την χώρα μετά την παλαιότερη (γύρω στο 800 π.Χ.) αποχώρηση του μεγαλύτερου τμήματος του φρυγικού φύλου των Μυγδόνων, ενώ στην Εορδαία θα εγκατασταθούν Μακεδόνες. Από τότε η περιοχή θεωρείται ως μια από τις βασικές επαρχίες του Μακεδονικού βασιλείου.
Γύρω στο 350 π.Χ. ο Φίλιππος Β΄ θα ενσωματώσει στην Μακεδονία τους Παραυαίους, τους Τυμφαίους και τους Ορέστες, ενώ στην περιοχή των Πρεσπών (σημερ. πεδιάδα της Κορυτσάς), θα δημιουργήσει από τους κατοίκους της περιοχής και Μακεδόνες αποίκους, ένα νέο φύλο που τους ονόμασε Εορδαίους (N.G.L. Hammond:Macedonian State, σελ.192, καθώς και N.G.L.Hammond “The march of Alexander the Great on Thebes in 335 B.C.” στο συλλογικό έργο «Μέγας Αλέξανδρος: 2300 χρόνια από το θάνατό του» Θεσσαλονίκη 1980, 172-175). Πιθανόν να ταυτίζονται με τους Εορδήτες, που αναφέρονται από τον Κλαύδιο Πτολεμαίο (Γ΄ 13. 26) στην περιοχή του άνω ρου του ποταμού Δεβόλη (ο ένας από τους δύο μεγάλους παραπόταμους του Άψου-Semeni) και του παραποτάμου του, Εορδαϊκού. Από αυτήν την (μακεδονική πλέον) Εορδαία, καταγόταν (σύμφωνα με τα Λεξικά «ΗΛΙΟΥ» και «Πάπυρος-Λαρούς-Μπριτάνικα») ο στρατηγός του Μεγάλου Αλεξάνδρου Πτολεμαίος ο Λάγου, ο ιδρυτής της περίφημης δυναστείας των Πτολεμαίων της Αιγύπτου, γνωστότερος με το όνομα Πτολεμαίος Α΄ ο Σωτήρ, αλλά κατά τον Στέφανο Βυζάντιο, ο Πτολεμαίος κατήγετο από μια πόλη των Ορεστών, την Ορεστία.
Δ.Ε.Ε.
αναδημοσίευση από το blog Έθνο-λογικά
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σχόλια τα οποία θα περιέχουν Greekenglish, ύβρεις, μειωτικούς και συκοφαντικούς χαρακτηρισμούς δεν θα αναρτώνται.