Υπάρχουν κάποια επιχειρήματα που επικαλούνται “αξίες”, του στυλ “εμείς ανήκουμε πια στο δυτικοευρωπαϊκό πολιτισμό και λειτουργούμε πιο πολιτισμένα από αυτούς τους βαρβάρους” ή “η Ελλάδα είναι πια δημοκρατία και αυτές οι απόψεις είναι μιλιταρισμός που μας γυρνάει πολλά χρόνια πίσω”, ή “η αντίσταση στην Τουρκία αντιβαίνει στον ευρωπαϊκό προσανατολισμό της χώρας” ή τέλος ότι “η ειρήνη είναι απόλυτη αξία και πρέπει να την επιδιώξουμε μέχρι το τέλος”. Να το συζητήσουμε…
Περί πολιτισμού λοιπόν…
Η συζήτηση περί πολιτισμού είναι πολύ ενδιαφέρουσα, αλλά εξαρτάται για ποιον πολιτισμό μιλάμε: αν θεωρούμε ότι ανήκουμε στο δυτικοευρωπαϊκό πολιτισμό, επειδή μας τρέφει η Ευρώπη με επιδοτήσεις και εμείς φιλοξενούμε τους Ευρωπαίους τα καλοκαίρια και τους δείχνουμε τα μάρμαρα, αν θεωρούμε ότι ήταν πολιτισμός η γενική εικόνα της δεκαετίας του ’80, μιας Ελλάδας που κυρίως έχτιζε αυθαίρετα, ή εναλλακτικά, υπερτιμολογούσε τα πάντα και έθαβε πορτοκάλια για να εισπράττει τα λεφτά των “κουτόφραγκων” και να τα σπάει στον Πανταζή, αν νομίζουμε ότι είναι καλύτερα τα πράγματα σήμερα, όπου με τη χρηματοδότηση της Ε.Ε. φτιάχνονται μεγάλα έργα σε τιμές περίεργες και σε διαγωνισμούς στημένους, ώστε τα λεφτά να πηγαίνουν σε 3-4 μεγάλα τραστ που με τα κανάλια τους όχι μόνο ανεβοκατεβάζουν κυβερνήσεις, αλλά και μας επιβάλλουν ένα πολιτιστικό επίπεδο με πυρήνα την.......
Αννίτα Πάνια και την Έφη Σαρρή, αν αυτός είναι ο εξευρωπαϊσμός, τότε ναι, αυτός ο πολιτισμός και αυτή η “ευρωπαϊκή θέση” ταιριάζουν με τη νοοτροπία του “εντάξει μωρέ, χιλιάδες νησιά έχουμε. Αν δίνουμε στην Τουρκία ένα κάθε χρόνο, δε θα γίνει ποτέ πόλεμος”.Αν όμως μιλάμε για τον πραγματικό νεοελληνικό (και καθόλου αντιευρωπαϊκό) πολιτισμό του 20ου αιώνα , τότε τα πράγματα είναι αλλιώς: γιατί υπήρξε τέλος πάντων σ’ αυτό τον τόπο και ένας Καζαντζάκης που έγραψε τον Καπετάν Μιχάλη, ένας Τσαρούχης που είπε ότι “για να είσαι κοσμοπολίτης, πρέπει πρώτα να είσαι Έλληνας”, ένας Ελύτης που ύμνησε το Αιγαίο και το διαχρονικό αγώνα αυτού του λαού και έγραψε, αν θυμάστε, κι έναν “Ήλιο της Δικαιοσύνης”, και ευτυχώς υπάρχει ακόμα ένας Θεοδωράκης που τον μελοποίησε. Όπως υπήρξε κι ένας Λοϊζος που μας είπε ότι “δε θα περάσει ο φασισμός”. Όπως υπήρξε βέβαια κι ένας Ξυλούρης που τραγούδησε πως “μπήκαν στην πόλη οι οχτροί / τις πόρτες σπάσαν οι οχτροί / και μεις γελούσαμε στις γειτονιές / την πρώτη μέρα” (αυτό μπορεί άνετα να αφιερωθεί π.χ. στον κ. Παπαγιαννάκη). Όπως υπάρχει ένας Νταλάρας να τραγουδάει για την Κύπρο. Όπως υπάρχει κι ένας Σαββόπουλος, για να γράφει “πού πας παλληκάρι, ωραίο σα μύθος κι ολόισια στο θάνατο κολυμπάς” και να το ταιριάζει ο Στάθης με σκίτσα για το Σολωμό Σολωμού. (Για να μην επεκταθούμε και στην προπολεμική περίοδο και φτάσουμε π.χ.στον Παλαμά). Και κυρίως, υπάρχει ακόμα ένας κόσμος που αντιστέκεται στο γενικό χάλι, και νομίζω ότι αυτή την εντύπωση την έχουν πολλοί. Και αυτός ο νεοελληνικός πολιτισμός μας οδηγεί στην ακριβώς αντίθετη κατεύθυνση : στην αιώνια μοίρα αυτού του λαού, την αντίσταση (μες στα σύρματα κλεισμένοι / μα η καρδιά μας πάντα ορθή / πάντα ο ίδιος όρκος μένει / λευτεριά και προκοπή: ο Θεοδωράκης που λέγαμε…). Την ψύχραιμη, πεπαιδευμένη, συνειδητή και μετρημένη, αλλά πάντως αντίσταση. Και αυτή η αντίσταση, ιδίως στο δεδομένο αντίπαλο, είναι κατ’ εξοχήν πολιτισμός.
Περί δημοκρατίας λοιπόν…
Εδώ δικαιολογείται νομίζω μια κάποια οξύτητα:
Ξεχάσανε οι τάχαμου προοδευτικοί (στην πραγματικότητα απλώς εθελόδουλοι) ότι ο πρώτος διδάξας της “ελληνοτουρκικής φιλίας πάση θυσία” (εδώ η θυσία ήταν η απόσυρση της μεραρχίας από την Κύπρο) ήταν ο δικτάτορας Παπαδόπουλος;
Ξεχάσανε μήπως ότι η ελληνική αριστερά είχε τη μεγαλύτερή της απήχηση (και εκλογική καταγραφή) τη δεκαετία του ’50 ως ΕΔΑ, όταν έκανε “σημαία” την υπόθεση της Κύπρου;
Από πότε έγιναν πατριωτισμός και δημοκρατία αντώνυμα και δεν το μάθαμε;
Αναρωτήθηκε ποτέ κανείς “προοδευτικός και δημοκράτης” γιατί άραγε οι Έλληνες το 1940 δεν έκαναν “διάλογο” (όπως επίμονα τους καλούσε ο Χίτλερ);
Γιατί ο δημοκρατικός πολιτικός κόσμος της χώρας μετά το 1967 δεν έκανε “διάλογο” με τους πραξικοπηματίες, που επιζητούσαν αυτή τη νομιμοποίηση όσο τίποτε άλλο;
Γιατί άραγε ήταν δημοκρατική και προοδευτική πράξη η αντίσταση στο γερμανικό ναζισμό το 1941-1944 ή στον αμερικανοκίνητο μιλιταρισμό/φασισμό το 1967-1974 και δεν είναι σήμερα δημοκρατική και προοδευτική η αντίσταση στον τουρκικό ιμπεριαλισμό;
Μήπως γιατί, για να ευαισθητοποιηθούν οι “προοδευτικές δυνάμεις” της χώρας για ένα πρόβλημα μετά το 1980, έπρεπε το πρόβλημα να βρίσκεται τουλάχιστον στη Νικαράγουα, κατά προτίμηση μάλιστα στη σελήνη;
Γιατί τέλος πάντων ψάχνουμε “βαρβάρους” σε κάθε άσχετη χώρα, και όταν είναι δίπλα μας και κρατάνε και γιαταγάνι φιλοσοφούμε σχετικά με την έννοια “γιαταγάνι” ή προσπαθούμε να πείσουμε τον εαυτό μας ότι αυτό δεν είναι γιαταγάνι, αλλά ενδεχομένως ανθοδέσμη;
Και εν πάση περιπτώσει, πόσο προοδευτική μπορεί να είναι αυτή η ετερόκλητη συμμαχία ανάμεσα σε Μητσοτάκη και Παπαγιαννάκη, Παπακωνσταντίνου και Κουναλάκη, Κύρκο και Λαμπράκη, με μόνη κοινή άποψη την “ειρήνη πάση θυσία”;
Πόσο λογικό είναι να εύχεται ένα κόμμα του “προοδευτικού” χώρου, ο Συνασπισμός, να αναλάβουν και εδώ οι Αμερικανοί μεσολαβητική πρωτοβουλία τύπου Βοσνίας; Πώς είναι δυνατό να συμπίπτουν όλοι οι παραπάνω “ειρηνόφιλοι” με τους πιο προωθημένους μιλιταριστές (“να φτιάξουμε αμιγώς επαγγελματικό στρατό”, “να γίνουμε πυρηνική δύναμη”) σε ένα και μοναδικό σημείο, δηλαδή την προσπάθειά τους να σιγουρευτούν ότι δε θα χρειαστεί ποτέ ν’ αφήσουν οι ίδιοι το καφεδάκι τους και να τρέχουν στον Έβρο;
Και είναι προοδευτικό αυτό;
Μου φαίνεται ότι έχουμε απλά να κάνουμε (όπως έγραφε και ο Στάθης στα ΝΕΑ, μια μέρα μετά την Ίμια) με την ωραιοποίηση της δειλίας “μιας κοινωνίας χωρίς φρόνημα που πρέπει να κάθεται φρόνιμα, για να μη χάσουν οι εργολάβοι, οι μιζαδόροι και οι αεριτζήδες τις πιστωτικές τους κάρτες”. Εμένα πάντως δε μου φαίνεται και πολύ προοδευτικό αυτό. Μάλλον μου θυμίζει τη “μικρά πλην τιμία Ελλάδα”, που έλεγαν κάποτε οι αντιβενιζελικοί. Και αυτό, δεν είναι πρόοδος. Είναι μαύρη αντίδραση.
Περί Ευρώπης λοιπόν…
Όπως και στον οικονομικό τομέα, έτσι και στην εξωτερική πολιτική, η εντύπωση ότι η Ευρωπαϊκή Ένωση θα λύσει για λογαριασμό της χώρας μας προβλήματα που η ίδια δε μπορεί να αντιμετωπίσει μόνη της (και πολύ περισσότερο ότι υποχρεούται κιόλας να το κάνει), δεν είναι μόνο ταπεινωτική, αντιπαραγωγική και λανθασμένη: είναι και αντιευρωπαϊκή. Η φορτική επίκληση της “κοινοτικής αλληλεγγύης” σε κάθε ζήτημα εξωτερικής πολιτικής που δεν τολμούμε να αντιμετωπίσουμε μόνοι μας ως κυρίαρχο κράτος, μόνο από άσχετους μπορεί να θεωρείται “ευρωπαϊκή πολιτική”. Στην πραγματικότητα, η καταχρηστική προβολή ελληνικών “βέτο” σε θέματα ευρωτουρκικών σχέσεων που οι ευρωπαίοι εταίροι μας αντιλαμβάνονται (και είναι ενδεχομένως φυσικό να αντιλαμβάνονται) ως κρίσιμα για τα συμφέροντά τους είναι αναποτελεσματική και, αντί να στρέφει την Ενωμένη Ευρώπη εναντίον της Τουρκίας, τη στρέφει εναντίον της ίδιας της Ελλάδας. Ο ευρωπαϊκός προσανατολισμός της χώρας δε συνίσταται στο να κρυβόμαστε πίσω από τις φούστες της ΕΕ. Μια συνειδητή ελληνική ευρωπαϊκή πολιτική θα έπρεπε να συνεισφέρει θετικά στις νέες ευρωπαϊκές δομές, χωρίς να δίνει την εντύπωση ότι συνεχώς ζητάει βοήθεια, ώστε να έχει αποθέματα κύρους σε σημεία κρίσιμων (και θεμιτών) ενδοευρωπαϊκών διαπραγματεύσεων, που ενδιαφέρουν την ΕΕ πολύ περισσότερο από τα ελληνοτουρκικά (μέλλον της ΕΕ, επέκτασή της, σχέση Βορρά-Νότου, δημοκρατικό έλλειμμα, πολιτική ένωση κλπ.). Σε αυτό το πλαίσιο, η αυτόνομη στιβαρή αντιμετώπιση του ελληνοτουρκικού προβλήματος, χωρίς απεγνωσμένες εκκλήσεις για βοήθεια (αλλά φυσικά με τη δέουσα διπλωματική και ενημερωτική δραστηριότητα), είναι η μόνη δυνατή “ευρωπαϊκή” πολιτική για την Ελλάδα.
Όσο για το τελευταία κατά κόρον προβαλλόμενο επιχείρημα ότι “ένα θερμό επεισόδιο θα μπορούσε να ματαιώσει την ΟΝΕ”, έστω και αν αφήσουμε κατά μέρος τους ενδοιασμούς μας για την αναγωγή της ΟΝΕ σε ύψιστο εθνικό στόχο και για τον τρόπο με τον οποίο επιδιώκεται, απομένουν πάντως οι εξής παρατηρήσεις: υπό τις παρούσες συνθήκες, ένα θερμό επεισόδιο πιθανώς θα προκαλούσε πράγματι φυγή κεφαλαίων, οικονομική και ίσως κυβερνητική αστάθεια. Αυτή η κατάσταση όμως είναι ακριβώς δικό μας δημιούργημα: εμείς είμαστε που ορίσαμε την ΟΝΕ ως ζήτημα ζωής ή θανάτου, εμείς που κάναμε το χρηματιστήριο επίκεντρο της πολιτικής ζωής, εμείς που συνεχώς αποδεικνύουμε στην Τουρκία πόσο τρέμουμε την οποιαδήποτε προστριβή. Επομένως, στο χέρι μας είναι και η αλλαγή πλεύσης. Στο κάτω-κάτω με αυτή τη λογική, η ελληνική ένταξη στην ΟΝΕ επαφίεται τελικά στη μεγαλοθυμία της Τουρκίας, να μην προκαλέσει θερμό επεισόδιο (υπό αυτές τις συνθήκες, το απίθανο θα είναι να μην το προκαλέσει!). Και φτάσαμε επομένως στο σημείο της πλήρους ανατροπής: αντί να περνάει η ευρωπαϊκή πορεία της Τουρκίας από την Ελλάδα, όπως αυτάρεσκα διακηρύσσαμε τόσα χρόνια, να περνάει η δική μας ευρωπαϊκή πορεία από την Τουρκία!!!
Περί ειρήνης λοιπόν…
Η ιστορία διδάσκει ότι ο πόλεμος σε μια ανταγωνιστική σχέση κρατών συχνότατα αποφεύγεται, όταν υπάρχει ισορροπία δυνάμεων και φόβος για τον αντίπαλο. Σε κανέναν δεν αρέσει αυτό, και είναι πράγματι μιλιταριστικό, αλλά η ιστορία συνήθως το επιβεβαιώνει. Χαρακτηριστικότατο παράδειγμα είναι η “ισορροπία του τρόμου” κατά τη διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου, η οποία διατήρησε την ειρήνη για περίπου 50 χρόνια.
Αντίθετα, η ιστορία διδάσκει ότι η ειρήνη που εξασφαλίζεται με κατευνασμό, δηλαδή υποχωρήσεις έναντι ενός επιθετικού αντιπάλου, είναι μια σάπια ειρήνη που εγκυμονεί έναν πολύ χειρότερο πόλεμο, κάπου στο κοντινό μέλλον. Είναι γενική αρχή (και όχι μόνο στην εξωτερική πολιτική) ότι κανένα πρόβλημα δε λύνεται με τη φυγή. Γιατί οι υποχωρήσεις αποθρασύνουν τον αντίπαλο, οι απαιτήσεις του αυξάνονται με γεωμετρική πρόοδο, και κάποια στιγμή δε μπορεί ούτε ο πιο ειρηνόφιλος να τις ικανοποιήσει. Κι έτσι μια διένεξη που θα μπορούσε να περιοριστεί σ’ ένα διπλωματικό ή έστω τοπικό στρατιωτικό επεισόδιο, καταλήγει τελικά σε πόλεμο. Κλασικό ιστορικό παράδειγμα: από το 1936 ως το 1939, η Αγγλία και η Γαλλία ανέχτηκαν τα πάντα από τη χιτλερική Γερμανία, στο όνομα της ειρήνης: δικτατορικό καθεστώς, επανεξοπλισμό και επαναστρατικοποίηση της Ρηνανίας κατά παράβαση της συνθήκης των Βερσαλλιών, προσάρτηση της Αυστρίας, προσάρτηση της Τσεχοσλοβακίας. Το αποτέλεσμα αυτής της “φιλειρηνικής” πολιτικής, κύριος εκφραστής της οποίας υπήρξε ο άγγλος πρωθυπουργός Chamberlain, υπήρξε η αποθράσυνση του Χίτλερ και ο αιματηρότερος πόλεμος όλων των εποχών. (Σημειώνω ότι ο Σημίτης έχει ήδη χαρακτηριστεί ως ο έλληνας Chamberlain…). Άραγε, πόσες λιγότερες ζωές θα είχαν χαθεί, αν το 1937 Γαλλία και Αγγλία “σωφρόνιζαν” λίγο το Χίτλερ; Και, κατ’ αναλογία, από πόσα προβλήματα, κινδύνους και έξοδα (από τις αερομαχίες στο Αιγαίο) θα είχαμε γλυτώσει, αν γύρω στο 1975-76 η (τότε ισχυρότερη) ελληνική πολεμική αεροπορία είχε καταρρίψει, όπως προβλέπουν όλοι οι κανόνες του διεθνούς δικαίου, τα πρώτα τουρκικά μαχητικά που παραβίαζαν τον ελληνικό εναέριο χώρο;
Επομένως, η ατάκα “εγώ μετράω το αίμα των παιδιών της Ελλάδας”, που μας πέταξε με το γνωστό του στυλ ο κ. Πάγκαλος την επομένη της Ίμιας, είναι υπεραπλουστευτική και συνιστά φτηνό, χυδαίο λαϊκισμό. Γιατί όποιος πραγματικά μετράει το αίμα των παιδιών της Ελλάδας, ξέρει ότι με τέτοιες υποχωρήσεις, που αποθρασύνουν τον τουρκικό ιμπεριαλισμό, δεν κινδυνεύουν πια μόνο οι 1.000 ναύτες που θα εμπλέκονταν σε ένα τοπικό επεισόδιο, αλλά εκατοντάδες χιλιάδες νέοι Έλληνες που θα εμπλακούν σ’ έναν ενδεχόμενο γενικευμένο πόλεμο.
Απόσπασμα από το άρθρο Μύθοι και ...Πραγματικότητα του ιστοσελίδας http://www.thoukydides.gr/
ΠΙΟΣ ΜΑΓΚΑΣ ΤΟ ΓΡΑΨΕ ΑΥΤΟ... ΜΠΡΑΒΟ ΤΟΥ.
ΑπάντησηΔιαγραφήΟΣΟ ΓΙΑ ΤΟΝ ΠΑΓΚΑΛΟ... ΑΔΙΚΕΙ ΤΟΝ ΕΑΥΤΟ ΤΟΥ...
Εξαιρετικό άρθρο!
ΑπάντησηΔιαγραφήΟ Παγκαλος το παιζει φετος πατριωτης νομιζει οτι ξεχασαμε οσα εγιναν στα Ιμια και οπου αποκαλουσε την Ελληνικη σημαια "κουρελοπανο"...
ΑπάντησηΔιαγραφήΑπευθείας σύνδεσμος στο αρχικό:
ΑπάντησηΔιαγραφήhttp://www.thoukydides.gr/gr_myths_civil.html