του Φωκίωνα Κοτζαγεώργη
1. Η οθωμανική κατάκτηση
1. Η οθωμανική κατάκτηση
Η οθωμανική περίοδος στη Μακεδονία ξεκινά από την κατάκτηση της περιοχής, στα τέλη του ΙΔ΄ αιώνος. Η νίκη των Οθωμανών στο Τσιρμέν του Έβρου, το 1371, απέναντι στις συνασπισμένες σερβικές δυνάμεις στάθηκε το γεγονός που επέτρεψε στους νικητές να επεκταθούν με ευκολία προς τα δυτικά και μετά από περίπου μία δεκαετία να διαβούν τον ποταμό Νέστο και να εισέλθουν στον γεωγραφικό χώρο της Μακεδονίας. Το έτος 1383 σημειώνεται η πρώτη μεγάλη κατάκτηση στη Μακεδονία, η άλωση του σημαντικού διοικητικού κέντρου των Σερρών. Μέχρι τα τέλη του αιώνα, είχαν καταληφθεί όλες οι στρατηγικής σημασίας μακεδονικές πόλεις (Βέροια, Μοναστήρι, Βοδενά, Θεσσαλονίκη). Η διαδικασία της κατακτήσεως για την πόλη της Θεσσαλονίκης ήταν κάπως διαφορετική των υπολοίπων: αρχικά παραδόθηκε το 1387 στους Οθωμανούς -ύστερα από τετραετή πολιορκία- και για ένα διάστημα γνώρισε καθεστώς αυτονομίας. Το 1394 ενσωματώθηκε πλήρως στο οθωμανικό κράτος, για να επανέλθει στα χέρια των...
Βυζαντινών το 1403, δυνάμει της συμφωνίας μεταξύ των δεύτερων και των Οθωμανών, που συνάφθηκε ύστερα από την (προσωρινή) διάλυση του οθωμανικού κράτους. Το 1423 ο Βυζαντινός Διοικητής της πόλεως Ανδρόνικος Παλαιολόγος, την παρεχώρησε στους Βενετούς. Η βενετοκρατία στη Θεσσαλονίκη διήρκεσε επτά χρόνια. Στις 29 Μαρτίου του 1430, τα οθωμανικά στρατεύματα, υπό τον Σουλτάνο Μουράτ τον Β΄, άλωσαν με έφοδο την Θεσσαλονίκη και την ενσωμάτωσαν οριστικά στο κράτος τους. Ο αυτόπτης μάρτυρας της αλώσεως Ιωάννης Αναγνώστης, περιγράφει ως εξής την στιγμή της εισόδου των Οθωμανών στην πόλη:
Βυζαντινών το 1403, δυνάμει της συμφωνίας μεταξύ των δεύτερων και των Οθωμανών, που συνάφθηκε ύστερα από την (προσωρινή) διάλυση του οθωμανικού κράτους. Το 1423 ο Βυζαντινός Διοικητής της πόλεως Ανδρόνικος Παλαιολόγος, την παρεχώρησε στους Βενετούς. Η βενετοκρατία στη Θεσσαλονίκη διήρκεσε επτά χρόνια. Στις 29 Μαρτίου του 1430, τα οθωμανικά στρατεύματα, υπό τον Σουλτάνο Μουράτ τον Β΄, άλωσαν με έφοδο την Θεσσαλονίκη και την ενσωμάτωσαν οριστικά στο κράτος τους. Ο αυτόπτης μάρτυρας της αλώσεως Ιωάννης Αναγνώστης, περιγράφει ως εξής την στιγμή της εισόδου των Οθωμανών στην πόλη:
«Επειδή στα μέρη εκείνα βρέθηκαν μερικοί δικοί μας ψυχωμένοι περισσότερο απ' τους άλλους και με κοτρώνια, τους έριξαν κάτω μαζί με τις σκάλες και σκότωσαν πολλούς. Μια λοιπόν κι έγιναν έτσι όλ' αυτά κι εκείνοι ήταν όλο θυμό (γιατί στοχάζουνταν πως δε θα 'τανε λίγη η ντροπή αν τους νικούσαμε), σκέφτηκαν πιο προσεχτικά κι ακούμπησαν μια σκάλα στο Τριγώνι, όπου ήταν μια γωνιά από πύργο και δε μπορούσε κανείς να μποδίσει αυτόν που προσπαθούσε ν' ανεβεί και τύχαινε να μην υπάρχει ψυχή. Κάποιος απ' τους άλλους πεζούς έδειξε τόλμη, άρπαξε το σπαθί με τα δόντια του και προτιμώντας το θάνατο απ' τη ζωή, φτάνει μόνο να κερδίσει δόξα για παλικαριά, ανέβηκε στο κάστρο με όσο θάρρος μπορούσε να πει κανείς, χωρίς να τον πάρει μυρουδιά κανένας απ' αυτούς που ήτανε μέσα και φύλαγαν σ' άλλο μέρος μην ανεβούν οι εχτροί. Επειδή λοιπόν βρήκε αμέσως στις πολεμίστρες έναν Βενετσιάνο, πληγωμένο πριν από λίγο, που ξεψυχούσε, του έκοψε το κεφάλι και το πέταξε στη μέση των Τούρκων κι έδειξε πως και το μέρος εκείνο το 'χε πάρει και πως όλοι παράτησαν τα κάστρα κι έφυγαν δίχως να γυρίσουν. Ήταν τότες 29 του Μάρτη κι άρχιζε το 6938 (1430). Παρακινώντας λοιπόν εκείνος κάθε πεζό, φώναζε ν' ανέβει γρήγορα και βεβαίωνε πως δεν ήταν από μέσα κανένας. Αυτοί πάλι ακούμπησαν αμέσως όλες τις σκάλες όπως μπορούσαν κι έτρεχαν όλοι με φωνές και με νταούλια ν' ανεβούν μ' αυτές∙ γιατί φέρνει κι αυτό μεγάλη τρομάρα στους πολέμους».
Την άλωση ακολούθησε φυγή ή και σφαγή των λιγοστών κατοίκων της, έτσι ώστε η πόλη να είναι σχεδόν έρημη μετά την κατάκτηση. Ο εποικισμός της αποτέλεσε κύριο μέλημα του νέου κυριάρχου. Η υποχρεωτική μεταφορά χιλίων οικογενειών Γιουρούκων (νομάδων τουρκικής καταγωγής της Μικράς Ασίας) από τα κοντινά Γιαννιτσά μαζί με άλλες χίλιες οικογένειες Θεσσαλονικέων, οι οποίες είχαν διασκορπισθεί στη γύρω περιοχή ή είχαν πιασθεί αιχμάλωτες, συγκρότησε την πληθυσμιακή βάση της πόλεως κατά την οθωμανική περίοδο.
2. Η διοικητική οργάνωση
Η οθωμανική Μακεδονία αποτέλεσε μία από τις λεγόμενες «κεντρικές επαρχίες» του οθωμανικού κράτους. Θα πρέπει να τονισθεί, πάντως, ότι «Μακεδονία» ως αυτόνομη και ενιαία επαρχία του οθωμανικού κράτους δεν υφίστατο σε καμία χρονική φάση της Τουρκοκρατίας, μέχρι τον ΙΘ΄ αιώνα. Αυτό θα πρέπει να το έχουμε συνεχώς κατά νου, όταν μελετούμε αυτή την πρώιμη εποχή. Με άλλα λόγια, μέχρι τον ΙΘ΄ αιώνα δεν μπορούμε να διαγράψουμε -με απόλυτη ή σχετική ακρίβεια- γεωγραφικά όρια στην περιοχή της Μακεδονίας. Η αντιμετώπιση του οθωμανικού κράτους ήταν τελείως διαφορετική.
Στον ευρύτερο μακεδονικό γεωγραφικό χώρο, όπως και σε άλλες βαλκανικές περιοχές της αυτοκρατορίας, εφαρμόσθηκε το κλασσικό μοντέλο της διοικητικής οργανώσεως, που στηριζόταν στο τιμαριωτικό σύστημα. Έτσι, από τον ΙΕ΄ αιώνα η περιοχή χωρίσθηκε στις εξής στρατιωτικο-διοικητικές περιφέρειες (σαντζάκια): α΄) του Πασά (αρχικά με έδρα την Αδριανούπολη και από τις αρχές του ΙΣΤ΄ αιώνος, τη Σόφια), β΄) του Κιουστεντίλ και γ΄) της Αχρίδος. Από τα μέσα του ΙΣΤ΄ αιώνος, το τεράστιο σε έκταση Σαντζάκι του Πασά διαιρέθηκε σε μικρότερα, από τα οποία στον γεωγραφικό χώρο της Μακεδονίας ανήκαν αυτά της Θεσσαλονίκης και των Σκοπίων. Με άλλα λόγια, κατά τον ΙΕ΄ αιώνα στο αρχικό Σαντζάκι του Πασά ανήκε το μεγαλύτερο μέρος της σημερινής ελληνικής Μακεδονίας, στου Κιουστεντίλ της βουλγαρικής και στης Αχρίδος του σημερινού κράτους των Σκοπίων. Το Σαντζάκι της Θεσσαλονίκης απέσπασε περιοχές από το αντίστοιχο του Πασά, ενώ το Σαντζάκι των Σκοπίων από αυτό της Αχρίδος. Η συγκεκριμένη διοικητική αλλαγή αναβάθμισε τον ρόλο των δύο πόλεων, που ήταν οι έδρες των νέων σαντζακιών. Τα σαντζάκια αυτά, μαζί με άλλα της περιοχής των Βαλκανίων, αποτελούσαν τμήματα της Γενικής Στρατιωτικής Διοικήσεως της Ευρώπης (Μπεηλερμπεηλίκι Ρούμελης). Το κάθε σαντζάκι χωρίζονταν σε καζάδες (μικρότερες επαρχίες, εντός των οποίων είχε δικαιοδοσία ο καδής, δηλαδή ο ιεροδικαστής). Η έκταση των καζάδων και των σαντζακιών δεν ήταν σταθερή καθ' όλη τη διάρκεια των τριών πρώτων αιώνων της οθωμανικής περιόδου. Αλλά και ο αριθμός των καζάδων που είχε ένα σαντζάκι άλλαζε· εμφανίζονταν νέοι καζάδες, καταργούνταν οι παλαιοί, μοιράζονταν στα δύο κάποιοι. Οι αλλαγές αυτές ήταν συχνές και χρονικά δύσκολα εντοπίσιμες.
Η ένταξη στο τιμαριωτικό σύστημα δεν είχε μόνο διοικητικές επιπτώσεις, αλλά (κυρίως) φορολογικές. Όλες οι εισοδηματικές πηγές της περιοχής μοιράσθηκαν σε στρατιώτες-ιππείς του οθωμανικού στρατού (σπαχήδες), ως ανταμοιβή των στρατιωτικών τους υπηρεσιών στα πεδία των μαχών· η κάθε εισοδηματική ενότητα αποτέλεσε ένα τιμάριο. Ένα άλλο μέρος των εσόδων δόθηκε στους υψηλοβάθμους τοπικούς αξιωματούχους, όπως για παράδειγμα τους στρατιωτικούς διοικητές· αυτά ήταν τα ζιαμέτια· ένα άλλο μέρος κρατήθηκε για το αυτοκρατορικό θησαυροφυλάκιο ή για πρόσωπα της αυτοκρατορικής οικογενείας (τα χάσια). Τέλος, σημαντικό τμήμα των εισοδημάτων της Μακεδονίας εντάχθηκε σε βακούφια (ευαγή μουσουλμανικά ιδρύματα), τα οποία είχαν ιδρυθεί στα Βαλκάνια κυρίως κατά τη διάρκεια της οθωμανικής επεκτάσεως.
Τον ΙΕ΄ αιώνα γνωρίζουμε ότι το δικαίωμα εισπράξεως φορολογικών εισοδημάτων με τη μορφή τιμαρίου είχε αναγνωρισθεί και σε Χριστιανούς στρατιωτικούς αξιωματούχους της προοθωμανικής περιόδου, οι οποίοι μ' αυτόν τον τρόπο διετήρησαν την υψηλή κοινωνική τους θέση και υπό το νέο καθεστώς. Έτσι, σ' ένα κατάστιχο βοϊνούκων (σωμάτων Χριστιανών στρατιωτικών, όπως οι αρματολοί) των μέσων του ΙΕ΄ αιώνος από την περιοχή των Πρεσπών, υπάρχει η εξής ενδιαφέρουσα καταχώρηση:
«Βοϊνούκος: Νικόλας γιος του Ντοσίκ. Βοηθητικοί: Επειδή οι Γκίνης, Μίλαν και Δημήτρης ήταν από παλιά γιοι σπαχήδων, καταχωρήθηκαν [και τώρα] ως βοϊνούκοι και τους [αναγνωρίσθηκαν] στην κατοχή τους τα χωράφια, τα αμπέλια και οι ιδιοκτησίες [που κατείχαν]. Συνέβη στις αρχές του μήνα Μουχαρρέμ του έτους 858 [1-10.1.1454] στην Αδριανούπολη».
Το παραπάνω απόσπασμα, πέρα από το στοιχείο της αναγνωρίσεως ιδιοκτήτου περιουσίας σε Χριστιανούς που κατείχαν κάποια στρατιωτική θέση, μας δίνει και μία εικόνα των εθνογλωσσικών ομάδων της περιοχής, με βάση τα ονόματα των συγκεκριμένων βοϊνούκων: το σλαβικό, το ελληνικό και το αλβανικό στοιχείο βρίσκονται το ένα δίπλα στο άλλο. Προϊόντος του χρόνου (το αργότερο από τις αρχές του ΙΣΤ΄ αιώνος), ωστόσο, οι Χριστιανοί τιμαριώτες εξαφανίσθηκαν από τις πηγές, ως αποτέλεσμα του εξισλαμισμού τους.
Συνεπώς, η Μακεδονία, από τα πρώτα χρόνια της οθωμανικής κατακτήσεως, δεν απολάμβανε κανενός είδους προνομιακό ή ιδιαίτερο διοικητικό καθεστώς. Οι περιοχές της εντάχθηκαν στο κλασσικό τιμαριωτικό σύστημα, χωριζόμενες σε τρία αρχικά και στη συνέχεια σε πέντε σαντζάκια. Η πρώιμη κατάκτησή της καθώς και η γεωγραφική της θέση κοντά στην πρωτεύουσα ευθύνονται σε μεγάλο βαθμό στο να μη γνωρίσει κάποιου είδους προνόμια, όπως συνέβη με άλλες ελληνικές περιοχές (κατ' εξοχήν τα νησιά του Αιγαίου).
3. Επαναστατικές κινήσεις στη Μακεδονία
Μετά την εμπέδωση της οθωμανικής εξουσίας στα Κεντρικά Βαλκάνια, το πρώτο μισό του ΙΕ΄ αιώνος, ο χώρος της Μακεδονίας δεν αποτέλεσε πεδίο σημαντικών στρατιωτικών κινήσεων ούτε πολιτικής δράσεως, καθ' όλη τη διάρκεια της εξεταζομένης περιόδου. Η εγκατάσταση πολυαρίθμων Γιουρούκων στις μακεδονικές πεδιάδες και άλλων μουσουλμανικών πληθυσμών στα μεγάλα αστικά μακεδονικά κέντρα αλλοίωσε την δημογραφική εικόνα της περιοχής. Αυτό το στοιχείο, σε συνδυασμό με τη μικρή απόσταση που χώριζε την Μακεδονία από την οθωμανική πρωτεύουσα, ήταν ικανοί λόγοι για να εμποδίσουν ή έστω να μην ευνοήσουν την εκδήλωση επαναστατικών κινημάτων. Μόλις την τέταρτη δεκαετία του ΙΣΤ΄ αιώνος και συγκεκριμένα το 1534, με αφορμή τις επιχειρήσεις του Αψβούργου Αυτοκράτορος Καρόλου Ε΄ στην Ανατολική Μεσόγειο, εκδηλώνεται μία προσπάθεια προσεγγίσεώς του από δύο προκρίτους της Θεσσαλονίκης, τον Αλεξάκη και τον Δούκα Παλαιολόγο, σε συνεννόηση με τον Μητροπολίτη της πόλεως, Ιωάσαφ· η προσπάθεια δεν επέφερε κανένα αποτέλεσμα. Παρά την τελική αποτυχία όμως, τα σχέδια που είχαν υποβληθεί από τους δύο Θεσσαλονικείς, συζητήθηκαν από Αυστριακούς και Βενετούς το 1538, όπως επίσης και το ενδεχόμενο βενετικής αποβάσεως στην πόλη.
Η Ναυμαχία της Ναυπάκτου, το 1571 και η ολοκληρωτική οθωμανική ήττα κινητοποίησε πολλούς χριστιανικούς πληθυσμούς της Βαλκανικής εναντίον των κυριάρχων τους, με συνέπεια, καθ' όλη την πεντηκονταετία που ακολούθησε τη ναυμαχία, η χερσόνησος να ταράσσεται από διάφορα επαναστατικά κινήματα. Στον χώρο της Μακεδονίας, προς την κατεύθυνση της επαναστάσεως φαίνεται ότι ήταν το σχέδιο που υπέβαλε ο Μητροπολίτης Γρεβενών Τιμόθεος προς τον Πάπα Πίο τον Ε΄, το 1572. Ο ορθόδοξος ιεράρχης πρότεινε τη συγκέντρωση εκστρατευτικών σωμάτων από την Κεντρική και τη Δυτική Μακεδονία στον κάμπο της Θεσσαλονίκης και την προέλασή τους προς την Κωνσταντινούπολη. Η προθυμία των κατοίκων της Δυτικής Μακεδονίας για εξέγερση, όπως υποστήριζε στο σχέδιό του ο Τιμόθεος, αποτυπώνεται και στην αντιτουρκική δράση, την ίδια εποχή, κάποιων Χριστιανών προκρίτων του Αργυροκάστρου, με τη συμμετοχή ιεραρχών της Δυτικής και της Βόρειας Μακεδονίας. Οι οθωμανικές αρχές, όμως, πληροφορήθηκαν αμέσως τις κινήσεις τους και τις κατέστειλαν εν τη γενέσει τους. Ωστόσο, οι πρωτεργάτες συνέχιζαν να στέλνουν υπομνήματα, με αποδέκτες κυρίως τους Ισπανούς βασιλείς.
Οι Ισπανοί όχι μόνο δεν απέρριπταν τις κινήσεις αυτές, αλλά προσπαθούσαν είτε να τις υποδαυλίζουν είτε απλώς να τις ενθαρρύνουν. Οι πολλές πειρατικές επιδρομές πλοίων δυτικών χωρών στα παράλια της Μακεδονίας -στις οποίες συχνά έπαιζαν κάποιον βοηθητικό ρόλο και Αγιορείτες μοναχοί- είχαν ως στόχο τους να κρατήσουν την περιοχή σε κατάσταση επαναστατικού αναβρασμού. Είναι γνωστές οι εκκλήσεις Αγιορειτών προς την Ισπανία, οι οποίες, πάντως, γίνονταν άμεσα αντιληπτές από τις οθωμανικές αρχές και είχαν ως αποτέλεσμα την επιβολή αντιποίνων σε κάποιες μονές. Η Αθωνική Χερσόνησος πρωτοστατούσε σε τέτοιες επαναστατικές ενέργειες, για τους εξής λόγους: α΄) Διέθετε από την αρχή της οθωμανικής κατακτήσεως ένα προνομιακό φορολογικό καθεστώς, το οποίο προέβλεπε την απουσία εκπροσώπου της οθωμανικής εξουσίας στη χερσόνησο, τουλάχιστον μέχρι τα τέλη του ΙΣΤ΄ αιώνος, β΄) το ορεινό και δύσβατο του εδάφους εμπόδιζε τον έλεγχο των μονών από τα τοπικά στρατεύματα, καθώς αυτές ήταν διεσπαρμένες κατά μήκος της χερσονήσου, γ΄) η οχύρωσή τους -με το κτίσιμο υψηλών πύργων, ήδη από τα τελευταία βυζαντινά χρόνια- καθιστούσε τις μονές απόρθητα φρούρια ή πάντως πολύ δύσκολα κατακτήσιμες, δ΄) τέλος, η παραθαλάσσια θέση της χερσονήσου, σε μία περιοχή όπου ανθούσε η πειρατεία, καθιστούσε το Όρος ευεπίφορο αφ' ενός σε πειρατικές επιδρομές αλλά και αφετέρου σε προσέλκυση δυτικών πλοίων, με σκοπό την επαναστατική δράση.
Γενικότερα, οι ελάχιστες επιδρομές του ισπανικού στόλου στα μακεδονικά παράλια ακολουθούνταν πάντοτε από τουρκικά αντίποινα εις βάρος του χριστιανικού πληθυσμού. Έτσι, γνωρίζουμε τις περιπτώσεις αρκετών Μακεδόνων (ιεραρχών, μοναχών και προκρίτων), οι οποίοι είχαν καταφύγει στη Δύση, προφανώς για να σωθούν από ανάλογα αντίποινα. Τέτοιο παράδειγμα αποτελούν οι Θεσσαλονικείς Νικόλαος και Δημήτριος Παλαιολόγος και ο Δήμος του Παναγιώτη, οι οποίοι κατά τα τελευταία έτη του ΙΣΤ΄ και τα πρώτα του ΙΖ΄ αιώνος είχαν καταφύγει στη Νότιο Ιταλία. Μακεδόνες φυγάδες, πράκτορες, έμποροι, ιεράρχες, λόγιοι, μισθοφόροι ή ακόμη και τυχοδιώκτες, ήταν οι άνθρωποι που προσέγγιζαν την ισπανική μοναρχία, προκειμένου να εξασφαλίσουν την υποστήριξή της σε μία πιθανή επανάσταση στην ευρύτερη περιοχή. Έτσι, οι μοναχοί της αγιορειτικής μονής Εσφιγμένου κινδύνευσαν γύρω στο 1600 να τιμωρηθούν από τις οθωμανικές αρχές, γιατί προσέφεραν υπηρεσίες σε ισπανικά πλοία. Ενδιαφέρον, πάντως, παρουσιάζει το στοιχείο ότι τα όποια αντιτουρκικά σχέδια ή και κινήσεις που γίνονταν στη Μακεδονία, εντάσσονταν ή συνδυάζονταν με ευρύτερα επαναστατικά σχέδια συνολικά στην Ελληνική Χερσόνησο. Για παράδειγμα, μία επαναστατική κίνηση που παρατηρήθηκε στην Πιερία το 1612 και είχε πιθανώς ως αποτέλεσμα τη σφαγή των κατοίκων του Κίτρους και τη φυγή του τοπικού επισκόπου, συνδυάζεται μέσα από ισπανικές και ελληνικές πηγές με την γνωστή Επανάσταση του Διονυσίου Φιλοσόφου ή Σκυλοσόφου στη Θεσσαλία και στην Ήπειρο, το 1601 και 1611. Χαρακτηριστική περίπτωση στο γενικό κλίμα επαναστατικού αναβρασμού ήταν και η δράση του αυτοαποκαλουμένου «σουλτάνου», Γιαχιά (1585-1649). Αυτός παρουσιαζόταν ως γιος του Σουλτάνου Μεχμέτ του Γ΄ και μιας Ελληνίδος, της Ελένης Κομνηνής από τις Σέρρες. Η δράση του τοποθετείται στο δεύτερο τέταρτο του ΙΖ΄ αιώνος, στην Βορειοδυτική Μακεδονία. Σκοπός του ήταν να ξεσηκώσει τους Έλληνες, τους Βουλγάρους, τους Σέρβους καθώς και τους Αλβανούς και αυτό το επισήμανε σε υπόμνημά του προς τον πάπα, το 1639-1640. Η προσπάθειά του όμως, η οποία είχε περισσότερο τυχοδιωκτικό χαρακτήρα, έμεινε χωρίς κανένα αποτέλεσμα.
Η πιο σοβαρή επαναστατική προσπάθεια κατά την εξεταζόμενη χρονική περίοδο, η οποία μάλιστα είχε και ως επίκεντρο την Μακεδονία, ήταν αυτή του Αρχιεπισκόπου Αχρίδος Αθανασίου Ριζέα, του Πελοποννησίου. Οι πρώτες επαφές του ιεράρχου με εκπροσώπους της Ισπανικής Κυβερνήσεως είχαν πραγματοποιηθεί ήδη από το 1601, ενώ ο ίδιος προσπάθησε να διαχωρίσει τη θέση του και τα όποια σχέδιά του από το Κίνημα του Διονυσίου Σκυλοσόφου, που ξέσπασε την ίδια χρονιά στη Θεσσαλία. Φρόντισε να εξασφαλίσει την ενεργό υποστήριξη της Ισπανίας και του πάπα, προσφέροντάς τους ένα συγκεκριμένο επιχειρησιακό σχέδιο (1612). Σύμφωνα με αυτό, οι δυτικές δυνάμεις θα αποβιβάζονταν αρχικά στην Πρέβεζα και στη συνέχεια θα προωθούνταν προς τη Δυτική Μακεδονία, όπου θα τους περίμεναν γύρω στις δώδεκα χιλιάδες ένοπλοι ντόπιοι, οι οποίοι με τη σειρά τους θα εξήγειραν την περιοχή. Προς τούτο, ο Αθανάσιος έλαβε την ενεργό συμπαράσταση των ιεραρχών του «κλίματος» της Αρχιεπισκοπής Αχρίδος (ο Μητροπολίτης Καστοριάς Μητροφάνης και ο Επίσκοπος Πρεσπών Ζαχαρίας Τσιγαράς στάθηκαν από τους πιο ένθερμους υποστηρικτές της κινήσεως). Ο υπερβολικός αριθμός των ενόπλων που πρότεινε ο Αθανάσιος, εξηγείται εν μέρει από τον γενικότερο επαναστατικό αναβρασμό που υπήρχε στην Βορειοδυτική Μακεδονία εκείνη την εποχή και ο οποίος εστιαζόταν γύρω από τη δράση ορισμένων Μακεδόνων κλεφτών. Το καινούργιο στοιχείο σ' αυτό το σχέδιο ήταν ότι ο Αθανάσιος συνεργάσθηκε με άλλους Έλληνες από την Ήπειρο, τη Μάνη, την Θεσσαλία και την Κύπρο για να πείσουν τον πάπα, τους Ισπανούς και τους Βενετούς να βοηθήσουν έμπρακτα έναν γενικό ξεσηκωμό στην Ελληνική Χερσόνησο. Η επιχειρηματολογία των δυνάμει επαναστατών προς τις δυτικές αυλές ήταν εμπεριστατωμένη και περιελάμβανε, μεταξύ άλλων, και το επιχείρημα της συμπράξεως -μαζί με τις χριστιανικές δυνάμεις- ακόμη και Οθωμανών αξιωματούχων, όπως του Πασά των Ιωαννίνων Οσμάν και του Πασά της Βεροίας Ρετζέπ. Ωστόσο, ο πάπας ήταν διστακτικός και απρόθυμος να κινητοποιήσει τα αδύναμα ιταλικά κρατίδια, ενώ οι Ισπανοί, από την τρίτη δεκαετία του ΙΖ΄ αιώνος, δεν ευνοούσαν καθόλου τέτοιες κινήσεις στην ελληνική Ανατολή. Έτσι, το καλοστημένο αυτό σχέδιο ούτε καν ετέθη σε εφαρμογή.
Τον ΙΖ΄ αιώνα, η εμφάνιση των Αυστριακών ως βασικών αντιπάλων των Οθωμανών στα βόρεια σύνορα της αυτοκρατορίας, αναπτέρωσε τις ελπίδες των Μακεδόνων για την ανάληψη επαναστατικής δράσεως. Οι Αυστριακοί βρίσκονταν εγγύτερα και ενδιαφέρονταν περισσότερο και πιο άμεσα για τα Κεντρικά Βαλκάνια. Οι Βενετοί, από την άλλη, δεν έπαυσαν να ενδιαφέρονται για την ελληνική Ανατολή, συντηρώντας ένα κλίμα αναβρασμού σε διάφορες περιοχές της Ελληνικής Χερσονήσου. Οι Μακεδόνες προσπάθησαν να ενεργοποιήσουν προς όφελός τους τις δύο Δυνάμεις, προκειμένου να επιτύχουν μία γενικευμένη επαναστατική κινητοποίηση στην περιοχή. Οι δύο Βενετοτουρκικοί Πόλεμοι, που διεξήχθησαν μέσα στον αιώνα αυτόν, ήταν μία καλή αφορμή. Οι επιτυχίες, όμως, των Βενετών κατά τον Κρητικό Πόλεμο (1645-1669) στο βόρειο Αιγαίο δεν άγγιξαν τα μακεδονικά παράλια. Στον δεύτερο πόλεμο του 1684-1699, οι βενετικές επιχειρήσεις στις ακτές της Καβάλας, της Κασσάνδρας και της Θάσου είχαν μάλλον πειρατικό χαρακτήρα και έθεταν ως στόχο να αποκόψουν την επικοινωνία της Θεσσαλονίκης με την Αδριανούπολη. Ωστόσο -ίσως και χάρη στις επιτυχίες των Βενετών στην Πελοπόννησο, το 1687- ορισμένοι Θεσσαλονικείς πρόκριτοι ζήτησαν από τον Γενικό Ναύαρχο (capitangeneral) του βενετικού στόλου Φραγκίσκο Μοροζίνι να αποβιβάσει τμήμα του στόλου του στη Θεσσαλονίκη, με απώτερο στόχο να μεταφέρει στρατεύματα προς το εσωτερικό της Μακεδονίας, ξεσηκώνοντας όλη την περιοχή. Η εμφάνιση μίας βενετικής μοίρας στο λιμάνι της Θεσσαλονίκης, τον Μάιο του 1688, δεν επέφερε ουσιαστικά αποτελέσματα, γιατί οι οθωμανικές αρχές της πόλεως είχαν ειδοποιηθεί εγκαίρως και κατέστειλαν την κίνηση που πήγαινε να δημιουργηθεί, εν τη γενέσει της. Αντίθετα με τους Βενετούς, οι Αυστριακοί, παρ' όλες τις προθέσεις τους και τις διακηρύξεις τους περί επαναστάσεως στη Βόρεια Βαλκανική, δεν είχαν καμία διαπιστωμένη επαφή με Μακεδόνες κατά τον ΙΖ΄ αιώνα, ούτε ακόμη και στον τελευταίο πόλεμο του 1684-1699.
Συνολικά ιδωμένα, τα επαναστατικά κινήματα στη Μακεδονία μέχρι τα τέλη του ΙΖ΄ αιώνος μπορούμε να πούμε ότι στηρίζονταν σε δύο κύριους άξονες: την Βορειοδυτική Μακεδονία και την Θεσσαλονίκη με την ευρύτερη παράκτια περιοχή της. Ο πρώτος άξονας είχε δημιουργηθεί λόγω της γειτνιάσεως της εν λόγω περιοχής με τη Δύση και του ορεινού εδάφους της, που εξέτρεφε ένοπλες ομάδες με αντιεξουσιαστικό χαρακτήρα. Ο δεύτερος άξονας οφείλονταν στην ύπαρξη της Θεσσαλονίκης, ενός αστικού κέντρου με κατοίκους που διέθεταν ανεπτυγμένη πολιτική συνείδηση και μια παράδοση πολιτικής αυτοδιαχειρίσεως, ήδη από την βυζαντινή εποχή· αυτό τους καθιστούσε ικανούς να διατυπώνουν σχέδια ή και να διεξάγουν συνεννοήσεις με τη Δύση, προκειμένου να δημιουργηθούν επαναστατικές εστίες στην περιοχή τους. Το Άγιον Όρος, πάλι, με το ιδιόμορφο καθεστώς του και οι ακτές της Κασσάνδρας και της Θάσου με την έντονη -πολλές φορές εντόπια- πειρατική δραστηριότητα, προσέφεραν ένα ανθρώπινο δυναμικό ετοιμοπόλεμο, το οποίο αφ' ενός ήταν δυσκολώτερα υποτάξιμο από την οθωμανική εξουσία και αφετέρου ευκολώτερα χρησιμοποιήσιμο από δυτικές δυνάμεις.
4. Κλέφτες και Αρματολοί στη Μακεδονία
Κρίσιμος παράγων για την διατήρηση ενός επαναστατικού αναβρασμού στα μακεδονικά εδάφη, εκτός από τις παραπάνω πληθυσμιακές ομάδες, ήταν και οι κλεφταρματολοί. Σχετικά με αυτές τις ένοπλες ομάδες της οθωμανικής περιόδου, γνωρίζουμε αναφορικά με την Μακεδονία του ΙΕ΄-ΙΣΤ΄ αιώνος ό,τι και για την υπόλοιπη Ελληνική Χερσόνησο, δηλαδή ελάχιστα. Οι ορεινοί όγκοι της Πίνδου στα δυτικά και του Ολύμπου με τα Χάσια στα νότια αποτέλεσαν, τουλάχιστον από τον ΙΕ΄ αιώνα, χώρο εκκόλαψης ληστρικών ομάδων. Γι' αυτόν τον λόγο, η οθωμανική εξουσία έσπευσε να εξοπλίσει σώματα αρματολών, τα οποία θα ήλεγχαν την περιοχή και κυρίως τις ορεινές διαβάσεις, προκειμένου να διευκολύνεται η διακίνηση ανθρώπων και προϊόντων από την Κεντρική Μακεδονία προς την Ήπειρο και τη Θεσσαλία και να διασφαλίζεται η δημόσια τάξη. Υποστηρίζεται μάλιστα, χωρίς ωστόσο επαρκή στοιχεία, ότι στον Όλυμπο ιδρύθηκε το δεύτερο χρονολογικά αρματολίκι της Ελληνικής Χερσονήσου, στα τέλη του ΙΕ΄ αιώνος. Μέχρι τα μέσα του ΙΣΤ΄ αιώνος, όταν ο Σουλτάνος Σουλεϊμάν αναδιοργάνωσε τα αρματολίκια ολόκληρης της αυτοκρατορίας, είχαν δημιουργηθεί πέντε αρματολίκια στη Νότια Μακεδονία: της Βεροίας, των Σερβίων, της Ελασσόνος, των Γρεβενών και της Μηλιάς. Θα πρέπει να υποθέσουμε ότι μέλη τέτοιων ενόπλων ομάδων θα ήταν οι ετοιμοπόλεμοι κάτοικοι στα διάφορα επαναστατικά σχέδια που εκπονούνταν την περίοδο που ακολούθησε τη Ναυμαχία της Ναυπάκτου, όπως είδαμε παραπάνω. Μία αόριστη μνεία στον βίο του αγίου Διονυσίου του εν Ολύμπω περί υπάρξεως κλεφτών στον Όλυμπο κατά τα μέσα του ΙΣΤ΄ αιώνος, επιβεβαιώνει τον ρόλο που έπαιξε αυτός ο νότιος ορεινός όγκος της Μακεδονίας στην ανάπτυξη του κλεφταρματολισμού. Γενικά, πάντως, μέχρι τα τέλη του ΙΣΤ΄ αιώνος δεν γνωρίζουμε τίποτε θετικό τόσο για τη δράση κλεφτών όσο και αρματολών στη Μακεδονία.
Οι πληροφορίες μας πληθαίνουν κατά τον ΙΖ΄ αιώνα, γεγονός που οφείλεται σε μεγάλο βαθμό στην ύπαρξη οθωμανικών εγγράφων από τα δικαστικά αρχεία της Βεροίας και του Μοναστηρίου αλλά και στην ολοένα αυξανόμενη απειθαρχία στην μακεδονική ύπαιθρο· το φαινόμενο αυτό επηρέασε από τα μέσα του αιώνα και τα αρματολικά σώματα. Το πρώτο έγγραφο που κάνει σαφή αναφορά σε αρματολούς, χρονολογείται από το 1627 και αφορά τη σύλληψη Χριστιανού κλέφτη-ληστή από Χριστιανούς αρματολούς, την προσαγωγή του στο ιεροδικείο και την καταδίκη του. Διαβάζουμε στο έγγραφο του οθωμανικού δικαστηρίου από μετάφραση:
«Οι αρματολοί Βεροίας Κόκκινος και Δούκας, Γεώργιος και άλλοι, προσαγαγόντες τον φόρου υποτελή ονόματι Πρόδρομον, κάτοικον του χωρίου Γραμματικού του καζά Οστρόβου, κατέθεσαν τα εξής: ο ειρημένος Πρόδρομος από πολλού χρόνου μετ' άλλων ομοίων του κακοποιών περιερχόμενος τα χωρία διέπραξε πλείστας ληστείας και φόνους και εδήωσε περιουσίας. Ήδη επετύχομεν την σύλληψίν του εν Ναούση και αιτούμεθα να εξετασθή η υπόθεσις και να αποδοθή το δίκαιον. Ερωτηθείς ο ειρημένος Πρόδρομος ωμολόγησεν αβιάστως και οικειοθελώς ότι πράγματι κατά το θέρος περιήρχετο μετ' άλλων ληστών τα όρη διαπράττων πολλάς ληστείας και φόνους και διαρπάζων πολλά αντικείμενα και τρόφιμα. Δι' ό και παρεδόθη εις τον αστυνόμον Βεροίας, ίνα αποδοθή δικαιοσύνη, καταχωρηθέντος του γεγονότος ενταύθα. Μέσα Σιαμπάν του έτους 1036 [27.4-6.5.1627]».
Από εκεί και ύστερα, σώζεται σειρά εγγράφων στα αρχεία, που αφορούν τη δράση διαφόρων Χριστιανών ληστών στην περιοχή της Βεροίας και γενικότερα της Βορειοδυτικής Μακεδονίας. Επειδή οι πληροφορίες που διαθέτουμε γι' αυτές τις ομάδες προέρχονται αποκλειστικά από οθωμανικές πηγές, δεν μπορούμε να εξακριβώσουμε τον χαρακτήρα της ληστρικής τους δράσεως. Η οθωμανική εξουσία αντιμετώπιζε αυτά τα πρόσωπα ως κοινούς εγκληματίες και ληστές. Ως εκ τούτου, είναι πολύ δύσκολο να διακρίνει κανείς εθνικοαπελευθερωτικά κινήματα ή έστω αντιτουρκικά αισθήματα πίσω από αυτές τις ενέργειες. Πολύ περισσότερο δε, που η δράση αυτών των ομάδων στρεφόταν συχνά και εναντίον Χριστιανών κατοίκων. Ενδιαφέρον παρουσιάζει το στοιχείο ότι η συντριπτική πλειονότητα των καταγεγραμμένων στα οθωμανικά αρχεία ληστών του ΙΖ΄ αιώνος είναι Χριστιανοί (Έλληνες, Σλάβοι και Αλβανοί), χωρίς ωστόσο να λείπουν και οι Μουσουλμάνοι ληστές. Την έκταση που έλαβε το φαινόμενο της ληστείας στη Μακεδονία πληροφορούμαστε από διαταγή του Γενικού Διοικητού της Ρούμελης, η οποία στάλθηκε στους καδήδες Αχρίδος, Μοναστηρίου, Περλεπέ, Φλωρίνης, Οστρόβου, Εδέσσης, Βεροίας και Γιαννιτσών, το 1682. Σύμφωνα με αυτήν:
«Οι ραγιάδες των περιφερειών Αχρίδος, Μοναστηρίου, Σκοπίων, Κιουστεντίλ, Τρικκάλων και Θεσσαλονίκης, συνεννοηθέντες μεταξύ των μυστικώς, κατήρτισαν ληστοσυμμορίαν εκ δέκα πέντε μέχρις είκοσι και τριάκοντα ανδρών, ήτις, εκδηλώσασα δημοσία τάσεις επαναστατικάς, περιέρχεται τας ανωτέρω περιφερείας άλλοτε πεζή και άλλοτε έφιππος, δολοφονεί πλείστους μουσουλμάνους και ραγιάδες των κωμοπόλεων και χωρίων και λεηλατεί τας περιουσίας αυτών. Εις επίμετρον επιτίθεται κατά των διαβατών εις τας δημοσίας οδούς, ληστεύει τα καραβάνια και τα χρήματα του δημοσίου και διαπράττει ανθρωποκτονίας. Όταν επεχειρήθη η σύλληψις αυτών, διά συνθηματικών πυροβολισμών οι εις τους καζάδες σας ραγιάδες ηθέλησαν να τους προστατεύσουν αποκρύψαντες αυτούς και προμηθεύσαντες τα αναγκαία τρόφιμα και ποτά».
Η διαταγή του Γενικού Διοικητού προς τους αποδέκτες της ήταν σαφής:
«…να συγκεντρώσητε τους μνημονευθέντας στρατιωτικούς, τους αρχιαρματολούς, τους ισχύοντας και πάντας τους ραγιάδες των ντερβενίων και να εκκινήσητε, πριν αρχίση η βλάστησις εις τα όρη, και περιερχόμενοι τα όρη, τας χαράδρας, τας πεδιάδας και τα ύποπτα εν γένει σημεία, να ανακαλύψητε τα ίχνη των φαυλοβίων τούτων, τιμωρούντες αυτούς κατά νόμον…, ίνα ησυχάσουν οι ραγιάδες και μη ραγιάδες και επανακτήσουν πάντες την γαλήνην. Εάν δε εις το μέλλον επιδείξητε ολιγωρίαν ή αμέλειαν και κατορθώσουν οι λησταί να πατήσουν τον πόδα εις τόπον τινά ή ακουσθούν κάπου εκεί πλησίον ή μετά την σύλληψίν των παρουσιασθούν υποστηρικταί αυτών λέγοντες «ούτος είναι ραγιάς μου ή μισθωτός μου ή σούμπασής μου ή άνθρωπός μου», να γνωρίζητε ότι η επιβληθησομένη εις εκείνους τιμωρία θα επιβληθή και εις αυτούς. … Τη 23 Ρεμπή ουλ Αχήρ 1093 [1.5.1682]».
Η γενική έλλειψη δημοσίας τάξεως εξώθησε και τους αρματολούς να προβαίνουν σε αυθαιρεσίες εναντίον των κατοίκων των περιοχών της Βορειοδυτικής Μακεδονίας και να παρεμποδίζουν την ασφαλή διέλευση των εμπόρων από αυτά τα μέρη. Έτσι, η διάκριση των ενεργειών των αρματολών από αυτές των κλεφτών ήταν πολύ δύσκολη. Με φιρμάνι το 1699, πάντως, ο σουλτάνος αποφασίζει να αντικαταστήσει τους Χριστιανούς αρματολούς με Μουσουλμάνους. Είναι πιθανόν η αναστάτωση των τελευταίων χρόνων του αιώνα να επιτάθηκε με την επαναστατική κινητοποίηση που είχε προκαλέσει ο Αυστροτουρκικός και Βενετοτουρκικός Πόλεμος. Μέχρι τώρα, πάντως, δεν υπάρχει τεκμηριωμένη απόδειξη για τη σύνδεση των δύο γεγονότων. Όπως μπορούμε να συμπεράνουμε από έγγραφα των πρώτων χρόνων του ΙΗ΄ αιώνος, ούτε τα μέτρα αυτά είχαν το επιθυμητό αποτέλεσμα. Οι Μουσουλμάνοι Αλβανοί που κλήθηκαν να αντικαταστήσουν τους ντόπιους Χριστιανούς στα αρματολικά σώματα, αποδείχθηκαν χειρότεροι. Έτσι, η κεντρική εξουσία, σε πολύ σύντομο χρονικό διάστημα από την τοποθέτησή τους, αποφάσισε να τους αντικαταστήσει και να επαναφέρει τους Χριστιανούς αρματολούς.
Συμπερασματικά, φαίνεται ότι σε μεγάλο βαθμό η δράση των κλεφτών εντοπίζεται στους μεγάλους ορεινούς όγκους της Δυτικής-Βορειοδυτικής και Νότιας Μακεδονίας και προκαλούνταν από φορολογικές ή άλλου τύπου υπερβάσεις των τοπικών οθωμανικών αρχών. Δεν έλλειπαν και οι περιπτώσεις που τα ελατήρια ήταν πολύ ταπεινά (η απόκτηση κέρδους μέσω της ληστείας), ενώ τα εθνικού ή κοινωνικού τύπου κίνητρα είναι δύσκολο να τα διακριβώσει κανείς, μέσα από τις υπάρχουσες τουλάχιστον πηγές. Η διόγκωση δε της ληστρικής δράσεως κατά τον ΙΖ΄ αιώνα, προήλθε από την ήδη συντελεσμένη αποσάρθρωση της κεντρικής εξουσίας και την αδυναμία της τοπικής ηγεσίας να επιβάλλει την τάξη. Μπορούμε, συνεπώς, να υποστηρίξουμε με βεβαιότητα ότι οι ρίζες του κλεφταρματολισμού, που έπαιξε σημαντικό ρόλο στην Επανάσταση του 1821, εντοπίζονται στον ΙΖ΄ αιώνα. Η παρουσία κλεφτών και ιδίως αρματολών στη Μακεδονία του ΙΕ΄ και του ΙΣΤ΄ αιώνος μπορεί να είναι τεκμηριωμένη, αλλά τα χαρακτηριστικά αυτών των ομάδων ήταν διαφορετικά από αυτά που είχαν προσλάβει από τον ΙΖ΄ αιώνα και εξής. Από τον αιώνα αυτόν και μετά (κυρίως από το δεύτερο μισό του), τα δύο σώματα γίνονταν όλο και λιγότερο διακριτά, λόγω της συχνής μεταπηδήσεως ενός κλέφτη στο σώμα των αρματολών και το αντίστροφο. Δημιουργήθηκε, έτσι, μία ενιαία τοπική στρατιωτική τάξη που προσέλαβε αντιεξουσιαστικό χαρακτήρα και -προς τα τέλη του ΙΗ΄ αιώνος, με τις γενικότερες ιδεολογικές εξελίξεις- έναν εθνικό μανδύα.
5. Η κοινοτική παράδοση
Οι αποτυχίες των επαναστατικών κινημάτων και η αμφιβόλου χαρακτήρος ληστρική δράση στη Μακεδονία δεν εμπόδισαν τους κατοίκους της να συσπειρωθούν και να συγκροτήσουν κοινοτικά σώματα για την εκπροσώπησή τους στην οθωμανική εξουσία. Εξάλλου, αυτή ήταν και η πρόθεση των κατακτητών για τον αποτελεσματικότερο έλεγχο των κατεκτημένων. Οι πληροφορίες που διαθέτουμε για την ύπαρξη κοινοτήτων στη Μακεδονία κατά την εξεταζόμενη περίοδο, είναι ελάχιστες. Πρόκειται, ουσιαστικά, για σκόρπια στοιχεία από τρεις πόλεις: την Θεσσαλονίκη, τις Σέρρες και τη Βέροια. Στις πρώτες δύο, ήδη από τα πρώτα χρόνια της οθωμανικής κατακτήσεως, μνημονεύεται η ύπαρξη ενός σώματος αρχόντων, οι οποίοι εκπροσωπούσαν τους Χριστιανούς της πόλεως ενώπιον της τοπικής οθωμανικής εξουσίας και εκδίκαζαν υποθέσεις μεταξύ Χριστιανών. Για την Θεσσαλονίκη γνωρίζουμε ότι οι άρχοντες αυτοί είχαν διαπραγματευθεί -ως εκπρόσωποι του χριστιανικού πληθυσμού της πόλεως- το καθεστώς υποτέλειας κατά την πρώτη οθωμανική κατάκτηση, το 1387. Άλλοι άρχοντες είχαν σταλεί από τον χριστιανικό πληθυσμό της πόλεως στη Βενετία, κατά την περίοδο της Βενετοκρατίας (1426), για να διευθετήσουν μία σειρά από ζητήματα που απασχολούσαν την πόλη, όπως ο ανεφοδιασμός της, η οχύρωσή της, το εμπόριο κλπ. Το σώμα αυτό των αρχόντων αποτελούνταν από δώδεκα μέλη. Αυτό τεκμηριώνεται από τις απαντήσεις που έστειλε η Βενετική Γερουσία σε αιτήματα Θεσσαλονικέων, το 1426:
«…οι εκεί ευρισκόμενοι υμέτεροι [Βενετοί] διοικηταί δύνανται να έχουν την ελευθερία να συνέρχωνται ομού με τους δώδεκα αντιπροσώπους της πόλεως και ό,τι κατά πλειοψηφίαν ήθελεν αποφασισθή προς το καλόν και προς ωφέλειαν της ρηθείσης πόλεως να γίνηται εκτελεστόν… μεταξύ των παραχωρηθέντων προνομίων υπάρχει και τούτο, ότι δέον να εκλέγωνται δώδεκα ευγενείς διά το Συμβούλιον, αλλά πρέπει ούτοι να γνωρίζουν τας συνηθείας της χώρας και τον τρόπον της σωτηρίας της πόλεως…».
Οι αρμοδιότητες αυτών των αρχόντων ήταν και δικαστικές, ενώ η συνεργασία τους με τον τοπικό μητροπολίτη υπήρξε στενή. Σε έγγραφο του Αρχιεπισκόπου Θεσσαλονίκης Μαξίμου (του έτους 1502) σχετικά με μία αγιορειτική μονή, υπάρχει η ανάμνηση αυτής της δωδεκαμελούς γερουσίας, αφού οι υπογράφοντες την αρχιεπισκοπική πράξη ήταν επτά κληρικοί και πέντε λαϊκοί. Μετά από αυτήν την εποχή, οι πληροφορίες μας για την κοινοτική οργάνωση της Θεσσαλονίκης σταματούν· θα εμφανισθούν πάλι κατά τον ΙΗ΄ αιώνα.
Στις Σέρρες, η κατάσταση δεν φαίνεται να ήταν πολύ διαφορετική. Η ύπαρξη κοινοτικού σώματος τεκμηριώνεται ήδη από δικαστικές αποφάσεις της τοπικής εκκλησίας των ετών 1387 και 1388, δηλαδή μόλις τέσσερα και πέντε χρόνια αντίστοιχα από την οθωμανική κατάκτηση. Ενδιαφέρον σ' αυτές τις περιπτώσεις προκαλεί το γεγονός ότι στο μητροπολιτικό δικαστήριο συμμετέχει -εκτός από κληρικούς και λαϊκούς- και ένας εκπρόσωπος της οθωμανικής αρχής, δείγμα του ελέγχου που ήθελε εξ αρχής να επιβάλλει ο κατακτητής στον χριστιανικό πληθυσμό και στα όργανα εκπροσωπήσεώς του. Το 1393, σε άλλη πράξη του Μητροπολίτη Σερρών, αφ' ενός απουσιάζει ο Οθωμανός εκπρόσωπος και αφετέρου οι υπογράφοντες το έγγραφο είναι επτά κληρικοί και πέντε λαϊκοί. Σαφής είναι κι εδώ η μνεία ενός σώματος αρχόντων στην πόλη (της πολιτείας αρχόντων).
Την ίδια αναφορά σε ένα δωδεκαμελές σώμα συναντούμε στις Σέρρες και στις αρχές του ΙΖ΄ αιώνος (1613). Ύστερα από σύσκεψη όλων των Χριστιανών κατοίκων των Σερρών, αποφασίσθηκε να εκλεγούν δώδεκα τίμιοι άνθρωποι, ένας από κάθε συντεχνία της πόλεως, με αποκλειστικά φορολογική-οικονομική αρμοδιότητα:
«…με ολονούν την βουλήν εδιάλεξαν και εψήφισαν δώδεκα ανθρώπους δικαίους και καλούς και εναρέτους και τον Θεόν φοβούμενοι και εύγαλαν από πάσα ρουφέτι έναν άνθρωπον τον πλέον δικαιότερον και καλήτερον και ενάρετον και έβαλάν τους με Θεόν και με ψυχήν τους να διακρένουν και να διατηρούν τα κοινά έξοδα του κάστρου και της πολιτήας των Σερρών…».
Στο χρονικό διάστημα των δύο και πλέον αιώνων που μεσολάβησαν από τις δύο αναφορές, ο χαρακτήρας της κοινοτικής διοικήσεως φαίνεται ότι άλλαξε περιεχόμενο: το σώμα από δικαστικές αρμοδιότητες αποκτά κυρίως φορολογικές.
Στη Βέροια, η παρουσία κοινοτικής οργανώσεως τεκμηριώνεται από οθωμανικές πηγές του ΙΖ΄ αιώνος. Η συγκρότηση, μάλιστα, των Χριστιανών κατοίκων της πόλεως ως σώματος με κάποιον επικεφαλής (κοτζά, μπασή, κεχαγιά), τοποθετείται γύρω στα μέσα του ΙΖ΄ αιώνος, όταν έχει ήδη αποκρυσταλλωθεί η επιβολή κάποιων νέων φόρων στην πόλη. Η εικόνα των αρμοδιοτήτων που λαμβάνουμε για την χριστιανική κοινότητα, είναι ενός κατά βάση φοροεισπρακτικού και δευτερευόντως ενός «αστυνομικού» μηχανισμού, με την έννοια της διατήρησης της τάξεως στις χριστιανικές συνοικίες και γενικότερα στον χριστιανικό πληθυσμό.
Από την τελευταία φράση, μπορούμε να αναχθούμε σε κάποια γενικοτέρου χαρακτήρος συμπεράσματα. Η κοινοτική οργάνωση στη Μακεδονία εντοπίζεται, από την αρχή της οθωμανικής περιόδου, σε ορισμένα αστικά κέντρα. Φαίνεται ότι στις περιπτώσεις αυτές, υπάρχει απλώς διατήρηση των κοινοτικών θεσμών που ίσχυαν επί Βυζαντίου. Η ρευστή πολιτική κατάσταση, κατά το χρονικό διάστημα της μεταβάσεως από την βυζαντινή στην οθωμανική εξουσία, οδήγησε στην ανάληψη πολιτικών πρωτοβουλιών από το κοινοτικό σώμα. Η δικαστική εξουσία ασκούνταν εξ αρχής από τις κοινότητες, σε σύμπραξη πάντοτε με την τοπική εκκλησία. Τα ίχνη της μακεδονικής κοινότητος επανεμφανίζονται στις αρχές του ΙΖ΄ αιώνος. Πρόκειται για ένα χρονικό σημείο που αφορά, εξάλλου, συνολικά τις ελληνικές κοινότητες της οθωμανικής περιόδου. Η γενίκευση του συστήματος εκμισθώσεως δημοσίων προσόδων (ιλτιζάμ) έπαιξε καθοριστικό ρόλο στην ανάληψη φορολογικών αρμοδιοτήτων από τις κοινότητες. Την κατανομή του συνολικού -οφειλομένου στο οθωμανικό δημόσιο- φόρου των Χριστιανών μιας πόλεως επιφορτίζονταν τα κοινοτικά όργανα, τα οποία τώρα αποκτούσαν και επίσημη αναγνώριση. Ο διορισμός ενός έμμισθου εκπροσώπου (κεχαγιά) της κοινότητος έναντι της οθωμανικής εξουσίας αποτελεί απόδειξη της θεσμικής αναγνωρίσεως της κοινότητος από το κράτος.
6. Πληθυσμιακή κατάσταση
Η καλύτερη διάγνωση του πολιτικού ρόλου που μπορεί να παίξει μία περιοχή μέσα στο σώμα μιας πολυεθνικής αυτοκρατορίας, εξαρτάται από την γνώση των πληθυσμιακών ομάδων που κατοικούν στη συγκεκριμένη περιοχή. Σε αντίθεση ίσως με την πολιτική ιστορία, νοουμένης ως σύνολο πολιτικο-στρατιωτικών γεγονότων, η Μακεδονία παρουσιάζει τεράστιο ενδιαφέρον για τη δημογραφική ιστορία κατά την οθωμανική περίοδο. Παρόλο που η έρευνα βρίσκεται ακόμα στην αρχή και μόλις τα τελευταία χρόνια αρχίζουν να μελετώνται οι πηγές της περιόδου, κάποια πρώτα πορίσματα μπορούν να εξαχθούν αναφορικά με την πληθυσμιακή κατάσταση της Μακεδονίας κατά την εξεταζόμενη περίοδο. Εκ προοιμίου οφείλουμε να επισημάνουμε ότι οι βασικές εθνοπολιτισμικές ομάδες που απαντώνται γενικά στα οθωμανικά Βαλκάνια, εμφανίζονται κατ' εξοχήν στη Μακεδονία. Έτσι, Έλληνες, Βλάχοι, Σλάβοι, Αλβανοί, Εβραίοι, Γιουρούκοι, άλλοι Μουσουλμάνοι καθώς και Αθίγγανοι (Χριστιανοί και Μουσουλμάνοι) αποτελούσαν τις κύριες εθνοπολιτισμικές ομάδες της Μακεδονίας.
Ξεκινώντας από τους Μουσουλμάνους, θα πρέπει να επισημανθεί το μεγάλο εποικιστικό ρεύμα Γιουρούκων στη Μακεδονία ήδη από τα τέλη του ΙΔ΄ αιώνος, το οποίο συνεχίσθηκε μέχρι και τις αρχές του ΙΣΤ΄ αιώνος. Αυτή η πληθυσμιακή ομάδα αποτέλεσε μάλιστα ειδική κατηγορία μεταξύ των Γιουρούκων των Βαλκανίων, με την ονομασία «Γιουρούκοι της Θεσσαλονίκης» (Selânik Yürükleri). Οι περιοχές που εγκαταστάθηκαν ήταν η Κεντρική και η Δυτική Μακεδονία και πιο συγκεκριμένα, η πεδιάδα της Θεσσαλονίκης και η περιοχή της Κοζάνης. Οι Γιουρούκοι, έχοντας μία ιδιαίτερη στρατιωτική οργάνωση κατά εστίες (οτζάκια), ίδρυσαν τα δικά τους χωριά. Δε γνωρίζουμε το συνολικό αριθμητικό μέγεθος αυτού του πληθυσμού. Τουλάχιστον μέχρι τα τέλη του ΙΖ΄ αιώνος, η ιδιαίτερη οργάνωση των Γιουρούκων είχε παρακμάσει, ενώ οι ίδιοι είχαν προσλάβει όλα τα χαρακτηριστικά των εγκατεστημένων αγροτικών πληθυσμών και είχαν ενταχθεί στο γενικό οικιστικό πλέγμα της περιοχής.
Η κυρίως μουσουλμανική πληθυσμιακή ομάδα της Μακεδονίας αποτελούνταν από αστικό πληθυσμό και γι' αυτό εντοπίζεται κατά βάση στις μακεδονικές πόλεις. Πράγματι, είναι γνωστό ότι γενικότερη πολιτική του οθωμανικού κράτους ήταν η οικονομική και δημογραφική τόνωση των κατεστραμμένων από τους πολέμους πόλεων και η δημιουργία νέων. Έτσι, παράλληλα με τους Γιουρούκους που εγκαταστάθηκαν στην ύπαιθρο, το κράτος μετέφερε πολλούς Μουσουλμάνους, κυρίως αστικών επαγγελμάτων, οι οποίοι επάνδρωσαν τις πόλεις ή τόνωσαν δημογραφικά τις νεοϊδρυμένες. Εκτός από τα Γιαννιτσά (Yenice-i Vardar), που είχαν ιδρυθεί από τον κατακτητή της Μακεδονίας Γαζή Εβρενός το τελευταίο τέταρτο του ΙΔ΄ αιώνος και διετήρησαν εν πολλοίς τον μουσουλμανικό τους χαρακτήρα μέχρι την Απελευθέρωση, παρατηρείται μία σταθερή αύξηση των Μουσουλμάνων στις μεγάλες μακεδονικές πόλεις (Θεσσαλονίκη, Σκόπια, Σέρρες), κατά τον ΙΕ΄ και καθ' όλον τον ΙΣΤ΄ αιώνα. Σύμφωνα με μία μελέτη για την δημογραφική κατάσταση των μακεδονικών πόλεων, στα τέλη του ΙΣΤ΄ αιώνος σε σύνολο 26 πόλεων, οι 18 είχαν μουσουλμανική πλειονότητα. Ένα ποσοστό αυτού του πληθυσμού είχε προέλθει από εξισλαμισμούς, το δημογραφικό μέγεθος των οποίων δεν μπορεί να υπολογισθεί με ακρίβεια. Στην ίδια μελέτη υποστηρίζεται ότι το 1/3 του μουσουλμανικού πληθυσμού των μακεδονικών πόλεων, στα τέλη του ΙΣΤ΄ αιώνος, προερχόταν από εξισλαμισμούς. Αν αληθεύει το ποσοστό, τότε θα πρέπει να υποθέσουμε ότι οι εξισλαμισμένοι στη Μακεδονία ήταν πολύ περισσότεροι κατά τους δύο πρώτους οθωμανικούς αιώνες, απ' ότι συνήθως πιστεύεται. Οι εξισλαμισμοί συνεχίσθηκαν ασφαλώς και κατά τους δύο επόμενους αιώνες, αλλά τα στοιχεία που διαθέτουμε είναι αποσπασματικά και μη μετρήσιμα. Τέλος, ένα άλλο τμήμα μουσουλμανικού πληθυσμού περιελάμβανε τις στρατιωτικές φρουρές και τους διοικητικούς υπαλλήλους, οι οποίοι αντιπροσώπευαν ένα σεβαστό δημογραφικό ποσοστό, ειδικά στη Μακεδονία με τα σημαντικά διοικητικά της κέντρα. Εκτός από τις πόλεις και τις περιοχές που εγκαταστάθηκαν οι Γιουρούκοι, δεν εμφανίζονται μαζικά μουσουλμανικοί πληθυσμοί σε άλλες περιοχές της μακεδονικής υπαίθρου κατά την εξεταζόμενη περίοδο.
Οι Χριστιανοί υπερτερούσαν σαφώς στον συνολικό πληθυσμό της Μακεδονίας. Το είδος των πηγών που διαθέτουμε (οθωμανικά κτηματολογικά κατάστιχα), δεν μας επιτρέπουν να προχωρήσουμε σε περαιτέρω διαφοροποιήσεις εθνοπολιτισμικού χαρακτήρος μέσα στο χριστιανικό στοιχείο της περιοχής, καθώς η μόνη διάκριση που γίνεται σ' αυτές τις πηγές είναι μεταξύ Μουσουλμάνων και μη Μουσουλμάνων, με την εξαίρεση των Εβραίων. Από τα ονόματα των κατοίκων, τα οποία δεν αποτελούν πάντοτε ασφαλές τεκμήριο για την ένταξη σε μία εθνοπολιτισμική ομάδα, συμπεραίνεται ότι οι Ελληνόφωνοι, οι Σλαβόφωνοι και οι Βλαχόφωνοι αποτελούσαν τη συντριπτική πλειονότητα των Χριστιανών, χωρίς όμως να μπορούν να δοθούν ποσοστά στην κάθε ομάδα, ούτε να τοποθετηθούν σε κάποια γεωγραφική ζώνη. Ο αρκετά μακρινός για εθνικές διεκδικήσεις ΙΕ΄ ή και ο ΙΣΤ΄ αιώνας, προσφέρει μία μάλλον αντίθετη εικόνα από αυτήν που συνηθίζουμε να βλέπουμε σε χάρτες του ΙΘ΄ αιώνος: μεγάλη διασπορά των εθνοπολιτισμικών ομάδων, χωρίς σαφή γεωγραφικό προσανατολισμό. Γενικά και με κίνδυνο να υπεραπλουστεύσουμε την κατάσταση, θα μπορούσαμε να πούμε ότι οι Ελληνόφωνοι Χριστιανοί βρίσκονται κυρίως στα μεγάλα αστικά κέντρα, ενώ οι Σλαβόφωνοι στην ύπαιθρο. Η παρουσία των δεύτερων σε περιοχές εκτός της Βόρειας και Βορειοδυτικής Μακεδονίας, εντοπίζεται σε συγκεκριμένους θύλακες. Έτσι, παρατηρείται αρκετά μεγάλη συγκέντρωση Σλαβοφώνων στην περιοχή του Στρυμόνα και στη Βορειοανατολική Χαλκιδική. Βλαχόφωνοι, τέλος, εντοπίζονται στους ορεινούς όγκους της Δυτικής και Βορειοδυτικής Μακεδονίας. Η μεγάλη διασπορά των παραπάνω πληθυσμών σ' όλη την Ελληνική Χερσόνησο δεν είχε ακόμη αρχίσει. Αυτή εντοπίζεται -με κάθε επιφύλαξη- κατά τον ΙΖ΄ αιώνα, όταν είχε πλέον δημιουργηθεί ένα ισχυρό πληθυσμιακό πλεόνασμα στις ορεινές περιοχές, το οποίο διοχετεύθηκε τελικά στην ύπαιθρο ή και σε απομακρυσμένες γεωγραφικά περιοχές.
Οι Εβραίοι αποτελούν ευδιάκριτη πληθυσμιακή ομάδα στις οθωμανικές καταγραφές και μπορούμε σήμερα να τους εντοπίσουμε γεωγραφικά όπως και να παρακολουθήσουμε την δημογραφική τους εξέλιξη. Όπως είναι γνωστό, Εβραίοι ήλθαν στην Οθωμανική Αυτοκρατορία κατά κύματα από την Ισπανία, την Πορτογαλία και την Κάτω Ιταλία μετά το 1492, διωγμένοι από τους Καθολικούς μονάρχες της Ισπανίας. Αυτοί αποτέλεσαν την ομάδα των Σεφαραδιτών. Ένα μικρό ποσοστό κατέφθασε από την Ουγγαρία και άλλες βόρειες χώρες και αποτέλεσε τους Ασκεναζίμ. Σ' αυτούς θα πρέπει να προσθέσουμε και τους ντόπιους Εβραίους, οι οποίοι διαβιούσαν σ' αυτά τα εδάφη από την Ρωμαϊκή Εποχή, τους Ρωμανιώτες. Η Θεσσαλονίκη υπήρξε ο χώρος υποδοχής του μεγαλυτέρου τμήματος (όσον αφορά το προερχόμενο από την Ιβηρική Χερσόνησο εβραϊκό στοιχείο), διπλασιάζοντας τον πληθυσμό της και τονώνοντας την οικονομία της κατά τον ΙΣΤ΄ αιώνα. Και άλλες, όμως, μακεδονικές πόλεις δέχθηκαν μεγάλα ή και μικρότερα ποσοστά Εβραίων (Μοναστήρι, Σκόπια, Σέρρες, Καβάλα). Η παρουσία Εβραίων εντοπίζεται αποκλειστικά στις πόλεις, όπου και ασκούσαν μάλιστα συγκεκριμένες οικονομικές δραστηριότητες (υφαντουργία, τραπεζικές επιχειρήσεις). Τέλος, η ύπαρξη ενός μικρού ποσοστού Αθιγγάνων παρατηρείται και στη Μακεδονία, όπως εξάλλου και σε κάθε περιοχή της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Δεν υπάρχουν διαθέσιμα στοιχεία ή πληροφορίες για τους τόπους εγκαταστάσεως αυτών των πληθυσμών. Απλώς σημειώνουμε ότι απαντώνται πέραν της υπαίθρου και σε μεγάλες πόλεις, όπως για παράδειγμα στο Μοναστήρι, όπου το πληθυσμιακό τους μέγεθος ήταν αρκετά υψηλό.
Μία συνολική -κατ' εκτίμηση- δημογραφική εικόνα για την Μακεδονία μπορούμε να λάβουμε μέσω της φορολογικής απογραφής ολόκληρης της αυτοκρατορίας, που διενεργήθηκε κατά την δεκαετία του 1520. Τα τρία μακεδονικά σαντζάκια -του Πασά, του Κιουστεντίλ και της Αχρίδος- που αποτελούσαν την γεωγραφική περιοχή της Μακεδονίας (μαζί, βέβαια, με κάποιες άλλες περιοχές κυρίως της Θράκης) παρουσίαζαν την εξής εικόνα φορολογουμένου πληθυσμού: 1.000.000 Χριστιανοί, 300.000 Μουσουλμάνοι, 10.000 Εβραίοι. Σ' αυτούς τους αριθμούς θα πρέπει να προσθέσουμε ένα 10% επιπλέον Μουσουλμάνους, που αποτελούν τα μέλη των φρουρών καθώς και τους άλλους διοικητικούς ή θρησκευτικούς υπαλλήλους που δεν υπόκειντο σε φορολογία. Στους πίνακες 1 και 2 παρατίθεται ο πληθυσμός των δέκα πολυπληθεστέρων πόλεων της Μακεδονίας, κατά τον ΙΕ΄-ΙΣΤ΄ αιώνα, προκειμένου να καταφανούν οι δημογραφικές μεταβολές που παρατηρούνται τόσο στην κάθε πόλη ξεχωριστά όσο και στο σύνολο των πολυπληθεστέρων πόλεων.
ΠΟΛΗ 1421-1455 1455-1467 1478-1481 ΧΡΙΣΤΙ-ΑΝΟΙ ΜΟΥΣΟΥ-ΛΜΑΝΟΙ ΣΥΝΟΛΟ ΧΡΙΣΤΙ-ΑΝΟΙ ΜΟΥΣΟΥ-ΛΜΑΝΟΙ ΣΥΝΟΛΟ ΧΡΙΣΤΙ-
ΑΝΟΙ ΜΟΥΣΟΥ-
ΛΜΑΝΟΙ ΣΥΝΟΛΟ
ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ 4.623 3.513 8.136
ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ 4.623 3.513 8.136
ΣΚΟΠΙΑ 1.329 2.064 3.393 1.383 2.664 4.047
ΣΕΡΡΕΣ 2.681 2.182 4.863 1.265 1.960 3.225 1.339 2.558 3.897
ΚΑΣΤΟΡΙΑ 3.196 88 3.284
ΜΟΝΑΣΤΗΡΙ 695 1.112 1.807 1.035 1.592 2.627
ΜΟΝΑΣΤΗΡΙ 695 1.112 1.807 1.035 1.592 2.627
ΖΙΧΝΗ 1.644 128 1.772 2.139 132 2.271
ΠΕΡΛΕΠΕΣ 1.581 40 1.621 1.373 84 1.457 1.652 588 2.240
ΣΙΔΗΡΟΚΑΥΣΙΑ 1.489 81 1.570
ΟΣΤΡΟΒΟ 1.437 72 1.509
ΟΣΤΡΟΒΟ 1.437 72 1.509
ΣΙΔΗΡΟΚΑΣΤΡΟ 579 100 679 750 322 1.072 800 614 1.414
ΠΟΛΗ <1512 1519 1528-1530 <1550 1567-1580 Χ Μ ΣΥΝ Χ Μ Ε ΣΥΝ Χ Μ Ε ΣΥΝ Χ Μ Ε ΣΥΝ Χ Μ Ε ΣΥΝ
ΣΚΟΠΙΑ 1170 2586 3756 894 2697 53 3644 888 4312 134 5334 2290 6274 212 8776
ΒΕΡΟΙΑ 2972 977 3949 3176 881 4057 3181 1207 4388 2718 1326 30 4074
ΚΑΣΤΟΡΙΑ 3524 309 3833 3227 395 41 3663 2791 336 51 3178 2907 676 3583
ΣΕΡΒΙΑ 3069 232 3301 3391 370 3761 3810 339 4149 2726 600 56 3382
ΣΤΙΠ 1412 821 60 2293 1250 586 152 1988 1199 1049 164 2412 1104 1831 123 3058
ΣΤΡΩΜΝΙΤΣΑ 1176 1099 2275 2083 888 2971 1081 1795 12 2888
ΠΕΡΛΕΠΕΣ 2026 875 2901 2018 771 2789 1438 1180 2618
ΜΕΛΕΝΙΚΟ 3521 80 3601 2388 56 2444 2469 56 2525
Πηγή: Α. Stojanovski, Γκράντοβιτε να Μακεντόνια οτ κράιοτ να XIVντο XVIIβεκ [Οι πόλεις της Μακεδονίας από τα τέλη του ΧΙV ως τον XVII αιώνα], Σκόπια 1981, σσ. 65-72∙ Η. Κολοβός, «Χωρικοί και μοναχοί στην οθωμανική Χαλκιδική, 15ος-16ος αιώνας. Όψεις της οικονομικής και κοινωνικής ζωής στην ύπαιθρο και η μονή Ξηροποτάμου», ανέκδ. διδ. διατριβή, τ. Α΄, (Θεσσαλονίκη, 2000), σ. 32∙ E. Balta, LesvakifsdeSerres, σσ. 251-273.
Τη συντριπτική χριστιανική πλειονότητα θα πρέπει να την υπολογίσουμε πολύ χαμηλότερη προς το τέλος του αιώνα και κυρίως κατά τον ΙΖ΄ αιώνα, με κύριες αιτίες τους εξισλαμισμούς και τις πληθυσμιακές μετακινήσεις. Για τις τελευταίες, δεν υπάρχουν ασφαλή στοιχεία από πηγές της εποχής. Από φιρμάνι του 1605 συμπεραίνεται ότι μεγάλος αριθμός Αγραφιωτών είχε εγκατασταθεί στη Θεσσαλονίκη. Ο εκδότης τους χαρακτηρίζει μη μόνιμα εγκατεστημένους. Εάν κρίνουμε από το ποσό του φόρου που έπρεπε να καταβάλλει αυτή η ομάδα, συμπεραίνουμε ότι θα ήταν πληθυσμιακά περίπου ισοδύναμη με τους υπολοίπους Χριστιανούς της πόλεως. Η μετακίνηση αυτή εντάσσεται στην βασική μεταναστευτική κίνηση που αναφέρεται από τη βιβλιογραφία για την Μακεδονία. Σύμφωνα μ' αυτή την άποψη, οι Χριστιανοί που είχαν καταφύγει στα ορεινά για τον φόβο των Τούρκων κατά τον ΙΔ΄ και ΙΕ΄ αιώνα, άρχισαν από τον ΙΣΤ΄ αιώνα και εξής να κατηφορίζουν στα πεδινά. Η συγκεκριμένη κίνηση ερμηνεύεται τόσο από τον υπερπληθυσμό των ορεινών περιοχών, οι οποίες δεν μπορούσαν να θρέψουν πλέον τους κατοίκους, όσο και από την αποκατάσταση της ειρήνης και της ασφάλειας στην περιοχή.
Ο ΙΖ΄ αιώνας θεωρείται γενικά ως εποχή δημογραφικής κρίσεως για όλη την Οθωμανική Αυτοκρατορία. Λόγω, όμως, ελλείψεως σειριακών αριθμητικών δεδομένων, δεν μπορούμε να συμπεράνουμε το μέγεθος της κρίσεως που βίωσε -εάν τελικά κάτι τέτοιο συνέβη- ο πληθυσμός της Μακεδονίας. Χάρη σε δύο Οθωμανούς περιηγητές του ΙΖ΄ αιώνος, τον Εβλιγιά Τσελεμπί και τον Κιατίμπ Τσελεμπί (Χατζή Κάλφα), διαθέτουμε κάποιες ενδείξεις για τον πληθυσμό ορισμένων μακεδονικών πόλεων. Ο πληθυσμός σ' αυτές τις πηγές δίνεται σε «σπίτια», ένα δημογραφικό μέγεθος το οποίο δεν μπορεί να υπολογισθεί σε πόσα άτομα αντιστοιχεί. Οι αριθμοί πάντως που παραθέτουν αυτές οι πηγές, συγκρινόμενοι με τον πληθυσμό των πόλεων κατά τον ΙΗ΄ αιώνα, υποδεικνύουν έναν συντελεστή δύο ατόμων για κάθε «σπίτι». Η δημογραφική εικόνα που είχαμε από το τέλος του ΙΣΤ΄ αιώνος για τις μεγάλες αστικές πόλεις, συνέχισε να ισχύει και γι' αυτόν τον αιώνα: οι ίδιες πόλεις που εμφανίζονταν ως οι πολυπληθέστερες τον προηγούμενο αιώνα, ήταν και σ' αυτόν. Επιπλέον -και σε αντίθεση με την άποψη περί δημογραφικής κρίσεως- παρατηρούμε μία αύξηση της τάξεως του 50% στον πληθυσμό, κυρίως των μεγαλυτέρων μακεδονικών πόλεων. Έτσι η Θεσσαλονίκη, για παράδειγμα, διπλασιάζει τον πληθυσμό της σε σχέση με τον ΙΣΤ΄ αιώνα και φθάνει περίπου στα επίπεδα του ΙΗ΄ αιώνος. Το ίδιο ισχύει και για τα Σκόπια, τη Βέροια, τις Σέρρες και το Μοναστήρι, που ήταν οι μεγαλύτερες πόλεις της Μακεδονίας. Ειδικότερα για την περιοχή του Μοναστηρίου, έχει υποστηριχθεί ότι μέχρι περίπου τα μέσα του ΙΖ΄ αιώνος γνώρισε μία δημογραφική μείωση, ενώ τα επόμενα σαράντα χρόνια στάθηκαν εποχή δημογραφικής ανόδου. Αν οι αριθμοί είναι αληθινοί, τότε θα πρέπει να δεχθούμε μία έντονη τάση αστυφιλίας -στοιχείο που ίσχυε και για τον όψιμο ΙΣΤ΄ αιώνα- με χώρους υποδοχής κυρίως τις πολύ μεγάλες πόλεις. Αντίθετα, στις μικρότερες πόλεις παρατηρείται μεγαλύτερη ρευστότητα. Αρκετές χάνουν τον πληθυσμό τους ή και παρακμάζουν, ενώ άλλες εμφανίζονται ή αναπτύσσονται για ποικίλους λόγους. Φαίνεται, πάντως, ότι το κύριο αστικό δίκτυο της Μακεδονίας είχε ήδη από τα τέλη του ΙΣΤ΄ αιώνος αποκρυσταλλωθεί. Στον παρακάτω πίνακα παρατίθενται οι δέκα μεγάλες μακεδονικές πόλεις σε αριθμό «σπιτιών», με βάση τα στοιχεία των δύο προαναφερομένων Οθωμανών περιηγητών.
ΜΑΚΕΔΟΝΙΚΕΣ ΠΟΛΕΙΣ ΤΟΝ ΙΖ΄ ΑΙΩΝΑΘεσσαλονίκη 33.000 (Χ, Μ, Ε) Σκόπια 10.060 (Χ, Μ, Ε) |
Βέροια 4.000 (Χ, Μ, Ε)
Σέρρες 4.000 (Χ, Μ, Ε)
Μοναστήρι 3.000 (Χ, Μ, Ε)
Καστοριά 2.500 (Χ, Μ, Ε)
Στρώμνιτσα 2.040 (Χ, Μ)
Σέρρες 4.000 (Χ, Μ, Ε)
Μοναστήρι 3.000 (Χ, Μ, Ε)
Καστοριά 2.500 (Χ, Μ, Ε)
Στρώμνιτσα 2.040 (Χ, Μ)
Σέρβια 1.800 (Χ, Μ, Ε)
Γιαννιτσά 1.500 (Χ, Μ)
Φλώρινα 1.500 (Χ, Μ)
Γιαννιτσά 1.500 (Χ, Μ)
Φλώρινα 1.500 (Χ, Μ)
Πηγή: Α. Βακαλόπουλος, Ιστορία της Μακεδονίας, σσ. 201-248, με βάση τους δύο Οθωμανούς περιηγητές (Χ= Χριστιανοί, Μ= Μουσουλμάνοι, Ε= Εβραίοι).
7. Συμπέρασμα
Η Μακεδονία κατά την οθωμανική περίοδο, μέχρι τουλάχιστον το δεύτερο μισό του ΙΖ΄ αιώνος, παρουσιάζει μία εικόνα που σχετίζεται με την πληθυσμιακή και εξ αυτής και την πολιτική της κατάσταση. Το γεγονός ότι αποτελούσε μία από τις κεντρικές επαρχίες του οθωμανικού κράτους και από τις πρωιμότερα ενταγμένες περιοχές της Ελληνικής Χερσονήσου σ' αυτό, σήμαινε ότι ο έλεγχος της κεντρικής εξουσίας ήταν αποτελεσματικότερος σε συνάρτηση με άλλες επαρχίες της Ελληνικής Χερσονήσου ή και των Βαλκανίων γενικότερα. Η παρουσία ισχυρού πληθυσμιακά μουσουλμανικού πληθυσμού καθ' όλη την περίοδο όπως και ισχυρών στρατιωτικών δυνάμεων δυσχέραινε την ανάπτυξη οιασδήποτε μορφής επαναστατικού κινήματος, ενώ η ταχεία και στη συνέχεια σταθερή απομάκρυνση της περιοχής από τα σύνορα του κράτους δεν ευνόησε την εμφάνιση πολιτικο-στρατιωτικής δραστηριότητος. Οι ορεινοί όγκοι της Πίνδου στα δυτικά της Μακεδονίας από τη μια βοήθησαν στην ανάπτυξη του κλεφταρματολισμού, από την άλλη όμως την απέκοπταν από τις πιο «ευνοϊκές», για τα δυτικά επαναστατικά σχέδια, περιοχές της Ηπείρου. Η θάλασσα υπήρξε ο βασικός και -από μία άποψη- ασφαλέστερος τρόπος επικοινωνίας με τον «έξω» κόσμο. Η κατάσταση αυτή αποθάρρυνε και την ανάπτυξη ενός κοινοτικού βίου, ικανού να συσπειρώσει τους μη μουσουλμανικούς πληθυσμούς. Έτσι, από πολιτική άποψη, η ιστορία της Μακεδονίας αυτή την περίοδο μοιάζει πολύ περισσότερο «επίπεδη», σε σχέση με άλλες οθωμανικές επαρχίες της Ελληνικής Χερσονήσου. Δεν είναι τυχαίο ότι οι ιστορικοί δημογράφοι την κατατάσσουν εθνοπολιτισμικά στη ζώνη, στην οποία τον κυρίαρχο ρόλο έπαιζαν οι Μουσουλμάνοι. Ο ΙΗ΄ αιώνας, με τις πολλές ανατροπές που επέφερε συνολικά στην οθωμανική κοινωνία, θα προσπαθήσει -χωρίς πάντοτε μεγάλη επιτυχία- να ανατρέψει την προϋπάρχουσα κατάσταση και σ' αυτή την οθωμανική επαρχία.
Παραπομπές-Πηγές
Η βασική μελέτη για την οθωμανική περίοδο στη Μακεδονία παραμένει αυτή του Α. Βακαλόπουλου, Ιστορία της Μακεδονίας, 1354-1833, Θεσσαλονίκη 21988. Πολύ καλό με έμφαση στην κοινωνικοοικονομική ιστορία είναι το άρθρο του Ν. Σβορώνου, «Από το 1430 ως το 1821. Διοικητικές, κοινωνικές και οικονομικές εξελίξεις», στο: Μ.Β. Σακελλαρίου (επιμ.), Μακεδονία. 4000 χρόνια ελληνικής ιστορίας και πολιτισμού, Αθήνα 1982, σσ. 354-385. Τέλος, για την πρώιμη οθωμανική περίοδο στη Μακεδονία βλ. το άρθρο: Ι.Δ. Ψαράς, «Η οθωμανική κατάκτηση της Μακεδονίας», στο: Ι. Κολιόπουλος-Ι.Κ. Χασιώτης, Η νεότερη και σύγχρονη Μακεδονία. Οικονομία - Κοινωνία - Πολιτισμός, Θεσσαλονίκη, χ.χ.
Είχε προηγηθεί κατά ένα χρόνο η κατάληψη της βυζαντινής Χριστούπολης (σημερινής Καβάλας), για την οποία βλ. τώρα Π. Κατσώνη, «Οθωμανικές κατακτήσεις στη βυζαντινή Μακεδονία. Η περίπτωση της Χριστούπολης (Καβάλα)», Βυζαντινά 23 (2002-2003), 181-208.
Οι ακριβείς χρονιές που έπεσαν στα χέρια των Οθωμανών οι πόλεις της Μακεδονίας, όπως και γενικότερα οι άλλες κατακτήσεις των τελών του 14ου αι., είναι ακόμη ανοικτές στην έρευνα. Η αιτία είναι η απουσία σαφών μαρτυριών. Οι οθωμανικές πηγές είναι σε μεγάλο βαθμό αναξιόπιστες, ενώ οι βυζαντινές δεν αναφέρουν πάντα τις χρονιές ή και τον τρόπο κατάκτησης των διαφόρων περιοχών. Τα Βραχέα Χρονικά αποτελούν βασική πηγή για τη διακρίβωση του χρόνου κατάκτησης περιοχών της ελληνικής χερσονήσου. Βλ. P. Schreiner, Die byzantinische Kleinchroniken, τ. Ι-ΙΙΙ, Βιέννη 1983. Για ένα παράδειγμα πολλαπλών κατακτήσεων μακεδονικής πόλης και αμφισβητήσεων στις πηγές της εποχής βλ.: Κ. Σταθοπούλου-Ασδραχά, «Οι τουρκικές καταλήψεις της Βέροιας (14ος, 15ος αι.) και τα προνόμια μιας χριστιανικής οικογένειας», Επιθεώρηση Τέχνης, 20 (1965), 152-157.
Σχετικά με τη διχογνωμία για το αν καταλήφθηκε η πόλη το 1391 ή το 1394, όπως και για τα πρώτα χρόνια της τουρκοκρατίας στη Θεσσαλονίκη μέχρι τις αρχές του 15ου αι. βλ. τα δημοσιεύματα του Α. Βακαλόπουλου: «Οι δημοσιευμένες ομιλίες του αρχιεπισκόπου Θεσσαλονίκης Ισιδώρου ως ιστορική πηγή για τη γνώση της πρώτης Τουρκοκρατίας στη Θεσσαλονίκη (1387-1403)», Μακεδονικά, 4 (1955-1960), 20-34· "Zur Frage der zweiten Einnahme Thessalonikis durch die Türken", ByzantinischeZeitschrift, 61 (1968), 285-290.
Για τις διαφορετικές καταλήψεις της Θεσσαλονίκης βλ. Ι.Δ. Ψαράς, «Η οθωμανική κατάκτηση», σσ. 36-39, όπου και όλη η προγενέστερη βιβλιογραφία. Ειδικά για τη βενετοκρατία στη Θεσσαλονίκη βλ. Κ. Μέρτζιος, Μνημεία μακεδονικής ιστορίας, Θεσσαλονίκη 1947, σσ. 30-99, όπου παρατίθεται πλούσιο αρχειακό υλικό από τη Βενετία για αυτή την περίοδο.
Γ. Τσάρας, Η τελευταία άλωση της Θεσσαλονίκης (1430). Τα κείμενα μεταφρασμένα με εισαγωγικό σημείωμα και σχόλια, Θεσσαλονίκη 1985, σσ. 54-55.
Για τα γεγονότα της οθωμανικής κατάκτησης της Μακεδονίας μέχρι την οριστική άλωση της Θεσσαλονίκης βλ. γενικά: Α. Βακαλόπουλος, Ιστορία της Μακεδονίας, σσ. 34-93. Ειδικά για την άλωση της Θεσσαλονίκης και τα πρώτα χρόνια μετά την άλωση βλ. το αναλυτικό άρθρο του S. Vryonis Jr., «The Ottoman Conquest of Thessaloniki in 1430», στο: A. Bryer-H. Lowry (επιμ.), Continuity and Change in Late Byzantine and Early Ottoman Society, Μπέρμιγχαμ - Ουάσιγκτον 1984, σσ. 281-321.
Για τη διοικητική οργάνωση της Μακεδονίας μέχρι τα τέλη του 17ου αι. βασικό είναι το άρθρο: Α. Στογιάνοφσκι, «Αντμινιστρατίβνο - Τεριτοριάλνατα Ποντέλια να Μακεντόνια ποντ Οσμανλίσκατα βλαστ ντο κράιοτ να XVII βεκ», Γκλάσνικ ζα Ινστιτούτ ζα Νατσιονάλνα Ιστόρια, 17/2 (1973), σσ. 129-145.
Από την πλούσια βιβλιογραφία για βακούφια στην οθωμανική αυτοκρατορία βλ. ειδικά για τη Μακεδονία: T.M. Gökbilgin, XV-XVI. AsırlardaEdirnevePaşaLivas ı Vakıflar-Mülker- Mukataalar, (Κωνσταντινούπολη, 1952)· E. Balta, LesvakifsdeSerresetdesa regionXVeetXVIes.). Un premier inventaire, μετφρ. Ε. Καραγιάννη, Αθήνα 1995∙ V. Demetriades, "Vakifs along the Via Egnatia", στο: E.A. Zachariadou (επιμ.), The Via Egnatia under Ottoman Rule (1380-1699), Ρέθυμνο 1996, σσ. 85-95.
H. İnalcık, «Stefan Duşan'dan Osmanlı İmperatorluğuna. XV. Asırda Rumeli'de Hıristiyan Sipahiler ve Menseleri», στο: H. İnalcık, Fatih Devri Üzerinde Tetkikler ve Vesikalar, I, Άγκυρα 3η έκδ. 1995, σ. 174.
Για τους χριστιανούς τιμαριώτες στα Βαλκάνια τον 15ο αι. βλ. το βασικό άρθρο του H. İnalcık, «Stefan Duşan'dan», σσ. 137-184.
Η υποστηριζόμενη από τον Α. Βακαλόπουλο (Ιστορία της Μακεδονίας, σσ. 110-111) επαναστατική δραστηριότητα στην περιοχή Βέροιας με αφορμή τη μάχη της Βάρνας (1444) δεν επιβεβαιώνεται από τις πηγές (Ι.Κ. Χασιώτης «Αντιτουρκικές κινήσεις στην προεπαναστατική Μακεδονία», στο: Ι. Κολιόπουλος-Ι.Κ. Χασιώτης Η νεότερη και σύγχρονη Μακεδονία, σ. 454 σημ. 2). Για τους λόγους, για τους οποίους δεν παρατηρήθηκαν ευρείας κλίμακας επαναστατικά κινήματα στη Μακεδονία βλ. το προαναφερθέν άρθρο του κ. Ι.Κ. Χασιώτη, «Αντιτουρκικές κινήσεις», σσ. 451-453. Η παρακάτω ενότητα στηρίζεται σ' αυτό το άρθρο, το οποίο δίνει μια ολοκληρωμένη εικόνα των επαναστατικών κινημάτων στην περιοχή με βάση ανέκδοτες αρχειακές πηγές.
Από την πλούσια βιβλιογραφία για το Άγιο Όρος βλ.: Γ. Αλέξανδρου Λαυριώτου, Το Άγιον Όρος μετά την οθωμανική κατάκτησιν, ανάτυπο από τον τόμο 32 της «Επετηρίδος της Εταιρείας Βυζαντινών Σπουδών», Αθήνα 1963.
Ειδικά για τη δράση του «σουλτάνου» Γιαχιά βλ.: Σ. Παπαδόπουλος, Η κίνηση του δούκα του Νεβέρ Καρόλου Γονζάγα για την απελευθέρωση των βαλκανικών λαών (1603-1625), Θεσσαλονίκη 1966, σσ. 220-230.
Βασικά έργα για το θέμα αυτό είναι τα: Ι.Κ. Βασδραβέλης, Αρματολοί και κλέφτες εις την Μακεδονίαν, (Θεσσαλονίκη, 2η έκδ., 1970)· A. Μάτκοφσκι, Τούρσκι ίζβορι ζα αϊντούτσκβοτο ι αραμίστβοτο βο Μακεντόνια, τ. 1 (1620-1650), τ. 2 (1650-1700), Σκόπια 1961· M. Vasich, "The Martoloses in Macedonia", MacedonianReview, 7/1 (1977), σσ. 30-41.
Για τα παρακάτω βλ.: Α. Βακαλόπουλος, Ιστορία της Μακεδονίας, σσ. 190-197 και σσ. 251-257∙ Ι.Κ. Βασδραβέλης, Αρματολοί και κλέφτες, σσ. 32-39.
Ι.Κ. Βασδραβέλλης, Ιστορικά Αρχεία Μακεδονίας. Β΄: Αρχείον Βεροίας-Ναούσης, 1598-1886, Θεσσαλονίκη 1954, σ. 10 (αρ. 11).
Βλ. για παράδειγμα: Ι.Κ. Βασδραβέλλης, Αρχείον Βεροίας-Ναούσης, αρ. 12, 15, 16(1627), 38 (1646), 52 (1667), 53 (1668), 56, 57 (1669), 60-62, 67 (1670), 72, 76 (1671), 81-86, 88 (1672-73), 93-96 (1681), 98-99 (1682), 102 (1683), 104, 106 (1684), 109-110 (1685), 122 (1686), 134-135 (1699).
Συγκέντρωση των πληροφοριών για τις κοινότητες Θεσσαλονίκης και Σερρών στο: Α. Βακαλόπουλος, «Δομή και σύνθεση των κοινοτικών συμβουλίων δύο μακεδονικών πόλεων, της Θεσσαλονίκης και των Σερρών, επί Τουρκοκρατίας ως τα μέσα του 19ου αι.», στο: Κέντρο Ιστορίας Θεσσαλονίκης, Η διαχρονική πορεία του κοινοτισμού στη Μακεδονία, Θεσσαλονίκη 1991, σσ. 193-212.
Ε.Α. Ζαχαριάδου, «Εφήμερες απόπειρες για αυτοδιοίκηση στις ελληνικές πόλεις κατά τον ΙΔ΄ και ΙΕ΄ αιώνα», Αριάδνη, 5 (1989), σσ. 347-349.
N. Oikonomides, ActesdeDionysiou, Παρίσι 1968, σσ. 192-193 (αρ. 41)∙ Α. Βακαλόπουλος, Ιστορία της Μακεδονίας, σσ. 69-70 και 75-76.
P. Odorico, Memoire d' une voix perdue. Le cartulaire de la metropole de Serres, 17e-19e siecles, Παρίσι 1994, σ. 47.
E. Gara, "In Search of Communities in Seventeenth Century Ottoman Sources: The Case of the Kara Ferye District", Turcica, 30 (1998), 135-162.
Β. Δημητριάδης, «Η ανάπτυξη της κοινοτικής οργάνωσης των χωριών της Μακεδονίας και η φορολογική πολιτική του οθωμανικού κράτους», στο: Η διαχρονική πορεία του κοινοτισμού στη Μακεδονία, Θεσσαλονίκη 1991, σσ. 307-320.
Στη Βέροια γνωρίζουμε ότι τουλάχιστον από το 1620 υπήρχε μια τέτοια θέση (E. Gara, "In Search of Communities", σσ. 144-145).
Β. Δημητριάδης, «Φορολογικές κατηγορίες των χωριών της Θεσσαλονίκης κατά την Τουρκοκρατία», Μακεδονικά 20 (1980), σσ. 401-406∙ T.M. Gokbilgin, Rumeli'deYurukler, TatarlarveEvlad-iFatihan, Κωνσταντινούπολη 1952, σσ. 74-78.
Μ. Sokoloski, "Apercu sur l' evolution de certaines villes plus importantes de la partie meridionale des Balkans au XVe et au XVIe siecles", Bulletin de l' Association Internationale d' Etudes du Sud-Est Europeen 12.1 (1974), σσ. 83-84.
Μ. Sokoloski "Apercu", σ. 88. Η ίδια τάση παρατηρείται στον αστικό πληθυσμό όλων των βαλκανικών πόλεων την ίδια χρονική περίοδο· βλ. Ν. Τοντόροφ, Η βαλκανική πόλη, 15ος-19ος αιώνας. Κοινωνικο-οικονομική και δημογραφική ανάπτυξη, μετφρ. Ε.Αβδελά-Γ. Παπαγεωργίου, τ. Α΄, Αθήνα 1986, σσ. 78-100.
Οι Εβραίοι αποτελούσαν πάνω από το μισό του θεσσαλονικιώτικου πληθυσμού μέχρι τα τέλη του 16ου αι. Βλ. παρακάτω τον Πίνακα 2.
O.L. Barkan, "Essai sur les donnees statistiques des registres de recensement dans l' empire ottoman aux XVe et XVIe siecles», JournaloftheEconomicandSocial HistoryoftheOrient, 1 (1958), 32 πίν. 6. Τα στοιχεία αυτού του πίνακα έχουν έκτοτε αναπαραχθεί σε πολλές εργασίες.
Οι οθωμανικές απογραφές καταχωρίζουν τους πληθυσμούς ανά φορολογικές εστίες. Η μετατροπή τους σε ακέραιους αριθμούς ατόμων ενέχει πολλούς κινδύνους, όσον αφορά την ακρίβειά της. Εδώ χρησιμοποιήσαμε τις εξής παραδοχές: α) κάθε φορολογική εστία με επικεφαλής έγγαμο ισούται με τέσσερα άτομα· β) κάθε φορολογική εστία με επικεφαλής χήρα ισούται με τρία άτομα· γ) κάθε φορολογική εστία άγαμου ισούται με ένα άτομο. Οι πολλαπλασιασμοί έγιναν επί τη βάσει αυτών των συντελεστών. Επειδή δεν υπάρχει ομοφωνία στους ερευνητές για τη χρησιμοποίηση συντελεστών, οι αριθμοί που δίνονται στους πίνακες είναι ενδεικτικοί και παρουσιάζουν μόνο δημογραφικές τάσεις, χωρίς να έχουν απόλυτη αξία.
Στους αριθμούς αυτούς θα πρέπει να προσθέσουμε τουλάχιστον 3.031 Εβραίους, γιατί το κατάστιχο είναι ελλιπές, όσον αφορά τους Εβραίους.
Ι.Κ. Βασδραβέλλης, Ιστορικά Αρχεία Μακεδονίας. Α΄: Αρχείον Θεσσαλονίκης, 1695-1912, Θεσσαλονίκη 1952, σ. 4 (αρ. 1).
Β. McGowan, Economic Life in Ottoman Europe. Taxation, Trade and the Struggle for Land, 1600-1800, Κέιμπριτζ 1981, 86-87.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σχόλια τα οποία θα περιέχουν Greekenglish, ύβρεις, μειωτικούς και συκοφαντικούς χαρακτηρισμούς δεν θα αναρτώνται.