Του Ευάγγελου Κωφού
Η Ελλάδα και το Ανατολικό Ζήτημα(1875-1881), Εκδοτική Αθηνών
σελ 211-214
Αμέσως μετά το Συνέδριο του Βερολίνου, η Μακεδονία αρχίζει να εμφανίζεται στο επίκεντρο των διεθνών ζυμώσεων, καθώς τα βαλκανικά κράτη και οι κυριότερες από τις Μεγάλες Δυνάμεις -Ρωσία, Αυστρία και Αγγλία- προσπαθούν να επεκτείνουν την επιρροή τους προς τη νευραλγική αυτή περιοχή που είχε παραμείνει υπό οθωμανική κυριαρχία.
Δεν είχε μεσολαβήσει ούτε τρίμηνο από την υπογραφή της Συνθήκης του Βερολίνου, όταν στις ορεινές περιοχές της βορειοανατολικής Μακεδονίας, Μάλες-Κρέσνας, εκδηλώθηκε ένα σοβαρό ένοπλο βουλγαρικό κίνημα που προκάλεσε έντονες ανησυχίες στην Πύλη καθώς και στις κυβερνήσεις της Βιέννης και του Λονδίνου. Διπλωμάτες και στις τρεις πρωτεύουσες υποψιάζονταν ότι πίσω από τις ενέργειες των Βουλγάρων κρυβόταν η Ρωσία, που προσπαθούσε να ματαιώσει την αποχώρηση του ρωσικού στρατού από τη Θράκη. Ρωσικά όμως έγγραφα, που έχουν έρθει στο μεταξύ στο φως της δημοσιότητας, αποδεικνύουν ότι η κυβέρνηση του τσάρου ήταν αμέτοχη, αν όχι αντίθετη, προς τις βουλγαρικές αυτές πρωτοβουλίες. Παρ' όλα αυτά, Ρώσοι αξιωματούχοι στη βουλγαρική Ηγεμονία και την Ανατολική Ρωμυλία, με επικεφαλής τον στρατηγό Dondukov-Korsakov, κατά παράβαση των εντολών της Αγίας Πετρούπολης, υπέθαλπαν και ενίσχυαν υλικά τους αντάρτες[7].
Στο μεταξύ στην Αθήνα, όπου επικρατούσε ανάλογη ανησυχία, άρχισαν να...
φθάνουν πληροφορίες ότι και αρκετοί Έλληνες συμμετείχαν στα ένοπλα σώματα που κατάρτιζαν οι Βούλγαροι. Οι Έλληνες αυτοί, απαυδισμένοι από τη γενική εξαθλίωση που επικρατούσε στην τουρκοκρατούμενη ύπαιθρο, πρότασσαν την απελευθέρωση της Μακεδονίας από τις οποιεσδήποτε εθνικές διαφορές που χώριζαν τους υπόδουλους χριστιανούς. Όπως έγραφε από την Κωνσταντινούπολη ο πρεσβευτής Κουντουριώτης στις 7/19 Νοεμβρίου 1878[8]:
Αι καταπιέσεις και αι βιαιοπραγίαι, ου μόνον κατά των Ελλήνων, αλλ' εν γένει καθ' όλων των Χριστιανών εν Μακεδονία ειοί πασίγνωστοι και τοιαύται ώστε επί τέλους θ' αναγκάσωσι το Ελληνικόν στοιχείον να συνταχθή μετά των Βουλγάρων προς αποτίναξιν του αφόρητου Τουρκικού ζυγού.
Το ενδεχόμενο σύμπραξης Ελλήνων και Βουλγάρων ανησύχησε τους Βρετανούς σε σημείο ώστε ο Salisbury έκρινε σκόπιμο να διαμηνύσει στον βασιλιά Γεώργιο ότι, αν οι Έλληνες της Μακεδονίας συνέπρατταν με τους Βουλγάρους και η εξέγερση επιτύγχανε, υπήρχε φόβος η Μακεδονία να περιέλθει για πάντα «από την ελληνική στη σλαβική φυλή»[9]. Αλλά και η ελληνική κυβέρνηση, καθώς και οι κυριότεροι παράγοντες του ελληνισμού στη Μακεδονία συνειδητοποιούσαν τους κινδύνους που περιέκλειε, για τα μακροπρόθεσμα συμφέροντα του ελληνισμού, η τυχόν επικράτηση του βουλγαρικού κινήματος στη βόρεια Μακεδονία. Δεν ήταν όμως δυνατό να ταχθούν οι Έλληνες στο πλευρό των Οθωμανών κατά των Βουλγάρων και μάλιστα την εποχή που το Ήπειρο-θεσσαλικό παρέμενε ανοικτό. Γι' αυτό, όπως προκύπτει από έγγραφες οδηγίες του Δηλιγιάννη προς τους προξένους, η λύση που προκρίθηκε ήταν να τηρηθεί αυστηρή ουδετερότητα.
Προς το τέλος του 1878, με συντονισμένες επιθέσεις του οθωμανικού στρατού, τις οποίες ακολούθησαν οι συνηθισμένες ωμότητες εναντίον των αμάχων, οι Βούλγαροι επαναστάτες απωθήθηκαν στη βουλγαρική Ηγεμονία. Παρ' όλα αυτά, ως το 1880 βουλγαρικά ένοπλα σώματα βυνέχιζαν να εισβάλλουν στα μακεδονικά εδάφη και μερικές φορές να εισχωρούν ως την περιοχή Σερρών προς νότο και ως τα χωριά της Στρώμνιτσας, του Μοριχόβου και της κοιλάδας του Αξιού προς τα δυτικά[10].
Η αναταραχή που προκάλεσαν οι βουλγαρικές εξεγέρσεις του φθινοπώρου του 1878 είχαν ως αποτέλεσμα να ασκηθεί πίεση στην Πύλη για να θέσει σε εφαρμογή τις διατάξεις του άρθρου 23 της Συνθήκης του Βερολίνου. Το άρθρο αυτό προέβλεπε την εισαγωγή διοικητικών μεταρρυθμίσεων όχι μόνο στη Μακεδονία αλλά και στις άλλες ευρωπαϊκές επαρχίες της αυτοκρατορίας οι οποίες παρέμειναν υπό την κυριαρχία του σουλτάνου.
Στη διετία που ακολούθησε -1879-1881- συστήθηκαν τοπικές επιτροπές στις πρωτεύουσες των τεσσάρων βιλαετίων, Αδριανούπολης, Θεσσαλονίκης, Μοναστηρίου (Βιτωλίων) και Ιωαννίνων, για να μελετήσουν και να αποστείλουν στην Κωνσταντινούπολη σχέδια διοικητικών μεταρρυθμίσεων, που θα παρείχαν στον ντόπιο πληθυσμό—μουσουλμανικό και χριστιανικό — το δικαίωμα να μετέχει πιο ενεργά στην τοπική διοίκηση. Την προσοχή της ελληνικής κυβέρνησης αλλά και του νέου πατριάρχη Ιωακείμ Γ' -που στα μέσα του 1878 διαδέχθηκε τον Ιωακείμ Β- συγκέντρωσε ιδιαίτερα το σχέδιο μεταρρυθμίσεων για τη Μακεδονία. Ο Ιωακείμ Γ', βαθύς γνώστης των μακεδονικών πραγμάτων, αφού είχε διατελέσει μητροπολίτης Θεσσαλονίκης από το 1874 ως το 1878, πήρε την πρωτοβουλία να ζητήσει από την Πύλη την εφαρμογή στη Μακεδονία ενός συστήματος ανάλογου με τον Οργανισμό της Κρήτης. Στο μεταξύ, η Διεθνής Επιτροπή που είχε συντάξει τον Οργανισμό της Ανατολικής Ρωμυλίας μετέφερε την έδρα της στην Κωνσταντινούπολη και από τον Ιούνιο του 1880 άρχισε να επεξεργάζεται διάφορα σχέδια μεταρρυθμίσεων και για τις άλλες επαρχίες της Τουρκίας. Στην επιτροπή αυτή υποβλήθηκαν λεπτομερείς ελληνικές προτάσεις για τη Μακεδονία, μεταξύ των οποίων πρόταση για την καθιέρωση της ελληνικής ως δεύτερης επίσημης γλώσσας μετά την τουρκική, καθώς και πρόταση για τη διαίρεση της Μακεδονίας σε δύο αυτοτελείς διοικητικές ενότητες.
Η σκέψη για τη διχοτόμηση της Μακεδονίας προήλθε από τη διαπίστωση ότι ο πληθυσμός στο βόρειο τμήμα ήταν κατά πλειοψηφία βουλγαρικός, ενώ στο νότιο υπερτερούσε το ελληνικό στοιχείο. Κατά το σχέδιο του γενικού πρόξενου Θεσσαλονίκης, Κ. Βατικιώτη, η Μακεδονία θα έπρεπε να διαιρεθεί σε δύο βιλαέτια και να διχοτομηθεί διαγώνια από τα βορειοανατολικά προς τα νοτιοδυτικά. Το νότιο βιλαέτι, στο οποίο υπερτερούσε ο Ελληνισμός, θα είχε ως πρωτεύουσα τη Θεσσαλονίκη και θα περιλάμβανε τα σαντζάκια Δράμας, Σερρών και Θεσσαλονίκης -εκτός από τον καζά Βελεσσών- το ναχιγιέ Μοριχόβου και τους καζάδες Μοναστηρίου, Φλώρινας, Κορυτσάς, Κολωνίας, Ανασελίτσας, Καϊλαρίων, Κοζάνης, Σερβίων και Γρεβενών. Η τότε κυβέρνηση Τρικούπη υιοθέτησε τη διχοτομική αυτή γραμμή και έδωσε οδηγίες στον Κουντουριώτη να ενεργήσει για την αποδοχή της. Η απόφαση αυτή του Τρικούπη είναι σημαντική, γιατί αποκαλύπτει πώς είχαν διαμορφωθεί την εποχή εκείνη τα προς βορρά όρια των ελληνικών διεκδικήσεων στη Μακεδονία[11].
Τελικά, προς το τέλος του 1880, η Διεθνής Επιτροπή κατάρτισε ένα σχέδιο καταστατικού που περιλάμβανε διοικητικές μεταρρυθμίσεις για τις ευρωπαϊκές επαρχίες της Τουρκίας. Η εφαρμογή όμως του νέου καθεστώτος δεν πραγματοποιήθηκε όπως προέβλεπε η Συνθήκη του Βερολίνου.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σχόλια τα οποία θα περιέχουν Greekenglish, ύβρεις, μειωτικούς και συκοφαντικούς χαρακτηρισμούς δεν θα αναρτώνται.