Πάντως, άπό τον 5ο π.Χ. αιώνα είχε εισαχθεί στή Μακεδονία ή αττική διάλεκτος, ή οποία μάλιστα, στήν εποχή τού Φιλίππου και Μ. Αλεξάνδρου υποσκέλισε οριστικά τή μακεδόνικη διάλεκτο. Άπό τήν εποχή αυτή έχουμε και τά πρώτα επιγραφικά κείμενα. Οί Μακεδόνες δέν χρησιμοποίησαν μόνο οί ίδιοι τήν αττική διάλεκτο, άλλά τή διέδωσαν ώς τά πέρατα τής Οικουμένης και μέ τον εξελληνισμό των βαρβάρων την έκαμαν κοινή σέ όλη την έκταση του ελληνόφωνου κόσμου. Αξιοσημείωτο άλλωστε είναι τό γεγονός ότι, μετά τη ρωμαϊκή κατάκτηση, οι Μακεδόνες δεν είχαν θιγεϊ από τη λατινική γλώσσα των κατακτητών, έκτος ορισμένων δυτικών περιοχών πού προαναφέραμε, άλλα αντίθετα προς τό τέλος της αρχαιότητας, όπως δείχνουν οί επιγραφές, είχαν εξελληνίσει γλωσσικά και τούς Ρωμαίους αποίκους της Μακεδονίας.
Οί Μακεδόνες, δωρικό φύλο, μιλούσαν, όπως απέδειξαν κορυφαίοι "Ελληνες και ξένοι επιστήμονες (γλωσσολόγοι και ιστορικοί), μια δωρική διάλεκτο, συγγενική με τήν αιολική και τή θεσσαλική. Δυστυχώς δεν σώθηκε κανένα φιλολογικό ή επιγραφικό κείμενο της πρώιμης εποχής γραμμένο στή μακεδόνικη διάλεκτο. Οί αρχαιότερες επιγραφές πού βρέθηκαν ώς τώρα δεν ξεπερνούν τά χρονικά όρια της βασιλείας τού Φιλίππου Β'. Αυτό δεν είναι παράξενο, άν σκεφτεί κανείς ότι ή γραφή δεν ήταν αναγκαία σ' ένα λαό, πού στήν πρώιμη περίοδο τής ιστορίας του ασχολούνταν αποκλειστικά με τή γεωργία, τήν κτηνοτροφία και τον πόλεμο. Έξαλλου είναι πολύ πιθανό οί Μακεδόνες νά έγραψαν τά κείμενα τους σε φθαρτή ύλη (ξύλο ή κερί) πού καταστράφηκε στο πέρασμα των αιώνων. "Ετσι, σήμερα τή μακεδόνικη διάλεκτο τήν ξέρουμε μόνο άπό τό γλωσσικό υλικό πού διέσωσαν αρχαίοι λεξικογράφοι. Τό υλικό αυτό αποτελείται άπό 140 μεμονωμένες λέξεις, άπό 200 περίπου άνθρωπωνύμια και αρκετά τοπωνύμια, πού, δπως απέδειξε ή γλωσσολογική έρευνα, είναι όλα, ώς προς τή σημασία και τή γραμματική μορφή τους, ελληνικότατα
Πάντως, άπό τον 5ο π.Χ. αιώνα είχε εισαχθεί στή Μακεδονία ή αττική διάλεκτος, ή οποία μάλιστα, στήν εποχή τού Φιλίππου και Μ. Αλεξάνδρου υποσκέλισε οριστικά τή μακεδόνικη διάλεκτο. Άπό τήν εποχή αυτή έχουμε και τά πρώτα επιγραφικά κείμενα. Οί Μακεδόνες δέν χρησιμοποίησαν μόνο οί ίδιοι τήν αττική διάλεκτο, άλλά τή διέδωσαν ώς τά πέρατα τής Οικουμένης και μέ τον εξελληνισμό των βαρβάρων την έκαμαν κοινή σέ όλη την έκταση του ελληνόφωνου κόσμου. Αξιοσημείωτο άλλωστε είναι τό γεγονός ότι, μετά τη ρωμαϊκή κατάκτηση, οι Μακεδόνες δεν είχαν θιγεϊ από τη λατινική γλώσσα των κατακτητών, έκτος ορισμένων δυτικών περιοχών πού προαναφέραμε, άλλα αντίθετα προς τό τέλος της αρχαιότητας, όπως δείχνουν οί επιγραφές, είχαν εξελληνίσει γλωσσικά και τούς Ρωμαίους αποίκους της Μακεδονίας.
Οι Μακεδόνες άπό τήν ίδρυση του κράτους τους ως τή ρωμαϊκή κατάκτηση γνώρισαν ένα μόνο πολίτευμα, τήν πατριαρχική βασιλεία, με τή μορφή πού υπήρχε στή Νότια Ελλάδα τών ήρωϊκών χρόνων, σύμφωνα με τήν περιγραφή του 'Ομήρου. Ό βασιλιάς ήταν ό ανώτατος θρησκευτικός, δικαστικός και πολιτικός άρχοντας, όπως οί ομηρικοί συνάδελφοι του. Στο έργο του τον βοηθούσε ένα συμβούλιο του κράτους πού τό συγκροτούσαν οί εταίροι και οί πρώτοι τών Μακεδόνων. Η δύναμη του βασιλιά περιοριζόταν ως ένα βαθμό άπό τή συνέλευση τού στρατευόμενου μακεδόνικου λαού (ή κοινή τών Μακεδόνων εκκλησία ή τό κοινόν τών Μακεδόνων). Γιά διευκόλυνση τού διοικητικού έργου της κεντρικής εξουσίας ή Μακεδονία ήταν διαιρεμένη σέ διάφορες διοικητικές περιοχές. Τέτοιες διοικητικές υποδιαιρέσεις κατά τήν πρώιμη εποχή ήταν οί μοίρες ή οί στρατηγίες κι άπό τήν εποχή τού Φιλίππου οί αστικές περιφέρειες. Εξαίρεση αποτελούσε μόνο ή "Ανω Μακεδονία πού ήταν διαιρεμένη, ακόμη και μετά τή ρωμαϊκή κατάκτηση, σέ φυλετικές περιοχές. Τή διοίκηση τών αστικών περιφερειών είχαν βασιλικοί υπάλληλοι μέ επικεφαλής τούς επιστάτες. Κάτω άπό τήν εποπτεία τους λειτουργούσαν τά όργανα της τοπικής αυτοδιοίκησης (ή βουλή, ή εκκλησία τού δήμου και οί άρχοντες), πού ήταν ιδια μέ εκείνα τών πόλεων της Νότιας Ελλάδας. Λίγα χρόνια μετά τή ρωμαϊκή κατάκτηση ή Μακεδονία έγινε ρωμαϊκή επαρχία μέ πρωτεύουσα τή Θεσσαλονίκη και ή διοίκηση της ανατέθηκε σέ ανώτατο Ρωμαίο αξιωματούχο. Οί Ρωμαίοι για δημοσιονομικούς καθαρά λόγους δεν έθιξαν τήν τοπική αυτοδιοίκηση. "Ετσι οί μακεδόνικες πόλεις εξακολουθούσαν νά λειτουργούν με τά ί'δια όργανα τής τοπικής αυτοδιοίκησης, όπως και κατά τήν προρωμαϊκή εποχή
Από οικονομική άποψη ή Μακεδονία, στήν αρχαιότητα, ήταν πολύ πλούσια χώρα. Είχε εύφορες πεδιάδες γιά γεωργικές καλλιέργειες, εκτεταμένα βοσκοτόπια γιά τήν ανάπτυξη τής κτηνοτροφίας κι άλλες άφθονες φυσικές πηγές πλούτου. Σπουδαία πηγή πλούτου αποτελούσαν τά απέραντα δάση της, πού πρόσφεραν άφθονη και εκλεκτή ξυλεία (ναυπηγήσιμη και οικοδομήσιμη), περιζήτητη άπό τούς αρχαίους και ιδίως άπό τούς Αθηναίους. Ή κυριότερη όμως πηγή πλούτου ήταν τά μεταλλεία της. Πολύ ενδεικτικό είναι τό γεγονός ότι μόνο τά χρυσωρυχεία των Φιλίππων απέφεραν στον Φίλιππο Β' περίπου 1.000 τάλαντα χρυσού τον χρόνο, ποσό πού ήταν 250% ανώτερο άπό τά δημόσια έσοδα τής Αθήνας στήν εποχή του. Στά μεταλλεία αυτά οφειλόταν ή πλούσια μακεδόνικη νομισμα-τοκοπία. Επίσης άπό αυτά εξασφάλιζαν οί Μακεδόνες βασιλείς τά μεγαλύτερα έσοδα γιά τήν εκτέλεση δημοσίων έργων και τήν ανάπτυξη πολιτιστικής δραστηριότητας.
Η δομή τής μακεδόνικης κοινωνίας, ώς τά τέλη του 5ου π.Χ. αιώνα, δεν διέφερε άπό τήν ομηρική. Άπό τήν εποχή όμως τού Αρχελάου και ιδίως τού Φιλίππου Β', μέ τήν ανάπτυξη τής αστικής ζωής, τις στρατιωτικές μεταρρυθμίσεις και τις μακεδόνικες κατακτήσεις, γίνονται στή Μακεδονία σπουδαίες κοινωνικές αλλαγές. Μοιράζονται κλήροι στους στρατευόμενους και προωθείται έτσι ή ανάπτυξη τής μικρής ιδιοκτησίας σέ βάρος των ευγενών. Στις πόλεις αναπτύσσεται μιά μεσαία αστική τάξη άπό τούς διάφορους επαγγελματίες, ενώ οι κατακτήσεις προμηθεύουν τις μακεδόνικες αγορές μέ πολυάριθμους δούλους και δημιουργείται έτσι μιά καινούργια κατώτερη κοινωνική τάξη. Γενικά, άπό τήν εποχή αυτή ή μακεδόνικη κοινωνία παρουσιάζει τήν ί'δια εικόνα πού βλέπουμε στις πόλεις της Νότιας Ελλάδας. Ή Γδια σχεδόν κοινωνική κατάσταση επικρατεί και μετά τή ρωμαϊκή κατάκτηση. Μόνο πού ενισχύεται αριθμητικά ή κατώτερη κοινωνική τάξη μέ τήν έκταση πού πήρε τό δουλεμπόριο. Επίσης στήν κοινωνική ζωή συμμετέχουν τώρα και μετανάστες (έμποροι και επαγγελματίες) άπό τήν Ανατολή, πού είχαν έρθει νά κάμουν τήν τύχη τους στήν πλούσια ρωμαϊκή επαρχία Μακεδονία.
Οι πολίτες τών μακεδόνικων πόλεων ήταν οργανωμένοι σέ επαγγελματικούς και θρησκευτικούς συλλόγους, καθώς και σέ διάφορες κοινωνικές οργανώσεις. Ή κυριότερη άπό αυτές ήταν ή οργάνωση τών έφηβων, πού αποσκοπούσε στήν άσκηση τού σώματος και στήν ηθική και πνευματική διαπαιδαγώγηση τών έφηβων κάτω άπό τή γενική εποπτεία τού γυμνασιάρχου. Τό γυμνάσιου κέντρο τών εφηβικών οργανώσεων, δέν έλειπε άπό καμιά μακεδόνικη πόλη. Όρισμένες μάλιστα πόλεις (Θεσσαλονίκη, Βέροια, Φίλιπποι, Δερρίοπος κ.ά.) είχαν γίνει πραγματικά εκπαιδευτικά κέντρα της εποχής. Επίσης μας είναι γνωστές οί οργανώσεις τών νέων και τών πρεσβυτέρων. "Ολες αυτές οι οργανώσεις, πού ήταν χαρακτηριστικές της ελληνικής κοινωνίας, διατηρήθηκαν και μετά τή ρωμαϊκή κατάκτηση. Κατά τήν εποχή μάλιστα αυτή ιδρύεται και μιά άλλη επαρχιακή οργάνωση, τό γνωστό κοινό τών Μακεδόνων, μέ έδρα τή Βέροια, πού κύριο έργο του ήταν ή άσκηση της αύτοκρα-τορολατρείας και άλεξανδρολατρείας.
Οπως προκύπτει άπό τά θρησκειολογικά δεδομένα, οι Μακεδόνες λάτρευαν, όπως και οί κάτοικοι της Νότιας e Ελλάδας τούς ολύμπιους θεούς. Ανάμεσα στους θεούς αυτούς τήν πρώτη θέση κατείχε ό Δίας, ό ύπατος θεός τών Ελλήνων. Προς τιμή του οι Μακεδόνες τελούσαν τις γιορτές Έταιρείδια, Δια,Λιώια και Ύπερβερεταϊα. Επίσης στο πιερικό Δίον, τό όποιο όφειλε τό όνομα του στον θεό αυτό και ήταν θρησκευτικό κέντρο των Μακεδόνων, τελούσαν κάθε φθινόπωρο τούς περίφημους μακεδόνικους ολυμπιακούς αγώνες ('Ολύμπια Μακεδονίας). Δεύτερος μεγάλος θεός των Μακεδόνων ήταν ό fΗρακλής, πού τον θεωρούσαν και γενάρχη τού βασιλικού οίκου των Άργεαδών. Ενδεικτικό γιά τήν εξάπλωση τής λατρείας του είναι τό γεγονός ότι τό όνομα του είχε δοθεί σέ τρεις μακεδόνικες πόλεις (Ηράκλεια Λυγκηστική, Ηράκλεια Σιντική και Ηράκλειο Πιερίας). Επίσης ιδιαίτερα λατρευόταν άπό τούς Μακεδόνες ό Απόλλων. Δύο μακεδόνικες πόλεις (στή Μυγδονία και στή Χαλκιδική) είχαν τό όνομα του, ενώ προς τιμή του γίνονταν οί γιορτές Άπελλαϊα και Ξανδικά. Τέλος, πολύ διαδομένη ήταν ή λατρεία τού Διονύσου, τής "Αρτεμης και τής Αθηνάς. Προς τιμή τους τελούσαν αντίστοιχα τις γιορτές Δαΐσια, Αρτεμισία και Γορπιαϊα. Οί Μακεδόνες εξακολουθούσαν νά λατρεύουν τούς ίδιους θεούς και μετά τή ρωμαϊκή κατάκτηση. Επίσης, κατά τήν εποχή αυτή, μεγάλη διάδοση είχαν γνωρίσει οί εξελληνισμένες ανατολικές λατρείες και προπάντων ή άλεξανδρολατρεία, ή οποία συνέβαλε σημαντικά στή συντήρηση τής εθνικής και ιστορικής συνείδησης των Μακεδόνων.
Σπουδαία ήταν ή πνευματική και καλλιτεχνική δραστηριότητα τών Μακεδόνων κατά τήν αρχαιότητα. "Ηδη άπό τήν εποχή τού Αλεξάνδρου Α' (αρχές 5ου π.Χ. αιώνα) είχαν αρχίσει νά συρρέουν στή Μακεδονία άπό διάφορα μέρη τής Ελλάδας πολλοί ποιητές, φιλόσοφοι, ιστορικοί, μουσικοί, γιατροί, καλλιτέχνες και άλλοι σοφοί, πού καλλιέργησαν τά ελληνικά γράμματα και τις τέχνες. Δυστυχώς ή αρχαία παράδοση δέν διέσωσε τά ονόματα όλων αυτών τών πνευματικών ανθρώπων. Ωστόσο αναφέρει μερικούς άπό τούς πιο κορυφαίους, όπως ήταν ό Πίνδαρος, ό Βακχυλίδης, ό πατέρας τής ιστορίας Ηρόδοτος, ό Ελλάνικος ό Λεσβίος, ό διθυραμβο-ποιός Μελανιππίδης, ό πατέρας της ιατρικής ' Ιπποκράτης και ό γιός του Θεσσαλός, ό τραγικός ποιητής 'Αγάθων, ό Σάμιος επικός Χοιρίλος, ό κωμικός ποιητής Πλάτων, ό μεγάλος τραγικός ποιητής Ευριπίδης, ό όποιος μάλιστα και πέθανε στή Μακεδονία, ό μουσικός Τιμόθεος κ.ά.
Στα πλαίσια της πνευματικής αυτής κινήσεως εμφανίζεται και μία χορεία άπό ντόπιους εκπροσώπους τών γραμμάτων. ' Ανάμεσα σέ αυτούς ξεχωρίζει ό μεγάλος φιλόσοφος Αριστοτέλης ό Σταγειρίτης, γιός τού Νικόμαχου — προσωπικού γιατρού τού βασιλιά Αμύντα Β' — και δάσκαλος τού Μ. Αλεξάνδρου. 'Από τούς άλλους Μακεδόνες εκπροσώπους τών γραμμάτων μας είναι γνωστοί είκοσι περίπου ιστορικοί πού έγραψαν μακεδόνικες ή τοπικές ιστορίες (Μακεδόνικα, Θασιακά, Παλληνιακά κ.ά.), άλλά άπό τά έργα τους σώθηκαν ελάχιστα μόνο αποσπάσματα ή ακόμη απλώς οί τίτλοι τών έργων τους. Ανάμεσα στους ιστορικούς αυτούς ήταν ό Βάλακρος, ό Θεαγένης, ό Μαρσύας άπό τήν Πέλλα, ό Μαρσύας άπό τούς Φιλίππους, ό "Εφιππος και ό Καλλισθένης άπό τήν "Ολυνθο, ό Νικομήδης άπό τήν "Ακανθο, ό Ζωίλος και ό Φίλιππος άπό τήν Αμφίπολη, ό Αριστόβουλος άπό τήν Κασσάνδρεια, ό Μενέλαος άπό τις Αιγές και ό Αντίπατρος άπό τή Θεσσαλονίκη.
Εξίσου σπουδαία ήταν και ή καλλιτεχνική δραστηριότητα στή Μακεδονία, ή οποία ασφαλώς δέν οφειλόταν μόνο στους καλλιτέχνες πού είχαν συρρεύσει άπό διάφορα μέρη της Νότιας e Ελλάδας άλλά και σ' ένα πλήθος άπό ντόπιους καλλιτέχνες. Δυστυχώς άπό τό μακεδόνικο καλλιτεχνικό κύκλο μας είναι γνωστά ελάχιστα μόνο ονόματα καλλιτεχνών πρόκειται γιά τον γλύπτη Λύσο, τον τεχνίτη ψηφιδωτών Γνώσιν και τούς δυο περίφημους Θασίους καλλιτέχνες Πολύγνωτο και 'Αγλαοφώντα. Ωστόσο θά υπήρχαν πολυάριθμοι άλλοι καλλιτέχνες, όπως δείχνει καθαρά ή πλούσια καλλιτεχνική παραγωγή. Μιά ιδέα του εκπληκτικού αριθμού τών έργων τέχνης πού έγιναν σέ μακεδόνικα καλλιτεχνικά εργαστήρια μπορεί νά σχηματίσει κανείς άπό τό πλήθος τών αρχαιολογικών ευρημάτων και προπαντός άπό μερικές ενδιαφέρουσες πληροφορίες σχετικά μέ τή λεηλασία τών καλλιτεχνικών θησαυρών της Μακεδονίας στις διάφορες εποχές. "Ετσι ή αρχαία παράδοση διέσωσε τήν πληροφορία ότι τό 168 π.Χ. ό Ρωμαίος ύπατος Αιμίλιος Παύλος μετέφερε στή Ρώμη τόσο μεγάλο αριθμό έργων τέχνης, ώστε στον θρίαμβο του παρήλασαν 500 αμάξια γεμάτα άπό αγάλματα (μαρμάρινα και χάλκινα) και άλλα έργα τέχνης. Σύμφωνα μέ υπολογισμούς Γερμανού επιστήμονα τού περασμένου αίώνα οι Ρωμαίοι μετέφεραν στή Ρώμη 15-20.000 συνολικά μακεδόνικα έργα τέχνης! Μετά τή ρωμαϊκή κατάκτηση δέν έπαυσε βέβαια ή καλλιτεχνική παραγωγή στή Μακεδονία. Ωστόσο δέν έπαυσαν και οί λεηλασίες τών καλλιτεχνικών θησαυρών της. Πολλά μνημεία τέχνης καταστράφηκαν μέ τις συχνές βαρβαρικές επιδρομές (2ο και 3ο μ.Χ. αι.) καί, κατά τή βυζαντινή εποχή, άπό τον φανατισμό τών χριστιανών.
Τέλος, στήν περίοδο της τουρκοκρατίας, συμπληρώθηκε ή σύληση τών καλλιτεχνικών θησαυρών της μέ τό εξαγωγικό εμπόριο αρχαιοτήτων πού είχε πάρει μεγάλες διαστάσεις. Στή Θεσσαλονίκη, κέντρο τού εμπορίου, συγκεντρώνονταν αρχαιότητες άπό όλα τά μέρη της Μακεδονίας καί στο λιμάνι της φορτώνονταν ολόκληρα καράβια μέ μακεδόνικους καλλιτεχνικούς θησαυρούς."Οπως δείχνουν τά αρχαιολογικά ευρήματα και τά μνημεία πού αποκαλύφτηκαν μέ τις ανασκαφές, οί Μακεδόνες είχαν καλλιεργήσει μέ δεξιοτεχνία όλους τούς κλάδους της αρχαίας τέχνης. Τά δημόσια κτήρια καί οί ναοί πού ανακαλύφτηκαν ως τώρα μας επιτρέπουν νά σχηματίσουμε μιά εικόνα γιά τά επιτεύγματα τών Μακεδόνων στήν αρχιτεκτονική. Ιδιαίτερα λαμπρά δείγματα της επιτάφιας αρχιτεκτονικής τους αποτελούν οί μεγαλοπρεπείς μακεδόνικοι τάφοι πού βρέθηκαν σε πολλά σημεία τής Μακεδονίας (Νάουσα, Δίον, Βέροια, Βεργίνα, Λαγκαδά, Αμφίπολη κ.ά.). Τά πολυάριθμα επίσης έργα γλυπτικής (αγάλματα και ανάγλυφα) δείχνουν τή λειτουργία τοπικών καλλιτεχνικών εργαστηρίων — ακόμη και στήν περίοδο τής ρωμαιοκρατίας — στή Θεσσαλονίκη, στή Βέροια και σε άλλες μακεδόνικες πόλεις.
Τό πλήθος πάλι άπό πήλινα ειδώλια, οί μήτρες και οί κεραμεικοί φούρνοι πού βρέθηκαν μέ τις ανασκαφές δείχνουν τή λειτουργία τοπικών εργαστηρίων κηροπλαστικής στήν Πέλλα, στή Βέροια, στήν Αμφίπολη και σε άλλες πόλεις. Εντυπωσιακά επίσης είναι τά δείγματα τής μακεδόνικης ζωγραφικής στους τάφους τής Βεργίνας, τών Λευκαδιών κ.λ. Φαίνεται όμως ότι οι Μακεδόνες ιδιαίτερα επιδόθηκαν στή μεταλλοτεχνία, άφού τά πλούσια μακεδόνικα μεταλλεία εξασφάλιζαν άφθονη πρώτη υλη. Τήν εκπληκτική δεξιοτεχνία τών μακεδόνικων καλλιτεχνικών εργαστηρίων στον κλάδο αυτό τής αρχαίας τέχνης φανερώνουν τά κομψά νομίσματα τών Μακεδόνων βασιλέων και ιδίως τά εξαιρετικής τέχνης, κοσμήματα και σκεύη (χρυσά και αργυρά) πού βρέθηκαν στους βασιλικούς τάφους τής Βεργίνας, καθώς και σέ τάφους τής Θεσσαλονίκης, τής Βέροιας, τής Πέλλας, τής Αμφίπολης, τού Τσοτυλίου και τής Λητής.
ΕΥΓΕ
ΑπάντησηΔιαγραφήΤΕΤΡΑΠΟΛΙΣ ΚΥΤΙΝΙΟΝ ΔΩΡΙΕΙΣ
ΑπάντησηΔιαγραφή