του Σπυρίδωνα Σφέτα
Περιοδικό Ελληνικά Θέματα της Εταιρείας των Μακεδονικών Σπουδών
Στις διμερείς σχέσεις Ελλάδας-Βουλγαρίας μετά το Συνέδριο του Βερολίνου (1878) κυριαρχούσαν τρία βασικά ζητήματα. Η τύχη του Ελληνισμού της Ανατολικής Ρωμυλίας, η άρση του βουλγαρικού σχίσματος και η οροθέτηση των σφαιρών επιρροής της Ελλάδας και της Βουλγαρίας στον ευρύτερο μακεδονικό χώρο. Και τα τρία ζητήματα ήταν στενά συνδεδεμένα.
Η Ελλάδα είχε κατανοήσει ότι η ημιαυτόνομη Ανατολική Ρωμυλία ήταν μακροπρόθεσμα μια χαμένη υπόθεση, αλλά αποφάσισε να στηρίξει τον εκεί Ελληνισμό (60.000) ως αντίρροπη δύναμη στις βουλγαρικές διεκδικήσεις επί της Μακεδονίας.
Η ελληνική θέση για τη Μακεδονία ήταν σαφής: η Ελλάδα διεκδικούσε την ιστορική Μακεδονία (το σημερινό ελληνικό τμήμα της Μακεδονίας και τη γραμμή Αχρίδας-Μοναστηρίου-Στρώμνιτσας-Μελενίκου) και πάντοτε ανέμενε από τη Βουλγαρία την εκδήλωση ενδιαφέροντος για τον καθορισμό της διαχωριστικής γραμμής.
Το Οικουμενικό Πατριαρχείο ήταν πρόθυμο να προβεί σε άρση του βουλγαρικού σχίσματος, υπό τον όρο ότι ο Βούλγαρος Έξαρχος θα εγκατέλειπε την Κωνσταντινούπολη, θα εγκαθίστατο στη Σόφια και η δικαιοδοσία του θα περιοριζόταν στη Βουλγαρική Ηγεμονία και την Ανατολική Ρωμυλία. Η Μακεδονία με την ευρύτερη σημασία του όρου θα παρέμενε στη δικαιοδοσία του Οικουμενικού Πατριαρχείου το οποίο δεν είχε αντίρρηση να τοποθετήσει Βούλγαρους επισκόπους σε επαρχίες που πλειοψηφούσε το σλαβικό στοιχείο, επιτρέποντας την τέλεση της θείας λειτουργίας στην εκκλησιαστική σλαβονική. Αυτό σήμαινε ότι ο Βούλγαρος Έξαρχος δεν θα μπορούσε να διεκδικεί τη χορήγηση σουλτανικών βερατιών για εξαρχικούς επισκόπους στη Μακεδονία. Αλλά το Πατριαρχείο κινούνταν στο πλαίσιο της οικουμενικής του πολιτικής, ενώ η Εξαρχία ήταν πολιτικός θεσμός με ένα σαφή βουλγαρικό εθνοκεντρικό χαρακτήρα, σε πλήρη αρμονία με τις απώτερες βουλγαρικές βλέψεις στη Μακεδονία. Για τον λόγο αυτό ο Έξαρχος Josef I απέρριψε τις προτάσεις του Ιωακείμ του Γ κατά την πρώτη του θητεία (1878-1884) για τις προϋποθέσεις της άρσεως του βουλγαρικού σχίσματος. Ο Έξαρχος παρέμεινε στην Κωνσταντινούπολη, χωρίς σύνοδο, και προσπαθούσε πάντα να εξασφαλίσει επισκοπικές θέσεις στη Μακεδονία.
Η επίσημη Βουλγαρία την περίοδο της διακυβέρνησης του ηγεμόνα Aleksander Battenberg (1879-1886) άφηνε αόριστα να εννοηθεί ότι δεν απέρριπτε προκαταβολικά την ιδέα της κατανομής της Μακεδονίας σε σφαίρες ελληνικής και βουλγαρικής επιρροής, αλλά επικαλούνταν πάντα την «εθνολογική γραμμή», χωρίς όμως να τη συγκεκριμενοποιεί. Εκτός των παραλίων, η Βουλγαρία φαινόταν γενικά απρόθυμη να αναγνωρίσει ελληνικές διεκδικήσεις στη μακεδονική ενδοχώρα. Η πραξικοπηματική προσάρτηση της Ανατολικής Ρωμυλίας από τη Βουλγαρική Ηγεμονία (Σεπτέμβριος 1885) και η εφαρμοσθείσα πολιτική του εκβουλγαρισμού των Ελλήνων ψύχραναν περισσότερο τις σχέσεις Αθήνας-Σόφιας. Η πολιτική της διατήρησης καλών σχέσεων με την Οθωμανική Αυτοκρατορία που εγκαινίασε ο Βούλγαρος Πρωθυπουργός Stefan Stambulov (1887-1894) αποσκοπούσε στη βουλγαρική διείσδυση στη Μακεδονία μέσω της έκδοσης σουλτανικών βερατιών για Βούλγαρους επισκόπους και της κατασκευής της σιδηροδρομικής γραμμής Σόφιας-Κιούστεντιλ-Σκοπίων. Ο Stambulov αντιτάχθηκε στα ρωσικά σχέδια μετατροπής της Βουλγαρίας σε ρωσικό προτεκτοράτο και έτσι δεν αποκαταστάθηκαν οι ρωσο-βουλγαρικές διπλωματικές σχέσεις που διακόπηκαν στις 6 Νοεμβρίου 1886, μετά την αποπομπή του Battenberg (Αύγουστος 1886) και την απόρριψη από τους Βούλγαρους του υποψηφίου της Ρωσίας ως ηγεμόνα της Βουλγαρίας, του γεωργιανού πρίγκιπα Nikolaj Migrieli. Η Βουλγαρία θα αποβεί το πεδίο του ανταγωνισμού Αυστρο-Ουγγαρίας-Ρωσίας.
Λόγω ρωσικού βέτου η Υψηλή Πύλη δεν αναγνώρισε τον Ferdinand του Σαξωνικού Κοβούργου ως ηγεμόνα της Βουλγαρίας, τον οποίο είχε εκλέξει η Μεγάλη Βουλγαρική Εθνοσυνέλευση (6.7.1887). θι απειλές του Stambulov ότι θα εκδιώξει τους Έλληνες Μητροπολίτες από τη Βουλγαρία και δεν θα καταβάλει στην Υψηλή Πύλη τον φόρο της Ανατολικής Ρωμυλίας, η κρίση στις σχέσεις Οικουμενικού Πατριαρχείου και Υψηλής Πύλης λόγω του γνωστού προνομιακού ζητήματος, η δυσαρέσκεια του Αβδούλ Χαμίτ από τις ταραχές στην Κρήτη (1889) και σε τελική ανάλυση η υποστήριξη της Βιέννης συνετέλεσαν ώστε το 1890 οι Βούλγαροι να αποκτήσουν εξαρχικούς επισκόπους στα Σκόπια και την Αχρίδα. Το πλήγμα που υπέστη το Οικουμενικό Πατριαρχείο ήταν ισχυρό, διότι de-jure η Υψηλή Πύλη αναγνώριζε τη δικαιοδοσία της βουλγαρικής Εξαρχίας στη Μακεδονία. Το 1894 οι Βούλγαροι απέκτησαν επίσης εξαρχικούς επισκόπους στα Βελεσσά και το Νευροκόπι. Ο Stambulov προωθούσε κυρίως το εκπαιδευτικό-εκκλησιαστικό βουλγαρικό έργο στη Μακεδονία, εκτιμώντας ότι έπρεπε πρώτα να διαμορφωθεί βουλγαρική εθνική συνείδηση, και απέρριπτε κάθε πρόωρη επαναστατική ενέργεια που θα επιδείνωνε τις σχέσεις της Βουλγαρίας με την Οθωμανική Αυτοκρατορία. Οι επιτυχίες στο εκκλησιαστικό είχαν ενισχύσει την πεποίθηση των βουλγαρικών πολιτικών παραγόντων ότι το Μακεδονικό ήταν βουλγαρικό ζήτημα και μια χαμένη υπόθεση για τους Έλληνες και τους Σέρβους. Έτσι, οι βουλγαρικές κυβερνήσεις απέρριπταν κάθε συζήτηση για κατανομή της Μακεδονίας σε σφαίρες επιρροής και επιδίωκαν μονάχα τη λύση της αυτονομίας ως μέσου προσάρτησης στη Βουλγαρία, κατά το παράδειγμα της Ανατολικής Ρωμυλίας. Αλλά στη βουλγαρική πολιτική σκηνή δεν ήταν αμελητέα η επιρροή των Βουλγαρομακεδονικών κύκλων. Ένα σημαντικό τμήμα των αξιωματικών του βουλγαρικού στρατού προερχόταν από τη Μακεδονία και αποτελούσε μια ισχυρή ομάδα πίεσης στη χάραξη της βουλγαρικής εξωτερικής πολιτικής.
Οι βουλγαρομακεδονικοί κύκλοι στήριζαν τις ελπίδες τους για μια επαναστατική λύση του Μακεδονικού κυρίως στη Ρωσία. Η ρωσική διπλωματία καλλιεργούσε τέτοιες πεποιθήσεις κυρίως για την ανατροπή του Stambulov και τη μείωση της αυστριακής επιρροής στη Βουλγαρία, πράγμα που πέτυχε. Το 1894 έπεσε η κυβέρνηση Stambulov και ο ίδιος ο Stambulov δολοφονήθηκε το 1895 από Βουλγαρομακεδόνες. Ο νέος πρωθυπουργός Konstantin Stojlov (1894-1899) αποκατέστησε το 1896 τις ρωσο-βουλγαρικές διπλωματικές σχέσεις, ο Ferdinand αναγνωρίστηκε διεθνώς ως ηγεμόνας της Βουλγαρίας, ο διάδοχος του θρόνου, πρίγκηπας Boris, μεταβαπτίστηκε σύμφωνα με το ορθόδοξο τυπικό και η Βουλγαρία περιήλθε στη σφαίρα της ρωσικής επιρροής. Ωστόσο, οι προσδοκίες της Βουλγαρίας για ρωσική υποστήριξη της αυτονομίας της Μακεδονίας δεν δικαιώθηκαν. Μετά το 1896 το κέντρο της ρωσικής πολιτικής ήταν η Άπω Ανατολή. Στη βαλκανική της πολιτική η Ρωσία ενέμενε στη διατήρηση του status-quo, πράγμα που επισημοποίησε σε συμφωνία με την Αυστρο-Ουγγαρία τον Απρίλιο του 1897. Η μακεδονική της πολιτική ήταν αυστηρά ισορροπημένη. Επιδίωξε το 1896 την άρση του βουλγαρικού σχίσματος με τους όρους του Οικουμενικού Πατριαρχείου, πράγμα που απέρριψαν οι Βούλγαροι, και έλαβε σοβαρά υπόψη και τα σερβικά συμφέροντα στη Μακεδονία. Η Ρωσία, απασχολημένη με τα προβλήματα της Άπω Ανατολής και αντιμετωπίζοντας τον ιαπωνικό κίνδυνο, δεν ευνοούσε επαναστατικές ταραχές στη Μακεδονία ούτε ήταν πρόθυμη να στηρίξει στρατιωτικά τη Βουλγαρία σε περίπτωση βουλγαροτουρκικού πολέμου.
Ωστόσο, η εξωτερική πολιτική της Βουλγαρίας καθοριζόταν από τον ηγεμόνα Ferdinand και την ηγεσία του στρατεύματος στο οποίο ως ομάδα πίεσης δρούσε και το βουλγαρομακεδονικό λόμπυ. Οι ηγέτες των πολυδιασπασμένων πολιτικών κομμάτων της Βουλγαρίας ήταν στην ουσία μαριονέτες του ηγεμόνα Ferdinand, ο οποίος νωρίς έδωσε το στίγμα του λεγόμενου «προσωπικού καθεστώτος». Το «Ανώτατο Μακεδονικό Κομιτάτο» της Σόφιας ήταν υπό την άμεση κηδεμονία της βουλγαρικής αυλής και του Υπουργείου Πολέμου, έχοντας υπερφαλαγγίσει τη V.M.R.O. στη Θεσσαλονίκη. Η ευνοϊκή για την Ελλάδα τροπή του Κρητικού ζητήματος μετά τον ατυχή ελληνο-τουρκικό πόλεμο του 1897 (αυτονομία της Κρήτης με ύπατο αρμοστή τον πρίγκιπα Γεώργιο, αποχώρηση των τουρκικών στρατευμάτων και εγκατάσταση διεθνών στρατευμάτων) λειτούργησε στη Βουλγαρία ως πρότυπο και για μια ανάλογη λύση του Μακεδονικού. Από τα τέλη του 19ου αιώνα όλο και εμφανέστερα τα βουλγαρομακεδονικά κομιτάτα τόνιζαν την ανάγκη μεταρρυθμίσεων στη Μακεδονία κατά το παράδειγμα της Κρήτης.
Για να διευρύνει τη βάση της η V.M.R.O. to 1902 άλλαξε το καταστατικό της, απέβαλε το στενό της βουλγαρικό χαρακτήρα και κάλεσε σε συστράτευση όλα τα δυσαρεστημένα στοιχεία, ανεξαρτήτως εθνότητας, σε έναν επαναστατικό αγώνα με σκοπό την πολιτική αυτονομία της Μακεδονίας. Στην ουσία όμως η V.M.R.O. από to 1901, μετά τη σύλληψη των μελών της Κεντρικής Επιτροπής (Hristo Tatarcev, Hristo Matev) στις αρχές του 1901 στη Θεσσαλονίκη από τις οθωμανικές αρχές, ποδηγετούνταν από το «Ανώτατο Μακεδονικό Κομιτάτο», τους λεγόμενους βερχοβιστές (τον καθηγή Mihajlovski και το στρατηγό Concev). Οι βερχοβιστές είχαν επιλέξει την οδό της υπόθαλψης εξεγέρσεων στη Μακεδονία, ώστε να διεθνοποιηθεί το Μακεδονικό Ζήτημα και να επέμβουν οι Μεγάλες Δυνάμεις. Οι ταραχές στη Τζουμαγιά (Σεπτέμβριος-Οκτώβριος 1902) ήταν ο προάγγελος των συμβησομένων. Παρά τις συμβουλές του Υπουργού Εξωτερικών της Ρωσίας, Lambsdorf, κατά την επίσκεψη του στη Σόφια τον Δεκέμβριο του 1902, να επιδείξουν οι Βούλγαροι σύνεση και υπομονή, σε συνέδριο της στη Θεσσαλονίκη τον Ιανουάριο του 1903, η V.M.R.O. αποφάσισε μια ένοπλη εξέγερση.
Στο συνέδριο συμμετείχαν μονάχα 17 εκπρόσωποι και απουσίαζαν οι βασικοί παράγοντες της V.M.R.O., όπως οι Goce Delcev, Dame Gruev, Pere Tosev, Gjorce Petrov, Jane Sandanski. Οι Matev και Tatarcev, μετά την αποφυλάκιση τους το 1902, δεν είχαν το δικαίωμα παραμονής στη Μακεδονία και εγκαταστάθηκαν στη Σόφια. Η V.M.R.O., ουσιαστικά ακέφαλη στα χέρια του φιλοβερχοβιστή Ivan Garvanov, έλαβε μια μοιραία απόφαση. Σήμερα είναι τεκμηριωμένο ότι καταλυτική επίδραση στη λήψη της απόφασης είχαν οι υποσχέσεις βουλγαρικών στρατιωτικών κύκλων (κυρίως του Υπουργού Πολέμου Paprikov) ότι η Βουλγαρία θα συνδράμει στρατιωτικά τους εξεγερμένους κηρύσσοντας ακόμα και πόλεμο εναντίον της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας [1]. Όταν έγινε γνωστή η απόφαση, οι Goce Delcev, Gjorce Petrov και Jane Sandanski τάχτηκαν εναντίον μιας πρόωρης εξέγερσης, την οποία χαρακτήρισαν ως αυτοκαταστροφή. Η Βουλγαρία δεν ήταν προετοιμασμένη για πόλεμο με την Οθωμανική Αυτοκρατορία και προφανώς ήθελε να εκμεταλλευτεί την επικείμενη εξέγερση για τη διεθνοποίηση του Μακεδονικού. Η ανατίναξη τον Απρίλιο του 1903 του γαλλικού ατμόπλοιου Quadalquivir στο λιμάνι της Θεσσαλονίκης και της οθωμανικής τράπεζας από νεαρούς Βούλγαρους αναρχικούς, τους γεμιτζήδες, ήταν το προανάκρουσμα της επικείμενης εξέγερσης.
Η Ελλάδα είχε ως άξονα της πολιτικής της, πέρα από την προώθηση του εκπαιδευτικού και του εκκλησιαστικού έργου, την κατανομή του ευρύτερου μακεδονικού χώρου σε ελληνική και σλαβική ζώνη επιρροής. Η Σερβία, για την οποία το βιλαέτι του Κοσόβου (με πρωτεύουσα τα Σκόπια) δεν συμπεριλαμβανόταν στον μακεδονικό χώρο, αλλά αποτελούσε την Παλαιά Σερβία, δεν ήταν βασικά αντίθετη στη ιδέα της διανομής. Κατά τις σχετικές ελληνο-σερβικές διαπραγματεύσεις στην τελευταία δεκαετία του 19ου αιώνα η Αθήνα και το Βελιγράδι συμφωνούσαν ότι η νότια ζώνη ήταν ελληνική και η βόρεια σλαβική, αλλά υπήρχαν ορισμένες διαφωνίες σχετικά με την επιδίκαση ορισμένων πόλεων της μεσαίας ζώνης στην Ελλάδα ή τη Σερβία [2].
Αντίθετα, τέτοια βάση συνεννόησης δεν υπήρχε με τη Βουλγαρία, τουλάχιστον από το 1890 και κατόπιν. Όταν τον Δεκέμβριο του 1896 ο Βούλγαρος Πρωθυπουργός, Konstantin Stojlov, πρότεινε στην ελληνική κυβέρνηση να αναληφθεί μια συλλογική πρωτοβουλία Ελλάδας, Σερβίας και Βουλγαρίας για την εισαγωγή μεταρρυθμίσεων στη Μακεδονία, ώστε να καταστεί «προνομιούχος» επαρχία, τον Μάρτιο του 1897, ενόψει των προετοιμασιών για πόλεμο με την Τουρκία, ο Υπουργός Εξωτερικών Αλέξανδρος Σκουζές απάντησε ότι η ελληνική κυβέρνηση είναι πρόθυμη για την έναρξη διαπραγματεύσεων, αλλά με αντικείμενο αποκλειστικά τον καθορισμό των ελληνο-βουλγαρικών σφαιρών επιρροής στη Μακεδονία, αναγνωρίζοντας ωστόσο στη Βουλγαρία το δικαίωμα διεξόδου στο Αιγαίο [3].
Το ζήτημα επανέφερε προς συζήτηση ο Πρωθυπουργός και Υπουργός Εξωτερικών, Αλέξανδρος Ζαΐμης, τον Οκτώβριο του 1897, μετά την ήττα της Ελλάδας στον ελληνο-τουρκικό πόλεμο και ενόψει των διαπραγματεύσεων για τη σύναψη συνθήκης ειρήνης. Πρότεινε στον Βούλγαρο διπλωματικό πράκτορα στην Αθήνα, Petar Dimitrov, να καθορίσουν η Ελλάδα, η Βουλγαρία και η Σερβία τις σφαίρες επιρροής τους στη Μακεδονία, χαρακτηρίζοντας ως ουδέτερη μια ζώνη, στην οποία θα είχαν διεκδικήσεις και οι τρεις πλευρές [4]. Η βουλγαρική κυβέρνηση του Stojlov απάντησε διπλωματικά στις 13 Νοεμβρίου ότι δέχεται βασικά να συζητήσει το θέμα, αλλά με τον όρο ότι η ελληνική κυβέρνηση να καθορίσει επακριβώς τη γεωγραφική περιοχή που διεκδικεί, όπως και την ουδέτερη ζώνη [5]. Ένα μήνα αργότερα ο Ζαΐμης άφησε να εννοηθεί ότι η ελληνική κυβέρνηση θα γνωστοποιήσει τα βόρεια όρια της ουδέτερης ζώνης, αλλά αναμένει ότι ταυτόχρονα και η Βουλγαρία θα αποσαφηνίσει τα νότια όρια της ουδέτερης ζώνης [6]. Τέτοιες υπεκφυγές αποδείκνυαν την αμοιβαία καχυποψία. Η Βουλγαρία, έχοντας εξασφαλίσει τον Οκτώβριο του 1897 τρία νέα σουλτανικά βεράτια για εξαρχικούς επισκόπους στη Δίβρα, το Μοναστήρι και τη Στρώμνιτσα, ως αποτέλεσμα της ουδέτερης στάσης που τήρησε στον ελληνο-τουρκικό πόλεμο, σε καμιά περίπτωση δεν δεχόταν τη λύση της διανομής και απλά ήθελε να βολιδο σκοπήσει τη στάση της Ελλάδας. Η απόρριψη επίσης και των ρωσικών προτάσεων το 1896 για την άρση του βουλγαρικού σχίσματος [7] , όπως και η συνεχής εκδίωξη του Ελληνισμού της Ανατολικής Ρωμυλίας με την υφαρπαγή των σχολείων του και των εκκλησιών του και τον εξαναγκασμό του να προσχωρήσει στην Εξαρχία είχαν οξύνει περισσότερο τις διμερείς σχέσεις.
Στις αρχές του 20ού αιώνα η ελληνική εξωτερική πολιτική σε σχέση με τη Βουλγαρία ήταν πλέον σαφής: καμιά περαιτέρω προσπάθεια συνεννόησης, καμιά πρωτοβουλία για άρση του σχίσματος, διατήρηση της υπάρχουσας κατάστασης στη Μακεδονία και καλλιέργεια φιλικών σχέσεων με την Οθωμανική Αυτοκρατορία. Προς την ίδια πολιτική προσανατολίστηκε και το Οικουμενικό Πατριαρχείο. Οι φόβοι της κυβέρνησης Θεοτόκη ότι η επανεκλογή του Ιωακείμ του Γ' στον πατριαρχικό θρόνο θα ήταν επιζήμια για τα ελληνικά εθνικά συμφέροντα λόγω των φιλορωσικών του αισθημάτων δεν δικαιώθηκαν. Επανεκλεγείς στον Οικουμενικό Θρόνο τον Μάιο του 1901 ο Ιωακείμ ο Γ', λόγω των νέων πολιτικών συγκυριών, εφάρμοσε μια μετριοπαθή εθνική πολιτική, συνάδουσα πλήρως με τα ελληνικά συμφέροντα.
==================================================================
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
[1]-Βλ. Τ. Vlahov, Krizata ν balgaro-turskite otnosenija 1895-1908, Σόφια 1977, σ. 41.
[2]-Το 1890 ο Σέρβος πρέσβης στην Κωνσταντινούπολη, Stojan Novakovic, είχε τις πρώτες συνομιλίες με τον Μαυροκορδάτο για την κατανομή της Μακεδονίας σε ελληνική και σερβική σφαίρα επιρροής: η βόρεια ζώνη επιδικάστηκε στη Σερβία, η νότια στην Ελλάδα, αλλά υπήρξε διαφωνία για τη μεσαία (και οι δύο πλευρές διεκδικούσαν τη Στρώμνιτσα, το Μοναστήρι, το Κρούσεβο και την Αχρίδα). Το 1892, μετά την επίσκεψη του Τρικούπη στο Βελιγράδι τον Ιούνιο του 1891, η κυβέρνηση Pasic έστειλε στην Αθήνα τον Βλάχο στην καταγωγή από την Ήπειρο Vladan Djordjevic για νέες διαπραγματεύσεις με την ελληνική κυβέρνηση. Ο Στέφανος Δραγούμης, Υπουργός Εξωτερικών στην κυβέρνηση Τρικούπη, υπέβαλε στον Djordjevic τις ακόλουθες προτάσεις: 1) στην ελληνική σφαίρα να παραμείνουν το Νευροκόπι, το Μοναστήρι, ο Περλεπές και το Κρούσεβο, 2) οι αλβανικές περιοχές μέχρι τη Στρούγκα και τη Δίβρα στη σερβική σφαίρα. Η σερβική κυβέρνηση απέρριψε τις προτάσεις. Το 1899 διεξήχθηκαν στην Αθήνα και οι τελευταίες (ατελέσφορες) ελληνοσερβικές συνομιλίες μεταξύ του Υπουργού Εξωτερικών Ρωμανού στην κυβέρνηση Θεοτόκη και του Σέρβου εκπροσώπου Milicevic. Η σερβική πλευρά πρότεινε την κατάργηση των σερβικών προξενείων με αντάλλαγμα την εξασφάλιση επισκοπικών θέσεων: Κατάργηση του προξενείου του Μοναστηρίου με αντάλλαγμα τον διορισμό Σέρβου επισκόπου στα Βελεσσά, κατάργηση του προξενείου Σερρών με αντάλλαγμα τον διορισμό του Φιρμιλιανού στα Σκόπια και κατάργηση του προξενείου Θεσσαλονίκης με αντάλλαγμα την κατοχύρωση των επισκοπικών θέσεων στα Σκόπια και τα Βελεσσά. Η Ελλάδα ζήτησε πρώτα την κατάργηση των προξενείων και μετά τον διοριοσμό των επισκόπων.
[3]- Centralen Drzaven Istoriceski Arhiv (CDIA), Fond 176, Opis 1, Arhinva Edinica 1008, Dimitrov προς Stojlov, Εμπιστευτικό, Αθήνα, 22.3.1897.
[4]- CDIA, Fond 176, Opis 1, Arhivna Edinica 1008, Dimitrov προς Stojlov, Εμπιστευτικό, Αθήνα, 15.10.1897.
[5]- CDIA, Fond 322, Opis 1, Arhivna Edinica 4, Stojlov προς Dimitrov, Εμπιστευτικό, Σόφια, 13.11.1897
[6]- CDIA, Fond 176, Opis 1, Arhivna Edinica 1008, Dimitrov προς Stojlov, Εμπιστευτικό, Αθήνα, 13.12.1897.
[7]- Οι προτάσεις του Ρώσου πρέσβη στην Κωνσταντινούπολη Nelidov ήταν οι ακόλουθες: ο Έξαρχος να εγκατασταθεί στη Σόφια και η δικαιοδοσία του να περιοριστεί στην Ηγεμονία, να συμμετέχει στις εργασίες της Πατριαρχικής Συνόδου της Κωνσταντινουπόλεως, ο Πατριάρχης να διορίζει Βούλγαρους μητροπολίτες στη Μακεδονία από τους υποψηφίους που θα πρότεινε ο Έξαρχος, αλλά μονάχα στις επαρχίες όπου οι Βούλγαροι αποτελούσαν την πλειοψηφία. Στις επαρχίες όπου οι Βούλγαροι ήταν μειοψηφία, θα υπήρχε Βούλγαρος Επίσκοπος. Ο Nelidov ισχυριζόταν ότι η ελληνική κυβέρνηση, το Οικουμενικό Πατριαρχείο και η Ρωσική Σύνοδος δέχονταν αυτούς τους όρους. Βλ. P. Popov, Balkanskata Politika na Balgarija 1894-1898, Σόφια 1984, σ. 82. Η Ρωσία ενδιαφερόταν περισ-σότερο για την ενότητα της ορθοδοξίας, ώστε να μην επωφελείται η ουνιτική και η προτεσταντική προπαγάνδα από τη διάσπαση της. Η Ελλάδα δεν ήταν αρνητική στη ρωσική πρωτοβουλία, διότι περιείχε τη βασική γραμμή της οροθέτησης του ελληνισμού από τον σλαβισμό.
ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ..............ΕΔΩ
Το blog, για τους λόγους που βιώνουμε προσωπικά, οικογενειακά και κοινωνικά, αλλάζει την κύρια κατεύθυνσή του και επικεντρώνεται πλέον στην Κρίση.
Βασική του αρχή θα είναι η καταπολέμηση του υφεσιακού Μνημονίου και όποιων το στηρίζουν.
Τα σχόλια του Κρούγκμαν είναι χαρακτηριστικά:
...Άρα βασιζόμαστε τώρα σε ένα σενάριο σύμφωνα με το οποίο η Ελλάδα είναι αναγκασμένη να «πεθάνει στη λιτότητα» προκειμένου να πληρώσει τους ξένους πιστωτές της, χωρίς πραγματικό φως στο τούνελ.Και αυτό απλώς δεν πρόκειται να λειτουργήσει....[-/-]....οι πολιτικές λιτότητας οδηγούν την οικονομία σε τόσο μεγάλη ύφεση που εξανεμίζονται τα όποια δημοσιονομικά οφέλη, υποχωρούν τα έσοδα και το ΑΕΠ και ο λόγος του χρέους προς το ΑΕΠ γίνεται χειρότερος.
Βασική του αρχή θα είναι η καταπολέμηση του υφεσιακού Μνημονίου και όποιων το στηρίζουν.
Τα σχόλια του Κρούγκμαν είναι χαρακτηριστικά:
...Άρα βασιζόμαστε τώρα σε ένα σενάριο σύμφωνα με το οποίο η Ελλάδα είναι αναγκασμένη να «πεθάνει στη λιτότητα» προκειμένου να πληρώσει τους ξένους πιστωτές της, χωρίς πραγματικό φως στο τούνελ.Και αυτό απλώς δεν πρόκειται να λειτουργήσει....[-/-]....οι πολιτικές λιτότητας οδηγούν την οικονομία σε τόσο μεγάλη ύφεση που εξανεμίζονται τα όποια δημοσιονομικά οφέλη, υποχωρούν τα έσοδα και το ΑΕΠ και ο λόγος του χρέους προς το ΑΕΠ γίνεται χειρότερος.
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σχόλια τα οποία θα περιέχουν Greekenglish, ύβρεις, μειωτικούς και συκοφαντικούς χαρακτηρισμούς δεν θα αναρτώνται.