του Σπυρίδωνα Πλουμίδη
μακεδονικά, ΕΜΣ
Η Μακεδονία της ύστερης οθωμανικής περιόδου αποτέλεσε το μήλον της έριδος μεταξύ τον ελληνικού, βουλγαρικού, σερβικού, ρουμανικού, τουρκικού και αλβανικού εθνικισμού. Η ιστοριογραφική παραγωγή του 19ου και του α' μισού του 20ού αιώνα αποσκοπούσε στο να τεκμηριώσει προκατασκευασμένα σχήματα που καταδείκνυαν την ελληνικότητα, βουλγαρικότητα, σερβικότητα κ.λπ. ολόκληρης ή μέρους τουλάχιστον της περιοχής. Τα πολιτικά συμφέροντα περιόριζαν το επιστημονικό πεδίο καθιστώντας την ιστορία «θεραπαινίδα» της πολιτικής και ανήγαγαν το ζήτημα των ταυτοτήτων σε θέμα «ταμπού». Πρόσφατα μόνο είδαν το φως της δημοσιότητας μελέτες οι οποίες αμφισβητούν τα καθιερωμένα και προσπαθούν να εξετάσουν την πολυπλοκότητα και την αλληλοδιαπλοκή των εθνικών ταυτοτήτων.
Ένα από τα πλέον διφορούμενα σημεία του ζητήματος αυτού αποτελεί η Εσωτερική Μακεδόνικη Επαναστατική Οργάνωση (στο εξής: ΕΜΕΟ), διεθνώς γνωστή ως VMRO {Vutreshna Makedonska Revoljutsionna Organizatsija) ή IMRO (Internal Macedonian Revolutionary Organization), η οποία από το 1893 δρούσε στον χώρο της οθωμανικής Μακεδονίας. Όπως δηλώνει με ειλικρίνεια Σλαβομακεδόνας ιστορικός, η δυσκολία προσέγγισης της ιστορικής πραγματικότητας της ΕΜΕΟ έγκειται στο γεγονός ότι πολλά από τα μέλη της άλλαζαν στρατόπεδο, μερικά πρόσφεραν τις υπηρεσίες τους ταυτόχρονα σε δύο και τρεις εθνικές παρατάξεις και οι μαρτυρίες που έχουν καταγραφεί είναι ανεπαρκείς. Η συγκεκριμένη Οργάνωση έπαιξε σημαίνοντα ρόλο στα πολιτικά δρώμενα της Βαλκανικής, ιδίως της Βουλγαρίας και της Γιουγκοσλαβίας, μέχρι τη βίαιη διάλυση της το 1934 με διαταγή του τσάρου Βορίς Β ' της Βουλγαρίας και είναι το κλειδί για την κατανόηση του σλαβικού αλυτρωτισμού στη Μακεδονία.
Η ΕΜΕΟ διεκδικείται μεταπολεμικά τόσο από τη βουλγαρική όσο και από τη σλαβομακεδονική ιστοριογραφία ως βουλγαρικός και εθνικός «μακεδόνικος» αντίστοιχα πολιτικός σχηματισμός. Βεβαίως, η ΕΜΕΟ δεν είναι το μόνο διαφιλονικούμενο σημείο ανάμεσα στη βουλγαρική και τη σλαβομακεδονική ιστοριογραφία και μπορούν να αναφερθούν πλείστα ανάλογα παραδείγματα, όπως οι ιστορικές προσωπικότητες των Αγίων Κυρίλλου και Μεθοδίου, του τσάρου Σαμουήλ, του χαϊντούκου Κάρπος, των αδελφών Μιλαδίνωφ κ.ά. Η διαμάχη όμως γύρω από τον εθνικό χαρακτήρα της ΕΜΕΟ είναι από τα πλέον επίμαχα σημεία στην ιστοριογραφική διαμάχη, καθώς τα εκατέρωθεν ιστορικά επιχειρήματα εξυπηρετούν σημαντικές ιδεολογικές και πολιτικές σκοπιμότητες. Δεν θα ήταν υπερβολή να ισχυριστούμε ότι η ιστορία της ΕΜΕΟ έχει μετατραπεί σε μύθο. Ως γνωστόν, οι ιστορικοί μύθοι αντιπροσωπεύουν μισές αλήθειες και επομένως διαστρεβλώνουν την πραγματικότητα, αλλά σε πολλές περιπτώσεις αποτελούν διαστρεβλώσεις «απαραίτητες» για τη θεμελιακή, τη νομιμοποίηση της διεθνούς ύπαρξης και την ιδεολογική αναπαραγωγή μίας «φαντασιακής κοινότητας» που ονομάζεται έθνος. Η ΕMΕO για τους Βουλγάρους τεκμηριώνει τις αλυτρωτικές τους διεκδικήσεις στο γεο)-γραφικό χώρο της Μακεδονίας (και Θράκης), οι οποίες τους είχαν επιδικασθεί με τη Συνθήκη του Αγίου Στεφάνου (20 Φεβρουαρίου/3 Μαρτίου 1878), αλλά τους αφαιρέθηκαν με τη Συνθήκη του Βερολίνου (1/13 Ιουλίου 1878). Αντίθετα, για το σλαβομακεδονικό εθνικισμό η Οργάνωση αυτή είναι κεντρικό σημείο του «θεμελιωτή μύθου» και ιδεατά αντιπροσωπεύει τη μαχητικότερη εθνικοαπελευθερωτική κίνηση στη νεώτερη ιστορία του επιλεγόμενου «μακεδόνικου» έθνους. Και οι δύο επίσημες ιστοριογραφίες διατυπώνουν απόλυτες θέσεις, δίνουν έμφαση σε διαφορετικά σημεία, ενώ γενικεύουν και υπερα-πλουστεύουν άλλα σημεία και χρησιμοποιούν επιλεκτικά τις ιστορικές πηγές, στην προσπάθεια τους να τεκμηριώσουν προκατασκευασμένα σχήματα.
Η παρούσα συνοπτική μελέτη δεν αποσκοπεί να παρουσιάσει αναλυτικά την εξέλιξη της βουλγαρικής, σλαβομακεδονικής και γιουγκοσλαβικής βιβλιογραφιάς και να καταδείξει λεπτομερώς τις πολιτικές και ιδεολογικές της προεκτάσεις, πράγμα το οποίο έχουν καλύψει οι συγγραφές των Stephen Palmer και Robert King (1971) , του Ευάγγελου Κωφού (1974, 1987, 1997) και του Stefan Troebst (1983, 1999) . Θα επισημανθούν συγκεφαλαιωτικά μόνο ορισμένα βασικά σημεία που διαφωτίζουν τις θέσεις και τα επιχειρήματα των δύο εμπλεκόμενων πλευρών και στη συνέχεια θα εξεταστούν οι απόψεις της ελληνικής και δυτικής ιστοριογραφίας. Ως αντιπροσωπευτικά δείγματα της βουλγαρικής και σλαβομακεδονικής ιστορικής συγγραφής επιλέχθηκαν οι πλέον «επίσημες» και ακαδημαϊκές συγγραφές: από βουλγαρικής πλευράς επιλέχθηκε η Istorija na Bulgarija, έκδοση της Βουλγαρικής Ακαδημίας των Επιστημών (Σόφια 1981-1991) και από σλαβομακεδονικής η Istorija na Makedonskiot narod, η οποία δημοσιεύθηκε το 1969 στα Σκόπια υπό την επιμέλεια του Mihailo Apostolski. Επίσης εξετάστηκαν επιμέρους δείγματα από τη λαϊκή ιστοριογραφία, η οποία κατά κανόνα υιοθετεί πιο ακραίες θέσεις.
Έκπληξη προκαλεί στον απροϊδέαστο αναγνώστη που φυλλομετρεί τις σελίδες των δύο επίσημων εθνικών ιστοριών η διαπίστωση ότι τα ίδια πρόσωπα-ηγέτες της Οργάνωσης, όπως του Damjan (ή Dame σε σλαβομακεδονική έκδοση), Gruev (1871-1906), του Gotse Delchev (1872-1903), του Gorche Petrov (1864-1921) και του Jane Sandanski (1872-1915), διεκδικούνται ως εθνικοί ήρωες και από τις δύο πλευρές και φωτογραφίες τους διανθίζουν τις σελίδες και των δύο ιστοριών. Πρέπει επίσης να σημειώσουμε σχετικά ότι μία πόλη στα νοτιοδυτικά της Βουλγαρίας φέρει από το 1949 το όνομα του Sandanski (πρώην Sveti Vrach) , το Νευροκόπι μετονομάστηκε το 1950 σε Gotse Delchev, ενώ οι Σλαβομακεδόνες από την πλευρά τους φυλάσσουν το ακέφαλο σώμα του τελευταίου στην εκκλησία του Σωτήρος (Sveti Spas) στα Σκόπια, το οποίο τους παραδόθηκε επίσημα από την κυβέρνηση Δημητροκ[ τον Οκτώβριο του 1946, όταν οι σχέσεις των δύο κρατών (Βουλγαρίας-Γιουγκοσλαβίας) βρίσκονταν ακόμη σε αγαστό επίπεδο.
Προχωρώντας στην ανάγνωση του κειμένου της επίσημης Ιστορίας της Βουλγαρίας (Istorija na Bulgarija) διαβάζουμε ότι η ΕΜΕΟ συνέχιζε σε νέες βάσεις τον αγώνα των Βουλγάρων εθνικών επαναστατών της προ του 1878 εποχής και ότι οι ιδρυτές και η μετέπειτα ηγεσία της Οργάνωσης ήταν εκπρόσωποι της Βουλγαρικής διανόησης, η οποία προήλθε από εκπροσώπους της αγροτικής τάξης καθώς και της μικρής και μεσαίας αστικής τάξης, οι οποίοι αισθάνονταν βαθύτερα την πολιτική και οικονομική καταπίεση του οθωμανικού ζυγού και θεωρούσαν ως κύριο αντίπαλο τους τη σερβική προπαγάνδα. Η έντονη αντίθεση προς τη σερβική προπαγάνδα μπορεί να εξηγηθεί από την υπόθεση ότι την εποχή της ίδρυσης της ΕΜΕΟ (1893) υπήρχε ακόμη η εντύπωση στους ιθύνοντες της Οργάνωσης ότι η ελληνική εθνική προσπάθεια δεν είχε πολλές πιθανότητες να επηρεάσει τις συνειδήσεις των σλαβόφωνων της Μακεδονίας. Αναφορικά με τους οπαδούς της Οργάνωσης, η βουλγαρική ιστοριογραφία ισχυρίζεται ότι ήταν Βούλγαροι, με το αξιωματικό επιχείρημα ότι η πλειοψηφία των κατοίκων της Μακεδονίας ήταν Βούλγαροι. Το τελευταίο επιχείρημα συνεχίζει να είναι πάγια τοποθέτηση της βουλγαρικής ακαδημαϊκής ιστοριογραφίας, η οποία δεν έχει αναθεωρήσει ακόμη ορισμένες αντιλήψεις του βουλγαρικού εθνικισμού και δεν έχει ακόμη επίσημα παραδεχθεί ότι οι εθνικές ταυτότητες δεν είναι παρά δημιούργημα της εθνικιστικήςιδεολογίας. Η θέση του Jovan Cvijic το 1906 ότι οι Σλάβοι της Μακεδονίας δεν έχουν παγιωμένη σερβική ή βουλγαρική εθνική συνείδηση παραμένει ακόμη θέμα «ταμπού» στη Βουλγαρία. Αλλα επιχειρήματα που επιστρατεύουν οι Βούλγαροι ιστορικοί προκειμένου να αποδείξουν τον βουλγαρικό εθνικό χαρακτήρα τηςΟργάνωσης είναι ότι η Κεντρική της Επιτροπή (Κ.Ε.) είχε την προσωνυμία «βουλγαρική» (Bulgarsko Makedono-Odrinski Revoljutsion-nen Komitet) και το γεγονός ότι το Ιο άρθρο του καταστατικού της προέβλεπε ότι μέλος της Οργάνωσης μπορούσε να γίνει κάθε Βούλγαρος που θα αγωνιζόταν για την ελευθερία των Βουλγάρων στη Μακεδονία και τη Θράκη. Επίσης, επικαλούνται τα απομνημονεύματα του πρώτου προέδρου της Οργάνωσης Hristo Tatarchev (1869-1952), όπου ανοικτά διατυπώνεται ότι το καταστατικό σύνθημα περί αυτονόμησης της Μακεδονίας δεν ήταν παρά ο συμβιβασμός και το πρώτο βήμα προς την τελική προσάρτηση της οθωμανικής αυτής επαρχίας στη Βουλγαρική Ηγεμονία, κατά το παράδειγμα της αυτόνομης Ανατολικής Ρωμυλίας (1879-1885) . Το ιστοριογραφικό ενδιαφέρον για το Μακεδόνικο και την ΕΜΕΟ είχε περιοριστεί στο ελάχιστο από το κομμουνιστικό καθεστώς ως εθνικιστική ρητορεία και εντοπιζόταν κυρίως στις βουλγαρομακεδονικές οργανώσεις της διασποράς, αλλά αναζωπυρώθηκε μετά τη μεταπολίτευση (Δεκέμβριος 1989). Το 1990 επανασυστήθηκε το Μακεδόνικο Ινστιτούτο της Βουλγαρικής Ακαδημίας των Επιστημών, το οποίο είχε καταργηθεί από την κυβέρνηση του Πατριωτικού Μετώπου το 1947, και το 1994 οργανώθηκε στη Σόφια συνέδριο για τα 100 χρόνια από την ίδρυση της ΕΜΕΟ.
Η επίσημη σλαβομακεδονική ιστοριογραφία (Istorija na Makedonskiot narod) από την πλευρά της είναι λιγότερο απόλυτη από τη βουλγαρική στους ισχυρισμούς της και θέση της είναι ότι η Οργάνωση ανήκε στο μακεδόνικο λαό (narod) ανεξάρτητα από θρησκεία ή εθνικότητα, δηλαδή ακολουθούσε διεθνιστικά πρότυπα. Στο συγκεκριμένο χωρίο ο όρος «μακεδόνικος λαός» έχει σαφώς γεωγραφική παρά εθνική σημασία. Ωστόσο, οι περισσότεροι Σλαβομακεδόνες ιστορικοί συγγραφείς αποδίδουν σαφώς στενότερο εθνικό περιεχόμενο στον όρο narod και ισχυρίζονται με απόλυτο τρόπο ότι η ΕΜΕΟ ήταν το εθνικοαπελευθερωτικό κίνημα του «μακεδόνικου λαού» , όπου η μαρξιστική έννοια «λαός» (narod) ταυτίζεται με την αστική έννοια «έθνος» (natsija). Συνακόλουθα, η ΕΜΕΟ τοποθετείται στο πάνθεο των εθνικών ηρώων και θεωρείται προκάτοχος του «Αντιφασιστικού Συμβουλίου Εθνικής Απελευθέρωσης της Μακεδονίας» (ASNOM), το οποίο ιδρύθηκε από το ΚΚΓ του Τίτο στην κατεχόμενη Γιουγκοσλαβική Μακεδονία στις 2 Αυγούστου 1944. Επιστρέφοντας στην Istorija na Makedonskiot narod, παρατηρούμε ότι οι συγγραφείς της αναγνωρίζουν ως γνήσια τα όσα γράφει ο Hristo Tatarchev στα απομνημονεύματα του, αλλά αντιτάσσουν το επιχείρημα ότι στους κόλπους της Οργάνωσης υπήρχε και μία δεύτερη τάση, η οποία υποστήριζε την ανεξαρτησία της ΕΜΈΟ και αντιτασσόταν σε κάθε ιδέα συνεργασίας με τις κυβερνήσεις των γειτονικών χριστιανικών κρατών, συμπεριλαμβανομένης και της Βουλγαρίας. Το βασικό αντεπιχείρημα των Σλαβομακεδόνων ιστορικών στην προσπάθεια ανασκευής των βουλγαρικών ισχυρισμών είναι ότι η τάση αυτή, η οποία αντιπροσωπευόταν από τον Ivan Η. Nikolov, ήταν η επικρατέστερη μεταξύ των μελών και κατά συνέπεια προσέδιδε τον κυρίαρχο εθνικό χαρακτήρα στην Οργάνωση. Οι Σλαβομακεδόνες ιστορικοί παραδέχονται παρομοίως ότι το πρώτο καταστατικό της ΕΜΕΟ είχε βασισθεί σε εκείνο της Βουλγαρικής Επαναστατικής Επιτροπής του 1874 και ο όρος «βουλγαρικός» χαρακτήριζε την επωνυμία της Κ.Ε. της Οργάνωσης, αλλά τονίζουν ότι αυτό ουδόλως έχει σχέση με τους πραγματικούς της σκοπούς και ότι η ιδέα της προσάρτησης της Μακεδονίας στη Βουλγαρία ήταν ξένη επιρροή των βουλγαρικών αστικών σοβινιστικών κύκλων, οι οποίοι εκμεταλλεύονταν τις προσπάθειες του μακεδόνικου λαού για ελευθερία. Κατ' ακολουθία, η Σλαβομα-κεδονική ιστοριογραφία καταλήγει ότι μέλη της Οργάνωσης ήταν τόσο Βούλγαροι όσο και «Μακεδόνες» με την εθνική σημασία του όρου, υπονοώντας ότι οι τελευταίοι ήταν η πλειοψηφία στους κόλπους της. Ως πλέον αντιπροσωπευτικές της ιδεολογίας της ΕΜΕΟ θεωρούνται οι πρόνοιες του καταστατικού που συντάχθηκε από το Β' Συνέδριο της επαναστατικής επιτροπής Θεσσαλονίκης το 1905, όπου απουσιάζει ο εθνικός όρος «Βούλγαρος» και στο 5ο άρθρο ορίζεται εναλλακτικά ότι μέλος της Οργάνωσης μπορεί να γίνει κάθε κάτοικος της Ευρωπαϊκής Τουρκίας χωρίς διάκριση φύλου, εθνικότητας, θρησκεύματος και πολιτικών πεποιθήσεων. Η επίσημη Γιουγκοσλαβική ιστοριογραφία απηχούσε, ασφαλώς, τη σλαβομακεδονική άποψη, θεωρούσε την ΕΜΕΟ ως το μακεδόνικο εθνικοαπελευθερωτικό κίνημα και απέδιδε αφοριστικά όποιες φιλοβουλγαρικές τάσεις στους κόλπους της στον πολιτικό οπορτουνισμό των μελών της παρά στις πραγματικές τους πεποιθήσεις. Αντίθετα, οι Σέρβοι (π.χ. Djoko Slijepcevic) και οι Κροάτες (π.χ. Ινο Banac) της διασποράς υποστήριζαν τη βουλγαρική εκδοχή, δηλαδή ότι το αυτονομιστικό κίνημα στη Μακεδονία ήταν βουλγαρικής έμπνευσης και έφθαναν μέχρι και του σημείου να αρνούνται ακόμη και την ύπαρξη «μακεδόνικου» έθνους. Η μετακομμουνιστική σλαβομακεδονική ιστοριογραφία απορρίπτει τη μετριοπαθή μαρξιστική-διεθνιστική εκδοχή της Istorija na Makedonskiot narod και απηχεί ριζοσπαστικές απόψεις, οι οποίες έχουν σκοπό να τονίσουν περισσότερο τον εθνικό «μακεδόνικο» χαρακτήρα της Οργάνωσης. Προς τούτο π.χ. χρησιμοποιεί τον απλουστευτικό όρο «Μακεδόνικη Επαναστατική Οργάνωση» (Makedonska Revolutsionerna Organizatsija) παραλείποντας τον όρο «Εσωτερική», υπογραμμίζει τον αντιβουλγαρικό της προσανατολισμό, δεν αναφέρεται καθόλου στα απομνημονεύματα του Τατάρτσεφ και αρνείται την ύπαρξη του προσδιορισμού «βουλγαρική» στην επωνυμία της.
Ιδιαίτερη σημασία δίδεται εξίσου και από τις δύο εθνικές ιστοριογραφίες (σλάβομακεδόνικη και βουλγαρική) στην πραγμάτευση της λεγόμενης «εξέγερσης του Ήλιντεν και της Μεταμόρφωσης» (20 Ιουλίου/2 Αυγούστου 1903). Και οι δύο εθνικές ιστοριογραφίες αφιερώνουν μεγάλη έκταση στην εξιστόρηση των γεγονότων, στην ανάλυση της εθνικής της σημασίας και της απήχησης της σε διεθνές επίπεδο. Η επίσημη Ιστορία της Βουλγαρίας υποστηρίζει ότι όσον αφορά τις στοχεύσεις και τη φύση της η εξέγερση τον Ήλιντεν αποτελεί τη μεγάλη εποποιία του βουλγαρικού πληθυσμού της Μακεδονίας και της Θράκης ... (και) κατέχει επιφανή θέση στην ιστορία του βουλγαρικού λαού, είναι ο θεμέλιος λίθος του απελευθερωτικού αγώνα τον βουλγαρικού λαού στις ευρωπαϊκές επαρχίες της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Αξίζει να αναφέρουμε ότι το 1951 ένα μικρό χωριό (πρώην Belitsa) στην περιφέρεια του Μπλαγκόεβγκραντ μετονομάστηκε σε Ilidentsi σε ανάμνηση της εξέγερσης Ωστόσο, πρέπει να διευκρινίσουμε ότι το Ήλιντεν δεν είναι για τους Βούλγαρους η κεντρική εθνική επανάσταση —τέτοιος ρόλος έχει αποδοθεί στην Απριλιανή Εξέγερση του 1876—, αλλά χρησιμοποιείται για τη νομιμοποίηση της αλυτρωτικής της πολιτικής που άσκησε (μέχρι το 1944) η Βουλγαρία στον γεωγραφικό χώρο της Μακεδονίας.
Κατά πολύ σημαντικότερος είναι ο ρόλος που διαδραματίζει η εξέγερση του Ήλιντεν στην εθνική μυθολογία των Σλαβομακεδόνων. Το Ήλιντεν αποτελεί τη μόνη άξια λόγου επαναστατική ενέργεια με απελευθερωτικό χαρακτήρα, η οποία μπορεί να νομιμοποιήσει τις διεκδικήσεις του «μακεδόνικου έθνους» για μία θέση ανάμεσα στα έθνη του κόσμου που αγωνίστηκαν για την πολιτική τους χειραφέτηση. Οι Σλαβομακεδόνες ιστορικοί εκθειάζουν την Εξέγερση ως την πλέον σημαντική εκδήλωση της θέλησης του υπόδουλου μακεδόνικου λαού για αγώνα και ελευθερία και ως την κορύφωση του («μακεδόνικου») εθνικοαπελευθερωτικού κινήματος. Η εφήμερη κατάληψη του Κρουσόβου από τους αντάρτες της ΕΜΕΟ και η διακήρυξη μιας υποτυπώδους σοσιαλιστικής δημοκρατίας εκεί προβάλλεται από τους Σλαβομακεδόνες ως απόδειξη της επιθυμίας των Μακεδόνων για δημιουργία εθνικού κράτους, δηλαδή ως ένα πρώτο, εμβρυώδες αυτόνομο «Μακεδόνικο» εθνικό κράτος-προκάτοχο της Λαϊκής Δημοκρατίας της Μακεδονίας που ιδρύθηκε το 1944. Προκειμένου να διαφοροποιηθούν τυπικά από τους Βουλγάρους, οι Σλαβομακεδόνες επέλεξαν (το 1944) ως ημέρα ανακήρυξης της εθνικής ανεξαρτησίας και μνήμης τη 2α Αυγούστου, δηλαδή σύμφωνα με το νέο ημερολόγιο, ενώ οι Βούλγαροι συνεχίζουν να εορτάζουν το Ήλιντεν σύμφωνα με το παλαιό ημερολόγιο (την 20η Ιουλίου).
Συνέχεια στο 2ο μέρος ΕΔΩ.
==========================================================
* Για λόγους καθαρά χώρου δεν έβαλα και τις σημειώσεις του κειμένου όπου ο συγγραφέας τεκμηριώνει τις απόψεις του.
Το blog, για τους λόγους που βιώνουμε προσωπικά, οικογενειακά και κοινωνικά, αλλάζει την κύρια κατεύθυνσή του και επικεντρώνεται πλέον στην Κρίση.
Βασική του αρχή θα είναι η καταπολέμηση του υφεσιακού Μνημονίου και όποιων το στηρίζουν.
Τα σχόλια του Κρούγκμαν είναι χαρακτηριστικά:
...Άρα βασιζόμαστε τώρα σε ένα σενάριο σύμφωνα με το οποίο η Ελλάδα είναι αναγκασμένη να «πεθάνει στη λιτότητα» προκειμένου να πληρώσει τους ξένους πιστωτές της, χωρίς πραγματικό φως στο τούνελ.Και αυτό απλώς δεν πρόκειται να λειτουργήσει....[-/-]....οι πολιτικές λιτότητας οδηγούν την οικονομία σε τόσο μεγάλη ύφεση που εξανεμίζονται τα όποια δημοσιονομικά οφέλη, υποχωρούν τα έσοδα και το ΑΕΠ και ο λόγος του χρέους προς το ΑΕΠ γίνεται χειρότερος.
Βασική του αρχή θα είναι η καταπολέμηση του υφεσιακού Μνημονίου και όποιων το στηρίζουν.
Τα σχόλια του Κρούγκμαν είναι χαρακτηριστικά:
...Άρα βασιζόμαστε τώρα σε ένα σενάριο σύμφωνα με το οποίο η Ελλάδα είναι αναγκασμένη να «πεθάνει στη λιτότητα» προκειμένου να πληρώσει τους ξένους πιστωτές της, χωρίς πραγματικό φως στο τούνελ.Και αυτό απλώς δεν πρόκειται να λειτουργήσει....[-/-]....οι πολιτικές λιτότητας οδηγούν την οικονομία σε τόσο μεγάλη ύφεση που εξανεμίζονται τα όποια δημοσιονομικά οφέλη, υποχωρούν τα έσοδα και το ΑΕΠ και ο λόγος του χρέους προς το ΑΕΠ γίνεται χειρότερος.
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Η ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ ΗΤΑΝ ΚΑΙ ΘΑ ΕΙΝΑΙ ΓΙΑ ΠΑΝΤΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ,ΓΙΑΤΙ ΕΙΝΑΙ ΠΟΤΙΣΜΕΝΗ ΜΕ ΠΟΛΥ ΑΙΜΑ ΚΑΙ ΔΑΚΡΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟ."ΜΟΛΩΝ ΛΑΒΕ"
ΑπάντησηΔιαγραφήΗ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ ΔΕΝ ΗΤΑΝ ΚΑΙ ΔΕΝ ΘΑ ΕΙΝΑΙ ΕΛΛΗΝΙΚΗ. Η ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ ΕΙΝΑΙ Η ΕΛΛΑΔΑ.ΟΛΑ ΤΑ ΒΟΥΝΑ ΤΑ ΝΗΣΙΑ ΤΗΣ ,Η ΘΑΛΑΣΣΑ ΤΗΣ ΟΙ ΠΕΔΙΑΔΕΣ ΤΗΣ ΚΑΙ ΚΑΘΕ ΤΟΠΟΘΕΣΙΑ ΤΗΣ ΚΡΥΒΟΥΝ ΚΑΤΙ ΤΟ ΕΛΛΗΝΙΚΟ. ΟΠΩΣ ΕΛΕΓΕ Ο ΠΑΠΠΟΥΣ ΜΟΥ ΜΑΚΕΔΟΝΟΜΑΧΟΣ ΟΠΟΙΟΙΘΑ ΤΥΧΟΥΝ ΝΑ ΑΜΦΙΣΒΗΤΗΣΟΥΝ ΤΗΝ ΕΛΛΗΝΙΚΟΤΗΤΑ ΑΥΤΗ ΚΑΙ ΤΗΝ ΜΑΚΡΑΙΩΝΗ ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΘΑ ΠΑΘΟΥΝ ΤΑ ΙΔΙΑ ΠΟΥ ΕΠΑΘΑΝ ΚΑΙ ΟΙ ΟΜΟΙΟΙ ΤΟΥΣ
ΑπάντησηΔιαγραφήΕΣΤΙ ΟΥΝ ΚΑΙ ΗΜΑΚΕΔΟΝΙΑ Ε Λ Λ Α Δ Α !!!!
ΑπάντησηΔιαγραφήΟΧΙ ΕΛΛΗΝΙΚΗ