του Σπυρίδωνα Πλουμίδη
Mακεδονικά, ΕΜΣ
Συνέχεια από το 1ο μέρος
Η ελληνική ιστοριογραφία από την πλευρά της προκρίνει τη βουλγαρική υπόθεση, θεωρεί την ΕΜΕΟ ως βουλγαρική οργάνωση και υποστηρίζει ότι το αυτονομιστικό της σύνθημα η Μακεδονία στους Μακεδόνες δεν ήταν παρά «εντελώς συμβολικό» τέχνασμα της βουλγαρικής προπαγάνδας, η οποία στόχευε μακροπρόθεσμα στην προσάρτηση της Μακεδονίας στο βουλγαρικό κράτος. Σε μία μόνο περίπτωση υποστηρίζεται η σλαβομακεδονική άποψη ότι η ΕΜΕΟ προπαγάνδιζε μία νέα εθνική ταυτότητα, εκείνη του «Μακεδόνα», και προωθούσε ένα πρόγραμμα εθνικής απελευθέρωση. Η πλέον ψύχραιμη προσέγγιση του ζητήματος εκφράζεται από τον Μαζαράκη-Αινιάν, ο οποίος προσδιορίζει την ΕΜΕΟ ως μία εθνικιστική οργάνωση ξεχωριστή από την Εξαρχία, με τη συμμετοχή πολλών δασκάλων, που έτεινε να πάρει στα χέρια της τη σλαβική κίνηση στη Μακεδονία, η οποία στόχευε κατά κύριο λόγο στην απελευθέρωση από τους Τούρκους και δύσκολα δεχόταν διαταγές από τους Βερχοβιστές (Ανώτατη Επιτροπή) της Σόφιας. Η ίδια εφεκτική στάση ως προς την εθνική ταυτότητα των δύο Οργανώσεων (ΕΜΕΟ και Ανώτατης Επιτροπής) τηρείται και από την Καρακασίδου, η οποία τις περιγράφει αόριστα ως τα φιλοσλαβικά πολιτικά κινήματα στη Μακεδονία. Παράλληλα, η Καρακασίδου ορθώς παρατηρεί ότι η ελληνική ιστοριογραφία έχει μειώσει την ιστορική σημασία της εξέγερσης του Ήλιντεν, υποβαθμίζοντας την στο επίπεδο μίας τοπικής αναταραχής. Πράγματι, οι Έλληνες ιστορικοί συγγραφείς περιγράφουν το Ήλιντεν ως το περιορισμένης εκτάσεως και δράσεως κίνημα των Βουλγάρων, οι οποίοι με μακεδόνικα συνθήματα επιδίωκαν τη βουλγαρική κατάκτηση. Ορισμένες φορές διατυπώνεται και η ακραία άποψη ότι το Ήλιντεν ήταν μία ατυχούσα ψευδεπανάστασις, διότι ήτο τεχνητόν δημιούργημα χωρίς λαϊκά ερείσματα και είχε επιβληθεί με τη βία στους χριστιανικούς πληθυσμούς της Μακεδονίας. Παρά το ότι η ελληνική βιβλιογραφία, όπως αποδεικνύεται παρακάτω, βρίσκεται πλησιέστερα στην ιστορική πραγματικότητα από τη δυτική, είναι εμφανές ότι και σε αυτήν η προσέγγιση του ζητήματος παρουσιάζει ορισμένες αδυναμίες. Οι απόλυτοι ισχυρισμοί περί βουλγαρικού εθνικού χαρακτήρα της ΕΜΕΟ και του Ήλιντεν, χωρίς να εξετάζονται οι επιμέρους τάσεις που υπήρχαν στους κόλπους της, δίνουν την εντύπωση ότι υπάρχει η επιδίωξη να αποδομηθεί οεθνικός μύθος των Σλαβομακεδόνων, με το σκεπτικό ότι είναι ευκολότερο για την Ελλάδα να αντιμετωπίσει έναν αντί δυο αντίπαλους εθνικισμούς. Στην περίπτωση του Μακεδόνικου Ζητήματος οι Έλληνες λόγιοι φαίνεται να προτιμούν να αντιμετωπίσουν τον παλαιότερο κατεστημένο εθνικισμό, δηλαδή τον βουλγαρικό.
Πολύ περισσότερες αδυναμίες και αντιφάσεις παρουσιάζει η προσέγγιση του θέματος από τη δυτική ιστοριογραφία. Κατά την εποχή του Μεσοπολέμου οι περισσότερες δημοσιεύσεις που κυκλοφορούσαν στη Δύση ήταν Βαλκανίων συγγραφέων, κυρίως Βουλγάρων και Σέρβων, όπως του Georgevitch (1918) και του Christ Anastasoff (1938) , οι οποίοι απηχούσαν απόψεις ευνοϊκές προς τη σημερινή βουλγαρική εκδοχή των πραγμάτων —ο Anastasoff είχε διατελέσει άλλωστε γραμματέας της μεσοπολεμικής ΕΜΕΟ και δεξί χέρι του Ivan Mihailov (Ivancho) . Περισσότερο προβληματισμένη αλλά και με αντιφάσεις είναι η παρουσίαση της υπόθεσης από τον Georgevitch. Ο Σέρβος συγγραφέας παραδέχεται ότι η ΕΜΕΟ ιδρύθηκε από Βούλγαρους, αλλά επισημαίνει ότι η Οργάνωση περιελάμβανε και πολλούς «Μακεδόνες», οι οποίοι είχαν εξαγοραστεί από το βουλγαρικό χρήμα. Στο κείμενο του Georgevitch ο όρος «Μακεδόνες» ακολουθεί την εκδοχή του Cvijic και περιγράφει τους σλαβόφωνους χριστιανούς κατοίκους της Μακεδονίας χωρίς ξεκάθαρη εθνική συνείδηση. Αντίθετα, στο έργο του Anastasoff ο όρος «Μακεδόνες» έχει αποκλειστικά γεωγραφική σημασία και ταυτίζεται εννοιολογικά με τον βουλγαρικό πληθυσμό της Μακεδονίας. Παρ' ότι αναγνωρίζει ότι η ιδέα της προσάρτησης της Μακεδονίας και της Θράκης στη Βουλγαρία, σύμφωνα με τη Συνθήκη του Αγίου Στεφάνου, είχε περιορισμένη απήχηση σε ορισμένα άτομα από την ηγετική της ομάδα της Οργάνωσης, ο συγγραφέας καταλήγει ότι η ΕΜΕΟ αποτελούνταν από μαχητικούς, άγρυπνους και άφοβους Βουλγαρομακεδόνες
Οι μόνοι αξιόλογοι Δυτικοί μελετητές του Μακεδόνικου στον Μεσοπόλεμο είναι οι Reiss (1924) και Swire (1939). Στο κείμενο του Reiss ο όρος «Μακεδόνες» έχει γεωγραφική σημασία, αλλά ο συγγραφέας δεν υιοθετεί άκριτα τη βουλγαρική θέση περί της εθνικής ταυτότητας των σλαβόφωνων της Μακεδονίας και παρατηρεί ότι ακόμη και οι Μακεδόνες μετανάστες στη Βουλγαρία ποτέ δεν αφομοιώθηκαν πλήρως από την κυρίαρχη εθνότητα της χώρας . Πάντως, ο Reiss περιγράφει την κομιτατζίδικη δράση αδιακρίτως ως βουλγαρική και αναφορικά με την ΕΜΕΟ σημειώνει ότι επιδίωκε ορισμένης μορφής αυτονομία για τη Μακεδονία στα πλαίσια μίας ομοσπονδίας με τη Βουλγαρία . Παρόμοιες απόψεις με τον Reiss διατυπώνουν την ίδια χρονιά (1930) ο Jacques Ancel στη φυσική και ανθρωπολογική γεωγραφία της Μακεδονίας και ο Henry Day στα απομνημονεύματα του: ο πρώτος προσδίδει στον όρο «Μακεδόνες» γεωγραφική σημασία και συνδέει την ΕΜΕΟ με τη βουλγαρική πολιτική , ενώ ο δεύτερος κάνει λόγο μόνο για Βούλγαρους και Σέρβους (όχι «Μακεδόνες») κομιτατζήδες. Ο Swire είναι ο πρώτος Δυτικός ιστοριογράφος ο οποίος διατυπώνει ανοικτά τη θέση ότι η ΕΜΕΟ ήταν μακεδόνικη εθνική οργάνωση και επιδίωκε να δημιουργήσει μία μακεδόνικη εθνική παιδεία και ένα μακεδόνικο εθνικό αίσθημα , δηλαδή ότι αντιπροσώπευε έναν αυτοτελή «μακεδόνικο» εθνικισμό. Ο όρος «Μακεδόνες» έχει στο κείμενο του Swire κατά κανόνα στενότερη σημασία απ' ότι στου Reiss και προσδιορίζει τους σλαβόφωνους της Μακεδονίας , αν και σε ένα χωρίο είναι καθαρά γεωγραφικός και αναφέρεται σε όλους τους κατοίκους της περιοχής ανεξάρτητα από γλώσσα (non-Slav Macedonians) . Γενικότερα όμως, ο Swire δεν έχει απολύτως αποκρυσταλλωμένη εικόνα για την εθνική φυσιογνωμία της ΕΜΕΟ και υποπίπτει σε αντιφάσεις, π.χ. υποστηρίζει αφενός ότι η Εσωτερική Οργάνωση δεν εξυπηρετούσε βουλγαρικά συμφέροντα και είχε αντιταχθεί σθεναρά στην αφομοιωτική πολιτική της Βουλγαρίας , αλλά αφετέρου χαρακτηρίζει τις ένοπλες διαμάχες της με την Ανώτατη Επιτροπή ως αδελφοκτόνο ανταρτοπόλεμο.
Κατά τη μεταπολεμική περίοδο πολλοί περισσότεροι Δυτικοί ιστορικοί ασχολήθηκαν με το αντικείμενο και —παρά τα περί του αντιθέτου λεγόμενα— υιοθέτησαν κατά κανόνα τη σλαβομακεδονική εκδοχή των πραγμάτων. Γενικώς όμως τα συμπεράσματα τους είναι υπεραπλουστευτικά, καθώς δεν βασίζονται σε εκτενή ανάγνωση των πηγών και παρατηρείται αδυναμία στην προσέγγιση του πολύπλοκου χαρακτήρα της βαλκανικής πραγματικότητας. Η αβασάνιστη υιοθέτηση της σλαβομακεδονικής εκδοχής μπορεί κάλλιστα να αποδοθεί σε πολιτικούς υπολογισμούς και συγκεκριμένα στην επιδίωξη των Δυτικών να κολακεύσουν τον Τίτο. Ως πρώτο τυπικό παράδειγμα αναφέρουμε τον Hugh Seton-Watson (1945), ο οποίος κάνει σαφή διάκριση ανάμεσα στους «Βούλγαρους εθνικιστές» και τους «Μακεδόνες αυτονομιστές» και υποστηρίζει ότι η ΕΜΕΟ διακήρυττε πως οι Σλαβομακεδόνες δεν είναι ούτε Βούλγαροι, ούτε Σλάβοι αλλά ένας ξεχωριστός κλάδος της Σλαβικής φυλής. Η βαθιά γνώστης των Βαλκανίων του Β' Παγκοσμίου Πολέμου Elisabeth Barker (1950) χαρακτηρίζει την ΕΜΕΟ ως έναν αυθεντικότερο (από την Ανώτατη Επιτροπή) μακεδόνικο σχηματισμό και τους Gruev και Delchev ως «Μακεδόνες» με την εθνική σημασία του όρου . Ο Wilkinson (1951), παρ' ότι παραπέμπει σε βουλγαρική βιβλιογραφία (Mihailoff, Anastasoff) και πιθανολογεί ότι η Βουλγαρία υποκινούσε το «μακεδόνικο αυτονομιστικό κίνημα», διατυπώνει την άποψη ότι η ΕΜΕΟ δεν ήταν «αμιγώς βουλγαρική» οργάνωση. Ακόμη και ο ελληνιστής Douglas Dakin, ενώ στην παρουσίαση των βρετανικών διπλωματικών πηγών (1961) κάνει λόγο μόνο για Βούλγαρους επαναστάτες , στην ιστορία του ελληνικού Μακεδόνικου Αγώνα (1966) δεν υιοθετεί την ελληνική επιχειρηματολογία και διατυπώνει τη θέση ότι το σύνθημα η Μακεδονία στους Μακεδόνες δήλωνε πως οι «Μακεδόνες» ήταν ξεχωριστή εθνότητα και χαρακτηρίζει κατά πρωτότυπο τρόπο την ΕΜΕΟ ως μεικτό «βουλγαρικό-μακεδονικό κίνημα», με την εθνική σημασία των όρων . Το ίδιο υποστηρίζουν οι Stephen Palmer και Robert King (1971), ότι δηλαδή η αρχική ΕΜΕΟ περιελάμβανε Βουλγάρους και «Μακεδόνες» (: Palmer - King, ό.π., σ. 7). Ο πλέον γνωστός Δυτικός ιστορικός των επαναστατικών κινημάτων στη Μακεδονία των αρχών του 20ου αιώνα Duncan Perry (1988) χρησιμοποιεί άφθονο βουλγαρικό αρχειακό υλικό (από τη Σόφια, το Μπλαγκόεβ-γκραντ και το αρχείο της εξαρχικής μητρόπολης της Δίβρης, που φυλάσσεται στα Σκόπια), αλλά το ερμηνεύει κατά βούληση, π.χ. αντικαθιστά αστήρικτα τους όρους «Βούλγαροι», «βουλγαρικός λαός» και «βουλγαρικός πληθυσμός» που συναντώνται κατά τεκμήριο στο αυθεντικό κείμενο του καταστατικού της ΕΜΕΟ με τον όρο «Σλαβομακεδόνες» (Slav-Macedonians) , προφανώς με το άδηλο σκεπτικό ότι ο αληθινός χαρακτήρας της Οργάνωσης ήταν διαφορετικός από αυτόν που δήλωναν οι πηγές και ακολούθως σε ένα χωρίο παρακάτω προσδίδεται στη φράση «Μακεδόνες επαναστάτες» εθνική σημασία. Μάλιστα, ο Perry διατυπώνει την ακραία θέση ότι η ΕΜΕΟ «έφραζε» την επεκτατική πολιτική του Ηγεμόνα Φερδινάνδου της Βουλγαρίας στα εδάφη της Μακεδονίας , δηλαδή ότι είχε τρόπον τινά αντιβουλγαρικό προσανατολισμό. ί2στόσο, σχετικά ικανοποιητική είναι η καταληκτήρια παρατήρηση του ότι η ΕΜΕΟ αποτελεί ένα πρωτότυπο απελευθερωτικό-τρομοκρατικό κίνημα που απαντάται σε αγροτικές προβιομηχανικές κοινωνίες, όπου μία μικρή ομάδα μορφωμένων ανθρώπων απαιτούν μεταρρυθμίσεις με σκοπό ένα ισχυρότερο και δυναμικότερο κράτος . Ιδιαίτερα ευνοϊκή στάση υπέρ των Σλαβομακεδόνων υιοθετούν στο εν λόγω ζήτημα οι περισσότεροι Δυτικοί πολιτικοί συγγραφείς της δεκαετίας του 1990, οπότε το Μακεδόνικο σημείωσε νέα έξαρση, όπως π.χ. ο Loring Μ. Danforth (1995), ο John Shea (1997) και ο James Pettifer (1999). Συγκεκριμένα, ο Danforth ισχυρίζεται ότι η ίδρυση της ΕΜΕΟ από μία μικρή ομάδα «Μακεδόνων» πατριωτών ήταν ισχυρή επιβεβαίωση της «μακεδόνικης» ταυτότητας και της επιθυμίας του «μακεδόνικου» λαού να αποκτήσει εθνική ανεξαρτησία και αυτοδιάθεση, αλλά υποπίπτει λίγο παρακάτω στην αντίφαση να αποδεχθεί ότι η ΕΜΕΟ ποτέ δεν αμφισβήτησε τον κατεξοχήν βουλγαρικό χαρακτήρα του πληθυσμού της Μακεδονίας . Ο Shea, παρ' ότι αναγνωρίζει ότι υπήρχαν δύο τάσεις στους κόλπους της ΕΜΕΟ, υπέρτης ένωσης με τη Βουλγαρία και υπέρ της αυτονόμησης , προσδιορίζει αφοριστικά την Οργάνωση ως την ακραιφνέστερη ένδειξη διακριτής μακεδόνικης ταυτότητας. Ο συγκεκριμένος συγγραφέας φθάνει, μάλιστα, στο ακραίο σημείο να παραχαράξει τις πηγές και να διαστρεβλώσει πολύ γνωστά γεγονότα, π.χ. σημειώνει ότι ο Tatarchev στα απομνημονεύματα του ετίθετο κατά της ενσωμάτωσης της Μακεδονίας στη Βουλγαρία και παρουσιάζει τον Ivan Mi-hailov ως «Μακεδόνα» εμιγκρέ στη Σόφια . Τέλος, ο Pettifer παρέρχεται ως δεδομένο ότι η ΕΜΕΟ του 19ου αιώνα οραματιζόταν μία «Μεγάλη Μακεδονία» και αποτελεί τον προκάτοχο του σύγχρονου κόμματος VMRO-DPMNE (ιδρ. Ιούνιος 1990) του Ljupco Georgijevski στη FYROM . Συμβιβαστική, αντίθετα, είναι η άποψη που εκφράζει η Alice Ackermann (2000) ότι τα μέλη της ΕΜΕΟ ήταν διχασμένα ανάμεσα στην επιλογή ενός ανεξάρτητου «μακεδόνικου» κράτους και της Μεγάλης Βουλγαρίας.
Ασφαλώς, υπάρχουν και εξαιρέσεις στον κανόνα, όπως η Mercia Mac-Dermott (1978, 1988) και η Laura Beth Sherman (1980), οι οποίες είχαν παραμείνει για μακρύ χρονικό διάστημα στη Βουλγαρία και απηχούν τις βουλγαρικές εθνικές απόψεις, π.χ. ότι οι Βούλγαροι αποτελούσαν την πλειοψηφία του πληθυσμού της Μακεδονίας, οι Gotse Delchev και Jane Sandanski ανήκουν στο εθνικό μαρτυρολόγιο των Βουλγάρων, η ΕΜΕΟ είναι η συνέχεια του 500 ετών αγώνα των Βουλγάρων κατά της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και βασικός σκοπός των ιδρυτών της ήταν η επιθυμία να διατηρηθεί ο εθνισμός του βουλγαρικού πληθυσμού της Μακεδονίας. Τη βουλγαρική οπτική υιοθετούν επίσης οι Sugar και Ledorer (1969) και ο Τ. J. Winnifrith (1995), οιοποίοι υποστηρίζουν ότι η ΕΜΕΟ ήταν κατεξοχήν βουλγαρική οργάνωση, ενώ εκείνοι που τάσσονταν υπέρ μιας ανεξάρτητης Μακεδονίας δεν ήταν παρά μία ισχνή μειοψηφία . Ο διακεκριμένος βουλγαρολόγος R. J. Crampton (1983, 1987) διατυπώνει την ενδιάμεση θέση ότι η ΕΜΕΟ (του 19ου αιώνα) αναγνώριζε τη στενή πολιτισμική συγγένεια μεταξύ των Βουλγάρων και των Σλαβομακεδόνων και σε καμία περίπτωση δεν αποστασιοποιούνταν από τη βουλγαρική κουλτούρα αλλά απέρριπτε την ενσωμάτωση της Μακεδονίας στο βουλγαρικό κράτος Ο Hugh Poulton (1991[, 1995) εκφράζει την άποψη ότι η Οργάνωση ήταν διαιρεμένη ανάμεσα σε αυτούς που τάσσονταν υπέρ της ενσωμάτωσης της Μακεδονίας στη Βουλγαρία και σε εκείνους που προέκριναν τη δημιουργία ενός ανεξάρτητου «μακεδόνικου» κράτους , αλλά τονίζει ότι η πλειοψηφία των οπαδών της ήταν Βούλγαροι και οι εξεγερμένοι του Ήλιντεν έφεραν βουλγαρικές σημαίες . Οι συγγραφείς γενικών ιστοριών των Βαλκανίων είναι διαιρεμένοι ανάμεσα σε όσους υποστηρίζουν ότι η ΕΜΕΟ είχε βουλγαρικό χαρακτήρα (Ristelhueber και Jelavich) και σε όσους —με βάση το σκεπτικό ότι το κύριο σύνθημα της ήταν «η Μακεδονία στους Μακεδόνες»— τη θεωρούν ως εθνική «μακεδόνικη» απελευθερωτική οργάνωση, η οποία αντιτασσόταν στον βουλγαρικό επεκτατισμό (Stavrianos, Djordjevic και Fischer-Galati, Hosch).
Η μόνη ολοκληρωμένη μονογραφία που βασίστηκε σε σφαιρική εξέταση της βαλκανικής βιβλιογραφίας και σε εκτενή μελέτη δυτικών διπλωματικών πηγών —γαλλικών και αυστριακών— είναι το έργο της Nadine Lange-Akhund (1998), δημοσιευμένο σε μετάφραση στη σειρά των East European Monographs. Η συγγραφέας επικέντρωσε το ενδιαφέρον της στη δράση της ΕΜΕΟ μέχρι την κήρυξη της επανάστασης των Νεότουρκων (1908) σε σχέση με την πολιτική των Μεγάλων Δυνάμεων και το σχέδιο μεταρρυθμίσεων του Μύρτ-στεγκ (Οκτώβριος 1903). Ήδη από τον πρόλογο η Lange-Akhund διατυπώνειτη βασική θέση της ότι η ιστορία του μακεδόνικου (με την εθνική σημασία του όρου) κινήματος έχει λανθασμένα αφομοιωθεί ή συγχυσθεί με το βουλγαρικό κίνημα εξαιτίας των δεσμών που υπήρχαν μεταξύ των ηγετών των δύο κινημάτων και δηλώνει ότι επιδίωξη της είναι να τονίσει τις βασικές διαφορές της ΕΜΕΟ από την Ανώτατη Επιτροπή αναφορικά με την ιδεολογία, τους σκοπούς και τις μεθόδους. Αν και η συγγραφέας παραδέχεται ότι το ιστορικό πρόβλημα της εθνικής ταυτότητας της ΕΜΕΟ είναι δύσκολο να επιλυθεί (this historical problem...is difficult to solve) και μάλιστα αναγνωρίζει ότι με βάσει τις ξένες διπλωματικές πηγές τα πορίσματα των Βουλγάρων ιστορικών (Pandev) φαίνεται να έχουν μεγαλύτερη πιστότητα από εκείνα των Σλαβομακεδόνων (Katardziev) , ωστόσο ισχυρίζεται ότι η ΕΜΕΟ ήταν «μακεδόνικη οργάνωση», καθώς οι δύο επιφανέστεροι ηγέτες της, D. Gruev και G. Delchev, τάσσονταν υπέρ της απελευθέρωσης της περιοχής χωρίς ξένη ανάμειξη . Επίσης, η συγγραφέας αποδίδει κατά πρωθύστερο τρόπο στους όρους «μακεδόνικος», «Μακεδόνες» (Macedonians) και «Σλαβομακεδόνες» (Mace-do-Slavs) εθνική σημασία , παραγνωρίζοντας το γεγονός ότι στα λίγα παρα-τιθέμενα από την ίδια χωρία από (γαλλικά και αυστριακά) διπλωματικά έγγραφα απαντάται αποκλειστικά ο όρος «Βούλγαροι» , ότι η φιλοεξαρχική δράση της ΕΜΕΟ χαρακτηρίζεται από Αυστριακό πολιτικό ως εκδήλωση αποκλειστικά βουλγαρικού εθνικισμού και σε μία παρατιθέμενη διακήρυξη της ΕΜΕΟ, εκδεδομένη κατά την εξέγερση του Ήλιντεν (1903), οι Βούλγαροι αποκαλούνται «όμαιμοι αδελφοί» («blood brothers») . Επιπλέον, το συμπέρασμα της συγγραφέως ότι η ΕΜΕΟ επιχείρησε να δημιουργήσει την έννοια μιας Μακεδόνικης εθνότητας έρχεται σε μερική αντίφαση με την εκτίμηση της, που διατυπώνει σε επόμενο χωρίο, ότι στους κόλπους της ΕΜΕΟ εκτός από την αριστερίζουσα ομάδα, η οποία τασσόταν υπέρ της διεθνιστικής αλληλεγγύης μεταξύ των εθνικών ομάδων που κατοικούσαν στην περιοχή, υπήρχε και μία συντηρητική τάση, η οποία έστεργε την ένωση της Μακεδονίας με τη Βουλγαρία . Είναι εμφανές ότι το πόνημα της Lange-Akhund χαρακτηρίζεται από πολλές ατέλειες και αντιφάσεις και τελικώς δεν μπορεί να δώσει πειστική ερμηνεία του προβλήματος.
Κατά τη γνώμη του γράφοντος, το ζήτημα της ΕΜΕΟ το προσεγγίζει με τον πλέον υπεύθυνο και τεκμηριωμένο τρόπο ο Fikret Adanir στη μελέτη του για το Μακεδόνικο Ζήτημα (1979) Ο συγγραφέας συνδέει το ζήτημα της ΕΜΕΟ με αυτό της ταυτότητας των Σλαβομακεδόνων, εάν δηλαδή ήταν Βούλγαροι, Σέρβοι ή διαφορετικός λαός με ιδιαίτερη εθνική συνείδηση . Αναγνωρίζει ότι η εθνική ταυτότητα της ΕΜΕΟ είναι πολύπλοκο ζήτημα και δεν είναι δυνατό να διαλευκανθεί πλήρως, αλλά σημειώνει ότι με βάση τις αυστρο-ουγγρικές πηγές η Οργάνωση είχε μέχρι το 1902 την ονομασία «Βουλγαρική Μακεδονο-Αδριανουπολίτικη Επαναστατική Επιτροπή», στοιχείο το οποίο δικαιώνει τους Βουλγάρους ιστορικούς (Κ. Pandev) Επίσης, οι ίδιες πηγές και ο ευρωπαϊκός Τύπος τεκμηριώνουν κατά τον συγγραφέα ότι η εξέγερση του Ήλιντεν ήταν «βουλγαρική εθνική πράξη», καθώς οι επαναστάτες έψαλλαν βουλγαρικά εθνικιστικά τραγούδια και έφεραν βουλγαρικές σημαίες . Γενικώς, η μετριοπαθής προσέγγιση και ορθολογική χρήση των πηγών προσδίδουν αυξημένη πιστότητα στους ισχυρισμούς του συγγραφέα.
ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ
==========================================================
* Για λόγους καθαρά χώρου δεν έβαλα και τις σημειώσεις του κειμένου όπου ο συγγραφέας τεκμηριώνει τις απόψεις του.
Το blog, για τους λόγους που βιώνουμε προσωπικά, οικογενειακά και κοινωνικά, αλλάζει την κύρια κατεύθυνσή του και επικεντρώνεται πλέον στην Κρίση.
Βασική του αρχή θα είναι η καταπολέμηση του υφεσιακού Μνημονίου και όποιων το στηρίζουν.
Τα σχόλια του Κρούγκμαν είναι χαρακτηριστικά:
...Άρα βασιζόμαστε τώρα σε ένα σενάριο σύμφωνα με το οποίο η Ελλάδα είναι αναγκασμένη να «πεθάνει στη λιτότητα» προκειμένου να πληρώσει τους ξένους πιστωτές της, χωρίς πραγματικό φως στο τούνελ.Και αυτό απλώς δεν πρόκειται να λειτουργήσει....[-/-]....οι πολιτικές λιτότητας οδηγούν την οικονομία σε τόσο μεγάλη ύφεση που εξανεμίζονται τα όποια δημοσιονομικά οφέλη, υποχωρούν τα έσοδα και το ΑΕΠ και ο λόγος του χρέους προς το ΑΕΠ γίνεται χειρότερος.
Βασική του αρχή θα είναι η καταπολέμηση του υφεσιακού Μνημονίου και όποιων το στηρίζουν.
Τα σχόλια του Κρούγκμαν είναι χαρακτηριστικά:
...Άρα βασιζόμαστε τώρα σε ένα σενάριο σύμφωνα με το οποίο η Ελλάδα είναι αναγκασμένη να «πεθάνει στη λιτότητα» προκειμένου να πληρώσει τους ξένους πιστωτές της, χωρίς πραγματικό φως στο τούνελ.Και αυτό απλώς δεν πρόκειται να λειτουργήσει....[-/-]....οι πολιτικές λιτότητας οδηγούν την οικονομία σε τόσο μεγάλη ύφεση που εξανεμίζονται τα όποια δημοσιονομικά οφέλη, υποχωρούν τα έσοδα και το ΑΕΠ και ο λόγος του χρέους προς το ΑΕΠ γίνεται χειρότερος.
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σχόλια τα οποία θα περιέχουν Greekenglish, ύβρεις, μειωτικούς και συκοφαντικούς χαρακτηρισμούς δεν θα αναρτώνται.