Του Δρ. Ευάγγελου Κωφού.
Συνέχεια από το 1ο μέρος.
Στις αρχές του 1870 η οθωμανική κυβέρνηση πήρε την απόφαση να λύσει μόνη της το ζήτημα παρακάμπτοντας το Φανάρι. Με σουλτανικό φιρμάνι της 27ης Φεβρουαρίου / 11 Μαρτίου 1870 εξήγγειλε τη σύσταση αυτόνομης βουλγαρικής εκκλησίας. Το φιρμάνι αυτό, πού κατά κάποιο τρόπο αποτέλεσε τη ληξιαρχική πράξη γεννήσεως της βουλγαρικής εκκλησίας, περιλάμβανε τις παρακάτω κύριες διατάξεις :
Στις αρχές του 1870 η οθωμανική κυβέρνηση πήρε την απόφαση να λύσει μόνη της το ζήτημα παρακάμπτοντας το Φανάρι. Με σουλτανικό φιρμάνι της 27ης Φεβρουαρίου / 11 Μαρτίου 1870 εξήγγειλε τη σύσταση αυτόνομης βουλγαρικής εκκλησίας. Το φιρμάνι αυτό, πού κατά κάποιο τρόπο αποτέλεσε τη ληξιαρχική πράξη γεννήσεως της βουλγαρικής εκκλησίας, περιλάμβανε τις παρακάτω κύριες διατάξεις :
α) Ιδρυόταν, μέσα στους κόλπους του οικουμενικού πατριαρχείου, χωριστή αυτοδιοικούμενη αρχή, ή Εξαρχία, με δικαιοδοσία στις εκκλησιαστικές επαρχίες Ρουστουκίου, Σιλιστρίας, Σούμλας, Τυρνόβου, Σόφιας, Βράτσας, Λοφτσού,
Βιδινίου, Νύσσας, Νυσσάβας, Κιουστεντηλίου, Σαμοκοβίου, Βελεσσών, Βάρνας (έκτος της πόλεως), Σλίβεν, Σωζοπόλεως και Φιλιππουπόλεως (έκτος πόλεως και της Στενημάχου).
β) Η Εξαρχία θα διοικούνταν από σύνοδο μητροπολιτών, με επικεφαλής τον έξαρχο, και θα λειτουργούσε σύμφωνα με εσωτερικό κανονισμό, τον όποιο θα ενέκρινε ή οθωμανική κυβέρνηση.
γ) Τον έξαρχο θα εξέλεγε η Ιερά Σύνοδος και θα τον διόριζε με βεράτι ή οθωμανική κυβέρνηση. Στον πατριάρχη απλώς θα κοινοποιούταν το όνομα του έξαρχου. ' Ο πατριάρχης ήταν υποχρεωμένος να επικυρώσει το διορισμό χωρίς χρονοτριβή.
δ) Ο έξαρχος θα επικοινωνούσε απευθείας με την Υψηλή Πύλη και τις τοπικές αρχές, χωρίς τη μεσολάβηση του οικουμενικού πατριάρχη.
ε) Ο οικουμενικός πατριάρχης δε θα αναμιγνυόταν σε θέματα πνευματικής τάξεως ή εκλογής αρχιερέων της Εξαρχίας. Ό έξαρχος, όμως, ήταν υποχρεωμένος να μνημονεύει το όνομα του πατριάρχη.
στ) Αρχιερείς της Εξαρχίας μπορούσαν να επισκέπτονται ελεύθερα εκκλησιαστικές περιφέρειες του οικουμενικού θρόνου, καθώς και το αντίθετο.
ζ) Παρεχωρείτο στον έξαρχο το δικαίωμα να διατηρεί ναό και ναΐδριο στην Κωνσταντινούπολη, όπου θα είχε το δικαίωμα να παραμένει για υποθέσεις της Εξαρχίας.
η) Αν τα 2/3 τουλάχιστον των ορθοδόξων κατοίκων μιας εκκλησιαστικής περιφέρειας εκδήλωναν την επιθυμία να υπαχθούν στην Εξαρχία, τότε ή επαρχία αυτή θα μπορούσε να αποσπασθεί από τη δικαιοδοσία του πατριάρχη με απόφαση της Πύλης.
Η τελευταία αυτή διάταξη υπήρξε ή πιο επίμαχη γιατί, με το πρόσχημα εκκλησιαστικών διεκδικήσεων, άφηνε το πεδίο ανοιχτό για την ανάπτυξη ενός οξύτατου και δυσεπίλυτου φυλετικού ανταγωνισμού. Χωρίς αμφιβολία ή ρύθμιση αυτή ικανοποιούσε τις φιλοδοξίες των πιο αδιάλλακτων στοιχείων της βουλγαρικής πλευράς. Παράλληλα, όμως, εξυπηρετούσε τα σχέδια της οθωμανικής κυβερνήσεως, αφού διατηρούσε ανοικτή μια μόνιμη εστία προστριβών ανάμεσα στις δύο χριστιανικές εθνότητες και απέκλειε τυχόν μελλοντική σύμπραξη τους κατά της οθωμανικής αυτοκρατορίας.
Η γνωστοποίηση του φιρμανιού ξεσήκωσε μεγάλο σάλο σε ολόκληρο τον Ελληνισμό. Οι εκκλησιαστικοί παράγοντες του Φαναριού επισήμαναν ιδιαίτερα το πλήγμα πού δεχόταν το κύρος του οικουμενικού θρόνου από την αυθαίρετη επέμβαση της οθωμανικής κυβερνήσεως, κατά παράβαση των προνομίων σε ένα θέμα εκκλησιαστικής διοικήσεως και δόγματος. Ιδιαίτερα επιβλαβή θεωρούσαν την εισαγωγή του φυλετισμού για τον καθορισμό των ορίων μιας εκκλησιαστικής περιφέρειας. Και χαρακτήριζαν ως αντίθετη προς τούς ιερούς κανόνες την παραμονή ενός αρχιερέως στην έδρα άλλου χωρίς άδεια. Στην 'Αθήνα, αλλά και στις διαφιλονικούμενες επαρχίες της Θράκης και της Μακεδονίας, τη μεγαλύτερη αίσθηση προξένησε ή διάταξη για την πιθανή μελλοντική προσάρτηση στην Εξαρχία και άλλων περιφερειών, εφόσον εκδήλωναν ανάλογη επιθυμία τα 2/3 τουλάχιστον των Χριστιανών.
Οι Έλληνες πρόξενοι περιέγραψαν, σε αναφορές τους, με έντονα χρώματα επεισόδια ανάμεσα σε Βουλγάρους και "Έλληνες χριστιανούς στη βόρεια και κεντρική Μακεδονία. Ιδιαίτερα οξείς ανταγωνισμοί ξέσπασαν στις περιοχές Προκοπίου, Μελένιου, Στρώμνιτσας και 'Αχρίδας, καθώς και σε μικρότερη ένταση στις περιοχές Μοναστηρίου, Βοδενών και Σερρών, όπου Βούλγαροι απεσταλμένοι προσπαθούσαν να υποκινήσουν φιλοεξαρχικές αναφορές και να ζητήσουν, με το επιχείρημα των 2/3, να υπαγάγουν πολλές περιφέρειες στην Εξαρχία. Όπως έγραψε ό πρόξενος Θεσσαλονίκης Κωνσταντίνος Βατικιώτης : «'Ο πόλεμος ούτος κατά των Ελλήνων Αρχιερέων είναι πόλεμος κατά του εν Μακεδονία Ελληνισμού, και ή Ελληνική Κυβέρνησης καθήκον έχει να μετέλθει πάν μέσον προς άποσόβησιν του μεγίστου τούτου κινδύνου»17.
Ήταν αδύνατο για τον Ελληνισμό του 1870, πού μόλις ένα χρόνο πριν είχε αναγκασθεί να παραδεχθεί την ήττα του στον τρίχρονο σχεδόν αγώνα για την απελευθέρωση της Κρήτης, να διαγράψει από το εθνικό του πρόγραμμα εκτεταμένες περιφέρειες στη Θράκη και στη Μακεδονία, τις όποιες ανέκαθεν θεωρούσε ως νόμιμη προγονική του κληρονομιά. Παρόλα αυτά το επίσημο ελληνικό κράτος, παραμερίζοντας την κατακραυγή πού είχε ξεσηκωθεί, ήλπιζε ως την τελευταία στιγμή να αποτρέψει το σχίσμα και να κατευνάσει τα πάθη των χριστιανών στη Μακεδονία και στη Θράκη. Είναι χαρακτηριστικά όσα γράφει ό πρεσβευτής 'Αλ. Ραγκαβής στις οδηγίες του προς τον πρόξενο στη Θεσσαλονίκη Βατικιώτη:
Η γνωστοποίηση του φιρμανιού ξεσήκωσε μεγάλο σάλο σε ολόκληρο τον Ελληνισμό. Οι εκκλησιαστικοί παράγοντες του Φαναριού επισήμαναν ιδιαίτερα το πλήγμα πού δεχόταν το κύρος του οικουμενικού θρόνου από την αυθαίρετη επέμβαση της οθωμανικής κυβερνήσεως, κατά παράβαση των προνομίων σε ένα θέμα εκκλησιαστικής διοικήσεως και δόγματος. Ιδιαίτερα επιβλαβή θεωρούσαν την εισαγωγή του φυλετισμού για τον καθορισμό των ορίων μιας εκκλησιαστικής περιφέρειας. Και χαρακτήριζαν ως αντίθετη προς τούς ιερούς κανόνες την παραμονή ενός αρχιερέως στην έδρα άλλου χωρίς άδεια. Στην 'Αθήνα, αλλά και στις διαφιλονικούμενες επαρχίες της Θράκης και της Μακεδονίας, τη μεγαλύτερη αίσθηση προξένησε ή διάταξη για την πιθανή μελλοντική προσάρτηση στην Εξαρχία και άλλων περιφερειών, εφόσον εκδήλωναν ανάλογη επιθυμία τα 2/3 τουλάχιστον των Χριστιανών.
Οι Έλληνες πρόξενοι περιέγραψαν, σε αναφορές τους, με έντονα χρώματα επεισόδια ανάμεσα σε Βουλγάρους και "Έλληνες χριστιανούς στη βόρεια και κεντρική Μακεδονία. Ιδιαίτερα οξείς ανταγωνισμοί ξέσπασαν στις περιοχές Προκοπίου, Μελένιου, Στρώμνιτσας και 'Αχρίδας, καθώς και σε μικρότερη ένταση στις περιοχές Μοναστηρίου, Βοδενών και Σερρών, όπου Βούλγαροι απεσταλμένοι προσπαθούσαν να υποκινήσουν φιλοεξαρχικές αναφορές και να ζητήσουν, με το επιχείρημα των 2/3, να υπαγάγουν πολλές περιφέρειες στην Εξαρχία. Όπως έγραψε ό πρόξενος Θεσσαλονίκης Κωνσταντίνος Βατικιώτης : «'Ο πόλεμος ούτος κατά των Ελλήνων Αρχιερέων είναι πόλεμος κατά του εν Μακεδονία Ελληνισμού, και ή Ελληνική Κυβέρνησης καθήκον έχει να μετέλθει πάν μέσον προς άποσόβησιν του μεγίστου τούτου κινδύνου»17.
Ήταν αδύνατο για τον Ελληνισμό του 1870, πού μόλις ένα χρόνο πριν είχε αναγκασθεί να παραδεχθεί την ήττα του στον τρίχρονο σχεδόν αγώνα για την απελευθέρωση της Κρήτης, να διαγράψει από το εθνικό του πρόγραμμα εκτεταμένες περιφέρειες στη Θράκη και στη Μακεδονία, τις όποιες ανέκαθεν θεωρούσε ως νόμιμη προγονική του κληρονομιά. Παρόλα αυτά το επίσημο ελληνικό κράτος, παραμερίζοντας την κατακραυγή πού είχε ξεσηκωθεί, ήλπιζε ως την τελευταία στιγμή να αποτρέψει το σχίσμα και να κατευνάσει τα πάθη των χριστιανών στη Μακεδονία και στη Θράκη. Είναι χαρακτηριστικά όσα γράφει ό πρεσβευτής 'Αλ. Ραγκαβής στις οδηγίες του προς τον πρόξενο στη Θεσσαλονίκη Βατικιώτη:
«Εν τη αμφισβητήσει, εν ή διατελεί το 'Ελληνικόν προς το Βουλγαρικόν στοιχεΐον, ορθόν μου φαίνεται να μεταχειρίζηται το πρώτον εν γένει και κατά προτίμησιν τα όπλα της ήπιότητος μάλλον ή της βίας και να προσπαθή, ουχί να πιέζη να καταβάλη τούς αντιπάλους του, αλλά να δείκνυται αυτών άνώτερον, γενναιότερον, χωρούν είς την όδόν της αναπτύξεως. Ούτω δύνανται οι δύο λαοί να βιώσιν όσον ενδέχεται, εν ειρήνη και όμονοία μη παροξυνόμενοι, εις αδιαλλάκτους εχθρούς, τουλάχιστον καθόσον τούτο εξαρτάται από των Ελλήνων...».
Το κλίμα όμως της ηπιότητας δεν επικρατούσε ούτε στις επαρχίες ούτε στην Κωνσταντινούπολη. Για να βγει από το αδιέξοδο ο πατριάρχης Γρηγόριος ζήτησε από την Πύλη την άδεια να συγκαλέσει οικουμενική σύνοδο όλων των ορθοδόξων εκκλησιών, προκειμένου να εξετασθούν τα ζητήματα πού είχαν προκύψει από την έκδοση του φιρμανιού. Οι Τούρκοι όμως δεν απάντησαν, και ό πατριάρχης, χωρίς να συνεννοηθεί με την ελληνική κυβέρνηση που ακόμα ήλπιζε σε κάποια συμβιβαστική λύση, υπέβαλε την παραίτηση του την 1/13 Ιανουαρίου 1871. Μάταια ο Ραγκαβής προσπάθησε να τον μεταπείσει19. Ο νέος πατριάρχης Άνθιμος ΣΤ', 82 χρονών, έδειξε στην αρχή τάσεις συμβιβασμού. Μια νέα μικτή ελληνοβουλγαρική επιτροπή, πού διορίσθηκε από την Πύλη, σημείωσε κάποια πρόοδο, αλλά ή οργανωμένη πλέον αντίδραση από τα πιο εθνικιστικά στοιχεία και των δύο πλευρών οδήγησε και την προσπάθεια αυτή σε ναυάγιο. Όπως ήταν φυσικό, ή κρίση κορυφώθηκε. Αφορμή έδωσε η τέλεση στην Κωνσταντινούπολη, από Βουλγάρους αρχιερείς, λειτουργίας κατά την εορτή των Θεοφανείων χωρίς την έγκριση του πατριάρχη. Παρά τις απεγνωσμένες εκκλήσεις της κυβερνήσεως Δ. Βούλγαρη για μετριοπάθεια, ο Άνθιμος συγκάλεσε στην Κωνσταντινούπολη μεγάλη σύνοδο πατριαρχών και μητροπολιτών. Το αποτέλεσμα υπήρξε ή καθαίρεση και ό αφορισμός των Βουλγάρων αρχιερέων πού είχαν με δημόσια εκδήλωση αμφισβητήσει την πνευματική εξουσία του πατριάρχη. Οι Βούλγαροι απάντησαν με την εκλογή Έξαρχου και μητροπολιτών σε επαρχίες πού παραχωρούνταν με το σουλτανικό φιρμάνι στη βουλγαρική εκκλησία. Έξαρχος εκλέχθηκε ένας από τους μητροπολίτες πού είχαν καθαιρεθεί, ο μητροπολίτης Λοφτσοΰ Ιλαρίων, π όποιος όμως σύντομα αντικαταστάθηκε από τον Βιδίνης Άνθιμο, σε μια τελευταία και απεγνωσμένη προσπάθεια κατευνασμού του πατριαρχείου. Κάθε απόπειρα όμως συμφιλιώσεως ήταν αδύνατη. Στην εορτή των Αγίων Κυρίλλου και Μεθοδίου (Μάιος 1872) ο Έξαρχος δε μνημόνευσε ούτε καν το όνομα του πατριάρχη, όπως προέβλεπε άλλωστε το φιρμάνι. Η αντίδραση του Φαναριού υπήρξε βίαιη. Τη φορά αυτή είχε τη συμπαράσταση της νέας ελληνικής κυβερνήσεως του Έπ. Δεληγιώργη. Με πρόσκληση του πατριάρχη Ανθίμου συνήλθε στην Κωνσταντινούπολη, τον Αύγουστο, Μεγάλη Σύνοδος στην οποία έλαβαν μέρος όλοι οι προκαθήμενοι των πατριαρχείων της οθωμανικής αυτοκρατορίας, πρώην πατριάρχες, ό αρχιεπίσκοπος Κύπρου και πολλοί μητροπολίτες και άλλοι κληρικοί. Ή σύνοδος καταδίκασε την εισαγωγή του φυλετισμού στην Εκκλησία και κήρυξε σχισματικούς τούς κληρικούς και τούς οπαδούς της βουλγαρικής εξαρχίας. «Άποκηρύττομεν», έγραφε ο Ορος πού ψήφισε ή Σύνοδος, «κατακρίνοντες και καταδικάζοντες τον φυλετισμόν, τούτέστι τάς φυλετικάς διακρίσεις και τάς έθνικάς έρεις και ζήλους και διχοστασίας εν τη του Χρίστου Εκκλησία... Τους παραδεχόμενους τον τοιούτον φυλετισμόν και έπ' αύτώ τολμώντας παραπηγνύναι καινοφανείς φυλετικός παρασυναγωγάς κηρύττομεν, συνωδά τοις ίεροΐς Κανόσιν, αλλότριους της μιας αγίας, καθολικής και Αποστολικής Εκκλησίας, και αυτό δή τοΰτο ΣΧΙΣΜΑΤΙΚΟΥΣ»20.
Από κάθε άποψη η απόφαση είχε ιστορική σημασία. Επισημοποιούσε το ρήγμα πού είχε δημιουργηθεί στην εκκλησία και διαιώνιζε τα φυλετικά μίση. Από εδώ και μπρος ή σύμπραξη των βαλκανικών λαών για την κατάλυση της οθωμανικής κυριαρχίας στην Ευρώπη, το όνειρο γενεών όλων των βαλκανικών λαών, θα προσέκρουε επί δεκαετίες στις αποφάσεις εκείνες του 1870 και 1872.
Για τους Βουλγάρους η ίδρυση ανεξάρτητης Εκκλησίας αποτελούσε την επισφράγιση ενός μακροχρόνιου αγώνα για την αποδέσμευση τους από την πνευματική κηδεμονία του οικουμενικού πατριαρχείου. Η πραξικοπηματική όμως λύση της διαφοράς είχε το τίμημα της. Στο σκληρό τους αγώνα για την απελευθέρωση τους, οι Βούλγαροι θα συναντούσαν στο εξής, αντί τη συμπαράσταση, την ενεργό αντίδραση των ομόδοξων Ελλήνων. Η επιλογή του 1870-1872 ήταν ίσως ιστορικά αναπόφευκτη. Δημιούργησε όμως τεράστια προβλήματα στον αγώνα του βουλγάρικου λαού για την εθνική του αποκατάσταση, όπως ανάλογα εμπόδια συσσώρευσε και στην πορεία του Ελληνισμού για την εθνική του ολοκλήρωση.
Σχετικά με τη ρωσική πολιτική — η καλύτερα την παν-σλαβιστική πλευρά της πολιτικής αυτής — η ίδρυση της εξαρχίας αποτελούσε αναμφισβήτητα ένα θετικό γεγονός. Ένας σλαβικός λαός, πού ήταν εγκατεστημένος σε νευραλγική περιοχή της οθωμανικής αυτοκρατορίας, πραγματοποιούσε με τη βοήθεια της Ρωσίας τα πρώτα βήματα προς την εθνική του ανεξαρτησία. Ή εξαγγελία όμως του Σχίσματος και το βαθύ χάσμα πού άνοιξε ανάμεσα στους χριστιανούς της οθωμανικής αυτοκρατορίας δημιουργούσε νέα προβλήματα στη ρωσική πολιτική. Για άλλα τέσσερα χρόνια, ως το 1876, ο Ρώσος πρεσβευτής στην Κωνσταντινούπολη Ιγνάτιεφ θα συνέχιζε τις ενέργειες του για να γεφυρώσει το χάσμα. Καθώς θα πλησιάζει η μεγάλη Ανατολική κρίση, θα εντείνει τις προσπάθειες του με την ελπίδα να δημιουργήσει κοινό μέτωπο των υπόδουλων χριστιανών κατά των Τούρκων, αλλά χωρίς αποτέλεσμα. Για το οικουμενικό πατριαρχείο, η δημιουργία βουλγαρικής εξαρχίας, χωρίς την έγκριση του, σήμαινε ουσιαστική μείωση του κύρους του, ιδιαίτερα απέναντι στην τουρκική κυβέρνηση. Η επέμβαση της Υψηλής Πύλης σε θέμα εκκλησιαστικής δικαιοδοσίας άνοιγε το δρόμο για μελλοντικές πιέσεις και βαθμιαία φαλκίδευση των προνομίων του πατριαρχείου, ενώ η απόσπαση μεγάλου αριθμού εκκλησιαστικών περιοχών σήμαινε σοβαρή μείωση των προσόδων του οικουμενικού θρόνου. Το γεγονός αυτό, σε συνδυασμό με την απώλεια του σλαβικού ποιμνίου του, θα ωθήσει βαθμιαία το πατριαρχείο στην καλλιέργεια στενότερων σχέσεων με το ελληνικό εθνικό κέντρο, την Αθήνα. Έγινε δηλαδή αυτό πού είχε φοβηθεί ο Ιγνάτιεφ και που είχε προσπαθήσει, όσο μπορούσε, να αποτρέψει21.
Στους Έλληνες του βασιλείου, όπως και στους Έλληνες της Κωνσταντινουπόλεως, η εκκλησιαστική ρήξη προκάλεσε εκδηλώσεις ομαδικής ψυχώσεως. Μόνιμα απασχολημένοι με τα εσωτερικά τους προβλήματα, τις διαδοχικές κρίσεις στην Κρήτη και τις επαναστατικές ενέργειες στις όμορες επαρχίες (Θεσσαλία, Ήπειρο), οι «Ελλαδίτες» θεωρούσαν τη Μακεδονία και τη Θράκη περιοχές πού άνηκαν βέβαια στο χώρο των εθνικών διεκδικήσεων, αλλά πού ή ενσωμάτωση τους δε φαινόταν εφικτή στο άμεσο μέλλον. Η εμφάνιση όμως του βουλγαρικού εθνικισμού στα βόρεια και κεντρικά διαμερίσματα των περιφερειών αυτών ανέτρεπε αυτούς τούς υπολογισμούς. Πρώτη αντίδραση υπήρξε η αγωνιώδης όσο και ριζική αναθεώρηση της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής : αντί για σύμπραξη με τούς άλλους βαλκανικούς λαούς, με σκοπό τον κοινό αγώνα κατά των τούρκων, ο Ελληνισμός θα επιδίωκε τη συμφιλίωση και συνεργασία με τους Τούρκους. Με την εύνοια των τουρκικών άρχων οι Έλληνες της Μακεδονίας και της Θράκης θα μπορούσαν να επιδοθούν με επιτυχία στην πνευματική και οικονομική τους ανάπτυξη, και να αναχαιτίσουν την επέκταση της βουλγαρικής επιρροής, εξουδετερώνοντας τα πλεονεκτήματα πού παρείχε στους Βουλγάρους ή ίδρυση της Εξαρχίας. Μια τέτοια όμως πολιτική έφερνε τους Έλληνες σε απευθείας σύγκρουση όχι μόνο με τους Σλάβους της Βαλκανικής, αλλά και με τη Ρωσία. Ο «πανελληνισμός» άρχισε να θεωρείται θανάσιμος πολέμιος του σλαβισμοΰ. Από τους εκπροσώπους της στην Πετρούπολη, στην Οδησσό και στην Κωνσταντινούπολη, ή ελληνική κυβέρνηση ενημερωνόταν για το ογκούμενο ανθελληνικό κλίμα πού επικρατούσε στη Ρωσία. Τον κίνδυνο να προκαλέσουν τη μόνιμη εχθρότητα της Ρωσίας διείδαν αρκετές προσωπικότητες στην Ελλάδα, όπως ο Κουμουνδούρος από τούς πολιτικούς ηγέτες, ο Άλ. Ραγκαβής από τούς διπλωμάτες και πολλοί άλλοι. Όλοι αυτοί συνιστούσαν σύνεση και αποφυγή ρήξεως με τούς βαλκανικούς λαούς και τη Ρωσία, όταν μάλιστα ούτε η Αγγλία ούτε η Γαλλία ήταν ευνοϊκά διατεθειμένες υπέρ των Ελλήνων. Αντίθετα στο εκκλησιαστικό ζήτημα και οι δύο αυτές χώρες εκώφευσαν στις εκκλήσεις της ελληνικής διπλωματίας για συμπαράσταση προς το Οικουμενικό Πατριαρχείο.
Εφόσον όμως, με γενική σχεδόν λαϊκή επιδοκιμασία, η αντισλαβική πολιτική είχε υιοθετηθεί από τον πρωθυπουργό Δεληγιώργη και το βασιλιά Γεώργιο, δεν απέμενε παρά η κινητοποίηση των δυνάμεων του Ελληνισμού, ελεύθερου και αλύτρωτου, για την ενίσχυση της θέσεως των Ελλήνων στη Μακεδονία και τη Θράκη.
Από κάθε άποψη η απόφαση είχε ιστορική σημασία. Επισημοποιούσε το ρήγμα πού είχε δημιουργηθεί στην εκκλησία και διαιώνιζε τα φυλετικά μίση. Από εδώ και μπρος ή σύμπραξη των βαλκανικών λαών για την κατάλυση της οθωμανικής κυριαρχίας στην Ευρώπη, το όνειρο γενεών όλων των βαλκανικών λαών, θα προσέκρουε επί δεκαετίες στις αποφάσεις εκείνες του 1870 και 1872.
Για τους Βουλγάρους η ίδρυση ανεξάρτητης Εκκλησίας αποτελούσε την επισφράγιση ενός μακροχρόνιου αγώνα για την αποδέσμευση τους από την πνευματική κηδεμονία του οικουμενικού πατριαρχείου. Η πραξικοπηματική όμως λύση της διαφοράς είχε το τίμημα της. Στο σκληρό τους αγώνα για την απελευθέρωση τους, οι Βούλγαροι θα συναντούσαν στο εξής, αντί τη συμπαράσταση, την ενεργό αντίδραση των ομόδοξων Ελλήνων. Η επιλογή του 1870-1872 ήταν ίσως ιστορικά αναπόφευκτη. Δημιούργησε όμως τεράστια προβλήματα στον αγώνα του βουλγάρικου λαού για την εθνική του αποκατάσταση, όπως ανάλογα εμπόδια συσσώρευσε και στην πορεία του Ελληνισμού για την εθνική του ολοκλήρωση.
Σχετικά με τη ρωσική πολιτική — η καλύτερα την παν-σλαβιστική πλευρά της πολιτικής αυτής — η ίδρυση της εξαρχίας αποτελούσε αναμφισβήτητα ένα θετικό γεγονός. Ένας σλαβικός λαός, πού ήταν εγκατεστημένος σε νευραλγική περιοχή της οθωμανικής αυτοκρατορίας, πραγματοποιούσε με τη βοήθεια της Ρωσίας τα πρώτα βήματα προς την εθνική του ανεξαρτησία. Ή εξαγγελία όμως του Σχίσματος και το βαθύ χάσμα πού άνοιξε ανάμεσα στους χριστιανούς της οθωμανικής αυτοκρατορίας δημιουργούσε νέα προβλήματα στη ρωσική πολιτική. Για άλλα τέσσερα χρόνια, ως το 1876, ο Ρώσος πρεσβευτής στην Κωνσταντινούπολη Ιγνάτιεφ θα συνέχιζε τις ενέργειες του για να γεφυρώσει το χάσμα. Καθώς θα πλησιάζει η μεγάλη Ανατολική κρίση, θα εντείνει τις προσπάθειες του με την ελπίδα να δημιουργήσει κοινό μέτωπο των υπόδουλων χριστιανών κατά των Τούρκων, αλλά χωρίς αποτέλεσμα. Για το οικουμενικό πατριαρχείο, η δημιουργία βουλγαρικής εξαρχίας, χωρίς την έγκριση του, σήμαινε ουσιαστική μείωση του κύρους του, ιδιαίτερα απέναντι στην τουρκική κυβέρνηση. Η επέμβαση της Υψηλής Πύλης σε θέμα εκκλησιαστικής δικαιοδοσίας άνοιγε το δρόμο για μελλοντικές πιέσεις και βαθμιαία φαλκίδευση των προνομίων του πατριαρχείου, ενώ η απόσπαση μεγάλου αριθμού εκκλησιαστικών περιοχών σήμαινε σοβαρή μείωση των προσόδων του οικουμενικού θρόνου. Το γεγονός αυτό, σε συνδυασμό με την απώλεια του σλαβικού ποιμνίου του, θα ωθήσει βαθμιαία το πατριαρχείο στην καλλιέργεια στενότερων σχέσεων με το ελληνικό εθνικό κέντρο, την Αθήνα. Έγινε δηλαδή αυτό πού είχε φοβηθεί ο Ιγνάτιεφ και που είχε προσπαθήσει, όσο μπορούσε, να αποτρέψει21.
Στους Έλληνες του βασιλείου, όπως και στους Έλληνες της Κωνσταντινουπόλεως, η εκκλησιαστική ρήξη προκάλεσε εκδηλώσεις ομαδικής ψυχώσεως. Μόνιμα απασχολημένοι με τα εσωτερικά τους προβλήματα, τις διαδοχικές κρίσεις στην Κρήτη και τις επαναστατικές ενέργειες στις όμορες επαρχίες (Θεσσαλία, Ήπειρο), οι «Ελλαδίτες» θεωρούσαν τη Μακεδονία και τη Θράκη περιοχές πού άνηκαν βέβαια στο χώρο των εθνικών διεκδικήσεων, αλλά πού ή ενσωμάτωση τους δε φαινόταν εφικτή στο άμεσο μέλλον. Η εμφάνιση όμως του βουλγαρικού εθνικισμού στα βόρεια και κεντρικά διαμερίσματα των περιφερειών αυτών ανέτρεπε αυτούς τούς υπολογισμούς. Πρώτη αντίδραση υπήρξε η αγωνιώδης όσο και ριζική αναθεώρηση της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής : αντί για σύμπραξη με τούς άλλους βαλκανικούς λαούς, με σκοπό τον κοινό αγώνα κατά των τούρκων, ο Ελληνισμός θα επιδίωκε τη συμφιλίωση και συνεργασία με τους Τούρκους. Με την εύνοια των τουρκικών άρχων οι Έλληνες της Μακεδονίας και της Θράκης θα μπορούσαν να επιδοθούν με επιτυχία στην πνευματική και οικονομική τους ανάπτυξη, και να αναχαιτίσουν την επέκταση της βουλγαρικής επιρροής, εξουδετερώνοντας τα πλεονεκτήματα πού παρείχε στους Βουλγάρους ή ίδρυση της Εξαρχίας. Μια τέτοια όμως πολιτική έφερνε τους Έλληνες σε απευθείας σύγκρουση όχι μόνο με τους Σλάβους της Βαλκανικής, αλλά και με τη Ρωσία. Ο «πανελληνισμός» άρχισε να θεωρείται θανάσιμος πολέμιος του σλαβισμοΰ. Από τους εκπροσώπους της στην Πετρούπολη, στην Οδησσό και στην Κωνσταντινούπολη, ή ελληνική κυβέρνηση ενημερωνόταν για το ογκούμενο ανθελληνικό κλίμα πού επικρατούσε στη Ρωσία. Τον κίνδυνο να προκαλέσουν τη μόνιμη εχθρότητα της Ρωσίας διείδαν αρκετές προσωπικότητες στην Ελλάδα, όπως ο Κουμουνδούρος από τούς πολιτικούς ηγέτες, ο Άλ. Ραγκαβής από τούς διπλωμάτες και πολλοί άλλοι. Όλοι αυτοί συνιστούσαν σύνεση και αποφυγή ρήξεως με τούς βαλκανικούς λαούς και τη Ρωσία, όταν μάλιστα ούτε η Αγγλία ούτε η Γαλλία ήταν ευνοϊκά διατεθειμένες υπέρ των Ελλήνων. Αντίθετα στο εκκλησιαστικό ζήτημα και οι δύο αυτές χώρες εκώφευσαν στις εκκλήσεις της ελληνικής διπλωματίας για συμπαράσταση προς το Οικουμενικό Πατριαρχείο.
Εφόσον όμως, με γενική σχεδόν λαϊκή επιδοκιμασία, η αντισλαβική πολιτική είχε υιοθετηθεί από τον πρωθυπουργό Δεληγιώργη και το βασιλιά Γεώργιο, δεν απέμενε παρά η κινητοποίηση των δυνάμεων του Ελληνισμού, ελεύθερου και αλύτρωτου, για την ενίσχυση της θέσεως των Ελλήνων στη Μακεδονία και τη Θράκη.
Πηγή: «Ο Ελληνισμός στην περίοδο 1869-1881», ανάτυπο από τον ΙΓ τόμο της Ιστορίας του Ελληνικού Έθνους της Εκδοτικής Αθηνών, 1981.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σχόλια τα οποία θα περιέχουν Greekenglish, ύβρεις, μειωτικούς και συκοφαντικούς χαρακτηρισμούς δεν θα αναρτώνται.