Αγαπημένο μου
παιδί,
Ξαφνικά
αντρώθηκες, στο σώμα, αν όχι ακόμα στο χαρακτήρα. Ψήλωσες, μέστωσες, η
φυσιογνωμία σου στερεώθηκε κι είσαι γεμάτος από μια δύναμη καινούρια, που δεν
ξέρεις τι να την κάμεις. Οι κινήσεις σου έχουνε χάρη και λυγεράδα, αλλά και μια
σιγουριά που τους έλειπε πριν από λίγο καιρό, όταν είσουν ακόμα ένας ντροπαλός,
αδέξιος μαθητής που δεν κατάφερνε να βολέψει τα χέρια και τα πόδια του. Το
πρόσωπο σου έφεξε και σοβάρεψε· η ματιά σου πήρε κάποιο βάθος. Σου συμβαίνει
κάτι απίστευτο, που μοιάζει με θαύμα, σαν εκείνα τα μαγεμένα πρωινά, στις
ακρογιαλιές του Αιγαίου, όπου νομίζει κανείς πως ο κόσμος, άδολος και
ολόδροσος, ξαναρχίζει: κοντεύεις να γίνεις είκοσι χρονώ.
Παρατήρησες, άραγε, κι εσύ, ότι η σχέση μας άλλαξε, ανεπαίσθητα, τον
τελευταίο καιρό; Θυμάσαι τους μεγάλους χειμωνιάτικους περιπάτους μας στον
Υμηττό, στην Πεντέλη· τις καλοκαιρινές περιπλανήσεις μας στα νησιά· τις
πολύωρες συντροφικές μας κουβέντες, τα ατέλειωτα ερωτήματά σου, που μου
ξανάρχονται τώρα στο νου, ανακατωμένα με μια γεύση από θυμάρι, από αρμύρα, από
τρελούς ανέμους. Ήθελες, αμέσως, να μάθεις το καθετί, κυρίως από μένα. Μονάχα
οι δικές μου πληροφορίες είταν έγκυρες, μονάχα οι δικές μου απόψεις σε
απασχολούσαν τόσο πολύ. Διψούσες για τα λόγια μου, για την πείρα μου, για την
υποθετική σοφία μου. Με ρωτούσες ολοένα για θέματα της ιστορίας ή της
πολιτικής, για ιδεολογίες, για βιβλία και για τέχνη, για γνωστούς ανθρώπους,
για πράγματα που είδα πριν γεννηθείς, για το μυστήριο της ζωής. Λαχταρούσες να
σου πω τι είναι πνεύμα και τι είναι ύλη, τι είναι η γυναίκα και τι ο έρωτας, αν
υπάρχει η Αλήθεια και ποιος ο λόγος που βρίσκεται ο άνθρωπος στη γη. Πάσχιζα να
σου δώσω ...........