Δέν έλειπε ή υλική δύναμη άπ' τούς Τούρκους. Μπορούσαν νά σαρώσουν σέ δυο τρεις το πολύ μέρες τά άσύντακτα, ανοργάνωτα και άοπλα εκείνα μπουλούκια άπ' τις κωμοπόλεις τουλάχιστον, όπου είχαν καλοστροθή. Στο Κρούσοβο π.χ. δέν βρήκαν σχεδόν αντίσταση. Οί επιστρατευμένοι χωρικοί, και όταν ακόμη ήταν καλά εξοπλισμένοι, έχαναν γρήγορα τον ενθουσιασμό τους. Οί καμπίσιοι νοστάλγησαν αμέσως τά σπίτια τους μόλις ή φοπτιά τών μπέικων πύργων έσβησε. Φαίνεται ότι μερικοί ορεινοί, μέ παλιές κλέφτικες και αντάρτικες παραδόσεις, πολέμησαν. Είχε από τότε ακουστή ότι ένα σώμα από επαναστάτες της περιοχής Καστοριάς, πού τραγουδούσαν ελληνικά τραγούδια και χόρευαν ελληνικούς χορούς και είχαν ζητήσει καταφύγιο στο Μορίχοβο, έδωσαν νικηφόρο μάχη κοντά στην Ψάνιστα. Το διηγόνταν και αργότερα στο Μορίχοβο και ιούς αποκαλούσαν «Γραικούς».
Αγνωστος έμεινε ό αρχηγός τους. Πάντως δέν ήταν ούτε ό Τσακάλωφ, ούτε ό Κλιάσεφ, ούτε ό Μητροβλάχος.
Οί επαναστάτες έκοψαν τά τηλεγραφικά σύρματα, χάλασαν τις γέφυρες, άνάμεσα'. στο Μοναστήρι και Άχρίδα, και ανατίναξαν σε πολλά σημεία τις σιδηροδρομικές γραμμές Μοναστηρίου-θεσσαλονίκης.
Νωθροί οί πασάδες κινήθηκαν πολύ αργά.
Φαίνεται, πώς νόμισαν ότι οί επαναστάτες ήταν πολύ ισχυρότεροι.
Κάποιος "Αγγλος Πρόξενος ανέφερε δτι ό Νασέρ πασάς άρχισε νά εφ αρμό ζη τήν αγγλική τακτική του πολέμου τών Μπόερς, σάν νά υπήρχαν στή μικρή εκείνη γωνίτσα του Μοναστηρίου απέραντες εκτάσεις, όπως στή Νότια Αφρική.
Μέσα στήν πόλη οργίαζαν οί φήμες. Ακούαμε τό πρωί ότι έρχονταν, ότι πλησίαζαν οί επαναστάτες και τό βράδυ δτι οί Τούρκοι παντού έκαιαν, έσφαζαν και ρήμαζαν. Διαδόθηκε επίσης γιά μιά στιγμή δτι ή Ρωσία, ή Βουλγαρία, ή Σερβία και ή Ελλάδα κήρυξαν τον πόλεμο εναντίον της Τουρκίας. Πολλοί μάλιστα άναγνώρισαν μέσα στήν πόλη τον Ή. Σαράφωφ, μεταμφιεσμένο σέ πασά, χότζα, ζητιάνο, χωριάτη κλπ. Ό Τούρκος γείτονας μας πίστευε περισσότερο άπό κάθε άλλη φορά δτι, δπως είναι ένας ό Αλλάχ, μία ήταν και ή θεραπεία του κακού: ή γενική σφαγή τών αχάριστων άπιστων γκιούρηδων. Εμάς βέβαια μας εξαιρούσε...
Κάθε άλλο παρά καθησύχασε τούς φόβους μας και ό φόνος του Ρώσου προξένου του Μοναστηρίου Ρακόφσκυ, πού τον χτύπησαν χοοροφύλακες τήν ώρα πού έμπαινε στήν πόλη. "Ερχονταν άπ' το μοναστήρι του Μπουκόβου, οπού παραθέριζε και οπού, όπως έλεγαν, συναντούσε κάποτε και κομιτατζήδες.
Τον βλέπαμε μέ θαυμασμό νά περνά μέ το ωραίο αμάξι του, πού τό έσερναν δυο κατάμαυρα θαυμάσια άλογα. Πλάι στον άμαξα έστεκε ένας γιγαντόσωμος κοζάκος. "Αλλοτε πάλι έτρεχε καβάλα στο καλντερίμι ανάμεσα στις δυο ολόξανθες και λαμπρές αμαζόνες κόρες του. Ήταν αληθινός αντιπρόσωπος τής Μεγάλης και Αγίας Ρωσίας.
Ό Πρόξενος μας είχε γράψει γι' αυτόν (25 'Ιανουαρίου 1902): «Υποβιβάζει εαυτόν πολλάκις οιονεί εις πράκτορα τών Βουλγάρων έν τω άποκλειστικώ φιλοβουλγαρισμώ του». Και πρόξενους σαν αύτον θά είχε ασφαλώς ύπ' Οψη του ό αυστριακός Υπουργοί τών Εξωτερικών όταν έλεγε ότι οί Ρώσοι πρόξενοι στή Μακεδονία υπακούουν πιο πολύ στις οδηγίες τής Πασλαβιστικής Εταιρίας παρά τής κυβερνήσεως των.
Ό Ρακόφσκυ χαστούκισε δυο Αλβανούς χωροφύλακες, γιατί δέν τού παρουσίασαν όπλα. Κι εκείνοι δέν τού τό χάρισαν. Ό φόνος αναστάτωσε όλη τήν Ευρώπη άπ' τό φόβο ρωσοτουρκικών περιπλοκών. Οί Τούρκοι κρέμασαν ευθύς τήν άλλη μέρα δυο γύφτους. Κανείς δέν ήξερε άν είχαν καμιά σχέση μέ τό φόνο τού Προξένου.
Σέ λίγες μέρες μαθαίνουμε τή φρικτή συμφορά τού Κρουσόβου. Αλλόφρονες έρχονταν μέ μόνα τά ρούχα πού φορούσαν οί Κρουσοβίτες, άνδρες, γυναίκες, παιδιά, όλοι πεζοπορία. Διηγούνταν φοβερά πράγματα, πού έκαναν νά παγώνη τό αΐμα τών Μοναστηριωτών:
Στήν ορεινή και ειρηνική βλαχόφωνη πόλη, όπου εΐχε λίγους Βουλγάρους και καθόλου Τούρκους, μπήκαν μέ ουρλιάσματα και τουφεκιές τή νύχτα οί κο-μιτατζήδες και επιστρατευμένοι χωρικοί και έστησαν τό στρατηγείο και ένα... ξύλινο κανόνι. "Εκαψαν τό μικρό διοικητήριο και κοντά του άλλα 37 γειτονικά σπίτια και μαγαζιά, όλα ελληνικά, και σκότοσαν τίς οικογένειες τών λίγων Τούρκων δημοσίων υπαλλήλων και δυο Κρουσοβίτες, τούς οποίους χαρακτήρισαν ως κατασκόπους. Οί 50 Τούρκοι στρατιώτες και οί λίγοι χωροφύλακες έφυγαν χωρίς καμιά απώλεια. Οί κομιτατζήδες συγκέντρωσαν όλα τά χαλκο'ματα γιά νά χύσουν οβίδες γιά τό ξύλινο κανόνι σέ άγνωστο χυτήριο... Τό σπουδαιότερο Ομως έργο τους ήταν νά φορολογήσουν τούς δικούς μας πάντοτε και νά συγκεντρώσουν 1500 χρυσές λίρες γιά τον αγώνα και γιά τή λευτεριά.
Στήν εφημερίδα «Πατρίδα» τού Βουκουρεστίου δημοσιεύτηκε στις 27 Αυγούστου 1903 αφήγηση αυτόπτη Κρουσοβίτη, όπου βρίσκουμε λεπτομερή και ζωντανή περιγραφή τής «απελευθέρωσης». Συμφωνεί απόλυτα μαζί της και ή έκθεση του "Αγγλου Γενικού Προξένου τής Θεσσαλονίκης, πού καταχωρήθηκε στήν Κυανή Αγγλική Βίβλο τού 1903.
Όλοι τότε ξέραμε ότι Βούλγαροι ήταν εκείνοι, πού μπήκαν και «ελευθέρωσαν» τό Κρούσοβο.
"Οπως γράφει ό Πόποβιτς, είχαν έπιτελάρχη τον Βούλγαρο αξιωματικό Θεόδωρο Χριστώφ. Εϊχε τότε, λέγει, τό Κρούσοβο κοντά 15.000 κατοίκους, τρεις ωραιότατες εκκλησίες — ελληνικές — και μεγάλα αρχοντικά σπίτια, σωστά μέγαρα. Τό μεγαλύτερο και τό πλουσιότερο ήταν τής οικογενείας Νιτσιώτα είχε συνολικά σαράντα δωμάτια!
Τά τελευταία χρόνια ακούσαμε άπό ξένους και δικούς μας ότι ιδρύθηκε τότε εκεί ή «Πρώτη μακεδόνικη σοσιαλιστική δημοκρατία», πού άρχισε τήν εφαρμογή του σοσιαλισμού άπ' τά χαλκώματα και τίς λίρες. Μας είπαν ακόμη ότι τότε ανέμισε ή πρώτη «μακεδόνικη» σημαία. Χωρικοί τής περιοχής Αμυνταίου μ' έχουν βεβαιώσει ότι ή σημαία τών κομιτατζήδων στο Ίλιντεν ήταν, στήν περιφέρεια εκείνη τουλάχιστον, ή βουλγαρική. (σε αυτό θα επανέλθω αργότερα)
Ή «Δημοκρατία» έζησε 8-9 ήμερες. Πρόβαλε ο τουρκικός στρατός και οί υπερασπιστές της προτίμησαν καθυστερημένα, όπως πάντοτε, νά τό στρίψουν κανονικά μαζί μέ τά χαλκώματα και τις λίρες. Θεώρησαν περιττό νά σπαταλήσουν τά φυσίγγια τους. "Αγνωστο παραμένει τί απόγινε μέ τό ιστορικό ξύλινο κανόνι...
eO "Αγγλος Γενικός Πρόξενος τής θσσαλονίκης υπολόγισε πώς οί κομιτατζήδες ήταν κάπου 300. Φαίνεται ότι οί τακτικοί κομιτατζήδες ήταν κάπου διακόσιοι και οί πιο πολλοί απλοί χωρικοί. Είτε όμως ήταν 300 είτε περισσότεροι, τό βέβαιο είναι ότι δέν έριξαν πολλές τουφεκιές, ούτε μάτωσε μύτη δική τους ή και τών Τούρκων. Στάθηκαν μόνο μερικοί Κρουσοβίτες έχοντας γιά αρχηγό τον Πίτο Γούλη, πού ειχε πιαστή σαό χορό και τον χόρεψε ο^ς τό τέλος, ώς τό θάνατο. Οί Τούρκοι, σύμφωνα μέ τή συνήθεια τους, πλιατσικολόγησαν, έκαψαν, ρήμαξαν και έσφαξαν τούς δικούς μας. Εϊχε διαδοθή τότε ότι ό διοικητής τών Τούρκων Μπαχτιάρ πασάς εΐπε στους στρατιώτες: «Νάμ μ.πενήμ μάλ σιζίν» (ή δόξα δική μου τά πλιάτσικα δικά σας), δπο^ς έλεγεν τον παλιό καιρό οί παλιοί μεγάλοι Τούρκοι στρατηλάτες. Κάηκαν τότε 37G σπίτια και 203 καταστήματα, σύμφωνα μέ τις Αγγλικές πηγές του Dakin, και σκοτώθηκαν 41 δικοί μας. Ό βουλγαρικός μαχαλάς έμεινε άθικτος! Διακρίθηκαν στο πλιατσικολόγημα και τον εμπρησμό τά υάγματα «ίλαβέ» και οί Τούρκοι τών γειτονικών χωριών. Είχε διαδοθη τότε και τό βεβαίωσε και ο "Αγγλος Πρόξενος θεσσαλονίκης ότι οί Βούλγαροι μέ τις λίρες, πού άρπαξαν άπ' τούς δικούς μας Κρουσοβίτες, δωροδόκησαν τον Μπαχτιάρ πασά.
Τό περίεργο, μά όχι και ανεξήγητο, είναι ότι οί αρχηγοί τοΰ Κομιτάτου διάλεξαν μέ ιδιαίτερη προσοχή και προτίμηση γιά νά στήσουν τά απελευθερωτικά μπαϊράκια, τά ελληνικά κέντρα, Όπως τό Κρούσοβο, ή Κλεισούρα, ή Νέβεσκα (Νυμφαίο), τό Πισοδέρι. Ήταν τότε μεγάλα ανθηρά και πλούσια κεφαλοχώρια, πού έβαζαν μεγάλο πειρασμό στά αρπακτικά ένστικτα τών αγάδων. Ευτυχώς σταμάτησαν οί Τούρκοι στο Κρούσοβο και δέν συνέχισαν και σ' αυτά τά κατορθώματά τους.
Ωστόσο έκαψαν και μερικά άλλα χωριά, Οπως τό Ράκοβο (Κρατερό) τής Φλώρινας, πού τό 1907 τό ξανάκαψαν οί Βούλγαροι κομιτατζήδες και τό 1947 πάλι οί "Ελληνες συμμορίτες. "Εκαψαν ακόμη τον 'Αλώνα ('Αρμένσκο), όπου βρήκαν τον θάνατο και 68 κάτοικοι του, τό Σμίλεβο τής Ρέσνας, μεγάλο βουλ-γαροχώρι, όπου αποφασίστηκε τό κίνημα και όπου είχε την έδρα και πραγματική πρωτεύουσα του. Τό Κρούσοβο φιλοξένησε απλώς μια μεγάλη συμμορία.
Όλα τά καμμένα χωριά ήταν σχεδόν είκοσι, όπως γράφει και ό Dakin. Περισσότερα λεηλατήθηκαν.
Σέ έκθεση τού μητροπολίτη Καστοριάς τής εποχής εκείνης αναφέρεται οτι τά γυναικόπαιδα βρίσκονταν σέ απελπιστική κατάσταση, διασκορπισμένα στά Ορη χωρίς τροφή και βοήθεια. Πολλά κατέφυγαν στά μοναστήρια τών eΑγίων Αναργύρων και τής Κλεισούρας. Στή μητρόπολη φιλοξενούσαν πάνω άπό 150 πρόσφυγες άπό διάφορα χωριά. Είδα και εγώ τότε ένα πλήθος άπό εκατοντάδες γυναίκες τής περιοχής τών Κορεστίων, όπως φαίνονταν άπό τίς φορεσιές, νά μπαίνη στο Μοναστήρι βουβό, μέ τήν πίκρα και τήν απελπισία ζωγραφισμένη στά σκυφτά πρόσωπα τους. Περπάτησαν δεκάδες ώρες, γιά νά εκθέσουν στους προξένους και στον βαλή τά χάλια τους. «Όπουδήποτε στάθμευση στρατός, λέγει αναφορά τού Προξένου Μοναστηρίου, υπάρχουν παράπονα κατ* αυτού, όποθενδήποτε διέρχεται στρατός, ακούονται διαμαρτυρίαι εΐτε σλαβόφωνα, εΐτε βλαχόφωνα, είτε άλβανώφωνα είτε ελληνόφωνα είναι τά χωριά, και εάν κατά τάς διαβεβαιώσεις τού Σουλτάνου τιμωρηθώοι οί ένοχοι τών τουρκικών ωμοτήτων, τότε θά παραστή ανάγκη νά τιμωρηθώσι άπαντες οί στρατιώ-ται τού αυτοκρατορικού στρατού, μηδενός εξαιρουμένου». Οί αιώνιοι πάντοτε Τούρκοι!
Τό κίνημα έσβησε άδοξα στά μέσα Αυγούστου, όπως όλα τά πυροτεχνήματα, χωρίς ν' άφήση πίσω του παρά τά ερείπια τού Κρουσόβου και τών λίγων άλλων καμμένων χωρών. Τά τελευταία χρόνια έγινε πολύς λόγος και θόρυβος γι' αυτό τό κίνημα. Τό εξύμνησαν ώς τον έβδομο ουρανό. Γέροι χωρικοί τού κάμπου τής Φλώρινας πού είχαν έπιστρατευτή και ανέβηκαν στά βουνά, μου είπαν ότι είχαν σωθή άπ' τίς πρώτες 2-3 ήμερες τά τρόφιμα τους και, μέ τίς πρώτες τουφεκιές, τά φυσίγγια τους. Οί επαναστάτες τής περιοχής Αμυνταίου, μόλις άνακαταλήφθηκε άπ' τό στρατό ή Νέβεσκα, κατέβηκαν στον κάμπο και τρύπωσαν στά καλάμια τού βάλτου Ρούτνικ (Χειμαδίτης). Η πείνα όμως τούς ανάγκασε ν' αφήσουν τά κρησφύγετα, νά παραδοθούν και νά προσκυνήσουν κυριολεκτικά έναν ανώτερο Τούρκον άξιωματιό, πού τούς φέρθηκε καλά και τούς άφησε ελευθέρους.
Ό βαλής έστειλε και επιτροπές άπό Χριστιανούς νοικοκυραίους τού Μοναστηρίου στά απόμερα ορεινά διαμερίσματα νά κηρύξουν ότι ό στοργικός και φιλεύσπλαχνος Σουλτάνος τούς συγχωρούσε και τούς καλούσε νά γυρίσουν στά σπίτια και στις δουλειές τους χωρίς νά φοβούνται κανένα, θά τούς βοηθούσε μάλιστα μέ χρήματα νά ξαναφτιάξουν τά σπιτικά τους. Σέ μιά άπ' τίς επιτροπές είχε ύποχρεωθή νά πάρη μέρος και ένας ηλικιωμένος συγγενής μου, πού γύρισε άπ' τήν «κατευναστική περιοδεία» στά βουνά και τά κατσάβραχα τού Κιρτσόβου βαρεία άρρωστος. Κινδύνεψαν μάλιστα νά τούς πιάσουν * Αλβανοί ληστές.
Ό Κλιάσεφ δέν γράφει πολλά γιά το κίνημα. Φαίνεται ότι δέν πήρε μέρος σέ πολλές συγκρούσεις. Αναφέρει όμως μερικά γεγονότα πολύτιμα και αρκετά χαρακτηριστικά. Στή σελίδα 193 π.χ. λέγει:
«Έγώ και ό Τσακαλάρωφ μέ 450 άνδρες κατεβήκαμε στις 19 Αυγούστου (1903) στή Μπρέσνιτσα (Βατοχώρι), κάψαμε τό σπίτι τού Τωάννου Ζάικου και σκοτώσαμε τον πατέρα του Αντώνη και τον αδελφό του Λάζαρο, γιατί είχαν κι' αυτοί σκοτώσει τον συνεργάτη μας Λάμπρο Γάτσο και άντρες τού Κώττα τον δικό μας Ντίνο Γιάνεφ. Κοντά στο σπίτι, πού κάψαμε, κρεμάσαμε το μουχτάρη (πρόεδρο) τού χωριού Γεώργιο Καραούλα και τον αγροφύλακα Αντώνιο Παναγιώτου, πού ειχε πάρει μέρος στο φόνο τού Λάμπρου Γάτσου» !
Οί μεγάλοι τουρκομάχοι και τουρκοφάγοι! Μέσα στή βράση τού "Ηλιντεν παράτησαν Τούρκους και άπελευθερωτικόν αγώνα και έξεστράτευσαν μέ 450 άνδρες εναντίον τού Βατοχορίου, όπου έκαψαν, έσφαξαν, κρέμασαν «γραικομάνους», γιά νά εκδικηθούν παλιούς φόνους τού σώματος Κώττα! Και Ομως οί περισσότεροι άνδρες τού χωριού είχαν έπιστρατευθή άπ' τον Κώττα γιά νά πολεμήσουν τους Τούρκους στήν Πρέσπα. Τά φοβερά εγκλήματα τού Βατοχωρίου έπιβεβαίο^σε και ή επιστολή τής 6 Σεπτεμβρίου τού εφημερίου Πισοδερίου Παπασταύρου Τσάμη, ενός εξαιρετικού πατριώτη, πού κατακρεούργησαν τρία χρόνια αργότερα οί κομιτατζήδες με ένα ψεύτικο γράμμα-παγίδα.
Τήν δημοσίευσε ό Στέφανος Δραγούμης (Γνάσιος Μακεδών) στο βιβλίο του «Μακεδόνικη κρίση»:
«Αγαπητέ μοι εν Χριστώ αδελφέ, Κύριε Παύλε Μελά,
εις Αθήνας.
Προ 15 ήμερων οί κομιτατζήδες συλλαβόντες 4 παιδιά άπό τό Πισοδέρι ανήλικα, ενώ έπήγαιναν εις τό Γέρμαν (Άγιον Γερμανόν), τά έσφαξαν και μέχρι σήμερον δέν ηύραμεν τά πτώματα των. Δεύτερον επήγαν αί μητέρες των και τούς έζητούσαν μετά δακρύων, ίνα τούς δώσουν τά σώματα τών δολοφονηθέντων. 'Αλλ' οί κομιτατζήδες τούς είπαν μόνον άπειλάς, ότι θά καταστρέψουν τό Πισοδέρι.
Ό Τσακαλάρωφ πήγε στήν Μπρέσνιτσα [Βατοχώρι] μετά 400 οπαδών, πρώτον συνέλαβε τον Γεώργιον Καραούλαν, μουχτάρη, "Ελληνα ορθόδοξο, τον άνεβίβασεν εις τό ζώον του και τον έδεσε μέ σχοινιά και άφού τον έφερε εις τό Μεσοχώρι, κάτο) άπό μία απιδιά, εκεί τον κρέμασε και μέ τις λόγχες τον τρυπούσε. Δεύτερον περιεκύκλωσε τήν οίκίαν τού Ζάικου, όστις άντέστη φονεύσας τον Νάστον, πρωτοπαλλήκαρο τού Τσακαλάρωφ, ενώ έσπανε τήν πόρτα μέ τον πέλεκυν, έτερον δέ έπλήγωσε θανατηφόρους. Ό Τσακαλάρωφ διέταξε νά καύσουν μέ πετρέλαιον τό σπίτι, ό δέ Λάμπρος Ζάικος έκαμε μέ τον έβδομηκοντού-η πατέρα του έξοδον και πληγώθηκαν και οί δύο. Ό Τσακαλάρωφ τον έφερε ξεψυχώντας εις τό Μεσοχώρι και ρίψας χόρτον και άχυρο επάνω του τον έκαυοε. Συνέλαβε και τον συγγενή του \Λλ. Ζάικον και άφού τού έκοψε τά χέρια, τού έβγαλε τά μάτια και έτσι απέθανε.
Εύχομαι τω θεώ περί τή καλή διαφυλάξει. Έν Πισοδερίω τή 6η Σεπτεμβρίου 1903.
Ό έν Χριστώ αδελφός 11 απασταύρος».Οί δύο εκθέσεις συμπίπτουν. Ό 11 απασταύρος όμως παραθέτει και μερικές χαρακτηριστικές λεπτομέρειες τής φρικτής τραγωδίας τού Βατοχωρίου, πού παραβλέπει ό Κλιάσεφ άπό μετριοφροσύνη ΐσως... Αναφέρει επίσης και τή σφαγή τών 4 παιδιών, ατών ανηλίκων», άπ' τό Γίισοδέρι, πού θά ήταν, φαίνεται, μεγάλοι αντίπαλοι τής «λευτεριάς»!...
Αναγράφει όμως ό Κλιάσεφ και μερικά άλλα γεγονότα, πού χύνουν πολύ φως στις διαθέσεις τών περίφημων τουρκομάχων. Ό Τσακαλάροχρ, γράφει, πήγε πέρα στο Νεστόριο και έκαψε τρία σπίτια «φανατικών γραικομάνων»... Έβαλε φωτιά και στά μικρά χωριά στήν Τούχουλη και Φούστα. "Έκαψε και ένα μικρό Άλβανοτούρκικο χωριό, τό Βέτερνικ, γιά νά έκδικηθή Ολους γενικά τούς Αλβανούς πού πολέμησαν όπως πάντοτε στις τάξεις τών Τούρκων. Επίσης οί Ροζώφ και Τοσνίτσεφ πυρπόλησαν σπίτια «γραικομάνων» στή Τιχόλιστα. Επίσης ετοιμάστηκε ό Τσακαλάρωφ νά βάλη φωτιά και μαχαίρι και στο μεγάλο ελληνικό χωριό Μπουρμπούτσκο (Έπταχορι), μά είχε βρεθή εκεί κατά τύχη τουρκικός λόχος.
"Έπειτα μαζί μέ τον Τσακαλάρωφ και τήν αδελφή του, όπως μας πληροφορεί ό ΐδιος ό Κλιάσεφ, πέρασαν στις 17 'Οκτωβρίου τά ελληνικά σύνορα και δια μέσου Κέρκυρας και Τεργέστης πήγαν στή Σόφια. Ό Τσακαλάρωφ ήταν ντυμένος μέ βλάχικα ρούχα.
Οί έρίφηδες! Άπ' τήν Ελλάδα έφερναν τά όπλα, άπ' τά ελληνικά σύνορα μπαινόβγαιναν ό Τσακαλάρωφ, Σελιάνωφ, Ποπτράικωφ, όπως ο Κλιάσεφ βεβαιώνει, και στην Ελλάδα ζητούσαν άσυλο, Όταν τά εύρισκαν σκούρα, έστω και αν είχαν βουτηγμένα ΐσαμε τον αγκώνα τα χέρια τους στο ελληνικό αίμα! Και ενώ ή φτωχή Ελλάδα αποτελούσε το λαμπρότερο καταφύγιο τους, την κατηγορούσαν ότι βοηθούσε τούς Τούρκους και καταδίωκε τούς κομιτατζήδες...
Ή αποτυχία τού κινήματος προκάλεσε συμφορά και απογοήτευση στον πληθυσμό και τήν αποσύνθεση στο Κομιτάτο. Ό Κλιάσεφ γράφει, ότι στις αρχές τού Σεπτέμβρη τον εγκατέλειψαν οί 220 άνδρες του. Στο Δεμπένι, βρήκε πάλι τροφή και στέγη. Άλλά εκεί ένας βουλγαροδιδάσκαλος μέ τον Βούλγαρο μουχτάρη και άλλους, όπως γράφει, σκότωσαν έναν άλλο βουλγαροδιδάσκαλο, τον Τερπόφσκη, γιατί δέν τούς άφηνε νά παραδώσουν τά όπλα στους Τούρκους! "Αρχισαν λοιπόν αθρόα παράδοση τών όπλων και χωρίς πιέσεις. Τά Οπλα αυτά, πού μέ πολλές δυσκολίες μεταφέρονταν άπ' τά θεσσαλικά σύνορα, έπεφταν στά χέρια τών Τούρκων, μέ αρκετή ευκολία, όπως φαίνεται. Ο Κλιάσεφ γράφει ακόμη ότι στο Μακροχώρι παραδόθηκαν 100 όπλα, στο Μελά άλλα 30 (πού βάρυναν τον Γκέλε), άλλα 90 στο Τρίβουνο, περισσότερα στον "Αγιο Τίαντελεή-μονα και στήν περιοχή του. Ό Κλιάσεφ τά ανεβάζει σέ 300! Πήγε, λέγει, ο Μαρκώφ νά τιμωρήση τους υπευθύνους και εξοντώθηκε άπό τούρκικο απόσπασμα, πριν ακόμη κηρυχτή το κίνημα. Ό βουλγαροδιδάσκαλος Βαψωρίου Ιωάννης Καραγιάννης, χωρίς καθόλου νά βασανιστή, πρόδωσε τούς πάντες και τά πάντα.
Ό Dakin εξ άλλου αναγράφει τήν πληροφορία ότι τό Σεπτέμβριο τού 1903 παραδόθηκαν πολλά όπλα στο Τρίγωνο και σ' άλλα χωριά.
Ό Κλιάσεφ αναφέρει μέ σπαραγμό και μιάν άλλη αποστασία τών χωρικών, ακόμα βαρύτερη. Πολλά χωριά, λέγει, δπως ό Άπόσκεπος. ό Γάβρος, ή Βασιλειάδα, ή Χόλιστα και άλλα, ξαναγύρισαν στον ελληνισμό και τό Πατριαρχείο. ΤΗταν εκείνα, πού πριν ένα χρόνο, μέ τήν «ειρήνευση» και -ή ((συμφιλίωση» είδαν ξαφνικά τό φώς τό αληθινό και δήλοοναν ότι έπρεπε πιά νά λογα-ριάζωνται ώς Βούλγαροι. Το βεβαιώνει και ό μητροπολίτης Καραβαγγέλης στά απομνημονεύματα του (σελ. 23-24). "Όταν έξαλείφθηκε προσωρινά ό κομιτατζήδικος εφιάλτης, οί χωρικοί ζήτησαν τήν προστασία τής γνώριμης τους εκκλησίας.
Και πραγματικά ό μητροπολίτης, ή δημογεροντία και όλος ό κλήρος τής Καστοριάς έθρεψαν, συντήρησαν και διαφύλαξαν πάρα πολλές εκατοντάδες γυναικόπαιδα και χωρικούς, ακόμα και παλιούς Βουλγάρους, μέσα στήν Καστοριά και τά μοναστήρια. "Εβλεπαν εξ άλλου ότι τά χωριά τού Κώττα και τά άλλα ελληνικά χωριά ούτε κάηκαν ούτε έπαθαν τίποτα άπ' τούς Τούρκους, γιατί εΐχαν φροντίσει γι* αυτά ό μητροπολίτης, ό καπετάν Βαγγέλης, και ό Καραλί-βανος πού ήταν παλαιοελλαδίτης φυγόδικος, πρώην λήσταρχος, άμνηστευμένος άπ' τον σουλτάνο και στήν υπηρεσία τώρα τού στρατηγού Νεσάτ πασά.
Τη μεταστροφή πολλών χωριών τής Καστοριάς και Φλώρινας στον ελληνισμό αναφέρει, αντλώντας από αγγλικές πηγές, και ό Dakin, πού προσθέτει ότι το ίδιο φαινόμενο παρατηρήθηκε τότε και στην περιοχή Σερρών. Παντού, όπου ή επιβολή και τρομοκρατία τών κομιτατζήδων εξασθένιζε, ξαναγύριζαν οί ξενόφωνοι χωρικοί ((στά πάτρια», όπως λεγόταν εκείνη τήν εποχή.
Τό Σεπτέμβριο ήρθε στήν Καστοριά ό βουλευτής Καυταντζόγλου και μοίρασε, εκ μέρους τής ελληνικής κυβερνήσεως, χρήματα στους πρόσφυγες χωρικούς. Μιά αγγλική αποστολή επίσης, παρόλο πού ήταν φιλοβουλγαρική, όπως γράφει ό Καραβαγγέλης. Είναι όμως ακατανόητη υπερβολή ό ισχυρισμός του ότι διερμηνέας της ήταν ό... Σαράφωφ, ό τότε αρχηγός τού Κομιτάτου.
O Dakin γράφει ότι οί "Άγγλοι μίλησαν και μέ τό μητροπολίτη γιά τή φιλοσοφία και τήν ηθική τού Βούντ και εΐδαν στο γραφείο του κρεμασμένη τή φωτογραφία τής κεφαλής άρχικομιτατζή, τού Ποπτράικωφ, πού σκότωσαν αντρες τού Κώττα, πράγμα πού δεν ταίριαζε βέβαια καθόλου σέ γραφείο μητροπολίτη, "ίσως όμως και νά ήταν κεφάλι άγιου.
Αργότερα πήγε στήν Καστοριά μέ άδεια τού Χιλμή πασά έχοντας πολλά φορτία ρούχα και τρόφιμα γιά τή σχετική προπαγάνδα και ό Βούλγαρος μητροπολίτης Μοναστηρίου. Οί Καστοριανοί έκλεισαν τά μαγαζιά και μέ συλλαλητήριο ζητούσαν επιτακτικά άπ' τον καϊμακάμη νά διάταξη τήν άμεοη απομάκρυνση του. Ό έπαρχος τηλεγράφησε στον Χιλμή πασά, μά δέν πήρε καμιά απάντηση. Αναπάντητα έμειναν και τά τηλεγραφήματα τού μητροπολίτη, τής δημογεροντίας, τών συντεχνιών κτλ. Τήν άλλη όμως μέρα 1000 και παραπάνω γυναίκες αγριεμένες, άφού πετροβόλησαν τό κατάλυμα τού Βουλγάρου μητροπολίτη και ήρθαν στά χέρια μέ τή στρατιωτική φρουρά του, κύκλωσαν τό διοικητήριο χωρίς νά τό κουνήσουν όλη τή μέρα. Μερικές μάλιστα πληγώθηκαν άπό τίς ξιφολόγχες τής φρουράς. Οί προσπάθειες τής αστυνομίας και τού στρατού νά τίς διάλυση δέν πέτυχαν. Τότε αναγκάστηκε πιά ό Χιλμή πασάς νά υποχώρηση. "Εφυγε ο ξένος και παρείσακτος μητροπολίτης μέ γιουχαϊσμούς άπ' τήν πόλη, όπου δέν υπήρχε ούτε ένας Βούλγαρος.
"Έφθασαν και στο Μοναστήρι αντιπροσωπείες φιλανθρωπικών συλλόγων άπ' τήν Αγγλία, την Αμερική και τήν άλλη Ευρώπη, πού μοίραζαν στους άστεγους και πρόσφυγες ρούχα, τρόφιμα, χρήματα, κάποτε πολύ λίγα. Ήταν προπάντων γηραλέες γεροντοκόρες τού άγγλοσαξωνικού κόσμου, πού στράφηκαν στή φιλανθρωπία, αφού ή καρδιά τους είχε στειρέψει πια για άλλα αίσθημα ca! "Έδειχναν κι' αυτές απροκάλυπτο φιλοβουλγαρισμό. Οί δικοί μας «παθόντες και πυροπαθείς», όπως τού Κρουσοβου και τού Ρακόβου, δέν ήταν πολλοί συμπαθείς σ' αυτές.
ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ..............ΕΔΩ