Το blog, για τους λόγους που βιώνουμε προσωπικά, οικογενειακά και κοινωνικά, αλλάζει την κύρια κατεύθυνσή του και επικεντρώνεται πλέον στην Κρίση.
Βασική του αρχή θα είναι η καταπολέμηση του υφεσιακού Μνημονίου και όποιων το στηρίζουν.
Τα σχόλια του Κρούγκμαν είναι χαρακτηριστικά:
...Άρα βασιζόμαστε τώρα σε ένα σενάριο σύμφωνα με το οποίο η Ελλάδα είναι αναγκασμένη να «πεθάνει στη λιτότητα» προκειμένου να πληρώσει τους ξένους πιστωτές της, χωρίς πραγματικό φως στο τούνελ.Και αυτό απλώς δεν πρόκειται να λειτουργήσει....[-/-]....οι πολιτικές λιτότητας οδηγούν την οικονομία σε τόσο μεγάλη ύφεση που εξανεμίζονται τα όποια δημοσιονομικά οφέλη, υποχωρούν τα έσοδα και το ΑΕΠ και ο λόγος του χρέους προς το ΑΕΠ γίνεται χειρότερος.

Τρίτη 29 Ιουλίου 2008

Ο αριθμός των Σλαβομακεδόνων «πολιτικών» προσφύγων (Deca Begaltsi) σύμφωνα με επίσημη Γιουγκοσλαβική πηγή.

O Καθηγητής Σπύρος Σφέτας στο περιοδικό «Μακεδονικά» [1] της Εταιρείας Μακεδονικών Σπουδών μας προσφέρει, μία μεγάλη αποκάλυψη και η οποία αφορά με τις μετακινήσεις πληθυσμών από την ελληνική Μακεδονία την περίοδο 1941-1949 στην Γιουγκοσλαβία.

Η πρωτογενής πηγή που χρησιμοποιεί είναι η έκθεση του γενικού προξενείου της Γιουγκοσλαβίας στη Θεσσαλονίκη με ημερομηνία 15-7-1951 [2] που ανατρέπει τις θέσεις των ιστορικών των Σκοπίων για μαζικές εκτοπίσεις και γενοκτονία.

Σύμφωνα με την έρευνα του προξενείου διακρίνονται γενικά 5 ομάδες μετακινηθέντων ατόμων κατά την περίοδο 1941-1949 και οι οποίες είναι:
  1. 1941-1944. Κυρίως στο Μοναστήρι εγκαταστάθηκαν σλαβόφωνοι από την Καστοριά, Φλώρινα και Έδεσσα ως βουλγαρόφιλοι. Ένα μέρος μετά την αποχώρηση του βουλγαρικού στρατού από τα Σκόπια αναχώρησε για τη Βουλγαρία, ενώ ένας μικρός αριθμός βουλγαρόφιλων οχρανιτών της Δυτικής Μακεδονίας μετά την αποχώρηση των Γερμανών από τη Βόρειο Ελλάδα κατέφυγε μαζί με τους Γερμανούς στα Σκόπια, όπου και εγκαταστάθηκε.
  2. Δεύτερη ομάδα σλαβόφωνων εγκαταστάθηκε στα τέλη του 1944. Πρόκειται κυρίως για τα τάγματα Αριδαίας-Έδεσσας και Φλώρινας-Καστοριάς. Στις αρχές του 1945, μετά τη συμφωνία της Βάρκιζας, ακολούθησε ένα άλλο κύμα Σλαβόφωνων που υπηρετούσαν στον ΕΛΑΣ και το ΕΑΜ.
  3. Η τρίτη ομάδα σλαβόφωνων ήρθε στη γιουγκοσλαβική Μακεδονία από τη Βουλγαρία στα τέλη του 1946 και τις αρχές του 1947. Επρόκειτο για σλαβόφωνους της Ανατολικής Μακεδονίας που κατά την περίοδο 1941-43 εγκαταστάθηκαν στη Βουλγαρία. Μετά την ανακήρυξη «μακεδόνικου κράτους» και τη βουλγαρο-γιουγκο-σλαβική προσέγγιση εγκαταστάθηκαν στα Σκόπια, εμφανιζόμενοι ως «αγωνιστές για την αυτονομία της Μακεδονίας».
  4. Η τέταρτη ομάδα σλαβόφωνων μετέβη στα Σκόπια την περίοδο 1947-48 μετά την ίδρυση του Δημοκρατικού Στρατού «λόγω της τρομοκρατίας του μοναρχοφασισμού», αλλά και για να αποφύγουν τη βίαιη στρατολόγηση στο Δημοκρατικό Στρατό. Ένα μέρος επίσης των σλαβόφωνων κατέφυγε σταΣκόπια από τα μέσα του 1948 μέχρι τις αρχές του 1949, όταν το ΚΚΕ δέχτηκε την απόφαση της ΚΟΜΙΝΦΟΡΜ για το γιουγκοσλαβικό.
  5. Η πέμπτη και τελευταία ομάδα κατέφυγε μετά την κατάρρευση του Δημοκρατικού Στρατού.

Ο συνολικός αριθμός των σλαβόφωνων στη συντριπτική πλειοψηφία, αλλά και Ελλήνων, που κατέφυγε στη γιουγκοσλαβική Μακεδονία την περίοδο 1941-1951υπολογίζεται σε 28.595 άτομα, συμπεριλαμβανομένων και των 5.000 ατόμων που το 1946 ήρθαν από τη Βουλγαρία.

Αναλυτικά από το 1941 μέχρι τις αρχές του 1944 κατέφυγαν στη γιουγκοσλαβική Μακεδονία 500 άτομα, το 1944 4.000, το 1945 5.000, το 1946 8.000, το 1947 6.000, το 1948 3.000, το 1949 2.000, το 1950 80 άτομα και το 1951 15 άτομα. Περίπου 4.000 εγκατέλειψαν τη Γιουγκοσλαβία και μετέβησαν σε άλλες ανατολικές χώρες, αλλά και σε δυτικές (ένας πολύ μικρός αριθμός). Έτσι, το 1951 στη Γιουγκοσλαβία ζούσαν 24.595 άτομα, προερχόμενα από την ελληνική Μακεδονία. 19.000 ζούσαν στη γιουγκοσλαβική Μακεδονία, σε διάφορες πόλεις, 4.000 στη Σερβία (κυρίως στο Gakovo-Krusevlje), και 1.595 σε άλλες Δημοκρατίες της Γιουγκοσλαβία.

Η προπαγάνδα των Σκοπίων μέσω της ακραίας εθνικιστικής ιδεολογίας του Σλαβομακεδονισμού, κατασκεύασε το ανύπαρκτο «μακεδονικό έθνος», διαστρέβλωσε συστηματικά την ιστορική αλήθεια και έθεσε εδαφικά και μειονοτικά ζητήματα προκαλώντας συνεχείς οχλήσεις στην Ελλάδα. Το κομμουνιστικό καθεστώς των Σκοπίων, αλλά και το μετακομμουνιστικό πολιτικό σύστημα μετά το 1991 ονόμασε αυτή την δυστυχή ομάδα πολιτικών προσφύγων «Μακεδόνες του Αιγαίου» για να θεμελιώσει τις απαράδεκτες διεκδικήσεις του κατά της Ελλάδος.

Σημειώσεις
[1] -τ. ΛΓ΄, Θεσσαλονίκη 2001-2002, 8ο , σελ. η΄+ 425
[2] - Βλ. SMIR, ΡΑ, Grcka, 1951, f-30, d-21,410429, Γενικό Προξενείο της Ομόσπονδης Λαϊκής Δημοκρατίας της Γιουγκοσλαβίας προς Υπουργείο Εξωτερικών, Αρ. Εγγρ. 47, Θεσσαλονίκη 15.7.1951.

Κυριακή 27 Ιουλίου 2008

Η μαρτυρία του Μίκη Θεοδωράκη για την αντιπαράθεση για το όνομα με τον Κ. Μητσοτάκη

Κυριακή, 27.07.08
Ελεύθερος Τύπος της Κυριακής

Τη μαρτυρία του για το πώς διαμορφώθηκε η ελληνική στάση έναντι των Σκοπίων, επί διακυβέρνησης Μητσοτάκη, αλλά και την έντονη διαφωνία του για όσα τελικώς επελέγησαν, καταθέτει στον ΕΤ.Κ ο Μίκης Θεοδωράκης. Ο μεγάλος μουσικοσυνθέτης, μέσα από κείμενα και ντοκουμέντα εκείνης της εποχής, προβάλλει τη θέση ότι η Ελλάδα όφειλε και οφείλει να μην αποδεχθεί κανενός είδους συμβιβασμό για το όνομα του γειτονικού κράτους, καταλογίζει, μάλιστα, σοβαρές ευθύνες σε όλο τον πολιτικό κόσμο από το 1944 μέχρι σήμερα για το πρόβλημα που δημιουργήθηκε.

Το κείμενο που παραχώρησε στον ΕΤ.Κ ο Μίκης Θεοδωράκης έχει ως εξής:

Το θέμα των Σκοπίων ανέκυψε το Νοέμβριο του ’91. Επειδή τα Σκόπια είχαν δραστηριοποιηθεί με το σύνταγμα και με την προπαγάνδα την οποία έκαναν, αποφάσισε η κυβέρνηση να φέρει το θέμα στο Υπουργικό Συμβούλιο. Ο Σαμαράς ήδη ευρίσκετο στις Βρυξέλλες στο Συμβούλιο Υπουργών. Ηταν Παρασκευή αυτή η κρίσιμη συνάντηση. Ερχεται λοιπόν στην ημερήσια διάταξη το θέμα των Σκοπίων. Με εισήγηση φυσικά του προέδρου της κυβέρνησης, του κ. Μητσοτάκη.

Την προηγουμένη τον επισκέφθηκα στο γραφείο του, στου Μαξίμου, και του είπα ότι «χαίρομαι που θα συζητηθεί το πρόβλημα αυτό, γιατί είναι ένα πρόβλημα για το οποίο εσείς οι Ελληνες πολιτικοί θα πρέπει να ντρέπεστε διότι αφήσατε από το 1944 να αιωρείται το όνομα Μακεδονία, έστω και στα πλαίσια της Γιουγκοσλαβίας».

Του διεμήνυσα, λοιπόν, ότι ήρθε η στιγμή της εθνικής αποκατάστασης.

«Αύριο στο Υπουργικό Συμβούλιο να θέσεις για πρώτη φορά το θέμα του ονόματος. Διότι αν δεν το θέσεις, θ’ αποκαλύψω γράμματα και μπροσούρες που μιλάνε για μεγάλη Μακεδονία».
Μου λέει, «μην το συζητάς, εάν το κάνουμε θα απομονωθούμε διεθνώς». «Υπάρχει», πρόσθεσα, «και ένας άλλος λόγος πιο σοβαρός ακόμα. Οτι αυτή τη στιγμή που πηγαίνουμε σε εθνική διάλυση, το εθνικό κύτταρο δεν λειτουργεί. Ολα διαλύονται καθημερινά. Αυτός είναι ένας στόχος που μπορεί να συσπειρώσει σήμερα.

Σ’ όλη αυτή την πολιτική που ασκείται στο λαϊκισμό, ας προτάξουμε και ένα ιδανικό μπροστά, να συσπειρωθούμε όλοι μαζί. Μου απάντησε «αυτή την ατιμία δεν πρόκειται να την κάνω ποτέ στον ελληνικό λαό. Είναι κάτι που δεν το πιστεύω. Θα μας απομονώσει. Και σε παρακαλώ πολύ, αύριο στο Υπουργικό Συμβούλιο να μην επιμείνεις. Ασε να κάνω την εισήγηση και σε παρακαλώ πολύ να μη θέσεις τέτοιο θέμα. Γιατί το θεωρώ ανώριμο και δεν προχωρεί».

Την επομένη στο Υπουργικό Συμβούλιο είδε ότι ήμουν συνοφρυωμένος και είχα αποφασίσει να μιλήσω. Είπε ότι σήμερα θα αποφασίσουμε για τις οδηγίες που θα δώσουμε στον Αντώνη Σαμαρά στις Βρυξέλλες και θα επιδιώξουμε να γίνει θέση της Κοινότητας.
Ποιες είναι αυτές;
1) Ορος, ότι τα Σκόπια θα πρέπει να σταματήσουν την ανθελληνική προπαγάνδα και να απαλείψουν τα επιλήψιμα σημεία από το σύνταγμά τους. «Συμφωνείτε;». «Συμφωνούμε», απάντησαν οι υπουργοί. Πάει αυτό, κλείσαμε. «Μια στιγμή, κ. Πρόεδρε», του λέει ο Αθανάσιος Κανελλόπουλος. «Τι συμβαίνει, Θανάση;» «Υπάρχει ένα δεύτερο σημείο που θα πρέπει να προσθέσουμε». «Ποιο είναι;». «Το θέμα της εθνικότητας». «Γιατί δεν υπάρχει μακεδονική εθνικότητα. Εδώ πρόκειται για παραμόρφωση της Ιστορίας. Συμφωνείτε;». Συμφωνούμε.
Δύο λοιπόν όροι. Ζητάω ξαφνικά το λόγο. «Μίκη, περί τίνος πρόκειται;». «Υπάρχει ένα τρίτο σημείο, κύριε πρόεδρε». «Ποιο;». «Το όνομα Μακεδονία». «Τι εννοείς;». Και πήγε να το κλείσει. Οι υπουργοί όμως επέμεναν να μιλήσω.
Αναπτύσσω λοιπόν τις απόψεις μου:
Το όνομα Μακεδονία είναι το όχημα, με το οποίο περνάνε την προπαγάνδα τους. Λέγοντας ότι είναι Μακεδόνες, όλη η Μακεδονία, η Βόρειος Ελλάδα είναι υπό ελληνική κατοχή. Δηλαδή η ουσία είναι εκεί. Εγινε μια ασχήμια πενήντα ολόκληρα χρόνια, ας κάνουν την αυτοκριτική τους εκείνοι που το δέχτηκαν αλλά από δω και μπρος πρέπει να αρχίσουμε μια νέα ιστορία. Είμαστε υπεύθυνοι μπροστά στον ελληνικό λαό. Να τελειώσει η καπηλεία.

Ενθουσιάζονται οι υπουργοί και λένε «κύριε πρόεδρε συμφωνούμε». Τι να κάνει ο Μητσοτάκης, είπε «γράψτε και Μακεδονία». Ετσι προστέθηκε η Μακεδονία.

Βέβαια τότε δεν μπορούσα να προβλέψω την αντίδραση της διεθνούς κοινής γνώμης στο αυταπόδεικτο δίκαιό μας. Αντίθετα, ήμουν βέβαιος ότι η Ευρώπη και λόγω του ότι είμαστε στην ΕΟΚ θα ενίσχυε το αίτημά μας. Οπως επίσης δεν μπορούσα να προβλέψω ότι ένα τόσο ευαίσθητο εθνικό θέμα θα γινόταν αντικείμενο μιας άγριας και τόσο επιζήμιας εθνικά κομματικής εκμετάλλευσης.

Μέσα σ’ αυτό το κλίμα σύγχυσης και εσωκομματικών αντιπαραθέσεων κι ενώ το αίτημα για κάθαρση είχε καταλαγιάσει, υπέβαλα την παραίτησή μου από το υπουργικό αξίωμα για να παραιτηθώ στη συνέχεια και από το βουλευτικό.

Η επιστολή στον Βιμ Βέντερς
Την αντίδρασή του για την ένταξη των Σκοπίων στις τάξεις της Ευρωπαϊκής Ακαδημίας Κινηματογράφου, με το όνομα «Μακεδονία», εξέφραζε με επιστολή του ο Μ. Θεοδωράκης προς τον πρόεδρό της, σκηνοθέτη Βιμ Βέντερς, το 1992.

Στην επιστολή μεταξύ άλλων σημείωνε: «Οι λόγοι που εκθέτω δεν έχουν σχέση ούτε με πολιτικές σκοπιμότητες, ούτε με εθνικιστικές προκαταλήψεις και ακόμα περισσότερο με οποιουδήποτε τύπου περιφρόνηση προς οποιονδήποτε λαό ή μειονότητα. Πενήντα χρόνια αγώνων για την ελευθερία και την ισότητα όλων των ανθρώπων, όλων των λαών είναι αρκετά, υποθέτω, για να μην κατηγορηθώ τώρα ότι εκφράζω απόψεις που θίγουν έστω και κατά μία κεραία κυριαρχικά δικαιώματα άλλων λαών – όπως εν προκειμένω των Σκοπιανών.

Τυχαίνει, αγαπητέ κ. Βέντερς, να έχω εισηγηθεί στο Υπουργικό Συμβούλιο της 6ης Νοεμβρίου 1991 να μην αναγνωρισθεί το κράτος των Σκοπίων, εφόσον υπάρχει στο όνομά του η λέξη «Μακεδονία», εφόσον δηλαδή επιμένουν να καπηλεύονται κάτι που δεν τους ανήκει (…)
Για την Ιστορία, ας σημειωθεί ότι τελικά η Ακαδημία ακολούθησε την πρότασή του Μίκη και δεν δέχτηκε το «κράτος Μακεδονία», αλλά τους σκηνοθέτες ως άτομα.

Τι έγραφα τότε στη Monde…
«Η Ελλάδα ουδέποτε προέβαλε, είχε ή έχει εδαφικές διεκδικήσεις εις βάρος των γειτόνων της»
Θετική νομίζω ότι απεδείχθη και η παρέμβασή μου για το λεγόμενο «Μακεδονικό ζήτημα», που δημοσιεύθηκε λογοκριμένη δυστυχώς στην εφημερίδα «Le Monde»: «Βαλκάνια, Μακεδονία, Σκόπια αποτελούν, υποθέτω, για την πλειοψηφία των λαών της Ευρώπης, έννοιες σκοτεινές.

Ξαφνικά, κυρίως ο πόλεμος στην πρώην Γιουγκοσλαβία και σε δεύτερη μοίρα η διαφορά, που φέρνει αντιμέτωπους τον ελληνικό λαό στο σύνολό του με την κυβέρνηση των Σκοπίων, έφερε στο προσκήνιο το ομιχλώδες για τους Ευρωπαίους «μακεδονικό πρόβλημα».

Σε ό,τι μας αφορά, εμείς οι Ελληνες παρακολουθούμε έκπληκτοι να αναπτύσσεται ένα περίεργο και ανεξήγητο κύμα ανθελληνισμού σε χώρες που παραδοσιακά τις θεωρούσαμε φιλικές. Αραγε το αξίζουμε; Οι επιθέσεις που δεχόμεθα είναι επιστημονικά θεμελιωμένες; Και πού μπορεί να οδηγήσουν; Ορισμένοι, για να δικαιολογήσουν αυτή τη μεταστροφή κατά της Ελλάδος, διατείνονται ότι η χώρα μας δίνει την εντύπωση μιας «μεγάλης δύναμης», που απειλεί ένα μικρό, φτωχό και αδύνατο κράτος. Και που από «θέση ισχύος» απαιτεί από αυτό, ως πρώτο βήμα επιδείξεως δυνάμεως, να πάψει να χρησιμοποιεί το όνομα Μακεδονία ως επίσημο όνομα του κράτους και τον ήλιο της Βεργίνας (του Φιλίππου) ως επίσημο έμβλημα (σημαία) του.

Δικαιώματα μειονότητας
Ομως, στην πραγματικότητα το αντίθετο ακριβώς συμβαίνει… Θα πρέπει οι Ευρωπαίοι φίλοι μας να γνωρίζουν ότι η Ελλάδα ουδέποτε προέβαλε, είχε ή έχει εδαφικές διεκδικήσεις εις βάρος των γειτόνων της. Παρ’ ότι στην Αλβανία ζουν περισσότεροι από 300.000 Ελληνες, το μόνο που ζητά από τη γειτονική χώρα είναι να διασφαλιστούν για τη μειονότητα αυτή όλα τα δικαιώματα που απορρέουν από τον Καταστατικό Χάρτη του ΟΗΕ, τις Αρχές του Ελσίνκι και πρόσφατα τις διακηρύξεις της ΔΑΣΕ. Ως προς την Τουρκία, παρ’ ότι εξοντώθηκε η ελληνική παροικία στην Κωνσταντινούπολη (150.000 Ελληνες) και παρ’ ότι τα τουρκικά στρατεύματα εξακολουθούν να κατέχουν παρανόμως (από το 1974 έως σήμερα) το 37% της Κύπρου, ο ελληνικός λαός διατηρεί ελπίδες ότι η τουρκική πλευρά θα θελήσει να προσαρμοστεί στο πνεύμα της εποχής μας, που απαιτεί την πολιτική της στρατιωτικής βίας να την αντικαταστήσει ένα πνεύμα δικαίου και καλής γειτονίας.

Τέλος, όσον αφορά τα Σκόπια, όχι μόνο δεν έχουμε την παραμικρή εδαφική βλέψη αλλά αντίθετα κατανοώντας τα προβλήματα που έχει συσσωρεύσει η κατάρρευση του σοσιαλισμού και ο πόλεμος στην περιοχή, είμαστε έτοιμοι όλοι οι Ελληνες, αδιακρίτως κομμάτων, να βοηθήσουμε αυτό το μικρό γειτονικό κράτος να διατηρήσει την ακεραιότητα των συνόρων του και να εισέλθει στο δρόμο της οικονομικής και κοινωνικής ανάπτυξης.

Η ΠΟΡΕΙΑ ΚΑΙ Ο ΑΝΤΙΚΤΥΠΟΣ ΤΗΣ ΕΞΕΓΕΡΣΗΣ ΤΟΥ ΙΛΙΝΤΕΝ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ , μέρος 3

ΣΥΝΕΧΕΙΑ ΑΠΌ ΜΕΡΟΣ 2

Με αφορμή την εξέγερση του Ίλιντεν το Μακεδονικό συζητήθηκε στη Βουλή των κοινοτήτων στο Λονδίνο. Όπως είναι γνωστό, λόγω της γερμανικής οικονομι­κής και πολιτικής διείσδυσης στην Οθωμανική Αυτοκρατορία, αλλά κυρίως των αυστριακών σχεδίων για την κατασκευή του βοσνιακού σιδηροδρόμου (Σεράγιεβο-Θεσσαλονίκη), η αγγλική πολιτική είχε τώρα αντιτουρκική αιχμή, επιδιώκουσα την εξασθένιση της τουρκικής κυριαρχίας στη Μακεδονία, ενώ για τη μείωση της ρωσικής επιρροής στη Βουλγαρία το Λονδίνο εξευμένιζε τα βουλγαρομακεδονικά κομιτάτα. Σαφώς φιλοβουλγαρικός ήταν ο προσανατολισμός του Βαλκανικού Κομιτάτου στο Λονδίνο. Μιλώντας στη Βουλή των Κοινοτήτων ο Βρετανός Πρωθυ­πουργός Arthur James Balfour απέδωσε τις ταραχές στην τουρκική κακοδιοίκηση και στην αβελτηρία της Ευρώπης να εισαγάγει μεταρρυθμίσεις στη Μακεδονία, όπως προέβλεπε η Συνθήκη του Βερολίνου. Αν και παραδέχτηκε ότι οι αγριότητες των Βουλγάρων κομιτατζήδων υπερτερούσαν των τουρκικών, δήλωσε ότι το Λον­δίνο δεν θα επιτρέψει αντεκδικήσεις των Μουσουλμάνων κατά των Χριστιανών. Το επίμαχο σημείο της ομιλίας του Βρετανού Πρωθυπουργού ήταν η αναφορά του στη σαφή πληθυσμιακή υπεροχή των Βουλγάρων έναντι των άλλων εθνοτήτων [30]. Η ελληνική κυβέρνηση του Ράλλη αντέδρασε έντονα και έδωσε οδηγίες στην ελληνική πρεσβεία του Λονδίνου να δραστηριοποιηθεί προς την κατεύθυνση της απόδειξης της ελληνικής πληθυσμιακής υπεροχής στη Μακεδονία, με στοιχεία που χορήγησε το Υπουργείο Εξωτερικών της Ελλάδας. Ο ατέρμονος πόλεμος των στατιστικών για τη Μακεδονία μεταφέρθηκε στις στήλες των εφημερίδων του Λονδίνου σε μια προσπάθεια της ελληνικής πλευράς να διαφωτίσει την αγγλική κοινή γνώμη για την υπεροχή των Ελλήνων και των Βλάχων έναντι των άλλων ομάδων [31]. Η ελληνο-βουλγαρική διένεξη εκφράστηκε στο Λονδίνο και ως αντιπαράθεση του φιλοβουλγαρικού Βαλκανικού Κομιτάτου και της φιλελληνικής «Εταιρείας του Βύρωνα». Το Βαλκανικό Κομιτάτο διοργάνωσε στην αίθουσα του Αγίου Ιακώβου, στο κέντρο του Λονδίνου, συλλαλητήριο, όπου παραβρέθηκαν κυρίως μέλη του φιλελεύθερου κόμματος. Οι ομιλητές καταδίκασαν την τουρκική κακοδιοίκηση στη Μακεδονία, επέκριναν την πολιτική της Βρετανίας το 1878 που εμπόδισε την εφαρμογή της Συνθήκης του Αγίου Στεφάνου και διαιώνισε την κακοδαιμονία της Μακεδονίας και πρότειναν ως λύση ένα αυτόνομο καθεστώς, κατά το πρότυπο της Κρήτης, με χριστιανό Γενικό Διοικητή, υπόλογο στις Μεγάλες Δυνάμεις [32]. Απαίτησαν επίσης την εφαρμογή των διατάξεων της Συνθήκης του Βερολίνου για μεταρρυθμίσεις στη Μακεδονία και έκαναν έκκληση για έρανο υπέρ των Βουλγαρομακεδόνων που είτε έμειναν άστεγοι είτε είχαν καταφύγει στη Βουλγαρία. Η Εταιρεία του Βύρωνα, με στοιχεία της ελληνικής πρεσβείας του Λονδίνου, δημοσίευσε τον αριθμό των Ελλή­νων που σφαγιάσθηκαν από τους Βούλγαρους κομιτατζήδες και ζήτησε τη συν­δρομή αγγλικών φιλανθρωπικών οργανώσεων για τις οικογένειες τους. Απαίτησε από την αγγλική κυβέρνηση να αναλάβουν τα αγγλικά προξενεία στη Μακεδονία την προστασία των εκεί δεινοπαθούντων Ελλήνων και με τηλεγράφημα προς τη βουλγαρική κυβέρνηση επέστησε την προσοχή της στην καταδίωξη που υφίστατο ο Ελληνισμός της Ανατολικής Ρωμυλίας [33].

Το φθινόπωρο η εξέγερση είχε κατασταλεί και η Οθωμανική Αυτοκρατορία ανέ­κτησε τον έλεγχο της κατάστασης. Ωστόσο, η κινητοποίηση του Ελληνισμού δεν μπο­ρούσε πλέον να ανακοπεί και σ' αυτό συνετέλεσαν πολλοί παράγοντες. Το μεταρρυθ­μιστικό πρόγραμμα της Μυρστέγης (Οκτώβριος 1903) προέβλεπε τον διορισμό Οθω­μανού Γενικού Επιθεωρητού με την παρουσία Ρώσου και Αυστριακού συμβούλου, την οργάνωση της χωροφυλακής από Ευρωπαίους αξιωματικούς και υπαξιωματικούς υπό την ανώτατη διεύθυνση Ιταλού στρατηγού και διάφορες μεταρρυθμίσεις διοικητικής, δικαστικής και φορολογικής φύσης. Αλλά το άρθρο γ' του προγράμματος της Μυρστέγης δεν απέκλειε ενδεχόμενη μεταβολή των γεωγραφικών ορίων των διοικητικών περιφερειών για να επιτευχθεί η ομοιογενέστερη κατανομή των εθνοτήτων. Η διάταξη αυτή προκάλεσε τη διεξαγωγή νέας έντονης προπαγάνδας Ελλήνων, Σέρβων και Βουλ­γάρων που προσπαθούσαν να αποδείξουν ότι οι ομόφυλοί τους ήταν το επικρατέ­στερο στοιχείο στα περισσότερα σαντζάκια. Χρειάστηκε να παρέλθει αρκετό χρονικό διάστημα μέχρι οι Μεγάλες Δυνάμεις να δηλώσουν ρητά ότι σε περίπτωση αλλαγής των διοικητικών συνόρων θα λαμβάνονταν υπόψη αποκλειστικά οι στατιστικές πριν από την εξέγερση του Ίλιντεν. Αλλά η ερμηνεία αυτή δεν είχε πειστικότητα, δεδομένης της αδυναμίας του διεθνούς παράγοντα να επιφέρει την ειρήνευση και των μεγάλων αποκλίσεων που υπήρχαν στις διάφορες στατιστικές. Οι Μεγάλες Δυνάμεις εκμεταλ­λεύθηκαν την ανάμιξή τους στις μακεδονικές υποθέσεις για την προώθηση των ιδίων συμφερόντων και δεν κατόρθωσαν να επιβάλουν την τάξη. Η Γερμανία δεν συμμε­τείχε στο πρόγραμμα της Μυρστέγης και ως αντάλλαγμα έλαβε διάφορα προνόμια, κυρίως αναφορικά με την κατασκευή της σιδηροδρομικής γραμμής Κωνσταντινούπολης-Βαγδάτης. Η Αυστρία, ενδιαφερόμενη για την ενίσχυση της τουρκικής κυριαρχίας, τελικά στις αρχές του 1908 εγκατέλειψε το πρόγραμμα της Μυρστέγης με αντάλλαγμα τη χορήγηση άδειας από τον Αβδούλ Χαμίτ για την κατασκευή του βοσνιακού σιδηρο­δρόμου. Η Αγγλία, ενδιαφερόμενη για την υπονόμευση της τουρκικής κυριαρχίας στη Μακεδονία, ευνοούσε ένα κατά το μάλλον ή ήττον αυτόνομο καθεστώς με χριστιανό Γενικό Διοικητή, υπόλογο στις Μεγάλες Δυνάμεις, ο οποίος θα διόριζε τους δημοσίους υπαλλήλους. Οι Ρώσοι επωφελήθηκαν από την παραμονή τους στη Θεσσαλονίκη για την ανάπτυξη μιας πανσλαβιστικής προπαγάνδας.

Παρόλο που μετά την οριστική καταστολή της εξέγερσης άρχισε να παρατηρεί­ται μια επιστροφή των εξαρχικών χωριών στο Πατριαρχείο, η τουρκο-βουλγαρική συνθήκη της 26ης Μαρτίου 1904, στη σύναψη της οποίας συνετέλεσε κατά πολύ η Ρωσία, προέβλεπε μεταξύ των άλλων τη χορήγηση γενικής αμνηστίας στους επα­ναστάτες, την αποφυλάκιση των κρατουμένων και την επιστροφή των προσφύγων που στη διάρκεια των ταραχών είχαν καταφύγει στη Βουλγαρία. Έτσι, δεν μπορού­σαν να υπάρξουν εγγυήσεις για την προστασία του Ελληνισμού.

Ερχόμενη στην εξουσία τον Δεκέμβριο του 1903 η κυβέρνηση Θεοτόκη δεν διείδε άλλη διέξοδο παρά την καταφυγή στον ένοπλο αγώνα, το έδαφος για τον οποίο είχε ήδη προλειανθεί με την προπαρασκευαστική δραστηριότητα του Καραβαγγέλη. Ο αγώνας υπήρξε στην ουσία αμυντικός και σε μια εποχή που το ορθόδοξο Millet ως υπερεθνική κοινότητα είχε διασπαστεί, με την ταύτιση του Πατριαρχικού με τον Έλληνα και του Εξαρχικού με τον Βούλγαρο, στήριξη των συμφερόντων του ελληνι­σμού σήμαινε στην ουσία στήριξη του Οικουμενικού Πατριαρχείου. Οι επιτυχίες των ελληνικών ανταρτικών σωμάτων οφείλονταν κυρίως στην υποστήριξη του ντόπιου ελληνικού στοιχείου, των πατριαρχικών Σλαβοφώνων και των Γραικομάνων Βλά­χων και δευτερευόντως στη ανοχή των τουρκικών αρχών, στον βαθμό που η ελληνική δράση εξισορροπούσε τη βουλγαρική, και στον εμφύλιο πόλεμο εντός της V.M.R.O. Δεν υπάρχει λόγος να αποκρύπτονται, σε ορισμένες περιπτώσεις, οι ακρότητες των ελληνικών ανταρτικών σωμάτων (Ζαγοριτσάνη, ο ματωμένος γάμος στο Σκλήθρο, το κάψιμο της Αβδέλας), να σχηματοποιούνται τα δρώντα πρόσωπα στους «καλούς» Έλληνες και τους «κακούς» Βούλγαρους, ή να υπερτονίζονται ενδεχόμενα υλικά οφέλη των Μακεδονομάχων (ζωοκλοπές των Κρητών στη Μακεδονία) σε βάρος της εθνικής τους προσφοράς και της εθνικής τους αυτοσυνειδησίας. Τέτοια φαινόμενα δεν ήταν ασυνήθιστα την εποχή εκείνη και ένας λόγος για παράδειγμα της διάσπασης της V.M.R.O. ήταν και η διαχείριση των οικονομικών της οργάνωσης. Αλλά κανένας Βούλγαρος δεν αμφισβήτησε την εθνική προσφορά των αντιμαχομένων ομάδων, Jane Sandanski-Todor Panica και Boris Sarafov-Ivan Garvanov. To ότι ο Sandanski ήταν και ένας ληστής (ήταν γνωστή η τακτική των απαγωγών για την εξασφάλιση λύτρων με χαρακτηριστική την περίπτωση της Miss Stone ) σε καμιά περίπτωση δεν μειώνει την καταξίωσή του ως διεκδικούμενου εθνικού ήρωα τόσο από τους Βούλγαρους όσο και από τους κατοίκους της Π.Γ.Δ.Μ. Εφόσον απέτυχε η διπλωματία, ο ένοπλος αγώνας διεξήχθη για την επιβίωση του Ελληνισμού και όποιος ερχόταν στη Μακεδονία να πολεμήσει γνώριζε ότι διακύβευε την ύπαρξη του.

Οι επιτυχίες των ελληνικών ανταρτικών σωμάτων εξέπληξαν και προβλημάτισαν τη V.M.R.O. Τον Νοέμβριο του 1905 ο Hristo Tatarcev σε σημείωμά του απέδωσε στους εξής παράγοντες την αποτελεσματικότητα των ελληνικών ανταρτικών σωμάτων.
1. Η ελληνική ένοπλη προπαγάνδα είναι αποτέλεσμα κυρίως της πολιτικής της Ελλάδας στο Μακεδονικό Ζήτημα.
2. Τα ένοπλα σώματα οργανώνονται κυρίως, αν όχι αποκλειστικά, στο Βασί­λειο της Ελλάδας και από εκεί στέλνονται στη Μακεδονία.
3. Από την Ελλάδα μέχρι το πεδίο της οργάνωσης [μας] η περιοχή είναι ορεινή και κατοικείται κυρίως από Έλληνες και Γραικομάνους Βλάχους. Κατά συνέπεια, δεν συναντούν δυσκολίες στην είσοδο και έξοδο.
4. Στο εσωτερικό της Μακεδονίας, ιδιαίτερα στο νοτιοδυτικό της τμήμα, οι Έλληνες και οι Γραικομάνοι τους φιλοξενούν και συνεργάζονται.
5. Επί πλέον, στο εσωτερικό της Μακεδονίας, ο τουρκικός πληθυσμός και η τουρκική κυβέρνηση τους ανέχονται και τους υποστηρίζουν. [34]

Αφού απέκλεισε την ικανότητα της V.M.R.O. να αντιμετωπίσει επιτυχώς τα ελληνικά ανταρτικά σώματα, πρότεινε μαζικά αντίποινα ώστε να εξαναγκαστεί η Αθήνα να σταματήσει την αποστολή ενόπλων σωμάτων στη Μακεδονία: εμπρη­σμό ελληνικών χωριών, ελληνικών συνοικιών στις πόλεις, αποκλεισμό ελληνικών χωριών, οικονομικό πόλεμο, απαγωγές Ελλήνων ως μέσο πίεσης, απηνή καταδίωξη των Ελλήνων της Ανατολικής Ρωμυλίας σε συνεργασία της V.M.R.O. των Βουλγαρομακεδόνων προσφύγων, του απλού βουλγαρικού λαού με την κυβέρνηση, κατά το ρουμανικό παράδειγμα [35].

Αλλά το ανθελληνικό κίνημα στη Βουλγαρία το 1906 αναπτέρωσε περισσότερο τον Μακεδονικό Αγώνα, το νόημα του οποίου, όπως και του σημερινού μακεδονικού αγώνα, της μάχης για το όνομα της Π.Γ.Δ.Μ., ήταν η οροθέτηση του Ελληνι­σμού από τον Σλαβισμό.

==================================================================

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

[30]- Βλ. Τό Άστυ, 5.8.1903.
[31]- Βλ. ό.π., 19.8.1903 και 20.8.1903.
[32]- Βλ. ό.π., 23.9.1903.
[33]- Βλ. Τὸ Ἄστυ, 27.9.1903.
[34]- Βλ. Hr. Tatarcev, Makedonska Revoljucionna Sistema. VMRO Sacinenija, επιμ. έκδοσης Coco Biljarski, Σόφια 2001, σ. 199.
[35]- Βλ. Tatarcev, ό.π., σσ. 203-205.

Σάββατο 26 Ιουλίου 2008

Η ΠΟΡΕΙΑ ΚΑΙ Ο ΑΝΤΙΚΤΥΠΟΣ ΤΗΣ ΕΞΕΓΕΡΣΗΣ ΤΟΥ ΙΛΙΝΤΕΝ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ , μέρος 2

ΣΥΝΕΧΕΙΑ ΑΠΌ ΜΕΡΟΣ 1

Η Αθήνα παρακολουθούσε τις κινήσεις των Βουλγαρομακεδονικών κομιτάτων και δεν απέκλειε βουλγαρική εξέγερση στη Μακεδονία. Μιλώντας στις 19 Μαΐου 1902 με τον πρέσβη της Αυστρο-Ουγγαρίας στην Αθήνα, Burian, ο πρωθυπουργός Ζαΐμης αναφέρθηκε στην προπαγάνδα της V.M.R.O. για μια υπερεθνική εξέγερση όλων των Χριστιανών της Μακεδονίας ώστε να αυτονομηθεί η Μακεδονία. Η προπαγάνδα αυτή, συνέχισε ο Ζαΐμης, παρέσυρε και μερικούς Έλληνες, που άρχισαν να πιστεύουν ότι ήρθε η στιγμή μιας κοινής ενέργειας με τους Σλάβους για την απελευθέρωση, αλλά η ελληνική κυβέρνηση μέσω των προξενείων της τους προειδοποίησε για τις οδυνηρές συνέπειες, διότι «αυτοί θα βγάλουν τα κάστανα από τη φωτιά αντί για τους Βούλγαρους» [8]. Ιδιαίτερα επισήμανε ο Ζαΐμης ότι η Θεσσαλία είχε καταστεί κέντρο λαθρεμπορίου όπλων από Βουλγάρους που εγκαθίσταντο εκεί δήθεν ως εργάτες, αλλά ο πραγματικός τους σκοπός ήταν η αγορά όπλων, που είχαν εγκαταλειφθεί από τον ελληνικό στρατό μετά την ήττα του 1897. Οι ελληνικές αρχές, όταν τους συνελάμβαναν, τους αφόπλιζαν και τους απέλαυναν, κατέληξε ο Ζαΐμης [9].

Το λαθρεμπόριο όπλων από την Ελλάδα ήταν συχνό φαινόμενο, καθώς τα θεσσαλο-μακεδονικά σύνορα δεν μπορούσαν να φυλαχτούν αποτελεσματικά. Αλλά και στην ίδια την Αθήνα υπήρχε μια μικρή ομάδα Βουλγάρων (μεταξύ των άλλων συγκαταλέγονταν οι Lambro Rali, Naum Ruka, Dimitar Uzunov, Hristo Jambruki, Lazar Kiselincev) με κύρια αποστολή την εξασφάλιση οπλισμού. Οι Βουλγαρομακεδόνες αυτοί αλληλογραφούσαν με τον Goce Delcev και είχαν επαφές με τον Κεντρικό Μακεδονικό Σύλλογο, δηλαδή τους Έλληνες από τη Μακεδονία που ζούσαν στην Αθήνα. Παρουσιάζοντας τον αγώνα τους ως μια χριστιανική υπερεθνική υπόθεση είχαν τη βοήθεια του Συλλόγου στην αγορά οπλισμού. Είναι άξιο προσοχής το γεγονός ότι στα τέλη Νοεμβρίου 1902 την Αθήνα επισκέφθηκε ο συνταγματάρχης Jankov, μέλος του Ανώτατου Μακεδονικού Κομιτάτου της Σόφιας, και συναντήθηκε με τους αδελφούς Γερογιάννη από τον Κεντρικό Μακεδονικό Σύλλογο. Συζήτησαν κυρίως τη δυνατότητα μιας εξέγερσης στη Μακεδονία. Χαρακτηριστική είναι η επιστολή του Lazar Kiselincev (28.11.1902) από την Αθήνα προς τον Delcev για τις επαφές του Jankov.

...Ο Jankov εδώ έκανε πολύ καλή εντύπωση στους Ελληνομακεδόνες. Ιδιαίτερα ο Γερογιάννχς (ο αντισυνταγματάρχης του ελληνικού στρατού), ο αδελφός του (ο γιατρός) και μερικοί ακόμα άλλοι συζήτησαν με τον Jankov σχετικά με την οργάνωση και το ξέσπασμα μιας παλλαϊκής εξέγερσης. Ο Γερογιάννης κατέληξε στο εξής συμπέραμα: να αναβληθεί η εξέγερση για 3-4 χρόνια, για να επέλθει συμ­φωνία μεταξύ των ηγετών του μακεδονικού κινήματος και των διαβιούντων στην Αθήνα Μακεδόνων, για να μπορέσουν οι τελευταίοι να κατανοήσουν καλύτερα τον σκοπό των μακεδονικών κομιτάτων. Κατά τη γνώμη μου πρέπει να επέλθει μια συμφωνία με τους εδώ Μακεδόνες. Γνωρίζετε ήδη πόσα τουφέκια και σφαίρες έδωσε ο θεός. Θα είναι πολύ δύσκολο να τα αγοράσει ένας μη Έλληνας. Για τον λόγο αυτό ελπίζω σ αυτή τη συνεννόηση. Και να μη μας βοηθήσουν με κάτι, δεν θα μας εμποδίσουν... [10]

Ο Κεντρικός Μακεδονικός Σύλλογος δεν είχε ακόμα σαφή γνώση των επιδιώ­ξεων των βουλγαρομακεδονικών κομιτάτων και για τον λόγο αυτό ζήτησε πίστωση χρόνου, πριν καταλήξει σε μια ενδεχόμενη συμφωνία συνεργασίας με προοπτική την εξέγερση. Η βουλγαρική προπαγάνδα για έναν κοινό αγώνα των Χριστιανών κατά των Τούρκων στη Μακεδονία φαίνεται ότι δεν είχε μείνει ατελέσφορη. Κύκλοι στην Αθήνα εξόπλιζαν τα βουλγαρομακεδονικά κομιτάτα. Οι ελληνικές αστυνομι­κές αρχές γνώριζαν για τη δράση των Βουλγάρων της Αθήνας και τους φυλάκιζαν προσωρινά, για να τους απελευθερώσουν αργότερα, από φόβο μήπως στη Βουλγα­ρία εκδηλωθεί ανθελληνικό κίνημα.

Τα γεγονότα του 1903 άλλαξαν άρδην το σκηνικό και δεν άφηναν πλέον καμιά αμφιβολία για τις επιδιώξεις των Βουλγάρων. Η είδηση για την εξέγερση του Ίλιντεν, επίκεντρο της οποίας ήταν το βιλαέτι του Μοναστηρίου και τα θύματα Έλλη­νες και Βλάχοι, ούτε εξέπληξε την ελληνική κυβέρνηση του Δημητρίου Ράλλη ούτε προκάλεσε πανικό στην Αθήνα. Η ελληνική κυβέρνηση απέστειλε τηλεγραφικές εγκυκλίους στα ελληνικά προξενεία της Μακεδονίας με τις οποίες προέτρεψε το ελληνικό στοιχείο να παραμείνει ήσυχο και να έχει την πεποίθηση ότι η τουρκική κυβέρνηση θα καταπνίξει το κίνημα [11]. Στον ελληνικό τύπο η εξέγερση παρουσιά­στηκε ως κίνημα ληστανταρτών, αλλά και ως κίνημα Βουλγάρων πατριωτών που αποσκοπούσε στην πραγμάτωση του ονείρου της Βουλγαρίας του Αγίου Στεφάνου [12], ενώ η ανακατάληψη του Κρουσόβου από τον τουρκικό στρατό εκτιμήθηκε ως η απαρχή της καταστολής της εξέγερσης [13]. Τα όρια μεταξύ ληστή και εθνικού ήρωα δεν ήταν σαφώς διαγεγραμένα. Ιδιαίτερη ευαισθησία επέδειξαν οι Μακεδό­νες φοιτητές που σπούδαζαν στην Αθήνα και ο Κεντρικός Μακεδονικός Σύλλογος. Πάνω από 150 φοιτητές προθυμοποιήθηκαν να μεταβούν στη Μακεδονία για να πολεμήσουν κατά των Βουλγάρων και για τον λόγο αυτό ζήτησαν την άδεια της τουρκικής πρεσβείας. Επίσης ο Γερογιάννης ως Πρόεδρος του Κεντρικού Μακεδονικού Συλλόγου υπέβαλε στην τουρκική πρεσβεία υπόμνημα, ζητώντας από την Υψηλή Πύλη να δοθούν όπλα στους Έλληνες της Μακεδονίας για να πολεμήσουν κατά των Βουλγάρων [14]. Αν και τα διαβήματα αυτά επαναλήφθηκαν, για ευνόη­τους λόγους οι τουρκικές αρχές απάντησαν αρνητικά, πιστεύοντας ότι έχουν τον έλεγχο της κατάστασης. Ο Γερογιάννης ζήτησε επίσης την άδεια της κυβέρνησης για τη διοργάνωση ενός συλλαλητηρίου στην Αθήνα, αλλά ο Ράλλης πρότεινε να αναβληθεί επί του παρόντος η διοργάνωσή του διότι δεν θα είχε κανένα πρακτικό αποτέλεσμα, εφόσον η κυβέρνηση είχε λάβει όλα τα μέτρα για την ασφάλεια των Ελλήνων της Μακεδονίας [15]. Η Ελλάδα ζήτησε τόσο από την Υψηλή Πύλη όσο και από τις Μεγάλες Δυνάμεις την προστασία του ελληνισμού [16], ενώ η ελληνική αστυ­νομία διατάχτηκε από τον Ράλλη να παρακολουθεί αυστηρά τις κινήσεις των Βουλ­γάρων στην Αθήνα και τη Θεσσαλία. Για προληπτικούς λόγους μερικοί Βούλγαροι φυλακίστηκαν προσωρινά [17]. Κατά τη ανάκριση αποδείχτηκε ότι ήταν μέλη βουλ-γαρομακεδονικών κομιτάτων που απέστελναν πολεμοφόδια και περίστροφα στη Μακεδονία και μάλιστα ο Uzunov είχε φιλοξενήσει τον Cekalarov κατά την παρα­μονή του στην Αθήνα [18].

Σχολιάζοντας το πνεύμα της αυτοθυσίας των Μακεδόνων φοιτητών και την υπόθεση του συλλαλητηρίου η εφημερίδα Άστυ, αφού έκρινε ως ανώφελη τόσο την έξοδο 150 ανταρτών όσο και την εκφώνηση πατριωτικών λόγων στην Αθήνα, ανα­ζήτησε τα αίτια της δύσκολης θέσης της Ελλάδας στην έλλειψη μιας συστηματικής πολιτικής στο Μακεδονικό, αλλά και στην άγνοια του ευρύτερου κοινού για τις συνθήκες που επικρατούν στη Μακεδονία.

Ή αίτησης των φοιτητών, Μακεδόνων καϊ μή, όπως μεταβώσιν εις Μακεδο­νία καϊ πολεμήσωσιν μετά τών Τούρκων κατά τών Βουλγάρων επαναστατών, καϊ ή διοργάνωσις υπό τοϋ ένταϋθα Μακεδονικοϋ Συλλόγου συλλαλητηρίου, όπως διαμαρτυρηθεί κατά τοϋ κινήματος τών Βουλγάρων έν Μακεδονία, αν καϊ είναι διαβήματα πατριωτικά, δηλωτικά τοϋ ότι τό νπερ τών έν Μακεδονία κινδυνευόντων αδελφών αίσθημα συγκινεί πάντα τόν Έλλψ>ισμόν, δεν φρονοϋμεν ότι θά απολήξουν είς πρακτικόν τι αποτέλεσμα νπερ τοϋ επιδιωκομένου σκοποϋ. ...Τό κίνημα τών Βουλγάρων, ώς είνε διωργανωμένον καϊ έξηπλωμένον σήμερον, χάρις είς ανωτέρους αξιωματικούς τοϋ βουλγαρικοϋ στρατοϋ καϊ τήν έθελοθυσίαν Βουλ­γάρων πατριωτών -ας μή νποβιβάσωμεν τόν ήρωϊσμόν τών ριψοκινδύνων αυτών Βουλγάρων- διά νά κατασταλή καϊ μηδενισθώ άπαιτοϋνται έκτακτα στρατιωτικά μέτρα, με άλλους λόγους χρειάζεται μεγάλη δύναμις πειθαρχοϋντος τακτικοϋ στρατοϋ διά νά έντόπιση τουλάχιστον έπϊ τοϋ παρόντος τόν κίνδυνον.

Πρέπει νά έννοήσωμεν, ότι δεν πρόκειται περϊ κατσικοκλεφτών ή κλεφτοπο­λέμων, άλλά περϊ συστηματικής έπιθέσεως σώματος ανταρτών, διευθυνομένων καϊ ένεργούντων καθ όλους τους κανόνας τής τακτικής τοϋ πολέμου. ΟΙ έπαναστάται δεν είνε βέβαια σταυραετοϊ τοϋ έπαίσχυντου πολέμου μας, ώς μόνον προσόν έχοντες τό στρίψιμο με τήν πρώτην ντουφεκιά.
ΟΙ Βούλγαροι ώς έπϊ τό πλείστον είνε άνδρες ήσκημένοι είς τόν χειρισμόν τοϋ όπλου, τάς κακουχίας καϊ τάς στερήσεις τοϋ πολέμου, αποφασισμένοι ή νά ανάψουν πυρκαϊάν, καθ όλψ/ τήν Μακεδονίαν, ή νά σκεπάσουν με τά πτώματά των τά πεδία τής Μακεδονίας...
Ήμεΐς δε οί Έλληνες ας παύσωμεν νά σκιαμαχώμεν καϊ νά μεγαλαυχώμεν, ας άφήσωμεν δε τήν Τουρκίαν καϊ τήνΕυρώπην νά προστατεύσουν τά δικαιώματα τοϋ Έλληνισμοϋ έν Μακεδονία, διότι οιονδήποτε ταραχώδες έκ μέρους ήμών κίνημα θά προκαλέση τήν χλεύην καϊ τό όνειδος καϊ αυτών τών ολίγων φίλων μας
[19].

Οί πάσχοντες άπό άδιόρθωτον σωβινισμόν ένοχλοϋν καθ έκάστψ> τήν Κυβέρνησιν, έπιμένοντες καϊ καλά νά κατακεραυνώσουν τους Βουλγάρους άπό τής πλατείας τοϋ Άρεως, έκσφενδονίζοντες είς τήν Γουμένιτσαν καϊ τό Κρούσοβον άντϊ βομβών καϊ σφαιρών λόγους, λόγους, λόγους. Άλλ' είναι καιρός πλέον νά παύσουν αί άναίμακτοι καϊ έκ τοϋ άσφαλοϋς αυταϊ έπιδείξεις καϊ νά άφήσουν τήν Κυβέρνησιν νά πράξη τό καθήκον της. Τί φρονοϋν οί διάφοροι φιλοπόλεμοι καϊ σταυραετάρχαι, ότι αί Δυνάμεις θά δώσουν περισσοτέραν σπουδαιότητα είς καπεταναίους καϊ τους πιστικούς των, όσοι κατορθώσουν νά βγοϋν είς τήν Μακεδονίαν διά νά μάς γελωτοποιήσουν, ή είς τήν ελληνική Κυνέρνησιν, ήτις έξ ονόματος όλου τοϋ Έλληνισμοϋ, δούλου καϊ έλευθέρου, διεμαρτυρήθη καϊ είς τους έδώ πρεσβευτάς καϊ είς τους έν Ευρώπη άντιπροσώπους τής ή Έλλάδα διά τάς κακουργίας τών Βουλγάρων; Υποθέτουν ότι θά λάβουν νπ' δψιν των τους πενήντα ή έκατόν άντάρτας διά νά ένθυμηθοϋν ότι υπάρχει καϊ έν Έθνος τό όποιον ευλόγως άξιοι νά μή λησμονηθή άπό τήν Ευρώπην όταν σκεφθή νά λύση τό Μακεδονικόν δίλημμα, ή την έπίσημον διαμαρτύρησιν της Ελλάδος;
Βεβαίως ό θόρυβος τον όποιον προκαλούν οι Βούλγαροι, καϊ αν κατασταλη το κίνημά των καϊ αν καταστραφούν οι ένοπλοι συρφετοί, θα τους ωφελήσει έθνολογικώς, διότι υπάρχουν δυστυχώς εις την Μακεδονίαν πληθυσμοί, οϊτινες έχουν συγκεχυμένας ιδέας περϊ εθνικότητας, γλώσσης, θρησκεύματος καϊ ας μη τα θέλωμεν δλα δικά μας, ευρίσκονται πληθυσμοϊ πού σας λέγουν «Εμείς θα πάμε μ' εκείνους που θα μάς πρωτολευθερώσουν».
Καϊ ομιλούν με αύτην την γλώσσαν οι ολίγοι αύτοϊ πληθυσμοί, διότι ή αδια­φορία καϊ ή άδράνειά μας τους ήνάγκασαν να ελπίζουν ολιγώτερον άπο ήμάς καϊ περισσότερον άπο τους Βουλγάρους. 'Ό,τι δε δεν έκάμαμεν εις διάστημα δεκάδων έτών φροντίζοντες πώς να άναπτερώσωμεν το φρόνημα τών Μακεδόνων, να φανατίσωμεν αύτους υπερ ήμών, να έμπνεύσωμεν εις αύτους την άποστροφη προς τους Βουλγάρους δολοφόνους, έρχόμεθα σήμερον να το έπιτύχωμεν με τα κενα λόγια καϊ τας έκ τού ασφαλούς άπειλας καϊ τους βρυγμους τών οδόντων.


Ποιος είμπορεί ν αμφισβητήσει δτι οι Βούλγαροι με τα τερατώδη κακουρ­γήματα που κάμνουν δεικνύουν καϊ έθελοθυσίαν πρωτοφανη καϊ πατριωτισμον τυφλον καϊ είς τους λαους της Μακεδονίας έμπνεύουν την ίδέαν, δτι εϊνε "Εθνος με ζωην καϊ νεύρα καϊ αποφασιστικότητα;
Οι "Ελληνες βεβαίως τοιούτο πρόγραμμα ένεργείας, πρόγραμμα έξοντώσεως, δηώσεως καϊ έμπρησμών ουδέποτε διενοήθημεν να καταρτίσωμεν οϋτε είς το μέλ­λον θα έπιχειρήσωμεν παρόμοια κινήματα τούτων δια να άμυνθώμεν υπερ τών δικαιωμάτων μας έν Μακεδονία. Αι ένέργειαί μας έν τη χώρα ταύτη εϊνε έκ διαμέ­τρου αντίθετοι προς τας τών κακούργων ορδών τών Βουλγάρων. Ημείς έργαζόμεθα δπως έμπνεύσωμεν την έμπιστοσύνην τών οίκούντων την χώραν ταύτην δια της διαδόσεως της γλώσσης, της θρησκείας, τού πολιτισμού καθόλου. Άν δμως ή Εύρώπη λαμβάνη ύπ' όψιν τα κακουργήματα τών Βουλγάρων καϊ δεν ύπολογίζη είς την έκπολιστικην ένέργειαν τών Ελλήνων, τί δυνάμεθα άλλο να κάμωμεν παρά να διαμαρτυρηθώμεν έπ' ονόματι τού πολιτισμού καϊ ύπερ τών αναρίθμητων όμοεθνών μας, οϊτινες υφίστανται τόσα δεινοπαθήματα έκ μέρους τών έχόντων θηριώδη ένστικτα Βουλγάρων;


Ενώ όμως ούτοι προσπαθούν δια τοιούτων άτίμων μέσων να προκαλέσουν την προσοχην τών Μακεδόνων, ήμείς οι Ελληνες δεν κατορθώσαμεν άκόμη να έχωμεν ένα σύγχρονο χάρτη της Μακεδονίας, άλλ άρκούμεθα είς τον ξεθωριασμένον τού Κίπερτ, οϋτε έμβριθές τι σύγγραμα άπεκτήσαμεν πραγματευόμενον με άκρίβειαν καϊ εύσυνειδησίαν την χώραν ταύτην ύπο έποψιν έθνολογικήν, τοπογραφικην καϊ γλωσσολογικήν... .[20]

Ο ανώνυμος αρθρογράφος σκιαγράφησε τις διαφορές Ελλήνων και Βουλγάρων. Στη σκληρότητα, τη βαυνασότητα, αλλά και στην πειθαρχία, το οργανωτικό πνεύμα, την αποφασιστικότητα για ανδραγαθήματα των Βουλγάρων οι Έλληνες είχαν να αντι­τάξουν την πολιτιστική τους υπεροχή. Αλλά το ερώτημα ήταν κατά πόσο μπορούσε πλέον «η πολιτιστική υπεροχή των Ελλήνων» να είναι λυσιτελής για την πολιτική του Ελληνισμού ή κατά πόσο οι Μεγάλες Δυνάμεις και ο Σουλτάνος μπορούσαν να σώσουν τον Ελληνισμό. Ο αρθρογράφος διαισθάνθηκε τον ελλοχεύοντα κίνδυνο για τον Ελληνισμό. Το κίνημα των Βουλγάρων ήταν καταδικασμένο σε αποτυχία, ωστόσο οι Βούλγαροι στη δίνη των ταραχών εξανάγκαζαν τους κατοίκους πατριαρχικών χωριών να μεταστραφούν στην εξαρχία. Μέχρι τις αρχές του 1904 περίπου 65 πατρι­αρχικά χωριά είχαν προσχωρήσει με τη βία στη σχισματική βουλγαρική εκκλησία [21]. Έτσι, θα μπορούσαν ίσως να ισχυριστούν οι Βούλγαροι ότι πληθυσμιακά υπερείχαν. Επρόκειτο για μια τακτική που ήδη εφαρμοζόταν στην Ανατολική Ρωμυλία. Ειδήσεις στον ελληνικό τύπο για βιαιοπραγίες κατά Ελλήνων ιερέων στη Καστοριά από τις ομάδες του Vasil Cekalarov ερέθιζαν περισσότερο την κοινή γνώμη στην Αθήνα [22].

Η εξέγερση του Ίλιντεν συνέπεσε με την έναρξη του προεκλογικού αγώνα για τη δημαρχία Αθηνών με υποψηφίους τον Σπυρίδωνα Μερκούρη, που διεκδικούσε μια δεύτερη θητεία, και τον Αγγελόπουλο. Τα κομματικά πάθη και τα συνηθισμένα στην Ελλάδα προεκλογικά έκτροπα επισκίασαν προσωρινά τα τεκταινόμενα στη Μακεδονία. Αλλά η είδηση για την καταστροφή του Κρουσόβου και την ύπαρξη θυμάτων μεταξύ των Ελλήνων της πόλης δεν άφησε ασυγκίνητο τον πληθυσμό της Αθήνας. Συγκροτήθηκε αμέσως μια «Επίκουρος των Μακεδόνων Επιτροπή» για τη συλλογή εράνων υπέρ των δεινοπαθούντων Ελλήνων της Μακεδονίας με Πρόεδρο τον Μητροπολίτη Αθηνών Θεόκλητο και μέλη του Προεδρείου τον Ι. Βαλαωρίτη, τον Δ. Βικέλα, τον Μ. Δραγούμη, τον Ι. Καυτατζόγλου, τον Κ. Ρακτιβάν και τον Γ. Στρέιτ.

Στην έκκληση της επιτροπής αναφερόταν χαρακτηριστικά:

Βαρεία συμφορα ένέσκηψεν έπϊ την Μακεδονίαν. Ξένοι έπιδρομείς, την έλευθερίαν έχοντες άνα στόμα, άλλα πύρ καϊ σίδηρον άνα χείρας φέροντες, έπιδιώκουσιν την έξόντωσιν τού Ελληνικού καϊ Όρθόδοξου πληθυσμού, ληστεύ-οντες, καίοντες οίκίας, σχολεία καϊ ναούς, σφάζοντες άνδρας, γυναίκας, παιδία, ιερείς, δλους τους μη στέργοντας ν άπαρνηθώσιν την έλληνικην καταγωγην καϊ την πατρώαν πίστιν.

Ύψιστον εϊνε καθηκον τών απανταχού Ελλήνων να έλθωσιν άρωγοϊ είς την τοσαύτην τών όμαιμόνων καϊ όμοθρήσκων κακοδαιμονίαν, να έπουλώσωσι τα τραύματα, να ένισχύσωσιν το έθνικον φρόνημα καϊ ματαιώσωσι τας κατα τού Μακεδονικού Ελληνισμού έπιβουλάς [23].

Στη συλλογή των εράνων, με πρόταση του Ι. Πεσμαζόγλου, Διευθυντού της Τρά­πεζας της Ελλάδας, πρωτοστάτησαν οι τράπεζες [24], αλλά συγκινητική υπήρξε και η συνεισφορά του απλού κόσμου [25], που τώρα άρχισε να ευαισθητοποιείται στο Μακεδονικό. Όταν φάνηκε ότι ο τουρκικός στρατός άρχισε να ανακτά τον έλεγχο, η κυβέρνηση Ράλλη επέτρεψε τη διοργάνωση μιας συγκέντρωσης διαμαρτυρίας των Μακεδόνων της Αθήνας. Η συγκέντρωση πραγματοποιήθηκε στις 15 Αυγούστου στις στήλες του Ολυμπίου Διός. Δεν εκφωνήθηκαν λόγοι αλλά απλά διαβάστηκε από τον Αντιπρόεδρο του Συλλόγου, Θωμά Σταύρου, ένα ψήφισμα όπου ανάμεσα στα άλλα τονιζόταν:

Διαμαρτυρόμεθα διά τό χυνόμενον αίμα τών κατά χιλιάδας άγρίως κατακρε­ουργημένων άόπλων άδελφών ήμών, διά τάς λεηλασίας, άτιμώσεις, δηώσεις καϊ τους έμπρησμους τών χωρίων αυτών νπό τών ληστανταρτών τής Βουλγαρίας.

Βεβαιοϋμεν τήν Ευρώπην, ότι έάν οί σήμερον δεινά πάσχοντες υπό τών Βουλγά­ρων Μακεδόνες ήθελον άντεπεξέλθη ένόπλως κατά τών έκ Βουλγαρίας έπιδρομέων, ουδεμία σήμερον ληστρική βουλγαρική συμμορία ήθελε τολμήσει νά λυμαίνεται τήν χώραν ήμών. Δεν τό έπράξαμεν δέ, ίνα μή διαταράξωμεν τήν είρήνην τής Ευρώπης καϊ διότι ουδέποτε ήλπίζομεν ότι ή Ευρώπη ήθελεν έπιτρέψει πρό τών ομμάτων αυτής νά διαπράττωνται τοιαϋτα κακουργήματα. Δηλοϋμεν, ότι έν δικαία άγανακτήσει διατελοϋντες πάντες οί Μακεδόνες διά τήν παράτασιν τής άγρίας καϊ άφόρητου ταύτης καταστάσεως, θέλουσιν έπϊ τέλους έξαναγκασθή είς ένοπλον δράσιν πρός ίδίαν αυτών άμυναν κατά τών έκ Βουλγα­ρίας ληστών [26].

Η «πολιτιστική υπεροχή των Ελλήνων», το εκπαιδευτικό και εκκλησιαστικό έργο, δεν αρκούσε πλέον για την επιβίωση του Ελληνισμού της Μακεδονίας. Η καταφυγή στα μέσα που μετερχόταν ο εχθρός κρίθηκε αναγκαία, αν η κατάσταση εκτραχυνόταν. Ο αγώνας εκ των πραγμάτων θα ήταν αμυντικός μπροστά στη θηρι­ώδη επέλαση των Βουλγάρων. Όταν ταυτίστηκαν τα θύματα της καταστροφής του Κρουσόβου, τελέστηκε μνημόσυνο στις 24 Αυγούστου στη Μητρόπολη Αθηνών με κάθε επιβλητικότητα μέσα σε μια συγκινησιακή ατμόσφαιρα. Παραβρέθηκαν ο δήμαρχος Μερκούρης, δημοτικοί σύμβουλοι, μέλη του Κεντρικού Μακεδονικού Συλλόγου, αξιωματικοί του Πεζικού και της Χωροφυλακής και πολλοί Μακεδόνες της Αθήνας και του Πειραιά [27]. Ήταν η πρώτη φορά που όχι μονάχα το αθηναϊκό κοινό αλλά και ο Ελληνισμός του εξωτερικού διέγνωσαν τον κίνδυνο για τη Μακε­δονία και ευαισθητοποιήθηκαν. Η ελληνική πρεσβεία του Λονδίνου διοργάνωσε έρανο για τους άστεγους Έλληνες του Κρουσόβου, βρίσκοντας μεγάλη ανταπό­κριση στην εκεί ελληνική παροικία [28]. Στο Μόναχο η ελληνική κοινότητα τέλεσε μνημόσυνο για τα θύματα του Ίλιντεν, ενώ σε εκδήλωση στο Ξενοδοχείο Mirabbel της βαυαρικής πρωτεύουσας μίλησε ο Καθηγητής της Ιστορίας του Πανεπιστημίου Αθηνών Σπυρίδων Λάμπρος ο οποίος στον λόγο του επισήμανε ότι θα έλθει η ημέρα που και η Ελλάδα θα διεκδικήσει τα δίκαιά της στη Μακεδονία δια του πυρός και δια του ξίφους [29].


==================================================================
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

[8]-Βλ. τη συλλογή εγγράφων Osvoboditelnata Borba na Balgarite v Makedonija i Odrisko1902/1904. Diplomaticeski Dokumenti, έπιμ. έκδοσης N. Todorov, Σόφια 1978, σ. 35.
[9]- Βλ. ό.π., σ. 36
[10]- Βλ. τη συλλογή εγγράφων της Γενικής Διεύθυνσης Αρχείων, Arhivite Govorjat (25). Iz Arhiva na Goce Delcev, επιμ. έκδοσης Iva Burilkova-Coco Biljarski, Σόφια 2003, σ. 194.
[11]- Βλ. Το Άστυ, 26.7.1903.
[12]- Βλ. ό.π., 24.7.1903.
[13]- Βλ. ό.π., 26.7.1903.
[14]- Βλ. ό.π., 28.7.1903.
[15]- Βλ. ό.π., 29.7.1903.
[16]- Βλ. ό.π., 1.8.1903.
[17]- Βλ. ό.π., 27.7.1903.[18]- Βλ. ό.π., 27.8.1903.

[19]- Βλ. Τὸ Ἄστυ, 29.7.1903.
[20]- Βλ. Τὸ Ἄστυ, 3.8.1903
[21]-Βλ. Παράρτημα της έκθεσης του Δ. Καλλέργη προς τον Αθ. Ρωμάνο, Μοναστήρι 20.2.1904,στη συλλογή εγγράφων Οι Απαρχές του Μακεδονικού Αγώνα (1903-1904). 100 έγγραφα από τοΑρχείο του Υπουργείου Εξωτερικών της Ελλάδας, Εισαγωγή Βασίλης Γούναρης, Επιμέλεια-Σχολι-ασμός Π. Καραμπάτη - Π. Κολτούκη - Χρ. Μανδατζής - Ιακ. Μιχαηλίδης - Άγγ. Χοτζίδης, ΜουσείοΜακεδονικού Αγώνα, Θεσσαλονίκη 1996, σ. 139.
[22]- Βλ. Το Άστυ, 4.8.1903.
[23]- Βλ. ό.π., 10.8.1903.
[24]- Βλ. ό.π., 18.8.1903.
[25]- Βλ. ό.π., 24.8.1903.
[26]- Βλ. Τό Άστυ, 16.8.1903.
[27]- Βλ. ό.π., 25.8.1903.
[28]- Βλ. ό.π., 17.11.1903.[29]- Αυτόθι



ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ..............ΕΔΩ

Η ΠΟΡΕΙΑ ΚΑΙ Ο ΑΝΤΙΚΤΥΠΟΣ ΤΗΣ ΕΞΕΓΕΡΣΗΣ ΤΟΥ ΙΛΙΝΤΕΝ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ , μέρος 1

του Σπυρίδωνα Σφέτα
Περιοδικό Ελληνικά Θέματα της Εταιρείας των Μακεδονικών Σπουδών

Στις διμερείς σχέσεις Ελλάδας-Βουλγαρίας μετά το Συνέδριο του Βερολίνου (1878) κυριαρχούσαν τρία βασικά ζητήματα. Η τύχη του Ελληνισμού της Ανατολι­κής Ρωμυλίας, η άρση του βουλγαρικού σχίσματος και η οροθέτηση των σφαιρών επιρροής της Ελλάδας και της Βουλγαρίας στον ευρύτερο μακεδονικό χώρο. Και τα τρία ζητήματα ήταν στενά συνδεδεμένα.

Η Ελλάδα είχε κατανοήσει ότι η ημιαυτό­νομη Ανατολική Ρωμυλία ήταν μακροπρόθεσμα μια χαμένη υπόθεση, αλλά αποφά­σισε να στηρίξει τον εκεί Ελληνισμό (60.000) ως αντίρροπη δύναμη στις βουλγαρικές διεκδικήσεις επί της Μακεδονίας.

Η ελληνική θέση για τη Μακεδονία ήταν σαφής: η Ελλάδα διεκδικούσε την ιστορική Μακεδονία (το σημερινό ελληνικό τμήμα της Μακεδονίας και τη γραμμή Αχρίδας-Μοναστηρίου-Στρώμνιτσας-Μελενίκου) και πάντοτε ανέμενε από τη Βουλγαρία την εκδήλωση ενδιαφέροντος για τον καθο­ρισμό της διαχωριστικής γραμμής.

Το Οικουμενικό Πατριαρχείο ήταν πρόθυμο να προβεί σε άρση του βουλγαρικού σχίσματος, υπό τον όρο ότι ο Βούλγαρος Έξαρχος θα εγκατέλειπε την Κωνσταντινούπολη, θα εγκαθίστατο στη Σόφια και η δικαιοδο­σία του θα περιοριζόταν στη Βουλγαρική Ηγεμονία και την Ανατολική Ρωμυλία. Η Μακεδονία με την ευρύτερη σημασία του όρου θα παρέμενε στη δικαιοδοσία του Οικουμενικού Πατριαρχείου το οποίο δεν είχε αντίρρηση να τοποθετήσει Βούλγα­ρους επισκόπους σε επαρχίες που πλειοψηφούσε το σλαβικό στοιχείο, επιτρέποντας την τέλεση της θείας λειτουργίας στην εκκλησιαστική σλαβονική. Αυτό σήμαινε ότι ο Βούλγαρος Έξαρχος δεν θα μπορούσε να διεκδικεί τη χορήγηση σουλτανικών βερατιών για εξαρχικούς επισκόπους στη Μακεδονία. Αλλά το Πατριαρχείο κινού­νταν στο πλαίσιο της οικουμενικής του πολιτικής, ενώ η Εξαρχία ήταν πολιτικός θεσμός με ένα σαφή βουλγαρικό εθνοκεντρικό χαρακτήρα, σε πλήρη αρμονία με τις απώτερες βουλγαρικές βλέψεις στη Μακεδονία. Για τον λόγο αυτό ο Έξαρχος Josef I απέρριψε τις προτάσεις του Ιωακείμ του Γ κατά την πρώτη του θητεία (1878-­1884) για τις προϋποθέσεις της άρσεως του βουλγαρικού σχίσματος. Ο Έξαρχος παρέμεινε στην Κωνσταντινούπολη, χωρίς σύνοδο, και προσπαθούσε πάντα να εξασφαλίσει επισκοπικές θέσεις στη Μακεδονία.

Η επίσημη Βουλγαρία την περίοδο της διακυβέρνησης του ηγεμόνα Aleksander Battenberg (1879-1886) άφηνε αόριστα να εννοηθεί ότι δεν απέρριπτε προκαταβολικά την ιδέα της κατανομής της Μακεδο­νίας σε σφαίρες ελληνικής και βουλγαρικής επιρροής, αλλά επικαλούνταν πάντα την «εθνολογική γραμμή», χωρίς όμως να τη συγκεκριμενοποιεί. Εκτός των παραλίων, η Βουλγαρία φαινόταν γενικά απρόθυμη να αναγνωρίσει ελληνικές διεκδικήσεις στη μακεδονική ενδοχώρα. Η πραξικοπηματική προσάρτηση της Ανατολικής Ρωμυλίας από τη Βουλγαρική Ηγεμονία (Σεπτέμβριος 1885) και η εφαρμοσθείσα πολιτική του εκβουλγαρισμού των Ελλήνων ψύχραναν περισσότερο τις σχέσεις Αθήνας-Σόφιας. Η πολιτική της διατήρησης καλών σχέσεων με την Οθωμανική Αυτοκρατορία που εγκαινίασε ο Βούλγαρος Πρωθυπουργός Stefan Stambulov (1887-1894) αποσκο­πούσε στη βουλγαρική διείσδυση στη Μακεδονία μέσω της έκδοσης σουλτανικών βερατιών για Βούλγαρους επισκόπους και της κατασκευής της σιδηροδρομικής γραμμής Σόφιας-Κιούστεντιλ-Σκοπίων. Ο Stambulov αντιτάχθηκε στα ρωσικά σχέ­δια μετατροπής της Βουλγαρίας σε ρωσικό προτεκτοράτο και έτσι δεν αποκατα­στάθηκαν οι ρωσο-βουλγαρικές διπλωματικές σχέσεις που διακόπηκαν στις 6 Νοεμ­βρίου 1886, μετά την αποπομπή του Battenberg (Αύγουστος 1886) και την απόρ­ριψη από τους Βούλγαρους του υποψηφίου της Ρωσίας ως ηγεμόνα της Βουλγαρίας, του γεωργιανού πρίγκιπα Nikolaj Migrieli. Η Βουλγαρία θα αποβεί το πεδίο του ανταγωνισμού Αυστρο-Ουγγαρίας-Ρωσίας.

Λόγω ρωσικού βέτου η Υψηλή Πύλη δεν αναγνώρισε τον Ferdinand του Σαξωνικού Κοβούργου ως ηγεμόνα της Βουλ­γαρίας, τον οποίο είχε εκλέξει η Μεγάλη Βουλγαρική Εθνοσυνέλευση (6.7.1887). θι απειλές του Stambulov ότι θα εκδιώξει τους Έλληνες Μητροπολίτες από τη Βουλ­γαρία και δεν θα καταβάλει στην Υψηλή Πύλη τον φόρο της Ανατολικής Ρωμυλίας, η κρίση στις σχέσεις Οικουμενικού Πατριαρχείου και Υψηλής Πύλης λόγω του γνω­στού προνομιακού ζητήματος, η δυσαρέσκεια του Αβδούλ Χαμίτ από τις ταραχές στην Κρήτη (1889) και σε τελική ανάλυση η υποστήριξη της Βιέννης συνετέλεσαν ώστε το 1890 οι Βούλγαροι να αποκτήσουν εξαρχικούς επισκόπους στα Σκόπια και την Αχρίδα. Το πλήγμα που υπέστη το Οικουμενικό Πατριαρχείο ήταν ισχυρό, διότι de-jure η Υψηλή Πύλη αναγνώριζε τη δικαιοδοσία της βουλγαρικής Εξαρχίας στη Μακεδονία. Το 1894 οι Βούλγαροι απέκτησαν επίσης εξαρχικούς επισκόπους στα Βελεσσά και το Νευροκόπι. Ο Stambulov προωθούσε κυρίως το εκπαιδευτικό-εκκλησιαστικό βουλγαρικό έργο στη Μακεδονία, εκτιμώντας ότι έπρεπε πρώτα να διαμορφωθεί βουλγαρική εθνική συνείδηση, και απέρριπτε κάθε πρόωρη επανα­στατική ενέργεια που θα επιδείνωνε τις σχέσεις της Βουλγαρίας με την Οθωμανική Αυτοκρατορία. Οι επιτυχίες στο εκκλησιαστικό είχαν ενισχύσει την πεποίθηση των βουλγαρικών πολιτικών παραγόντων ότι το Μακεδονικό ήταν βουλγαρικό ζήτημα και μια χαμένη υπόθεση για τους Έλληνες και τους Σέρβους. Έτσι, οι βουλγαρικές κυβερνήσεις απέρριπταν κάθε συζήτηση για κατανομή της Μακεδονίας σε σφαίρες επιρροής και επιδίωκαν μονάχα τη λύση της αυτονομίας ως μέσου προσάρτησης στη Βουλγαρία, κατά το παράδειγμα της Ανατολικής Ρωμυλίας. Αλλά στη βουλ­γαρική πολιτική σκηνή δεν ήταν αμελητέα η επιρροή των Βουλγαρομακεδονικών κύκλων. Ένα σημαντικό τμήμα των αξιωματικών του βουλγαρικού στρατού προ­ερχόταν από τη Μακεδονία και αποτελούσε μια ισχυρή ομάδα πίεσης στη χάραξη της βουλγαρικής εξωτερικής πολιτικής.

Οι βουλγαρομακεδονικοί κύκλοι στήριζαν τις ελπίδες τους για μια επαναστατική λύση του Μακεδονικού κυρίως στη Ρωσία. Η ρωσική διπλωματία καλλιεργούσε τέτοιες πεποιθήσεις κυρίως για την ανατροπή του Stambulov και τη μείωση της αυστριακής επιρροής στη Βουλγαρία, πράγμα που πέτυχε. Το 1894 έπεσε η κυβέρνηση Stambulov και ο ίδιος ο Stambulov δολοφονή­θηκε το 1895 από Βουλγαρομακεδόνες. Ο νέος πρωθυπουργός Konstantin Stojlov (1894-1899) αποκατέστησε το 1896 τις ρωσο-βουλγαρικές διπλωματικές σχέσεις, ο Ferdinand αναγνωρίστηκε διεθνώς ως ηγεμόνας της Βουλγαρίας, ο διάδοχος του θρόνου, πρίγκηπας Boris, μεταβαπτίστηκε σύμφωνα με το ορθόδοξο τυπικό και η Βουλγαρία περιήλθε στη σφαίρα της ρωσικής επιρροής. Ωστόσο, οι προσδοκίες της Βουλγαρίας για ρωσική υποστήριξη της αυτονομίας της Μακεδονίας δεν δικαιώ­θηκαν. Μετά το 1896 το κέντρο της ρωσικής πολιτικής ήταν η Άπω Ανατολή. Στη βαλκανική της πολιτική η Ρωσία ενέμενε στη διατήρηση του status-quo, πράγμα που επισημοποίησε σε συμφωνία με την Αυστρο-Ουγγαρία τον Απρίλιο του 1897. Η μακεδονική της πολιτική ήταν αυστηρά ισορροπημένη. Επιδίωξε το 1896 την άρση του βουλγαρικού σχίσματος με τους όρους του Οικουμενικού Πατριαρχείου, πράγμα που απέρριψαν οι Βούλγαροι, και έλαβε σοβαρά υπόψη και τα σερβικά συμφέροντα στη Μακεδονία. Η Ρωσία, απασχολημένη με τα προβλήματα της Άπω Ανατολής και αντιμετωπίζοντας τον ιαπωνικό κίνδυνο, δεν ευνοούσε επαναστατι­κές ταραχές στη Μακεδονία ούτε ήταν πρόθυμη να στηρίξει στρατιωτικά τη Βουλ­γαρία σε περίπτωση βουλγαροτουρκικού πολέμου.

Ωστόσο, η εξωτερική πολιτική της Βουλγαρίας καθοριζόταν από τον ηγεμόνα Ferdinand και την ηγεσία του στρατεύματος στο οποίο ως ομάδα πίεσης δρούσε και το βουλγαρομακεδονικό λόμπυ. Οι ηγέτες των πολυδιασπασμένων πολιτικών κομμάτων της Βουλγαρίας ήταν στην ουσία μαριονέτες του ηγεμόνα Ferdinand, ο οποίος νωρίς έδωσε το στίγμα του λεγόμενου «προσωπικού καθεστώτος». Το «Ανώ­τατο Μακεδονικό Κομιτάτο» της Σόφιας ήταν υπό την άμεση κηδεμονία της βουλ­γαρικής αυλής και του Υπουργείου Πολέμου, έχοντας υπερφαλαγγίσει τη V.M.R.O. στη Θεσσαλονίκη. Η ευνοϊκή για την Ελλάδα τροπή του Κρητικού ζητήματος μετά τον ατυχή ελληνο-τουρκικό πόλεμο του 1897 (αυτονομία της Κρήτης με ύπατο αρμοστή τον πρίγκιπα Γεώργιο, αποχώρηση των τουρκικών στρατευμάτων και εγκατάσταση διεθνών στρατευμάτων) λειτούργησε στη Βουλγαρία ως πρότυπο και για μια ανάλογη λύση του Μακεδονικού. Από τα τέλη του 19ου αιώνα όλο και εμφανέστερα τα βουλγαρομακεδονικά κομιτάτα τόνιζαν την ανάγκη μεταρρυθμί­σεων στη Μακεδονία κατά το παράδειγμα της Κρήτης.

Για να διευρύνει τη βάση της η V.M.R.O. to 1902 άλλαξε το καταστατικό της, απέβαλε το στενό της βουλγαρικό χαρακτήρα και κάλεσε σε συστράτευση όλα τα δυσαρεστημένα στοιχεία, ανεξαρ­τήτως εθνότητας, σε έναν επαναστατικό αγώνα με σκοπό την πολιτική αυτονομία της Μακεδονίας. Στην ουσία όμως η V.M.R.O. από to 1901, μετά τη σύλληψη των μελών της Κεντρικής Επιτροπής (Hristo Tatarcev, Hristo Matev) στις αρχές του 1901 στη Θεσσαλονίκη από τις οθωμανικές αρχές, ποδηγετούνταν από το «Ανώτατο Μακεδονικό Κομιτάτο», τους λεγόμενους βερχοβιστές (τον καθηγή Mihajlovski και το στρατηγό Concev). Οι βερχοβιστές είχαν επιλέξει την οδό της υπόθαλψης εξεγέρ­σεων στη Μακεδονία, ώστε να διεθνοποιηθεί το Μακεδονικό Ζήτημα και να επέμ­βουν οι Μεγάλες Δυνάμεις. Οι ταραχές στη Τζουμαγιά (Σεπτέμβριος-Οκτώβριος 1902) ήταν ο προάγγελος των συμβησομένων. Παρά τις συμβουλές του Υπουργού Εξωτερικών της Ρωσίας, Lambsdorf, κατά την επίσκεψη του στη Σόφια τον Δεκέμ­βριο του 1902, να επιδείξουν οι Βούλγαροι σύνεση και υπομονή, σε συνέδριο της στη Θεσσαλονίκη τον Ιανουάριο του 1903, η V.M.R.O. αποφάσισε μια ένοπλη εξέ­γερση.

Στο συνέδριο συμμετείχαν μονάχα 17 εκπρόσωποι και απουσίαζαν οι βασι­κοί παράγοντες της V.M.R.O., όπως οι Goce Delcev, Dame Gruev, Pere Tosev, Gjorce Petrov, Jane Sandanski. Οι Matev και Tatarcev, μετά την αποφυλάκιση τους το 1902, δεν είχαν το δικαίωμα παραμονής στη Μακεδονία και εγκαταστάθηκαν στη Σόφια. Η V.M.R.O., ουσιαστικά ακέφαλη στα χέρια του φιλοβερχοβιστή Ivan Garvanov, έλαβε μια μοιραία απόφαση. Σήμερα είναι τεκμηριωμένο ότι καταλυτική επίδραση στη λήψη της απόφασης είχαν οι υποσχέσεις βουλγαρικών στρατιωτικών κύκλων (κυρίως του Υπουργού Πολέμου Paprikov) ότι η Βουλγαρία θα συνδράμει στρατιω­τικά τους εξεγερμένους κηρύσσοντας ακόμα και πόλεμο εναντίον της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας [1]. Όταν έγινε γνωστή η απόφαση, οι Goce Delcev, Gjorce Petrov και Jane Sandanski τάχτηκαν εναντίον μιας πρόωρης εξέγερσης, την οποία χαρακτήρι­σαν ως αυτοκαταστροφή. Η Βουλγαρία δεν ήταν προετοιμασμένη για πόλεμο με την Οθωμανική Αυτοκρατορία και προφανώς ήθελε να εκμεταλλευτεί την επικεί­μενη εξέγερση για τη διεθνοποίηση του Μακεδονικού. Η ανατίναξη τον Απρίλιο του 1903 του γαλλικού ατμόπλοιου Quadalquivir στο λιμάνι της Θεσσαλονίκης και της οθωμανικής τράπεζας από νεαρούς Βούλγαρους αναρχικούς, τους γεμιτζήδες, ήταν το προανάκρουσμα της επικείμενης εξέγερσης.

Η Ελλάδα είχε ως άξονα της πολιτικής της, πέρα από την προώθηση του εκπαι­δευτικού και του εκκλησιαστικού έργου, την κατανομή του ευρύτερου μακεδονικού χώρου σε ελληνική και σλαβική ζώνη επιρροής. Η Σερβία, για την οποία το βιλαέτι του Κοσόβου (με πρωτεύουσα τα Σκόπια) δεν συμπεριλαμβανόταν στον μακεδονικό χώρο, αλλά αποτελούσε την Παλαιά Σερβία, δεν ήταν βασικά αντίθετη στη ιδέα της διανομής. Κατά τις σχετικές ελληνο-σερβικές διαπραγματεύσεις στην τελευταία δεκαετία του 19ου αιώνα η Αθήνα και το Βελιγράδι συμφωνούσαν ότι η νότια ζώνη ήταν ελληνική και η βόρεια σλαβική, αλλά υπήρχαν ορισμένες διαφωνίες σχετικά με την επιδίκαση ορισμένων πόλεων της μεσαίας ζώνης στην Ελλάδα ή τη Σερβία [2].

Αντίθετα, τέτοια βάση συνεννόησης δεν υπήρχε με τη Βουλγαρία, τουλάχιστον από το 1890 και κατόπιν. Όταν τον Δεκέμβριο του 1896 ο Βούλγαρος Πρωθυπουργός, Konstantin Stojlov, πρότεινε στην ελληνική κυβέρνηση να αναληφθεί μια συλλογική πρωτοβουλία Ελλάδας, Σερβίας και Βουλγαρίας για την εισαγωγή μεταρρυθμίσεων στη Μακεδονία, ώστε να καταστεί «προνομιούχος» επαρχία, τον Μάρτιο του 1897, ενόψει των προετοιμασιών για πόλεμο με την Τουρκία, ο Υπουργός Εξωτερικών Αλέξανδρος Σκουζές απάντησε ότι η ελληνική κυβέρνηση είναι πρόθυμη για την έναρξη διαπραγματεύσεων, αλλά με αντικείμενο αποκλειστικά τον καθορισμό των ελληνο-βουλγαρικών σφαιρών επιρροής στη Μακεδονία, αναγνωρίζοντας ωστόσο στη Βουλγαρία το δικαίωμα διεξόδου στο Αιγαίο [3].

Το ζήτημα επανέφερε προς συζήτηση ο Πρωθυπουργός και Υπουργός Εξωτερικών, Αλέξανδρος Ζαΐμης, τον Οκτώβριο του 1897, μετά την ήττα της Ελλάδας στον ελληνο-τουρκικό πόλεμο και ενόψει των διαπραγματεύσεων για τη σύναψη συνθήκης ειρήνης. Πρότεινε στον Βούλγαρο διπλωματικό πράκτορα στην Αθήνα, Petar Dimitrov, να καθορίσουν η Ελλάδα, η Βουλγαρία και η Σερβία τις σφαίρες επιρροής τους στη Μακεδονία, χαρακτηρίζοντας ως ουδέτερη μια ζώνη, στην οποία θα είχαν διεκδικήσεις και οι τρεις πλευρές [4]. Η βουλγαρική κυβέρνηση του Stojlov απάντησε διπλωματικά στις 13 Νοεμβρίου ότι δέχεται βασικά να συζητήσει το θέμα, αλλά με τον όρο ότι η ελλη­νική κυβέρνηση να καθορίσει επακριβώς τη γεωγραφική περιοχή που διεκδικεί, όπως και την ουδέτερη ζώνη [5]. Ένα μήνα αργότερα ο Ζαΐμης άφησε να εννοηθεί ότι η ελληνική κυβέρνηση θα γνωστοποιήσει τα βόρεια όρια της ουδέτερης ζώνης, αλλά αναμένει ότι ταυτόχρονα και η Βουλγαρία θα αποσαφηνίσει τα νότια όρια της ουδέτερης ζώνης [6]. Τέτοιες υπεκφυγές αποδείκνυαν την αμοιβαία καχυποψία. Η Βουλγαρία, έχοντας εξασφαλίσει τον Οκτώβριο του 1897 τρία νέα σουλτανικά βεράτια για εξαρχικούς επισκόπους στη Δίβρα, το Μοναστήρι και τη Στρώμνιτσα, ως αποτέλεσμα της ουδέτερης στάσης που τήρησε στον ελληνο-τουρκικό πόλεμο, σε καμιά περίπτωση δεν δεχόταν τη λύση της διανομής και απλά ήθελε να βολιδο σκοπήσει τη στάση της Ελλάδας. Η απόρριψη επίσης και των ρωσικών προτάσεων το 1896 για την άρση του βουλγαρικού σχίσματος [7] , όπως και η συνεχής εκδίωξη του Ελληνισμού της Ανατολικής Ρωμυλίας με την υφαρπαγή των σχολείων του και των εκκλησιών του και τον εξαναγκασμό του να προσχωρήσει στην Εξαρχία είχαν οξύνει περισσότερο τις διμερείς σχέσεις.

Στις αρχές του 20ού αιώνα η ελληνική εξωτερική πολιτική σε σχέση με τη Βουλ­γαρία ήταν πλέον σαφής: καμιά περαιτέρω προσπάθεια συνεννόησης, καμιά πρω­τοβουλία για άρση του σχίσματος, διατήρηση της υπάρχουσας κατάστασης στη Μακεδονία και καλλιέργεια φιλικών σχέσεων με την Οθωμανική Αυτοκρατορία. Προς την ίδια πολιτική προσανατολίστηκε και το Οικουμενικό Πατριαρχείο. Οι φόβοι της κυβέρνησης Θεοτόκη ότι η επανεκλογή του Ιωακείμ του Γ' στον πατρι­αρχικό θρόνο θα ήταν επιζήμια για τα ελληνικά εθνικά συμφέροντα λόγω των φιλορωσικών του αισθημάτων δεν δικαιώθηκαν. Επανεκλεγείς στον Οικουμενικό Θρόνο τον Μάιο του 1901 ο Ιωακείμ ο Γ', λόγω των νέων πολιτικών συγκυριών, εφάρμοσε μια μετριοπαθή εθνική πολιτική, συνάδουσα πλήρως με τα ελληνικά συμ­φέροντα.

==================================================================
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

[1]-Βλ. Τ. Vlahov, Krizata ν balgaro-turskite otnosenija 1895-1908, Σόφια 1977, σ. 41.
[2]-Το 1890 ο Σέρβος πρέσβης στην Κωνσταντινούπολη, Stojan Novakovic, είχε τις πρώτες συνο­μιλίες με τον Μαυροκορδάτο για την κατανομή της Μακεδονίας σε ελληνική και σερβική σφαίρα επιρροής: η βόρεια ζώνη επιδικάστηκε στη Σερβία, η νότια στην Ελλάδα, αλλά υπήρξε διαφωνία για τη μεσαία (και οι δύο πλευρές διεκδικούσαν τη Στρώμνιτσα, το Μοναστήρι, το Κρούσεβο και την Αχρίδα). Το 1892, μετά την επίσκεψη του Τρικούπη στο Βελιγράδι τον Ιούνιο του 1891, η κυβέρνηση Pasic έστειλε στην Αθήνα τον Βλάχο στην καταγωγή από την Ήπειρο Vladan Djordjevic για νέες διαπραγματεύσεις με την ελληνική κυβέρνηση. Ο Στέφανος Δραγούμης, Υπουργός Εξωτερικών στην κυβέρνηση Τρικούπη, υπέβαλε στον Djordjevic τις ακόλουθες προτάσεις: 1) στην ελληνική σφαίρα να παραμείνουν το Νευροκόπι, το Μοναστήρι, ο Περλεπές και το Κρούσεβο, 2) οι αλβανικές περιοχές μέχρι τη Στρούγκα και τη Δίβρα στη σερβική σφαίρα. Η σερβική κυβέρνηση απέρριψε τις προτά­σεις. Το 1899 διεξήχθηκαν στην Αθήνα και οι τελευταίες (ατελέσφορες) ελληνοσερβικές συνομιλίες μεταξύ του Υπουργού Εξωτερικών Ρωμανού στην κυβέρνηση Θεοτόκη και του Σέρβου εκπροσώπου Milicevic. Η σερβική πλευρά πρότεινε την κατάργηση των σερβικών προξενείων με αντάλλαγμα την εξασφάλιση επισκοπικών θέσεων: Κατάργηση του προξενείου του Μοναστηρίου με αντάλλαγμα τον διορισμό Σέρβου επισκόπου στα Βελεσσά, κατάργηση του προξενείου Σερρών με αντάλλαγμα τον διορισμό του Φιρμιλιανού στα Σκόπια και κατάργηση του προξενείου Θεσσαλονίκης με αντάλλαγμα την κατοχύρωση των επισκοπικών θέσεων στα Σκόπια και τα Βελεσσά. Η Ελλάδα ζήτησε πρώτα την κατάργηση των προξενείων και μετά τον διοριοσμό των επισκόπων.
[3]- Centralen Drzaven Istoriceski Arhiv (CDIA), Fond 176, Opis 1, Arhinva Edinica 1008, Dimitrov προς Stojlov, Εμπιστευτικό, Αθήνα, 22.3.1897.
[4]- CDIA, Fond 176, Opis 1, Arhivna Edinica 1008, Dimitrov προς Stojlov, Εμπιστευτικό, Αθήνα, 15.10.1897.
[5]- CDIA, Fond 322, Opis 1, Arhivna Edinica 4, Stojlov προς Dimitrov, Εμπιστευτικό, Σόφια, 13.11.1897
[6]- CDIA, Fond 176, Opis 1, Arhivna Edinica 1008, Dimitrov προς Stojlov, Εμπιστευτικό, Αθήνα, 13.12.1897.
[7]- Οι προτάσεις του Ρώσου πρέσβη στην Κωνσταντινούπολη Nelidov ήταν οι ακόλουθες: ο Έξαρχος να εγκατασταθεί στη Σόφια και η δικαιοδοσία του να περιοριστεί στην Ηγεμονία, να συμμετέχει στις εργασίες της Πατριαρχικής Συνόδου της Κωνσταντινουπόλεως, ο Πατριάρχης να διορίζει Βούλγαρους μητροπολίτες στη Μακεδονία από τους υποψηφίους που θα πρότεινε ο Έξαρχος, αλλά μονάχα στις επαρχίες όπου οι Βούλγαροι αποτελούσαν την πλειοψηφία. Στις επαρχίες όπου οι Βούλγαροι ήταν μειοψηφία, θα υπήρχε Βούλγαρος Επίσκοπος. Ο Nelidov ισχυριζόταν ότι η ελληνική κυβέρνηση, το Οικουμενικό Πατριαρχείο και η Ρωσική Σύνοδος δέχονταν αυτούς τους όρους. Βλ. P. Popov, Balkanskata Politika na Balgarija 1894-1898, Σόφια 1984, σ. 82. Η Ρωσία ενδιαφερόταν περισ-σότερο για την ενότητα της ορθοδοξίας, ώστε να μην επωφελείται η ουνιτική και η προτεσταντική προπαγάνδα από τη διάσπαση της. Η Ελλάδα δεν ήταν αρνητική στη ρωσική πρωτοβουλία, διότι περιείχε τη βασική γραμμή της οροθέτησης του ελληνισμού από τον σλαβισμό.


ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ..............ΕΔΩ

Πέμπτη 24 Ιουλίου 2008

ΤΟ ΚΙΝΗΜΑ ΤΗΣ 29ης ΙΟΥΛΙΟΥ 1903, μέρος 4

Κάποτε ό Παγιερές πήγε στήν Γκίρτσιστα μέ τό Ρώσο συνταγματάρχη τής Χωροφυλακής Σμπίρσκη. Οί γυναίκες τού χωριού έπεσαν στά πόδια τους και τούς παρακαλούσαν νά τούς προστατεύσουν άπό τούς «ελευθερωτές» κομιτατζήδες! Ό Ρώσος συνταγματάρχης παρόλο πού ήταν φιλοβούλγαρος, όπως όλοι οί άλλοι συνάδελφοι του, δέν μπορούσε νά συγκράτηση τήν αγανάκτηση του. Σ' όλη τή σιδηροδρομική διαδρομή τους, ώς τή Θεσσαλονίκη, έβριζε τούς κομιτατζήδες και τούς αποκαλούσε ληστοσυμμορίτες.

Ό Γερμανός δημοσιογράφος φον Τίζκα είπε τού Παγεριές ότι οί κομιτατζήδες είναι άγριώτεροι και από τούς Κούρδους και ότι ειχε δει άλλα 18 ομα­δικά κακουργήματα, οπός τής Γκίρτσιστας.

Μά και ό ίδιος, ο πρώην και έπειτα πρωθυπουργός τής Βουλγαρίας, Ντά-νεφ δήλωσε στή Σόφια τό Δεκέμβριο τού 1905: «Μάλιστα! Είχαμε άπατηθή. Πιστεύαμε ότι ή Μακεδονία είναι μιά καθαρή βουλγαρική Επαρχία. "Οταν βρήκαμε αντίσταση, τά χάσαμε. Τά Κομιτάτα έκαμαν εγκλήματα τερατώδη».

Τό Κομιτάτο τής Β.Μ.P.O. κατηγόρησε τούς Βέρχοβιστ ότι ξεπέρασαν τούς Γεννίτσαρους σ' αγριότητα. Εκείνοι τούς απαντούσαν ότι αυτοί ήταν χειρότεροι και άπό τούς Τατάρους.

Ό Παγιερές αναγράφει επίσης ότι στις 10 Ιουλίου 1904 ο Μιχαήλ Βασιλείου άπ' το Κομανίτζοβο τής Καστοριάς, αφού αντιστάθηκε μέ τον αδελφό του στους κομιτατζήδες, έφυγε σε κάποιο γειτονικό σπίτι. Τότε οί κομιτατζήδες κατα­κρεούργησαν τή μητέρα τους, τον θειο και ένα παιδάκι 8 χρονών, πού τού ήπιαν μάλιστα το αίμα. Ό Ιταλός αξιωματικός τής Χωροφυκακής τού τα επιβεβαί­ωσε όλα, εκτός τού ότι ήπιαν το αίμα τού μικρού...

Ό ΐδιος ό Βούλγαρος πρωθυπουργός στρατηγός Πετρώφ δήλωσε στην Βουλγαρική Βουλή ότι οί Βούλγαροι δέν επιδίωκαν τίποτα άλλο στή Μακεδο­νία παρά ν' αποκτήσουν οί «ομογενείς» τους βουλγαρική εθνική συνείδηση και βουλγαρικό εθνικό χαρακτήρα. Μά τί είδους «ομογενείς» ήταν αυτοί, πού δέν είχαν ούτε βουλγαρική εθνική συνείδηση ούτε βουλγαρικό εθνικό χαρακτήρα; Και πώς θά τούς εμφυσούσαν τά καινούργια αυτά αισθήματα και θά τούς έκα­ναν καλούς Βουλγάρους; Ό πρωθυπουργός και στρατηγός δέν τό διασαφηνίζει. Είναι όμως φανερό ότι εννοούσε την επέμβαση τών κομιτατζήδων και τήν πει­στική εύγλωττία τής κάμας τους... θεωρούσε, όπως και οί άλλοι Βούλγαροι, τούς σλαβόφωνους τής Μακεδονίας αναφαίρετη και αποκλειστική τους ιδιοκτη­σία και ότι μπορούσαν επομένως νά κάνουν σ' αυτούς ότι ήθελαν χωρίς νά δι­καιούνται νά επέμβουν άλλοι.

Ό Γάλλος συνταγματάρχης και διοικητής τής Χωροφυλακής τού σαντζακίου (νομαρχίας) Σερρών δήλωσε στον Παγιερές και στον «Παρισινό Χρόνο» ότι είδε σ' ένα χωριό κοντά στό Πετρίτσι ένα σπιτάκι καμμένο, μιά γυναίκα και δυο παιδάκια απανθρακωμένα και τον πατέρα νεκρό μέ πλήθος μαχαιριές...

Πήρε ό συνταγματάρχης και επιστολή τού περιβόητου Σανλάσκη. Ό άρχικομιτατζής, πού παρίστανε τον σοσιαλιστή και τον αυτονομιστή και «Μακε­δόνα», έγραφε ότι αναγκάζονταν νά σκοτώνουν γυναίκες και παιδιά γιατί ήθε­λαν νά τρομοκρατήσουν εκείνους πού είχαν πρόθεση νά τούς προδώσουν, δηλ. μπορούσε νά τιμωρή προκαταβολικά εκείνους, πού θά ήταν ίσως πιθανόν νά προδώσουν στό μέλλον!

"Ενας Γάλλος αρχαιολόγος, φίλος τού Παύλου Μελά, πού γύριζε εκείνη τήν εποχή στά μέρη τής Θεσσαλονίκης και τών Σερρών γιά αρχαιολογικές έρευ­νες, τούγραφε:
«Κάθεστε και σφάζεστε άπ' τούς Βουλγάρους και μόνο μνημό­συνα ξέρετε νά κάμετε».

Στή τσάντα τού βοεβύδα στήν περιοχή Σερρών, Τάσκα, πού έπεσε στά χέ­ρια τών Τούρκων στρατιωτών, βρέθηκε τό έξης γράμμα. Θά τό έγραψε ένας άπ' τούς ελάχιστους Βουλγάρους τών Σερρών, πιθανότατα ό βουλγαροδιδάσκαλος:
«Τσεκούρι στον ντοκτόρ Γιάννη
Μολύβι στον Έλληνα πρόξενο.
Μαχαίρι στον Έλληνα Μητροπολίτη.
Είμαστε σέ συνεννόηση μέ πρόσωπο, πού θά καταφυγή στο σώμα μας. Ά­πό σήμερα καταστρώνουμε τά σχέδια γιά τό ξεκαθάρισμα τού ντοκτόρ Γιάννη, τού Μαρκάτζη και άλλων Έλλήνο^ν προκρίτοον. "Ολοι συχνάζουν στο καφενείο Μπέκ μπακτσέ. Γνωρίζεις τον ντοκτόρ Γιάννη. Υπάρχει κανένα παιδί στο σώ­μα σου πού νά τον έχει δή και νά τον ξέρη; "Αν υπάρχουν τέτοια παιδιά, θά μπο­ρέσουμε νά τά χρησιμοποιήσουμε μαζί μέ τον δικό μας άνθρωπο. IIρέπει λοι­πόν νά έρθουν εδώ μεταμφιεσμένοι και μαζί μέ τον δικό μας άνθρωπο νά πάνε στο καφενείο και μόλις δούν τό γιατρό μέ τήν παρέα του νά τούς σκοτώσουν Ο­λους γραμμή, αλύπητα σάν σκυλιά.
Σέρρες, 9 Αυγούστου».

Ό βοεβόδας δέν αποδέχθηκε τήν πρόταση. Στήν απάντηση του, πού κα­τασχέθηκε επίσης άπ' τον τουρκικό στρατό, γράφει:
«Τό καθάρισμα στήν πό­λη δέ μπορεί νά γίνη παρά άπό ανθρώπους πού δέν είναι ύποπτοι και έχουν τον καιρό και τή δυνατότητα νά παρακολουθήσουν τον γιατρό. Οί δικοί μου αποκλείονται. "Επειτα ή πράξη πρέπει νά γίνη άργά, γιατί τό μέρος είναι πολυσύ­χναστο. Ποιο είναι εκείνο τό πρόσωπο πού θέλει νάρθη μαζί μου; Δέν τον δέ­χομαι, άν δέν κάμη πρώτα ένα φόνο Γραικού.
Τάσκας».


Ό ντοκτόρ Γιάννης, ό γιατρός δηλ. Ίωάννης Θεοδωρίδης, ύποπρόξενος τής Μεγάλης Βρεταννίας, τό έσκασε ευθύς στήν Αθήνα μόλις έμαθε τό περιε­χόμενο τής αλληλογραφίας Τάσκα. (Τά γράμματα τού Τάσκα, καθώς και τού Μβάν Καρασούλη και τού Αποστόλου Πετκώφ προέρχονται άπ' τό αρχείο τού στρατηγού Κακάβου, πού υπηρέτησε στο Προξενείο τής Θεσσαλονίκης σ' όλη τή διάρκεια τού Αγώνα).

Στο πτώμα τού βοεβόδα Τβάν Καρασούλη, πού εξοντώθηκε μαζί μέ τούς 30 κομιτατζήδες του άπό τουρκικό απόσπασμα κοντά στή Γευγελή (στο Σμόλ) βρέθηκε τό έξης γράμμα:
«Αδελφέ μας Τβάν,
Είμαστε σύμφωνοι στο ζήτημα τής τιμωρίας τών Γραικομάνων.
Σου στέλνομε τον σχετικό κατάλογο. Απαγορέψαμε και τό εμπόριο μέ τούς γραικόμάνους. Δώστε και εσείς ανάλογες διαταγές στά χωριά. "Αν συναν­τήσετε τον Άγο Ντάνη και τον Γρηγ. Στρωμενίτσαλη, ξεκάματε τους, γιατί εΐναι γραικομάνοι και προδότες, οί άθλιοι. Αποφασίσαμε νά ξεκαθαρίσουμε και τρεις γραικομάνους τής πολιτείας μας, τον Χρήστο Σεκερτζή, τον διευθυντή τού σχολείου και τον Βασίλη Σούεφ.

Γνωρίστε μας αν πήρατε τις 40 λίρες πού συγ­κέντρωσε ό Τβάν Άγκώφ άπ' τό χωριό του.
Υστερόγραφο: Άπαγορέψτε αυστηρότατα νά πηγαίνουν οί χωρικοί σέ χάνια γραικόμάνων, όπως ό Ραντινέλης και ό Στόιτσες».

Τό ώραιο αυτό γράμμα θά τό έγραψε ό πρόεδρος τής Επιτροπής Γευγε­λής. Εστειλαν στον Ιβάν «διά τά περαιτέρω» τον κατάλογο αρκετών προγεγραμμένων γραικομάνων. Γιά νά μήν πέσουν κάτω, αποφάσισαν νά δολοφονή­σουν και οί ΐδιοι μέ δικά τους Οργανα τρεις άλλους μέσα στήν πόλη...
Τό άλλο Κομιτάτο είχε κατηγορήσει τον Ιβάν Καρασούλη σέ εφημερίδες και έντυπα γιά αιμοβόρο και αχόρταγο λήσταρχο.Αποδεικνύεται όμως ότι ή­ταν χειρότερος του ό Γευγελιώτης αντιπρόσωπος τού Κομιτάτου...
Εϊναι άξιο νά σημειωθή ότι άπό ένα μόνο χωριό είχαν συγκεντρωθή γιά τά ...μικρά έξοδα τού άρχικομιτατζή 40 λίρες, ποσό πολύ σημαντικό εκείνη τήν εποχή. "Αν προοριζόταν γιά τό ταμείο τού Κομιτάτου, δέν υπήρχε κανείς λό­γος νά σταλούν στον Ίβάν, πού γύριζε και ζούσε στά βουνά και τά χωριά.

Χαρακτηριστικό είναι και τό γράμμα τού μεγάλου βοεβόδα Άποστόλ, τού «Ήλιου τού Βαρδάρη», προς τον δικό μας κτηνοτρόφο Δημήτρη. Είναι λακωνικότατο, χωρίς πρόλογο ή επίλογο:
«Δημήτριε Κεχαγιά, Μόλις πάρης τό γράμμα μου νά μου στείλης αμέσως 30 λίρες.
Μέ φιλικούς χαιρετισμούς Βοεβόδας Άποστόλ Πετκώφ.
8 Ιουλίου 1904».


Και επειδή ό τσέλιγκας δέν συμμορφώθηκε μέ τήν διαταγή, τού σκότω­σαν τό γιό! Τον αντάμωσε τότε ό Παγιαρές στή Γευγελή και τον άκουσε νά διαμαρτύρεται εναντίον όλων και ιδιαίτερα τών Ρώσων αξιωματικών τής Χω­ροφυλακής.

Στις 15 Ιουλίου 1904 τηλεγράφησε ό Πρόξενος Θεσσαλονίκης (ό Κορο-μηλάς) ότι οί ζημίες, πού είχαν κάμει οί Βούλγαροι στά κτήματα τών δικών μας τής Γουμένιτσας (αμπέλια, μορεόδενδρα, αχυρώνες κτλ.) ξεπερνούσαν τις 4.000 χρυσές λίρες. Οί εχθροί πού έπρεπε νά ρημαχτούν και νά εξαφανιστούν δέν ήταν μ,όνον οί γραικομάνοι και οί "Ελληνες, μά και τά άψυχα κτήματα τους! Ή αναφορά τού Προξένου Σερρών Σαχτούρη προς τό Ύπουργεΐον Εξωτερι­κών άπό 11 Όκτο^βρίου 1907 τονίζει ότι οί Βούλγαροι, γιά νά εξαναγκάσουν τις έλληνοβλάχικες οικογένειες τής Στάρτιτσας τού Νευροκοπίου νά υποκύψουν και νά γίνουν Βούλγαροι ή νά φύγουν, άφού σκότωσαν πολλούς, κατάστρεψαν τώρα και τά καπνά και όλη τήν εσοδεία τους. Επίσης τήν άνοιξη χάλασαν πολλά αμπέλια τού Μελενίκου. Στις 4 Όκτωβρίου θανάτωσαν 3 βλάχους αγω­γιάτες και τραυμάτισαν βαρύτατα άλλους τρεις, γιά νά μή μπορέσουν οί Μελε-νικιώτες νά μεταφέρουν τά σταφύλια τους στήν πόλη !

Σά νά μήν έφταναν οί καταστροφές τών άψυχων και ή σφαγή τών έμψυ­χων, έβαλαν σέ ενέργεια και τον εμπορικό πόλεμο, πού ήταν φοβερό πλήγμα γιά τούς έμποροεπαγγελματίες, άφού Ολα σχεδόν τά χωριά ήταν κάτω άπ' τήν επιταγή και τήν τρομοκρατία τού Κομιτάτου.

Ζωντανή εικόνα μας δίνει ένα γράμμα άπ' τήν Γουμένιτσα, πού έστειλε, στις 2 Απριλίου 1904, στον Παύλο Μελά ό γιατρός "Αγγελος Σακελλαρίου:
«Άπ' αρχής ό άγων διεξήχθη πεισματώδης μεταξύ Γιαννιτσών και Γευγελής, όπου περιλαμβάνονται 40 χωριά. Αντιστάσεως μή ούσης κατελήφθη τό πλεί­στον τού τμήματος τούτου διά τών δολοφονιών, τής αμείλικτου φορολογίας και τής τρομοκρατίας. Είναι αληθές ότι έν Κρίβα, Μποέμιτσα, Γοργόπη, Πετρόβω, Βόζιτς, Βουσινόβο, Ιίέτκω, Τσερναρέκα, υφίστανται εισέτι σχολεία και κοινό­τητες, άλλ' είναι επίσης αληθές ότι ταύτα διατηρούνται τυπικώς. Περί τής Γουμενίτσης, τής κατεχούσης τό κέντρον Ολου τούτου τού τμήματος, πρέπει νά έ­χω τό μυαλό μου εις τήν θέσιν του και τήν δύναμιν νά συγγράψω όλοκληρον τό-μον, όπως δυνηθώ νά σού παράσχω άμυδράν ίδέαν τού βαθμού και τών άπειρων περιπετειών τού απεγνωσμένου αγώνος.
Οί περισσότεροι τών ακραιφνών Ελλήνων κατακρεουργήθησαν ή έξε-πατρίσθησαν φεύγοντες τον βέβαιον θάνατον. "Οταν λάβετε ύπ' όψιν Οτι άπό μηνός σχεδόν έκοινοποιήθη άπό μέρους τού κομιτάτου διαταγή εις τούς χω­ρικούς νά ύποβάλωσι επισήμως αναφοράς ότι ασπάζονται τό σχίσμα, νά έτοιμάσοσι έκαστον χωρίον, αναλόγως τού αριθμού τών οικογενειών, ποσά άπό 5 μέχρι 50 λιρών, πλήν τών γενναίων αναγκαστικών εισφορών τών εύπορων, ότι οί κομιτατζήδες εισερχόμενοι εις τά χωρία προτιμώσι τά ελληνικά και εις τά μικτά προτιμώσι τάς έλληνικάς οικίας διά λόγους ευνόητους, γιά νά τήν πά­θουν άπ' τούς Τούρκους άν ανακαλυφθούν και συγκρουσθούν ή γίνη γνωστόν. "Οταν παραδεχθήτε ότι διά λόγους ανωτέρους διπλωματικούς αί όθωμανικαί άρχαί δέν κάμνουσι Οτι έπρεπε και ήδύναντο, Οταν δέ σκέπτωνται περί δράσεως ή έκδικήσεως δέν ποιούνται διάκρισιν μεταξύ Ελλήνων και Βουλγάρου. Έγώ κατήντησα πτώμα. Καθ' έκάστην αποστερούμαι φιλούν και συνεργατών πολυ­τίμων. Μέχρι τούδε κατακρεουργήθησαν 7-8 έκ τούτο^ν, μ,ύνον και μόνον διό­τι εΐχον σχέσεις μετ' έμού, ισάριθμοι δέ και πλέον είναι προγεγραμμένοι διά τον αυτόν λόγον. Είναι πολλοί οιτινες τρέμουν και νά διέλθωσι προ τού φαρμα­κείου μήπως παρεξηγούμενοι καταδικασθώσι εις θάνατον ή εις ραβδισμούς επί τής κοιλίας μέχρι λιποθυμίας. Τήν Μεγάλην Δευτέραν έφονεύθη ύπό τών κομι-τατζήδων ο άγροφύλαξ Αλβανός, τό Μέγα Σάββατον έπληγώθη διά μαχαι­ριών ό πρώην διδάσκαλος έν τή περιφέρεια Γευγελής Κ. Αυγέρης».


Αληθινή κόλαση ! Και ήταν πραγματικοί ήρωες και μάρτυρες όσοι είχαν το θάρρος νά σταθούν και νά αντιταχθούν στή τρομοκρατική πίεση.

Ό Σακελλαρίου λησμόνησε νά γράψη ότι είχε δεχθή και αυτός σφαίρες και είχε πληγοθή. Γλύτοσε, άλλά πληρούσε γι' αυτόν ακριβά μιά γυναίκα, ή Μαρία, ή σύζυγος τού Γεωργίου Πούλκη άπό τήν Γουμένιτσα. Τήν ώρα πού γύ­ριζε άπ' τό χωράφι μέ τό παιδάκι της, 9 χρόνον, τήν έπιασαν οί κομιτατζήδες Σουλτάτσες και ή παρέα τους και αυτήν τήν έσφαξαν, ενώ τό παιδάκι τό τραυ­μάτισαν. Και αύτο γιατί ή Μαρία ήταν ό μόνος μάρτυρας πού είχε καταθέσει στήν τουρκική αστυνομία τήν αλήθεια γιά τήν επίθεση και τον τραυματισμό τού Σακελλαρίου. Τό Κομιτάτο είχε ύποσχεθή σ' αυτήν και τον σύζυγο της συγχωροχάρτι και άμνηστεία, μέ τον όρο όμως νά ενεργήσουν αυτοί τή δολοφονία τού γιατρού! Κι επειδή δέν δέχτηκαν, θανάτωσαν τή γυναίκα και τραυμάτισαν τό παιδάκι! Θ' απουσίαζε έτσι άπ' τό «Εκτακτο Δικαστήριο» τής Θεσσαλο­νίκης ό ουσιωδέστερος μάρτυρας...

Ή ζοφερή εικόνα, πού μας δίνει τό γράμμα τού Σακελλαρίου, είναι χαρα­κτηριστική, μά και τυπική. Ή ίδια τρομχρή κατάσταση επικρατούσε παντού. Γιά τήν περιφέρεια Καστοριάς δέν ξέρουμε τις νεώτερες δολοφονίες και σφα­γές, γιατί τά απομνημονεύματα τού Κλιάσεφ σταματούν μέ τό ταξίδι του στήν Ελλάδα και τή Βουλγαρία. Το βιβλίο τού Παγιαρές και μάλιστα οί εφημερί­δες εκείνης τής εποχής περιέχουν πολλές πληροφορίες. Στάζει κυριολεκτικά αΐμα το «Ηρώων και μαρτύρων αίμα» τού "Ιδα ('Ιωνα Δραγούμη). Δυστυ­χώς, μέ τήν αθεράπευτη άκηδεία μας, δέν φροντίσαμε νά καταρτίσουμε πιστό κατάλογο τών θυμάτων σέ κάθε επαρχία και σέ κάθε χωριό. Υπάρχει επίσης ό πίνακας τού 1907 μέ τις 40 πυκνοτυπωμένες μεγάλες σελίδες, πού είναι όμως δυσεύρετος και δέν είναι ταξινομημένος.

Στήν Θεσσαλονίκη συγκροτήθηκε στις 7 Μαρτίου τού 1904 στον περίβολο τής εκκλησίας συλλαλητήριο γιά τά βουλγαρικά κακουργήματα, όπως γράφει ό "Αγγλος πρόξενος, πού υπολογίζει τούς συγκεντρωμένους σέ 7000. Επειδή δέν τούς άφηναν νά κινηθούν όλοι μαζί, μιά επιτροπή τού συλλαλητηρίου, έπέδοσε τό ψήφισμα στον Χιλμή πασά και στους προξένους. Άπό τήν Καστοριά και τήν Φλώρινα έφυγαν τηλεγραφήματα άπ' ευθείας στις ((Μεγάλες Δυνάμεις», πού διακήρυτταν ότι «θέλουν άγωνισθή μέχρις εσχάτων υπέρ τής έμμονης εις τήν θρησκευτικήν και έθνικήν πίστιν», δπως τηλεγραφούσε ό "Ελληνας πρό­ξενος Μοναστηρίου. Οί Μοναστηριώτες απείλησαν ότι θά σκότωναν μέσα στήν πόλη 3 Βουλγάρους γιά κάθε "Ελληνα, πού θά είχε δολοφονηθή στήν ύπαιθρο...

Ενα υπόμνημα τους προς τήν γαλλική κυβέρνηση τελείωνε μέ τή φράση: «Λαλούμεν ελληνιστί, βλαχιστί, άλβανιστί, βουλγαριστί, αλλα ουδέν ήττον έσμέν άπαντες "Ελληνες και ούδενί έπιτρέπομεν νά άμφισβητή τούτο». Στό αί­μα ρίζωσε και στά κόκκαλα θεμελιώθηκε ή ελληνική ιδέα. Ενας σλαβόφωνος

Τετάρτη 23 Ιουλίου 2008

ΤΟ ΚΙΝΗΜΑ ΤΗΣ 29ης ΙΟΥΛΙΟΥ 1903, μέρος 3

Οι αρχηγοί τής Β.Μ.Ρ.Ο. δεν πήγαιναν βέβαια γιά νίκες και δάφνες. "Η­ξεραν καλά τήν αδυναμία και τά χάλια τους. Σάν πρακτικοί άνθρωποι επεδί­ωκαν απλούστατα νά εκμεταλλευθούν τίς ύπερβασίες τών Τούρκων, τή στάχτη και τά αίματα, πού θά έσπερναν. Ή συμφορά τού Κρουσόβου ήταν για αυτούς ούρανόπεμπτο δώρο. Μέ ξένα κόλυβα έκαναν τή δουλειά τους. Γι' αυτό και πολλοί πίστευαν ότι επίτηδες, «έκ προμελέτης»,τήν προκάλεσαν. Πιο πολύτιμοι σύμμαχοι τους αναδείχτηκαν οί Τούρκοι. Μέ τή μωρία και θηριωδία, τον εκνευρισμό και φανατισμό τους, έπαιξαν περίφημα τό παιγνίδι τών κομιτατζήδων.

Οι Βούλγαροι προσπάθησαν να εκμεταλλευτούν, όσο πιο πολύ μπορού­σαν, το κίνημα. Πλημμύρισαν τον κόσμο μέ διαμαρτυρίες, εκκλήσεις, ψηφί­σματα, περιγραφές τών «μακεδόνικων» ηρωισμών και τών τουρκικών βασιβουζουκιομών, μέ φωτογραφίες, άρθρα, φυλλάδια κλπ. Συλλαλητήρια συγκροτήθησαν στή Σόφια και στις άλλες βουλγαρικές πόλεις και μέ συγκινητικά τη­λεγραφήματα προς τίς «Μεγάλες Δυνάμεις, τά κοινοβούλια, τούς συλλόγους, τίς εφημερίδες, τον πολιτισμένο κόσμο, ζητούσαν νά διοριστή επιτέλους χριστιανός διοικητής τής πολυβασανισμένης Μακεδονίας.

Γενική άντιτουρκική εξέγερση ξέσπασε τότε σ' όλη τήν Ευρώπη, θά έλε­γε κανείς ότι ή επανάσταση μεταπήδησε άπ' τά βουνά τού Κιρτσόβου και τών Κορεστίον στο Παρίσι και το Λονδίνο. Οι "Άγγλοι επίσκοποι κινήθηκαν, οί φιλελεύθεροι κύκλοι αναταράχτηκαν, οί φιλανθρωπικοί σύλλογοι συγκινήθη­καν. Το Βαλκανικό Κομιτάτο τών Αδελφών Μπώξτον τού Λονδίνου «άστραψε και βρόντησε». Ό περίφημος ανταποκριτής των «Τάιμς» τού Λονδίνου Μπάουτσερ έγραψε πύρινα άρθρα και ανταποκρίσεις. Οι Γάλλοι θυμήθηκαν παλιές επαναστατικές παραδόσεις και τό φιλελεύθερο πνεύμα. Οί άλλοι λαοί ξεσηκώ­θηκαν επίσης σέ συναγερμό υπέρ τής ελευθερίας τών υποδούλων Χριστιανών και εναντίον τής τυραννίας τών αποχαλινωμένων Ασιατών. Οί Ρώσοι παν-σλαβιστές ήταν έτοιμοι νά σπρώξουν σέ καινούργιο ρωσοτουρκικό πόλεμο. "Άνεμος σταυροφορίας φυσούσε παντού. Ό «ερυθρός και αιμοσταγής» σουλ­τάνος, πού δέν είχε ακόμα στεγνώσει τά χέρια του άπό το αΐμα τών Αρμενίων, ή «τουρκική βαρβαρότητα και απανθρωπιά», πού αποτελούσαν αναχρονισμό γιά τήν Ευρώπη, «τό μεσαιωνικό καθεστώς τού Γιλντίζ μέ τούς πασάδες, τούς χαφιέδες, τά χαρέμια κο.ί τήν αθεράπευτη διαφθορά τους», «ό άγριος και τυ­φλός τουρκικός φανατισμός» κλπ. ήταν οί τίτλοι, πού κυριαρχούσαν σέ περιο­δικά και εφημερίδες. Μύδροι και κεραυνοί ρίχτηκαν σέ συγκεντρώσεις και συλ­λαλητήρια εναντίον τού Χαμίτ και τής καμαρίλλας του, εναντίον τού τουρκι­κού φανατισμού και τής σαπίλας του. Ή άντιτουρκική μπόρα πήρε κι' εμάς, πού είχαμε καταντήσει τά κυριότερα θύματα. Τά βουλγαρικά τερατουργήμα­τα τού Απριλίου στή Θεσσαλονίκη και τά κατορθώματα τών Τσακαλάρωφ και Κλιάσεφ στο Βατοχώρι, τό Νεστόριο, Τιχόλιστα, Πισοδέρι και στά άλλα χω­ριά, λησμονήθηκαν και θά είχαν μείνει και σέ μας άγνωστα αν έλειπαν τά απο­μνημονεύματα τού Κλιάσεφ.

Ή αγγλική κυβέρνηση επιχείρησε νά αντίδραση. Ό πρωθυπουργός Μπάλφουρ έγραψε στον αρχιεπίσκοπο τής Κανταβρυγίας για τούς κομιτατζήδες ότι «έκαμαν πολλά εγκλήματα και Ότι καταδίωξαν μέ μεγάλη ωμότητα τούς Χριστιανούς πατριαρχικούς». Ό "Άγγλος υφυπουργός τών Εξωτερικών λόρδος Πέρσυ δήλωσε στή Βουλή Οτι οί δημιουργοί τής φρικτής κατάστασης στη Μακεδονία είναι εκείνοι ακριβώς, γιά τούς οποίους συγκροτήθηκαν τά συλ­λαλητήρια στήν Αγγλία και εκφωνήθηκαν φλογεροί λόγοι.

Ωστόσο ή αγγλική κυβέρνηση υποστήριξε πάντοτε τον διορισμό χρι­στιανού διοικητή τής «Μακεδονίας» τών τριών βιλαετίων...

Οί Τούρκοι προσπάθησαν νά αντιδράσουν μέ διαψεύσεις τών καταγγελι­ών και υποσχέσεις τιμωρίας τών ύπερβασιών. Προσφέρθηκαν επίσης ν' αποκα­ταστήσουν τούς πρόσφυγες και νά ξαναφτιάξουν τά καμμένα σπίτια. Στήν πρά­ξη, εννοείται, θά τά έκαμναν όλα μέ τήν αδιόρθωτη ανατολική νωχέλεια, στο τέλος τού αιώνα ή και τού κόσμου!

Ό Μέγας Βεζύρης δήλωσε στον Πρεσβευτή μας ότι "Έλληνες, Ρουμάνοι και Τούρκοι ήταν φυσικοί σύμμαχοι μπροστά στο σλαβικό κίνδυνο. Ή πρότα­ση μας όμως νά δώσουν οί Τούρκοι όπλα στά ελληνικά χωριά γιά νά αύτοπροστατευθούν άπ' τούς κομιτατζήδες ρίχτηκε στον κάλαθο τών άχρηστων ή όπως ήταν καθιερωμένη φράση, πήγε «μιντέρ άλτιντά» (κάτω άπ' τό σοφά, όπου κάθονταν).

Και όταν ο πρεσβευτής μας διαμαρτυρήθηκε γιατί ή τουρκική κυβέρνη­ση αναγνώρισε αιφνιδιαστικά τήν ρουμανική εθνότητα μέ χωριστά προνόμια, ό Μέγας Βεζύρης αποκρίθηκε Ότι το έκαμε ό σουλτάνος χωρίς νά ρωτήοη αυ­τόν. Οι Τούρκοι κερδοσκοπούσαν στην αθεράπευτη ευρωπαϊκή διχογνωμία και στην περιπλοκή τής Ρωσίας με την Ιαπωνία. Στηρίζονταν επίσης στή σταθε­ρή γερμανική υποστήριξη και περισσότερο στον πολυάριθμο και ετοιμοπόλεμο στρατό τους, πού έκαμνε τή Βουλγαρία να μιλάη γιά ειρήνη.

Και ξάφνου ξεκίνησε ό Τσάρος τής Ρωσίας νά συνάντηση τον αυτοκράτο­ρα τής Αυστρίας στο Μύρστεγκ, όπου και γέννησαν το ομώνυμο καινούργιο «Πρόγραμμα Μεταρρυθμίσεων».
Δεν είχαν πια λόγο οί αρχηγοί τών κομιτάτων και οί Βούλγαροι υπουρ­γοί, πού κρύβονταν πίσω τους, νά τηρούν τά προσχήματα. Τό Μακεδόνικο ζή­τημα είχε ξαπλωθή στήν χειρουργική τράπεζα τής διπλωματίας και αργά ή γρήγορα (και περισσότερο γρήγορα παρά άργά) θά έπαιρνε τή μοιραία του λύ­ση. Ή απλωμένη υπερβολικά προς τό βορρά και κουτσουρεμένη προς τό νότο μή μακεδόνικη «Μακεδονία» θά γινόταν «αυτόνομη», κατά τό παράδειγμα τής Ανατολικής Ρωμυλίας και τό κατάντημα της. Οι δύο εντολοδόχοι τούς έδει­ξαν το δρόμο. Δέν είχαν παρά νά τον ακολουθήσουν και νά ξεκαθαρίσουν τή «Μακεδονία» άπ' τά ξένα στοιχεία και τά ζιζάνια.

Τό περιβόητο «ή Μακεδονία γιά τούς Μακεδόνες» έδωσε την θέση του στο «ή Μακεδονία για τούς Βουλγάρους». Ή «ελευθερία» μετατράπηκε στή χειρότερη τυραννία. Πέταξαν τή μάσκα τού ελευθερωτή και πρόβαλαν μέ τήν ώμή μορφή τού εκβιαστή. "Οσοι δέν ήταν Βούλγαροι ή δέν ήθελαν νά γίνουν, δέν είχαν κανένα λόγο νά ζουν. Γιά νά έκδιωχθούν οί τούρκικες στρατιές, έπρε­πε νά έξοντωθή ό άοπλος ελληνισμός. Δέν τηρούσαν κάν τά προσχήματα. Υ­ποταγή ή θάνατος ήταν τό νέο σύνθημα τους. Χτυπούσαν αλύπητα προχρίτους τών χωριών, παπάδες, δασκάλους και όλους, πού είχαν κάποιαν επιρροή. "Όφειλαν όλοι να πάνε να φιλήσουν τό χέρι τού Βούλγαρου μητροπολίτη ή αρχιε­ρατικού επισκόπου και νά δηλώσουν στο τουρκικό ληξιαρχείο (νοφούς νταϊρε-οί) Ότι ήταν πια «Μπουλγκάρ» και Οχι «Ούρούμ». Δέν τούς πείραζε αν δέν ή­ξερε ό παπάς νά διαβάζη βουλγαρικά. "Ας έκαμνε ελληνικά τή λειτουργία, Ο­πως πρώτα. Μόνο νά μνημόνευε τον 'Έξαρχο αντί γιά τον Πατριάρχη.

Ή «'Ηλιντένσκα Έποπέϊα» (Α. Ντίνεφ τών Σκοπίων) αναγνωρίζει ότι, μετά το Ήλιντεν, οί περισσότεροι βοεβόδες έγιναν Οργανα τών πρακτόρων τής βουλγαρικής Εξαρχίας και υποχρεώθηκαν νά μετατρέψουν τούς Πατριαρχι­κούς σέ Έξαρχικούς. Ένώ πριν άπό το "Ηλιντεν, ή επαρχία Καστοριάς δέν ειχε προδότες και τά Καστανοχώρια ήταν όλα πατριαρχικά και ελεύθερα. Οί «επαναστάτες», πού εύρισκαν άλλοτε καταφύγιο στήν Ελλάδα, μέ τις ανθελλη­νικές ενέργειες τού κομιτάτου προκάλεσαν τήν αντίθεση τής ελληνικής κυβέρ­νησης, τήν εχθρική στάση και τήν αντίδραση τών «γραικομάνων» και τών πα­τριαρχικών και τήν τελική επέμβαση τών ελληνικών ανταρτικών σωμάτων. Α­κόμα και ό Κώττας και ο καπετάν Βαγγέλης ήταν δημιουργήματα τής κατά­στασης εκείνης. Ετσι συστήθηκε και στο Μοναστήρι Ελληνικό Κομιτάτο άρχισε έλληνο-βουλγαρικος πόλεμος μέσα στή πόλη και οί φόνοι κι' άπό ιίς δυο μεριές.

Ετοίμαζε ό Χιλμή πασάς μιά καινούργια απογραφή τού πληθυσμού. Και ήθελαν νά εμφανιστούν όσο τό δυνατόν περισσότεροι, γιά ν' αποτελέσουν τήν «πολυπληθέστερη» και «κυρίαρχη φυλή» στήν αυτόνομη «Μακεδονία» τους.

Στο Μοναστήρι ήρθαν και οί πρώτοι «συμμοριόπληκτοι» πρόσφυγες «σύν γυναιξί και τέκνοις». Ήταν σε αξιοθρήνητη κατάσταση. Στο βάθος τής αυλής τού Γυμνασίου μας, όπου το γυμναστήριο, υπήρχαν κάμποσο, ισόγεια δο:>μάτια. Γέμισαν χωριάτικες οικογένειες. Επίσης γέμισαν και άλλα διαθέσιμα δωμά­τια στην εκκλησία, στο νοσοκομείο, στο νεκροτομείο κτλ. Καμιά ευαίσθητη καρδιά τών ξένων φιλανθρωπικών αποστολών δέ συγκινήθηκε άπ' τήν τραγι­κή τους κατάσταση. Σύμφωνα με τις αγγλικές πληροφορίες, οι κομιτατζήδες έκαμαν τότε πολλούς φόνους Ελλήνων.

"Οσοι εξακολουθούσαν ακόμα νά υπηρετούν στις τάξεις τών κομιτατζή-δων, ξεγελασμένοι άπ' τά αρχικά επαναστατικά συνθήματα, έφευγαν τώρα α­γανακτισμένοι. Ό οπλαρχηγός Αντώνιος Ζώης, πού είχε πολεμήσει ένα χρό­νο σχεδόν στο Μορίχοβο, αποχαιρέτισε τούς δυο συνεργάτες και φίλους του αρ­χηγούς Τολέ πασά και γέρο Κόλον, δυο καλοκάγαθους γέρους χωρικούς, πού ούτε ποτέ σκέφθηκαν νά εκβιάσουν ή νά πειράξουν Χριστιανό (τέλη Δεκεμ­βρίου 1903). «Ηρθα εδώ πάνω, τούς είπε, να πολεμήσω τούς Τούρκους και όχι να βιάζω άλλους να γίνουν Βούλγαροι». Εκείνοι αναγνώρισαν το δίκιο του και κούνησαν μέ απογοήτευση και απελπισία τό κεφάλι τους. Θά ήθελαν και αυτοί νά ακολουθήσουν τό παράδειγμα του, μα δεν είχαν πού νά καταφύγουν. "Αν υπήρχαν τότε δικά μας σώματα, θά είχαν έλθει μαζί μας. "Ένα ψηλό, ξαν­θό και ουραίο παλληκάρι άπ' τον παλιό μαχαλά μας, πού είχε αγωνιστή δυο χρόνια ώς κομιτατζής, ό Άθ. Μπινέκος, τό έσκασε κρυφά μιά νύχτα. Τό 1905 έπεσε στό Πετάλινο τού Μοριχόβου μαζί μέ τον ανθυπολοχαγό Λυμπερόπουλο.

Τό ϊδιο έκαμαν τότε και άλλοι οπλαρχηγοί, Όπως ό Γκόνος, ό Τσότσος, ό Κωστόπουλος κλπ. Το Κομιτάτο έμεινε πιά καθαρά βουλγαρικό μέ κύριο αντι­κειμενικό σκοπό τον έκβουλγαρισμό. Κανέναν δέν ξεγελούσε τώρα. Ή σημαία τής ελευθερίας, τής άντιτουρκικής σταυροφορίας κλπ. μπήκε στό ράφι.

Δέν περνούσε βδομάδα χωρίς ν' άναγγελθή ένας φόνος ή μία ομαδική σφαγή.

Στό χωριό τού Μοναστηρίου Μπρότ κατακρεουργήθηκε μέ τον αγριότε­ρο τρόπο μέσα στήν εκκλησία, την ώρα πού λειτουργούσε, ό παπάς μέ τον ψάλ­τη, τήν παπαδιά και έναν έφορο επίτροπο. Ό πρόξενος Μοναστηρίου έγραψε, μέ τήν ύπ' άριθ. 930 τού 1904 αναφορά του, ότι τού εΐχαν καταφέρει 90 μαχαι­ριές! Τήν ΐδια τύχη είχε και ο παπάς τού Δομπρομίρι μέ άλλους τέσσερεις. Θυμούμαι πού κηδεύσαμε τον Φεβρουάριο τού 1904, τον χειμώνα εκείνο μέ τά πολλά χιόνια στό Μοναστήρι, δύο νοικοκυραίους άπ' τή Βελουσίνα. Γύριζαν ξέγνοιαστοι άπ' τή πύλη στά σπίτια τους. Τούς κομμάτιασαν πάνω στο δημό­σιο δρόμο μέρα μεσημέρι!

Στον Αετό τής Φλώρινας θανατώθηκαν μεσάνυχτα μέ τσεκούρι πέντε πρόκριτοι (οί Ηλίας Στέργιου, Δημήτριος Στέργιου, Ηλίας Στύλου, Στέφα­νος Ρόμπης, Γεώργιος Τύπος) και δύο γυναίκες, γιατί δέν προθυμοποιήθηκαν νά υπακούσουν στή διαταγή νά γίνουν Βούλγαροι άλλοι τέσσερεις στις Λεπτο-καρυές τής ιδίας περιοχής. Τού εφημερίου τού Άμμοχωρίου έκοψαν και τά δυο αυτιά. Παντού θρήνος και οδυρμός! Θανατώθηκαν 7 σέ μιά μόνο φορά στό Ράμελ τών Γιαννιτσών. Ή «Εποποιία τού "Ηλιντεν» ανεβάζει τούς νεκρούς σέ δέκα. Τούς κατακρεούργησε ό υπαρχηγός και γραμματέας τού βοεβόδα Aποστόλ, πού λεγόταν «ό "Ηλιος τού Βαρδάρη».

Στό Ζύρνοβο (Νευροκόπι) τής Δράμας φωτιά και μαχαίρι μπήκε σέ δρά­ση στις 10 Όκτωβρίου τού 1903. Τό ΐδιο Οργιο αίματος και βίας απλώθηκε σ' όλη τή Μακεδονία.

Στις 12 Μαρτίου 1904 ό "Άγγλος Πρόξενος Μοναστηρίου έγραφε ότι εί­χε έξαπολυθή τρομοκρατική εκστρατεία άπ' τούς κομιτατζήδες, γιά νά εξα­ναγκαστούν τά χωριά νά προσχωρήσουν στην βουλγαρική Εξαρχία. Απ τις 27 Φεβρουαρίου τά θύματα τους, πού έγιναν γνωστά στήν υπηρεσία του, ήταν δέκα (Αγγλική Κυανή Βίβλος, 1904). Ό "Άγγλος Πρόξενος τής Θεσσαλονί­κης έγραψε ότι μονάχα στό σαντζάκι Σερρών 100 "Ελληνες (ελληνόφωνοι, βλαχόφωνοι, σλαβόφωνοι) έπεσαν θύματα τών κομιτατζήδων.

O Dakin αναγρά­φει, σύμφωνα μέ αγγλικές πηγές, ατελείωτο κατάλογο σφαγών Ελλήνων ά­πό κομιτατζήδες σ' όλη τή Μακεδονία. Αναφέρει και πέντε (άριθ. 5) μοναστή­ρια, πού τά πυρπόλησαν οί ϊδιοι (Τσιρίλοβον, Σλιβένι, Ζιρκοβίτι, Πρόδρομον, Λισολάι). "Έπρεπε νά πρόσθεση στον κατάλογο και τήν Άγια Τριάδα τού Πι-σοδερίου, τούς Άγιους Αναργύρους τής Καστοριάς και πολλά άλλα. Επίσης ό Γάλλος Πρόξενος Θεσσαλονίκης έγραφε στις 29 Απριλίου τού 1904 (Γαλ­λική Κίτρινη Βίβλος), Ότι οί κομιτατζήδες μέ πρωτάκουστη αγριότητα σκό­τωναν όχι μόνον εκείνους, πού είχεν προγράψει, μά και τις οικογένειες τους. Στις 5 Όκτωβρίου, ύστερα άπό μιά περιοδεία στήν Ανατολική Μακεδονία, ξα­νάγραφε ότι οί κομιτατζήδες διέπρατταν φόνους και καθαρές λεηλασίες.

Ό φιλοβουλγαρικώτατος Λαμούς, στό βιβλίο του «Δεκαπέντε χρόνια βαλκανικής ιστορίας», αναγκάζεται νά ομολογήση ότι οί κομιτατζήδες ήταν βίαιοι και ά­γριοι και δέν έδιναν πεντάρα για τή ζωή των συνανθρώπων τους. Ισχυρίζεται όμως ότι δεν υποχρέωναν τούς καθαρούς και γνήσιους "Έλληνας να γίνουν Βούλ­γαροι, γιατί φαίνεται, τούς αναγνωρίζει το δικαίωμα νά εκβιάζουν και νά σφά­ζουν όλους εκείνους, πού αυτοί θά εύρισκαν ότι δέν ήταν ((καθαροί και γνήσιοι» "Ελληνες. Ωστόσο 6 βοεβόδας Τάνε έλεγε το καλοκαίρι τού 1904 στους παπά­δες και τούς προκρίτους τού Φλάμπουρου τής Φλώρινας νά γίνουν Βούλγαροι ((γιά τό καλό τους», άν και δέν ήξεραν καθόλου βουλγαρικά. Ό Τάνε είχε δια­πράξει, καθώς έχω πληροφορηθή, τή σφαγή 7 ανθρώπων στον γειτονικό Αετό. Ό Βούλγαρος αρχιερατικός επίτροπος στην Γευγελή έγραψε στις 28 Μαΐου τού 1904 στον βλαχόφωνο Παπαστογιάννη τής βλαχόφωνης Λουγκούτσα, ότι πρέπει νά προσχο)ρήση στήν βουλγαρική Εξαρχία. Κι' επειδή ο άμοιρος παπάς παράκουσε, πληρούσε πολύ ακριβά τήν απειθαρχία του: "Έκαψαν τό σπίτι του, έσφαξαν την παπαδιά, αφού τής πήραν 40 λίρες, σκότωσαν και τά παιδιά του. Ό ίδιος γλύτωσε άπό θαύμα και έφυγε στή Θεσσαλονίκη όπου τον συνάντησε ό Παγιαρές. Το κομιτάτο και ό Βούλγαρος αρχιερατικός Επίτροπος τής Γευ­γελής τού είχαν γράψει στις 24 Μαΐου 1904 ότι έπρεπε να είχε γίνει Ρουμούνος, νά μνημονεύη στήν Εκκλησία τον Βούλγαρο 'Έξαρχο και νά ύπαχθή στή δι­καιοδοσία του.

Ό Γάλλος δημοσιογράφος, δημοσιολόγος και βουλευτής Μισέλ ΪΙαγιαρές άντίκρυσε μέ τά ϊδια του τά μάτια δυο φρικτές εκατόμβες. Τήν πρώ­τη στο χωριό Γραδεμπόρι, δυο ώρες έξω άπ' τήν Θεσσαλονίκη, στις 28 Απρι­λίου τού 1904. Δεν εΐχαν ακόμη αρχίσει δράση τά ελληνικά σώματα, γιά ν' άποδοθή ή σφαγή σέ αντίποινα. Απλούστατα δεν εΐχαν υπακούσει τά Ούματα στή διαταγή να γίνουν Βούλγαροι. Έδώ ό Ιίαγιαρές είδε μαχαιρωμένα, ακρω­τηριασμένα, κομματιασμένα τά πτώματα ενός γέρου, μιας γριάς και άλλων πέντε ατόμων. Αν τού έλεγαν χίλιοι άνθρωποι χίλιες φορές ότι μπορούσαν νά γίνουν τέτοιες φρικαλεότητες στήν εποχή του, δέν θά το πίστευε. Το δεύτερο στή Γκίρτσιστα τής Γευγελής, στις 28 Οκτωβρίου τού 1904. Είδε μιά φρικιαστι­κή και άποτροπιαστική σκηνή. "Ένα σπίτι καμμένο, νεκροί δυο χωρικοί, μιά χωρική, δυο κοριτσάκια 8-10 χρονών, ένας δάσκαλος, ό Σιωνίδης, και μιά δα­σκάλα 21 ετών, ή Χατζηγεωργίου. Την τελευταία αυτή τήν εΐχεν απειλήσει ό βοεβόδας Τοντόρτσε, καθώς και τούς άλλους δασκάλους ότι, άν δέν έφευγε, θά τήν κομμάτιαζε. Τό γενναίο κορίτσι δέν συμμορφώθηκε μέ τήν προσταγή του. Και ό άρχικομιτατζής μέ τή μεγάλη του συμμορία κύκλωσε τό σπίτι και τού έβαλε φωτιά. Ή Χατζηγεωργίου αντιστάθηκε μέ τό περίστροφο της.

ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ..............ΕΔΩ

Gracias Panama

O Παναμάς, που μέχρι πρόσφατα έκανε χρήση της συνταγματικής ονομασίας της γείτονος στις διμερείς τους σχέσεις, αλλάζει την πολιτική του έναντι των Σκοπίων.

O πρέσβης του Παναμά στην Ελλάδα, Αντόνιο Φωτις-Τακης Οτσόα, μετά τη συνάντηση που είχε με την υπ Εξωτερικών Ντ. Μπακογιάννη ανακοίνωσε ότι σε συνέχεια σειράς συζητήσεων σχετικά με την ΠΓΔΜ η κυβέρνηση του Παναμά διαβεβαιώνει την Ελλάδα ότι θα τηρεί τις σχετικές αποφάσεις των Ηνωμένων Εθνών για το όνομα αυτής της χώρας για διμερή και διεθνή χρήση.

Υπενθυμίζεται ότι από το 2002 μέχρι και πρόσφατα, ο Παναμάς στις διμερείς σχέσεις του με τα Σκόπια χρησιμοποιούσε το συνταγματικό όνομα της γείτονος.


Πηγή: ert.gr

ΤΟ ΚΙΝΗΜΑ ΤΗΣ 29ης ΙΟΥΛΙΟΥ 1903, μέρος 2

Δέν έλειπε ή υλική δύναμη άπ' τούς Τούρκους. Μπορούσαν νά σαρώσουν σέ δυο τρεις το πολύ μέρες τά άσύντακτα, ανοργάνωτα και άοπλα εκείνα μπου­λούκια άπ' τις κωμοπόλεις τουλάχιστον, όπου είχαν καλοστροθή. Στο Κρούσοβο π.χ. δέν βρήκαν σχεδόν αντίσταση. Οί επιστρατευμένοι χωρικοί, και όταν ακόμη ήταν καλά εξοπλισμένοι, έχαναν γρήγορα τον ενθουσιασμό τους. Οί καμπίσιοι νοστάλγησαν αμέσως τά σπίτια τους μόλις ή φοπτιά τών μπέικων πύρ­γων έσβησε. Φαίνεται ότι μερικοί ορεινοί, μέ παλιές κλέφτικες και αντάρτικες παραδόσεις, πολέμησαν. Είχε από τότε ακουστή ότι ένα σώμα από επαναστά­τες της περιοχής Καστοριάς, πού τραγουδούσαν ελληνικά τραγούδια και χόρευ­αν ελληνικούς χορούς και είχαν ζητήσει καταφύγιο στο Μορίχοβο, έδωσαν νικη­φόρο μάχη κοντά στην Ψάνιστα. Το διηγόνταν και αργότερα στο Μορίχοβο και ιούς αποκαλούσαν «Γραικούς». Αγνωστος έμεινε ό αρχηγός τους. Πάντως δέν ήταν ούτε ό Τσακάλωφ, ούτε ό Κλιάσεφ, ούτε ό Μητροβλάχος.

Οί επαναστάτες έκοψαν τά τηλεγραφικά σύρματα, χάλασαν τις γέφυρες, άνάμεσα'. στο Μοναστήρι και Άχρίδα, και ανατίναξαν σε πολλά σημεία τις σι­δηροδρομικές γραμμές Μοναστηρίου-θεσσαλονίκης.
Νωθροί οί πασάδες κινήθηκαν πολύ αργά.
Φαίνεται, πώς νόμισαν ότι οί επαναστάτες ήταν πολύ ισχυρότεροι.
Κάποιος "Αγγλος Πρόξενος ανέφερε δτι ό Νασέρ πασάς άρχισε νά εφ αρ­μό ζη τήν αγγλική τακτική του πολέμου τών Μπόερς, σάν νά υπήρχαν στή μι­κρή εκείνη γωνίτσα του Μοναστηρίου απέραντες εκτάσεις, όπως στή Νότια Αφρική.
Μέσα στήν πόλη οργίαζαν οί φήμες. Ακούαμε τό πρωί ότι έρχονταν, ότι πλησίαζαν οί επαναστάτες και τό βράδυ δτι οί Τούρκοι παντού έκαιαν, έσφαζαν και ρήμαζαν. Διαδόθηκε επίσης γιά μιά στιγμή δτι ή Ρωσία, ή Βουλγαρία, ή Σερβία και ή Ελλάδα κήρυξαν τον πόλεμο εναντίον της Τουρκίας. Πολλοί μά­λιστα άναγνώρισαν μέσα στήν πόλη τον Ή. Σαράφωφ, μεταμφιεσμένο σέ πα­σά, χότζα, ζητιάνο, χωριάτη κλπ. Ό Τούρκος γείτονας μας πίστευε περισσό­τερο άπό κάθε άλλη φορά δτι, δπως είναι ένας ό Αλλάχ, μία ήταν και ή θερα­πεία του κακού: ή γενική σφαγή τών αχάριστων άπιστων γκιούρηδων. Εμάς βέβαια μας εξαιρούσε...

Κάθε άλλο παρά καθησύχασε τούς φόβους μας και ό φόνος του Ρώσου προξένου του Μοναστηρίου Ρακόφσκυ, πού τον χτύπησαν χοοροφύλακες τήν ώρα πού έμπαινε στήν πόλη. "Ερχονταν άπ' το μοναστήρι του Μπουκόβου, ο­πού παραθέριζε και οπού, όπως έλεγαν, συναντούσε κάποτε και κομιτατζήδες.

Τον βλέπαμε μέ θαυμασμό νά περνά μέ το ωραίο αμάξι του, πού τό έσερναν δυο κατάμαυρα θαυμάσια άλογα. Πλάι στον άμαξα έστεκε ένας γιγαντόσωμος κοζάκος. "Αλλοτε πάλι έτρεχε καβάλα στο καλντερίμι ανάμεσα στις δυο ολό­ξανθες και λαμπρές αμαζόνες κόρες του. Ήταν αληθινός αντιπρόσωπος τής Μεγάλης και Αγίας Ρωσίας.
Ό Πρόξενος μας είχε γράψει γι' αυτόν (25 'Ια­νουαρίου 1902):
«Υποβιβάζει εαυτόν πολλάκις οιονεί εις πράκτορα τών Βουλ­γάρων έν τω άποκλειστικώ φιλοβουλγαρισμώ του». Και πρόξενους σαν αύτον θά είχε ασφαλώς ύπ' Οψη του ό αυστριακός Υπουργοί τών Εξωτερικών όταν έλεγε ότι οί Ρώσοι πρόξενοι στή Μακεδονία υπακούουν πιο πολύ στις οδηγί­ες τής Πασλαβιστικής Εταιρίας παρά τής κυβερνήσεως των.

Ό Ρακόφσκυ χαστούκισε δυο Αλβανούς χωροφύλακες, γιατί δέν τού πα­ρουσίασαν όπλα. Κι εκείνοι δέν τού τό χάρισαν. Ό φόνος αναστάτωσε όλη τήν Ευρώπη άπ' τό φόβο ρωσοτουρκικών περιπλοκών. Οί Τούρκοι κρέμασαν ευθύς τήν άλλη μέρα δυο γύφτους. Κανείς δέν ήξερε άν είχαν καμιά σχέση μέ τό φόνο τού Προξένου.

Σέ λίγες μέρες μαθαίνουμε τή φρικτή συμφορά τού Κρουσόβου. Αλλόφρο­νες έρχονταν μέ μόνα τά ρούχα πού φορούσαν οί Κρουσοβίτες, άνδρες, γυναί­κες, παιδιά, όλοι πεζοπορία. Διηγούνταν φοβερά πράγματα, πού έκαναν νά παγώνη τό αΐμα τών Μοναστηριωτών:
Στήν ορεινή και ειρηνική βλαχόφωνη πόλη, όπου εΐχε λίγους Βουλγάρους και καθόλου Τούρκους, μπήκαν μέ ουρλιάσματα και τουφεκιές τή νύχτα οί κο-μιτατζήδες και επιστρατευμένοι χωρικοί και έστησαν τό στρατηγείο και ένα... ξύλινο κανόνι. "Εκαψαν τό μικρό διοικητήριο και κοντά του άλλα 37 γειτονικά σπίτια και μαγαζιά, όλα ελληνικά, και σκότοσαν τίς οικογένειες τών λίγων Τούρκων δημοσίων υπαλλήλων και δυο Κρουσοβίτες, τούς οποίους χαρακτήρι­σαν ως κατασκόπους. Οί 50 Τούρκοι στρατιώτες και οί λίγοι χωροφύλακες έφυ­γαν χωρίς καμιά απώλεια. Οί κομιτατζήδες συγκέντρωσαν όλα τά χαλκο'ματα γιά νά χύσουν οβίδες γιά τό ξύλινο κανόνι σέ άγνωστο χυτήριο... Τό σπουδαιό­τερο Ομως έργο τους ήταν νά φορολογήσουν τούς δικούς μας πάντοτε και νά συγ­κεντρώσουν 1500 χρυσές λίρες γιά τον αγώνα και γιά τή λευτεριά.

Στήν εφημερίδα «Πατρίδα» τού Βουκουρεστίου δημοσιεύτηκε στις 27 Αυγούστου 1903 αφήγηση αυτόπτη Κρουσοβίτη, όπου βρίσκουμε λεπτομερή και ζωντανή περιγραφή τής «απελευθέρωσης». Συμφωνεί απόλυτα μαζί της και ή έκθεση του "Αγγλου Γενικού Προξένου τής Θεσσαλονίκης, πού καταχωρήθη­κε στήν Κυανή Αγγλική Βίβλο τού 1903.

Όλοι τότε ξέραμε ότι Βούλγαροι ήταν εκείνοι, πού μπήκαν και «ελευθέ­ρωσαν» τό Κρούσοβο.

"Οπως γράφει ό Πόποβιτς, είχαν έπιτελάρχη τον Βούλγαρο αξιωματικό Θεόδωρο Χριστώφ. Εϊχε τότε, λέγει, τό Κρούσοβο κοντά 15.000 κατοίκους, τρεις ωραιότατες εκκλησίες — ελληνικές — και μεγάλα αρχοντικά σπίτια, σω­στά μέγαρα. Τό μεγαλύτερο και τό πλουσιότερο ήταν τής οικογενείας Νιτσιώτα είχε συνολικά σαράντα δωμάτια!

Τά τελευταία χρόνια ακούσαμε άπό ξένους και δικούς μας ότι ιδρύθηκε τότε εκεί ή «Πρώτη μακεδόνικη σοσιαλιστική δημοκρατία», πού άρχισε τήν εφαρμογή του σοσιαλισμού άπ' τά χαλκώματα και τίς λίρες. Μας είπαν ακόμη ότι τότε ανέμισε ή πρώτη «μακεδόνικη» σημαία. Χωρικοί τής περιοχής Αμυν­ταίου μ' έχουν βεβαιώσει ότι ή σημαία τών κομιτατζήδων στο Ίλιντεν ήταν, στήν περιφέρεια εκείνη τουλάχιστον, ή βουλγαρική. (σε αυτό θα επανέλθω αργότερα)

Ή «Δημοκρατία» έζησε 8-9 ήμερες. Πρόβαλε ο τουρκικός στρατός και οί υπερασπιστές της προτίμησαν καθυστερημένα, όπως πάντοτε, νά τό στρί­ψουν κανονικά μαζί μέ τά χαλκώματα και τις λίρες. Θεώρησαν περιττό νά σπα­ταλήσουν τά φυσίγγια τους. "Αγνωστο παραμένει τί απόγινε μέ τό ιστορικό ξύ­λινο κανόνι...

eO "Αγγλος Γενικός Πρόξενος τής θσσαλονίκης υπολόγισε πώς οί κομιτατζήδες ήταν κάπου 300. Φαίνεται ότι οί τακτικοί κομιτατζήδες ήταν κάπου διακόσιοι και οί πιο πολλοί απλοί χωρικοί. Είτε όμως ήταν 300 είτε περισσό­τεροι, τό βέβαιο είναι ότι δέν έριξαν πολλές τουφεκιές, ούτε μάτωσε μύτη δι­κή τους ή και τών Τούρκων. Στάθηκαν μόνο μερικοί Κρουσοβίτες έχοντας γιά αρχηγό τον Πίτο Γούλη, πού ειχε πιαστή σαό χορό και τον χόρεψε ο^ς τό τέλος, ώς τό θάνατο. Οί Τούρκοι, σύμφωνα μέ τή συνήθεια τους, πλιατσικολόγησαν, έκαψαν, ρήμαξαν και έσφαξαν τούς δικούς μας. Εϊχε διαδοθή τότε ότι ό διοι­κητής τών Τούρκων Μπαχτιάρ πασάς εΐπε στους στρατιώτες: «Νάμ μ.πενήμ μάλ σιζίν» (ή δόξα δική μου τά πλιάτσικα δικά σας), δπο^ς έλεγεν τον παλιό καιρό οί παλιοί μεγάλοι Τούρκοι στρατηλάτες. Κάηκαν τότε 37G σπίτια και 203 καταστήματα, σύμφωνα μέ τις Αγγλικές πηγές του Dakin, και σκοτώ­θηκαν 41 δικοί μας. Ό βουλγαρικός μαχαλάς έμεινε άθικτος! Διακρίθηκαν στο πλιατσικολόγημα και τον εμπρησμό τά υάγματα «ίλαβέ» και οί Τούρκοι τών γειτονικών χωριών. Είχε διαδοθη τότε και τό βεβαίωσε και ο "Αγγλος Πρόξε­νος θεσσαλονίκης ότι οί Βούλγαροι μέ τις λίρες, πού άρπαξαν άπ' τούς δικούς μας Κρουσοβίτες, δωροδόκησαν τον Μπαχτιάρ πασά.

Τό περίεργο, μά όχι και ανεξήγητο, είναι ότι οί αρχηγοί τοΰ Κομιτάτου διάλεξαν μέ ιδιαίτερη προσοχή και προτίμηση γιά νά στήσουν τά απελευθερω­τικά μπαϊράκια, τά ελληνικά κέντρα, Όπως τό Κρούσοβο, ή Κλεισούρα, ή Νέβεσκα (Νυμφαίο), τό Πισοδέρι. Ήταν τότε μεγάλα ανθηρά και πλούσια κεφα­λοχώρια, πού έβαζαν μεγάλο πειρασμό στά αρπακτικά ένστικτα τών αγάδων. Ευτυχώς σταμάτησαν οί Τούρκοι στο Κρούσοβο και δέν συνέχισαν και σ' αυτά τά κατορθώματά τους.

Ωστόσο έκαψαν και μερικά άλλα χωριά, Οπως τό Ράκοβο (Κρατερό) τής Φλώρινας, πού τό 1907 τό ξανάκαψαν οί Βούλγαροι κομιτατζήδες και τό 1947 πάλι οί "Ελληνες συμμορίτες. "Εκαψαν ακόμη τον 'Αλώνα ('Αρμένσκο), όπου βρήκαν τον θάνατο και 68 κάτοικοι του, τό Σμίλεβο τής Ρέσνας, μεγάλο βουλ-γαροχώρι, όπου αποφασίστηκε τό κίνημα και όπου είχε την έδρα και πραγμα­τική πρωτεύουσα του. Τό Κρούσοβο φιλοξένησε απλώς μια μεγάλη συμμορία.

Όλα τά καμμένα χωριά ήταν σχεδόν είκοσι, όπως γράφει και ό Dakin. Περισσότερα λεηλατήθηκαν.

Σέ έκθεση τού μητροπολίτη Καστοριάς τής εποχής εκείνης αναφέρεται οτι τά γυναικόπαιδα βρίσκονταν σέ απελπιστική κατάσταση, διασκορπισμένα στά Ορη χωρίς τροφή και βοήθεια. Πολλά κατέφυγαν στά μοναστήρια τών eΑ­γίων Αναργύρων και τής Κλεισούρας. Στή μητρόπολη φιλοξενούσαν πάνω άπό 150 πρόσφυγες άπό διάφορα χωριά. Είδα και εγώ τότε ένα πλήθος άπό εκατον­τάδες γυναίκες τής περιοχής τών Κορεστίων, όπως φαίνονταν άπό τίς φορεσιές, νά μπαίνη στο Μοναστήρι βουβό, μέ τήν πίκρα και τήν απελπισία ζωγραφισμέ­νη στά σκυφτά πρόσωπα τους. Περπάτησαν δεκάδες ώρες, γιά νά εκθέσουν στους προξένους και στον βαλή τά χάλια τους. «Όπουδήποτε στάθμευση στρα­τός, λέγει αναφορά τού Προξένου Μοναστηρίου, υπάρχουν παράπονα κατ* αυ­τού, όποθενδήποτε διέρχεται στρατός, ακούονται διαμαρτυρίαι εΐτε σλαβόφω­να, εΐτε βλαχόφωνα, είτε άλβανώφωνα είτε ελληνόφωνα είναι τά χωριά, και εάν κατά τάς διαβεβαιώσεις τού Σουλτάνου τιμωρηθώοι οί ένοχοι τών τουρκι­κών ωμοτήτων, τότε θά παραστή ανάγκη νά τιμωρηθώσι άπαντες οί στρατιώ-ται τού αυτοκρατορικού στρατού, μηδενός εξαιρουμένου». Οί αιώνιοι πάντοτε Τούρκοι!

Τό κίνημα έσβησε άδοξα στά μέσα Αυγούστου, όπως όλα τά πυροτεχνή­ματα, χωρίς ν' άφήση πίσω του παρά τά ερείπια τού Κρουσόβου και τών λίγων άλλων καμμένων χωρών. Τά τελευταία χρόνια έγινε πολύς λόγος και θόρυβος γι' αυτό τό κίνημα. Τό εξύμνησαν ώς τον έβδομο ουρανό. Γέροι χωρικοί τού κά­μπου τής Φλώρινας πού είχαν έπιστρατευτή και ανέβηκαν στά βουνά, μου είπαν ότι είχαν σωθή άπ' τίς πρώτες 2-3 ήμερες τά τρόφιμα τους και, μέ τίς πρώτες τουφεκιές, τά φυσίγγια τους. Οί επαναστάτες τής περιοχής Αμυνταίου, μόλις άνακαταλήφθηκε άπ' τό στρατό ή Νέβεσκα, κατέβηκαν στον κάμπο και τρύπω­σαν στά καλάμια τού βάλτου Ρούτνικ (Χειμαδίτης). Η πείνα όμως τούς ανάγ­κασε ν' αφήσουν τά κρησφύγετα, νά παραδοθούν και νά προσκυνήσουν κυριο­λεκτικά έναν ανώτερο Τούρκον άξιωματιό, πού τούς φέρθηκε καλά και τούς ά­φησε ελευθέρους.



Ό βαλής έστειλε και επιτροπές άπό Χριστιανούς νοικοκυραίους τού Μο­ναστηρίου στά απόμερα ορεινά διαμερίσματα νά κηρύξουν ότι ό στοργικός και φιλεύσπλαχνος Σουλτάνος τούς συγχωρούσε και τούς καλούσε νά γυρίσουν στά σπίτια και στις δουλειές τους χωρίς νά φοβούνται κανένα, θά τούς βοηθούσε μά­λιστα μέ χρήματα νά ξαναφτιάξουν τά σπιτικά τους. Σέ μιά άπ' τίς επιτροπές είχε ύποχρεωθή νά πάρη μέρος και ένας ηλικιωμένος συγγενής μου, πού γύρι­σε άπ' τήν «κατευναστική περιοδεία» στά βουνά και τά κατσάβραχα τού Κιρ­τσόβου βαρεία άρρωστος. Κινδύνεψαν μάλιστα νά τούς πιάσουν * Αλβανοί ληστές.

Ό Κλιάσεφ δέν γράφει πολλά γιά το κίνημα. Φαίνεται ότι δέν πήρε μέρος σέ πολλές συγκρούσεις. Αναφέρει όμως μερικά γεγονότα πολύτιμα και αρκε­τά χαρακτηριστικά. Στή σελίδα 193 π.χ. λέγει:
«Έγώ και ό Τσακαλάρωφ μέ 450 άνδρες κατεβήκαμε στις 19 Αυγούστου (1903) στή Μπρέσνιτσα (Βατοχώρι), κάψαμε τό σπίτι τού Τωάννου Ζάικου και σκοτώσαμε τον πατέρα του Αντώνη και τον αδελφό του Λάζαρο, γιατί είχαν κι' αυτοί σκοτώσει τον συνερ­γάτη μας Λάμπρο Γάτσο και άντρες τού Κώττα τον δικό μας Ντίνο Γιάνεφ. Κοντά στο σπίτι, πού κάψαμε, κρεμάσαμε το μουχτάρη (πρόεδρο) τού χωριού Γεώργιο Καραούλα και τον αγροφύλακα Αντώνιο Παναγιώτου, πού ειχε πάρει μέρος στο φόνο τού Λάμπρου Γάτσου» !

Οί μεγάλοι τουρκομάχοι και τουρκοφάγοι! Μέσα στή βράση τού "Ηλιντεν παράτησαν Τούρκους και άπελευθερωτικόν αγώνα και έξεστράτευσαν μέ 450 άνδρες εναντίον τού Βατοχορίου, όπου έκαψαν, έσφαξαν, κρέμασαν «γραικομάνους», γιά νά εκδικηθούν παλιούς φόνους τού σώματος Κώττα! Και Ομως οί πε­ρισσότεροι άνδρες τού χωριού είχαν έπιστρατευθή άπ' τον Κώττα γιά νά πολε­μήσουν τους Τούρκους στήν Πρέσπα. Τά φοβερά εγκλήματα τού Βατοχωρίου έπιβεβαίο^σε και ή επιστολή τής 6 Σεπτεμβρίου τού εφημερίου Πισοδερίου Παπασταύρου Τσάμη, ενός εξαιρετικού πατριώτη, πού κατακρεούργησαν τρία χρόνια αργότερα οί κομιτατζήδες με ένα ψεύτικο γράμμα-παγίδα.
Τήν δημο­σίευσε ό Στέφανος Δραγούμης (Γνάσιος Μακεδών) στο βιβλίο του «Μακεδό­νικη κρίση»:

«Αγαπητέ μοι εν Χριστώ αδελφέ, Κύριε Παύλε Μελά,
εις Αθήνας.
Προ 15 ήμερων οί κομιτατζήδες συλλαβόντες 4 παιδιά άπό τό Πισοδέρι ανήλικα, ενώ έπήγαιναν εις τό Γέρμαν (Άγιον Γερμανόν), τά έσφαξαν και μέχρι σήμερον δέν ηύραμεν τά πτώματα των. Δεύτερον επήγαν αί μητέρες των και τούς έζητούσαν μετά δακρύων, ίνα τούς δώσουν τά σώματα τών δολοφονηθέντων. 'Αλλ' οί κομιτατζήδες τούς είπαν μόνον άπειλάς, ότι θά καταστρέψουν τό Πισοδέρι.
Ό Τσακαλάρωφ πήγε στήν Μπρέσνιτσα [Βατοχώρι] μετά 400 οπαδών, πρώτον συνέλαβε τον Γεώργιον Καραούλαν, μουχτάρη, "Ελληνα ορθόδοξο, τον άνεβίβασεν εις τό ζώον του και τον έδεσε μέ σχοινιά και άφού τον έφερε εις τό Μεσοχώρι, κάτο) άπό μία απιδιά, εκεί τον κρέμασε και μέ τις λόγχες τον τρυ­πούσε. Δεύτερον περιεκύκλωσε τήν οίκίαν τού Ζάικου, όστις άντέστη φονεύσας τον Νάστον, πρωτοπαλλήκαρο τού Τσακαλάρωφ, ενώ έσπανε τήν πόρτα μέ τον πέλεκυν, έτερον δέ έπλήγωσε θανατηφόρους. Ό Τσακαλάρωφ διέταξε νά καύσουν μέ πετρέλαιον τό σπίτι, ό δέ Λάμπρος Ζάικος έκαμε μέ τον έβδομηκοντού-η πατέρα του έξοδον και πληγώθηκαν και οί δύο. Ό Τσακαλάρωφ τον έφερε ξεψυχώντας εις τό Μεσοχώρι και ρίψας χόρτον και άχυρο επάνω του τον έκαυοε. Συνέλαβε και τον συγγενή του \Λλ. Ζάικον και άφού τού έκοψε τά χέρια, τού έβγαλε τά μάτια και έτσι απέθανε.


Εύχομαι τω θεώ περί τή καλή διαφυλάξει. Έν Πισοδερίω τή 6η Σεπτεμβρίου 1903.
Ό έν Χριστώ αδελφός 11 απασταύρος».


Οί δύο εκθέσεις συμπίπτουν. Ό 11 απασταύρος όμως παραθέτει και μερι­κές χαρακτηριστικές λεπτομέρειες τής φρικτής τραγωδίας τού Βατοχωρίου, πού παραβλέπει ό Κλιάσεφ άπό μετριοφροσύνη ΐσως... Αναφέρει επίσης και τή σφαγή τών 4 παιδιών, ατών ανηλίκων», άπ' τό Γίισοδέρι, πού θά ήταν, φαί­νεται, μεγάλοι αντίπαλοι τής «λευτεριάς»!...

Αναγράφει όμως ό Κλιάσεφ και μερικά άλλα γεγονότα, πού χύνουν πολύ φως στις διαθέσεις τών περίφημων τουρκομάχων. Ό Τσακαλάροχρ, γράφει, πήγε πέρα στο Νεστόριο και έκαψε τρία σπίτια «φανατικών γραικομάνων»... Έβαλε φωτιά και στά μικρά χωριά στήν Τούχουλη και Φούστα. "Έκαψε και ένα μικρό Άλβανοτούρκικο χωριό, τό Βέτερνικ, γιά νά έκδικηθή Ολους γενικά τούς Αλβανούς πού πολέμησαν όπως πάντοτε στις τάξεις τών Τούρκων. Επί­σης οί Ροζώφ και Τοσνίτσεφ πυρπόλησαν σπίτια «γραικομάνων» στή Τιχόλιστα. Επίσης ετοιμάστηκε ό Τσακαλάρωφ νά βάλη φωτιά και μαχαίρι και στο μεγάλο ελληνικό χωριό Μπουρμπούτσκο (Έπταχορι), μά είχε βρεθή εκεί κα­τά τύχη τουρκικός λόχος.
"Έπειτα μαζί μέ τον Τσακαλάρωφ και τήν αδελφή του, όπως μας πληρο­φορεί ό ΐδιος ό Κλιάσεφ, πέρασαν στις 17 'Οκτωβρίου τά ελληνικά σύνορα και δια μέσου Κέρκυρας και Τεργέστης πήγαν στή Σόφια. Ό Τσακαλάρωφ ήταν ντυμένος μέ βλάχικα ρούχα.

Οί έρίφηδες! Άπ' τήν Ελλάδα έφερναν τά όπλα, άπ' τά ελληνικά σύνορα μπαινόβγαιναν ό Τσακαλάρωφ, Σελιάνωφ, Ποπτράικωφ, όπως ο Κλιάσεφ βε­βαιώνει, και στην Ελλάδα ζητούσαν άσυλο, Όταν τά εύρισκαν σκούρα, έστω και αν είχαν βουτηγμένα ΐσαμε τον αγκώνα τα χέρια τους στο ελληνικό αίμα! Και ενώ ή φτωχή Ελλάδα αποτελούσε το λαμπρότερο καταφύγιο τους, την κα­τηγορούσαν ότι βοηθούσε τούς Τούρκους και καταδίωκε τούς κομιτατζήδες...

Ή αποτυχία τού κινήματος προκάλεσε συμφορά και απογοήτευση στον πληθυσμό και τήν αποσύνθεση στο Κομιτάτο. Ό Κλιάσεφ γράφει, ότι στις αρ­χές τού Σεπτέμβρη τον εγκατέλειψαν οί 220 άνδρες του. Στο Δεμπένι, βρήκε πάλι τροφή και στέγη. Άλλά εκεί ένας βουλγαροδιδάσκαλος μέ τον Βούλγαρο μουχτάρη και άλλους, όπως γράφει, σκότωσαν έναν άλλο βουλγαροδιδάσκαλο, τον Τερπόφσκη, γιατί δέν τούς άφηνε νά παραδώσουν τά όπλα στους Τούρκους! "Αρχισαν λοιπόν αθρόα παράδοση τών όπλων και χωρίς πιέσεις. Τά Οπλα αυτά, πού μέ πολλές δυσκολίες μεταφέρονταν άπ' τά θεσσαλικά σύνορα, έπεφταν στά χέρια τών Τούρκων, μέ αρκετή ευκολία, όπως φαίνεται. Ο Κλιάσεφ γράφει ακόμη ότι στο Μακροχώρι παραδόθηκαν 100 όπλα, στο Μελά άλλα 30 (πού βά­ρυναν τον Γκέλε), άλλα 90 στο Τρίβουνο, περισσότερα στον "Αγιο Τίαντελεή-μονα και στήν περιοχή του. Ό Κλιάσεφ τά ανεβάζει σέ 300! Πήγε, λέγει, ο Μαρκώφ νά τιμωρήση τους υπευθύνους και εξοντώθηκε άπό τούρκικο απόσπα­σμα, πριν ακόμη κηρυχτή το κίνημα. Ό βουλγαροδιδάσκαλος Βαψωρίου Ιωάννης Καραγιάννης, χωρίς καθόλου νά βασανιστή, πρόδωσε τούς πάντες και τά πάντα.

Ό Dakin εξ άλλου αναγράφει τήν πληροφορία ότι τό Σεπτέμβριο τού 1903 παραδόθηκαν πολλά όπλα στο Τρίγωνο και σ' άλλα χωριά.

Ό Κλιάσεφ αναφέρει μέ σπαραγμό και μιάν άλλη αποστασία τών χωρι­κών, ακόμα βαρύτερη. Πολλά χωριά, λέγει, δπως ό Άπόσκεπος. ό Γάβρος, ή Βασιλειάδα, ή Χόλιστα και άλλα, ξαναγύρισαν στον ελληνισμό και τό Πατρι­αρχείο. ΤΗταν εκείνα, πού πριν ένα χρόνο, μέ τήν «ειρήνευση» και -ή ((συμφι­λίωση» είδαν ξαφνικά τό φώς τό αληθινό και δήλοοναν ότι έπρεπε πιά νά λογα-ριάζωνται ώς Βούλγαροι. Το βεβαιώνει και ό μητροπολίτης Καραβαγγέλης στά απομνημονεύματα του (σελ. 23-24). "Όταν έξαλείφθηκε προσωρινά ό κομιτατζήδικος εφιάλτης, οί χωρικοί ζήτησαν τήν προστασία τής γνώριμης τους εκκλησίας.

Και πραγματικά ό μητροπολίτης, ή δημογεροντία και όλος ό κλήρος τής Καστοριάς έθρεψαν, συντήρησαν και διαφύλαξαν πάρα πολλές εκατοντάδες γυ­ναικόπαιδα και χωρικούς, ακόμα και παλιούς Βουλγάρους, μέσα στήν Καστο­ριά και τά μοναστήρια. "Εβλεπαν εξ άλλου ότι τά χωριά τού Κώττα και τά άλ­λα ελληνικά χωριά ούτε κάηκαν ούτε έπαθαν τίποτα άπ' τούς Τούρκους, γιατί εΐχαν φροντίσει γι* αυτά ό μητροπολίτης, ό καπετάν Βαγγέλης, και ό Καραλί-βανος πού ήταν παλαιοελλαδίτης φυγόδικος, πρώην λήσταρχος, άμνηστευμένος άπ' τον σουλτάνο και στήν υπηρεσία τώρα τού στρατηγού Νεσάτ πασά.

Τη μεταστροφή πολλών χωριών τής Καστοριάς και Φλώρινας στον ελ­ληνισμό αναφέρει, αντλώντας από αγγλικές πηγές, και ό Dakin, πού προσθέ­τει ότι το ίδιο φαινόμενο παρατηρήθηκε τότε και στην περιοχή Σερρών. Παν­τού, όπου ή επιβολή και τρομοκρατία τών κομιτατζήδων εξασθένιζε, ξαναγύ­ριζαν οί ξενόφωνοι χωρικοί ((στά πάτρια», όπως λεγόταν εκείνη τήν εποχή.

Τό Σεπτέμβριο ήρθε στήν Καστοριά ό βουλευτής Καυταντζόγλου και μοί­ρασε, εκ μέρους τής ελληνικής κυβερνήσεως, χρήματα στους πρόσφυγες χωρι­κούς. Μιά αγγλική αποστολή επίσης, παρόλο πού ήταν φιλοβουλγαρική, όπως γράφει ό Καραβαγγέλης. Είναι όμως ακατανόητη υπερβολή ό ισχυρισμός του ότι διερμηνέας της ήταν ό... Σαράφωφ, ό τότε αρχηγός τού Κομιτάτου.

O Dakin γράφει ότι οί "Άγγλοι μίλησαν και μέ τό μητροπολίτη γιά τή φιλοσοφία και τήν ηθική τού Βούντ και εΐδαν στο γραφείο του κρεμασμένη τή φωτογραφία τής κεφαλής άρχικομιτατζή, τού Ποπτράικωφ, πού σκότωσαν αν­τρες τού Κώττα, πράγμα πού δεν ταίριαζε βέβαια καθόλου σέ γραφείο μητρο­πολίτη, "ίσως όμως και νά ήταν κεφάλι άγιου.

Αργότερα πήγε στήν Καστοριά μέ άδεια τού Χιλμή πασά έχοντας πολλά φορτία ρούχα και τρόφιμα γιά τή σχετική προπαγάνδα και ό Βούλγαρος μητρο­πολίτης Μοναστηρίου. Οί Καστοριανοί έκλεισαν τά μαγαζιά και μέ συλλαλη­τήριο ζητούσαν επιτακτικά άπ' τον καϊμακάμη νά διάταξη τήν άμεοη απομά­κρυνση του. Ό έπαρχος τηλεγράφησε στον Χιλμή πασά, μά δέν πήρε καμιά α­πάντηση. Αναπάντητα έμειναν και τά τηλεγραφήματα τού μητροπολίτη, τής δημογεροντίας, τών συντεχνιών κτλ. Τήν άλλη όμως μέρα 1000 και παραπάνω γυναίκες αγριεμένες, άφού πετροβόλησαν τό κατάλυμα τού Βουλγάρου μη­τροπολίτη και ήρθαν στά χέρια μέ τή στρατιωτική φρουρά του, κύκλωσαν τό διοικητήριο χωρίς νά τό κουνήσουν όλη τή μέρα. Μερικές μάλιστα πληγώθη­καν άπό τίς ξιφολόγχες τής φρουράς. Οί προσπάθειες τής αστυνομίας και τού στρατού νά τίς διάλυση δέν πέτυχαν. Τότε αναγκάστηκε πιά ό Χιλμή πασάς νά υποχώρηση. "Εφυγε ο ξένος και παρείσακτος μητροπολίτης μέ γιουχαϊσμούς άπ' τήν πόλη, όπου δέν υπήρχε ούτε ένας Βούλγαρος.

"Έφθασαν και στο Μοναστήρι αντιπροσωπείες φιλανθρωπικών συλλόγων άπ' τήν Αγγλία, την Αμερική και τήν άλλη Ευρώπη, πού μοίραζαν στους ά­στεγους και πρόσφυγες ρούχα, τρόφιμα, χρήματα, κάποτε πολύ λίγα. Ήταν προπάντων γηραλέες γεροντοκόρες τού άγγλοσαξωνικού κόσμου, πού στράφη­καν στή φιλανθρωπία, αφού ή καρδιά τους είχε στειρέψει πια για άλλα αίσθη­μα ca! "Έδειχναν κι' αυτές απροκάλυπτο φιλοβουλγαρισμό. Οί δικοί μας «πα­θόντες και πυροπαθείς», όπως τού Κρουσοβου και τού Ρακόβου, δέν ήταν πολ­λοί συμπαθείς σ' αυτές.

ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ..............ΕΔΩ